17/10/13

Ομιλία του Υπουργού Παιδείας Κ. Κενεβέζου στο 16ο Συνέδριο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος

Η ομιλία του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού φέρει τον τίτλο
«Protection of religious heritages as signs of civilization»

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που αποδέχθηκα την πρόσκληση σας να παρευρεθώ σήμερα στο 16ο Συνέδριο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος, με θέμα τις «θρησκείες στη διαδικασία ειρήνευσης και επίλυσης συγκρούσεων στην περιοχή της Μεσογείου». Στην ομιλία μου θα αναφερθώ στο φλέγον θέμα της «Προστασίας της θρησκευτικής κληρονομιάς ως σημάδι πολιτισμού».

Οι διεθνείς ανακατατάξεις στον 21ο αιώνα τοποθετούν τη θρησκεία καθώς και τη θρησκευτική κληρονομιά των λαών στο κέντρο της συζήτησης γύρω από τις πολιτιστικές ταυτότητες και τη διττή τους δυναμική. Οι πολιτιστικές αυτές ταυτότητες εμφανίζονται πότε ως απειλή και πότε ως προοπτική διαλόγου. Η ελεύθερη θρησκευτική έκφραση αποτελεί πάντοτε το ζητούμενο σε μία ευνομούμενη κοινωνία. Στις μέρες μας, μέρες θρησκευτικού φονταμενταλισμού, η προστασία του θρησκευτικού δικαιώματος αλλά και της θρησκευτικής κληρονομιάς αποτελεί διακύβευση υψίστης σημασίας σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο. Οι λαοί θα πρέπει να αφυπνιστούν μπροστά στην επιλογή της κοινής δράσης και να επιδοθούν από κοινού στη διαφύλαξη και προώθηση της ιδέας ενός διεθνούς χάρτη θρησκευτικών δικαιωμάτων και θρησκευτικής κληρονομιάς.

H προστασία της θρησκευτικής κληρονομιάς αποτελεί δείκτη και ένδειξη πολιτισμού, ενώ η έννοια της ανεξιθρησκίας ως παράγοντα φυλετικής και κοινωνικής ισότητας αποτελεί μία από τις βασικές δομές του Κυπριακού Συντάγματος. Η προστασία, λοιπόν, της θρησκευτικής και κατ’ επέκταση της πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε πληθυσμιακής γηγενούς ομάδας, ήταν και είναι μία από τις σημαντικότερες μέριμνες του κυπριακού κράτους.
Η Κύπρος, ως ιστορικός χώρος ο οποίος έχει προσελκύσει σειρά κατακτητών, διαθέτει μεγάλο πλούτο μνημείων τα οποία μαρτυρούν τόσο την παρουσία τους, όσο και την αλληλεπίδραση τους με τον ντόπιο πληθυσμό. Αλληλεπίδραση η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού του νησιού. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα θρησκευτικά μνημεία, σε μεγάλο βαθμό ζώντα μνημεία, καθώς εξυπηρετούν τις λατρευτικές ανάγκες των διαφόρων πληθυσμιακών κοινοτήτων και βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής τους ζωής.

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ως ο αρμόδιος φορέας προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε συνεργασία με τις υπεύθυνες εκκλησιαστικές αρχές και τους φορείς διαχείρισης άλλων θρησκευτικών μνημείων, έχει βασικό λόγο και ρόλο στη διαχείριση τους. Με γνώμονα την ιστορική ή και την αρχαιολογική τους σημασία, μεγάλος αριθμός λατρευτικών κτηρίων, από όλες τις θρησκευτικές ομάδες που μαρτυρούνται ιστορικά στο νησί, έχουν κηρυχθεί σε Αρχαία Μνημεία, διασφαλίζοντας έτσι τη διατήρησή τους στο χρόνο.

Στα θρησκευτικά αυτά μνημεία πραγματοποιούνται συστηματικές συντηρήσεις, ενώ ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τις 10 ξυλόστεγες εκκλησίες που ανήκουν στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς επίσης και για τα 17 οθωμανικά μνημεία, τα οποία έχουν συντηρηθεί πλήρως στα πλαίσια ενός προγράμματος που ξεκίνησε ήδη από το 1995. Η Κυπριακή Δημοκρατία, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που καταλαμβάνουν τα οθωμανικά αυτά μνημεία για την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και για άλλους μουσουλμάνους που κατοικούν στην Κύπρο, έχει παραχωρήσει τη χρήση αρκετών από αυτά για λατρευτικούς σκοπούς.

