11/4/11

Επικήδειος λόγος στην κηδεία της Μόνικας Βασιλείου από τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω δρα Τίτο Χριστοφίδη, στον Ιερό Ναό Παναγίας Ευαγγελίστριας, στην Παλουριώτισσα
11/04/2011





Αποχαιρετούμε σήμερα για το τελευταίο της ταξίδι, αδέλφια, συγγενείς, εκπρόσωποι πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων, συνάδελφοι, φίλοι και εκτιμητές της ζωής και του έργου της, μια σημαντική προσωπικότητα του θεάτρου και πολιτισμού του τόπου μας αλλά και μια κοινωνική και ασυμβίβαστη αγωνίστρια, τη Μόνικα Βασιλείου.

Η παρουσία του πρώτου πολίτη της Δημοκρατίας, εξοχότατου Προέδρου κ. Δημήτρη Χριστόφια, υπογραμμίζει και υποδηλοί, πέρα από τον προσωπικό του μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση προς τη Μόνικα Βασιλείου, την υψηλή και συνολική αποδοχή της Μόνικας Βασιλείου από την κυπριακή κοινωνία.

Από χθες, το κυπριακό θέατρο και η πολιτιστική μας ζωή, ο συνολικός μας πολιτισμός υπολείπονται κάτι. Έφυγε από τη ζωή μια πρωθιέρεια του θεάτρου μας, μια γυναίκα με ξεχωριστό θάρρος και μαχητικότητα που κόσμησε τη θεατρική μας ιστορία με μια σειρά από πρωτόγνωρες για τον τόπο μας πρωτιές.

Πέραν πολλών άλλων υπήρξε η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης σε καιρούς πολύ διαφορετικούς από τους σημερινούς, σε μια συντηρητική κυπριακή κοινωνία μερικές δεκαετίες πριν. Υπήρξε δασκάλα στο θέατρο και παιδαγωγός υψηλών προδιαγραφών με μια ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση στο παιδικό θέατρο.

Έφυγε η Μόνικα στα 75 της χρόνια νικημένη από τον καρκίνο, αφού διένυσε μια φωτεινή πορεία ζωής γεμάτη από αγώνες και αντιστάσεις, θυσίες αλλά και δημιουργική προσπάθεια, νίκες αλλά και ήττες και οπισθοχωρήσεις. Στο τέλος όμως βγήκε νικήτρια γιατί διαφύλαξε την αξιοπρέπεια της, υπερασπίστηκε ασυμβίβαστα τα πιστεύω και τις πεποιθήσεις της, τη δική της αντίληψη, τον δικό της κώδικα και τρόπο ζωής.

Καμιά λοιδορία, καμία προσπάθεια εξευτελισμού δεν στάθηκαν ικανά να μειώσουν τη λάμψη της. Πέρασε από τη ζωή σαν άνεμος δημιουργίας έτοιμη, όμως, πάντα να αντιπαραταχθεί με ό,τι θεωρούσε άνομο, παράλογο, κοινωνικά άδικο και κακό.

Αντιστάθηκε ανυποχώρητα και χωρίς εκπτώσεις στα ψυχοφθόρα στερεότυπα της καθημερινότητας, αλλά δεν δίστασε να αντισταθεί και με βαρύ μάλιστα τίμημα και στη χουντική δικτατορία στην Ελλάδα. Στο θέατρο και στο παλκοσένικο υπηρέτησε με περισσή εντιμότητα και πάθος την υποκριτική τέχνη, στη ζωή της όμως υπήρξε ανυπόκριτη και αυθόρμητη, πηγαία και αυθεντική. Δεν δίσταζε η Μόνικα να ξεπερνά, όταν εκείνη επέλεγε, τα όρια του ψεύτικου καθωσπρεπισμού και όχι σπάνια επεδείκνυε, και θράσος και αυθορμητισμό.

Δεν ήταν αλήθεια θράσος, σε ηλικία 25-26 μόλις χρόνων και στα δεδομένα της Κύπρου του 1962, να τολμήσει να ιδρύσει και να λειτουργήσει το Νέο Θέατρο Λεμεσού μαζί με τον γίγαντα του ελληνικού θεάτρου και οικογενειακό τους φίλο Ιάκωβο Καμπανέλλη;

Η ζωή της Μόνικας, της κόρης των γνωστών και επιτυχημένων γιατρών της εποχής, Φωφώς και Βάσου Βασιλείου, δεν υπήρξε μια ιστορία που την καθόρισαν συγκεκριμένοι κανόνες και μια προδιαγεγραμμένη φυσιολογική πορεία αυτονόητων πραγμάτων.