Σημαντικά λατρευτικά μνημεία ανήκουν και στις άλλες κοινότητες του νησιού όπως είναι η αρμενική. Παράδειγμα αποτελεί η αρμενική εκκλησία και μοναστήρι Notre Dame de Tyr στην κατεχόμενη Λευκωσία, που πρόσφατα αποκαταστάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων είχε συμβουλευτικό ρόλο στις εργασίες αποκατάστασης και συμμετείχε σε σχετικά εκπαιδευτικά σεμινάρια που είχαν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του έργου, ενώ έχει παράσχει επιστημονική και τεχνική στήριξη σε περιπτώσεις που αφορούν κηρυγμένα αρχαία μνημεία στις κατεχόμενες περιοχές.

H Κύπρος βιώνει ως γνωστόν μία παραδοξότητα. Ο σεβασμός προς την ελληνική, εθνική και ορθόδοξη θρησκευτική ταυτότητα έχει βάναυσα πληγωθεί το 1974 εξαιτίας της τουρκικής εισβολής του νησιού. Αποτέλεσμα της οποίας ήταν και εξακολουθεί να είναι, η βίαιη εδαφική διαίρεση της Κύπρου, με το 37%, περίπου, του κυπριακού εδάφους να βρίσκεται υπό την παράνομη κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων. Ανάμεσα, όμως, στα θύματα της τουρκικής κατοχής συγκαταλέγεται και η πολιτιστική κληρονομιά πολλών αιώνων. Ανεκτίμητοι αρχαιολογικοί θησαυροί ή θρησκευτικά κειμήλια πουλήθηκαν από αρχαιοκάπηλους σε συλλέκτες του εξωτερικού. Δεκάδες εκκλησίες συλήθηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά και σχεδόν όλα τα κοιμητήρια ανασκάφηκαν. Μετά από πολύμηνη και προσεκτική έρευνα, η Επιτροπή Κατεχόμενων Δήμων της Κύπρου κατάφερε να καταγράψει όλα σχεδόν τα χριστιανικά μνημεία που βρίσκονται στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου και να τα περιλάβει σε ένα λεύκωμα – χάρτη, όπου φαίνεται η κατάσταση στην οποία το κάθε ένα από αυτά βρίσκεται σήμερα. Το λεύκωμα κυκλοφόρησε το Καλοκαίρι του 2012 και απεικονίζει πάνω από 500 χριστιανικά μνημεία, από τα οποία ελάχιστα είναι σε καλή κατάσταση. Η ηλεκτρονική μορφή του χάρτη βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Ένωσης Δήμων, ενώ έχει σταλεί ηλεκτρονικά σε όλους τους Ευρωβουλευτές.

Επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στον τομέα της Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς η Κύπρος έχει υπογράψει και επικυρώσει όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Αναφέρομαι, ανάμεσα σε άλλα, στην Οδηγία του 92 για την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση ημερομηνίας 23.6.85 για αδικήματα που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά και στη Σύμβαση της UNESCO του 1970 για τα μέσα απαγόρευσης και πρόληψης της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και διαβίβασης ιδιοκτησίας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σύμφωνα με τον Λέκτορα Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Flinders της Νοτίου Αυστραλίας, κ. Αντρίκο Βαρνάβα, «Η Κύπρος κατέχει μία μοναδική και ιδιόμορφη θέση μέσα στην ιστορική πορεία του ελληνικού πολιτισμού. Βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης και αποτέλεσε το σημείο όπου οι πολυποίκιλες επιρροές των παλαιότερων ανατολικών και αιγυπτιακών πολιτισμών ήρθαν σε επαφή με τον αναδυόμενο πολιτισμό της Ελλάδας».

Έχοντας επίγνωση των πολιτιστικών της καταβολών αλλά και των δικών της ιδιαιτεροτήτων και αναγκών, η Κύπρος προσπαθεί να συμβάλει εποικοδομητικά στον διάλογο που αναπτύσσεται γύρω από τη σημασία του δια-θρησκευτικού διαλόγου στη διαδικασία ειρήνευσης και επίλυσης συγκρούσεων στην περιοχή της Μεσογείου. Άλλωστε αυτό που επιζητεί εναγωνίως είναι η ειρήνη, η οποία θα διασφαλίζεται μέσα από μία βιώσιμη και δίκαιη λύση του εθνικού της προβλήματος. Για τον σκοπό αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου έχει αναλάβει ενεργό ρόλο στην επέκταση και εξέλιξη του παγκόσμιου δια-θρησκευτικού διαλόγου μέσα από τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου έχει να επιδείξει ιδιαίτερο έργο στον αγώνα υπέρ της προστασίας της θρησκευτικής κληρονομιάς, όχι μόνο της τοπικής αλλά και της παγκόσμιας.

Εύχομαι το Συνέδριο αυτό να εκπληρώσει τον ιδιαίτερο του πολιτιστικό στόχο, την εμπέδωση δηλαδή της ειλικρινούς επικοινωνίας για την επίλυση δυσεπίλυτων προβλημάτων της περιοχής, μέσα από το σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας. Εύχομαι σε όλους τους ξένους παρευρισκομένους καλή διαμονή στην Κύπρο.