Οι δρόμοι της ζωής της Μόνικας δεν ταυτίστηκαν ούτε με τους δρόμους των υπόλοιπων συνομήλικών της, αλλά και ούτε καθορίστηκαν από την κοινωνική κατάσταση της οικογένειας της.

Η ζωή της, στο μεγαλύτερο της μέρος, δρομολογήθηκε και συμβάδισε με κανόνες και γεγονότα που σε μεγάλο βαθμό τα καθόριζαν οι πολιτικοί αγώνες μιας συγκεκριμένης εποχής, οι πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές των γονέων της, η δράση και συμμετοχή τους στους αγώνες του αριστερού κινήματος της εποχής.

Η ζωή και οι σπουδές της στο θέατρο αποτελούν μια μοναδική αποτύπωση της ιστορίας της Αριστεράς στην Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά και των αγώνων της, των επιτυχιών και αποτυχιών της, του ηρωισμού, της αυτοθυσίας και αυταπάρνησης των ανθρώπων της. Στη ζωή της Μόνικας Βασιλείου μπορεί ένας να ανιχνεύσει και να ξεχωρίσει ψηφίδα με ψηφίδα τους ηρωικούς αγώνες και τις λαϊκές επαναστάσεις στον προηγούμενο αιώνα, τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και τις τραγικές του συνέπειες, την ψυχροπολεμική υστερία στα μεταπολεμικά χρόνια, την ήττα, τις διώξεις και τους κατατρεγμούς, τον εκτοπισμό και την εξορία των αγωνιστών της αντίστασης.

Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη γιατί εκεί οι γονείς της στάλθηκαν ως αριστεροί πολιτικοί εξόριστοι της δικτατορίας Μεταξά. Επιστρέφουν αργότερα στην Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, όπου τελειώνει το δημοτικό σχολείο στη Λεμεσό, αλλά το γυμνάσιο το ολοκληρώνει στην Ουγγαρία, όπου η οικογένεια της είχε μετακομίσει, και σπουδάζει ηθοποιός και σκηνοθεσία στη δραματική σχολή Οστρόβσκι στη Σοβιετική Ένωση, όπου ζουν πλέον ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά την ήττα και οπισθοχώρηση του δημοκρατικού στρατού στην Ελλάδα. Αργότερα η Μόνικα συνεχίζει τις σπουδές της στο Λονδίνο και ειδικεύεται στο παιδικό θέατρο στο Παρίσι.

Η Μόνικα κουβαλούσε μέσα της τον τραγικό πλούτο και τις εμπειρίες μιας πολυτάραχης ζωής που όμως ποτέ δεν την λύγισαν, αλλά το αντίθετο, την τροφοδοτούσαν ασταμάτητα με δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια και για όλα εκείνα που θα έρθουν αργότερα. Κινητήρια δύναμη όλων των ενεργειών της υπήρξαν τα προοδευτικά της πιστεύω και οι αγώνες για μια καλύτερη ζωή.

Ο επικήδειος λόγος δεν έχει σκοπό να ωραιοποιήσει τη ζωή και τον χαρακτήρα κανενός, ούτε και να μυθοποιήσει την πολυπλοκότητα των αντιδράσεων μας στα προβλήματα της καθημερινότητας. Οφείλει, όμως, ο επικήδειος να αναδεικνύει το ξεχωριστό, το μοναδικό και αυθεντικό, το αληθινό και καθαρό στη ζωή των ανθρώπων.

Αυτός ο επικήδειος, όμως, ας αποτελέσει, πέρα από τα πιο πάνω, και ένα μνημόσυνο στην αγωνιστική συντροφική φιλία και σχέση, μια ακόμη προσφορά στην αγαθή μνήμη των γονιών μας και μυρωτικών κουμπάρων της Φωφώς και του Βάσου, της Τούλας και του Κοσμά, και όλων των συντρόφων και συναγωνιστών τους εκείνης της εποχής.

Σε αποχαιρετούμε Μόνικα, με βαθιά λύπη και συγκίνηση, μαζί όμως και με ένα δυνατό αίσθημα γλυκιάς περηφάνιας γιατί πλούτισες τη ζωή μας με την παρουσία σου.

Τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια τα απευθύνουμε στον Γιώργο και την Ανδρούλλα, τον σύντροφο της ζωής σου και σε όλους τους συγγενείς και τα αγαπημένα σου πρόσωπα.

Η μνήμη σου θα είναι πάντα και δυνατή και λαμπερή.