20/10/21

καταδίκες παραμένουν περιορισμένες, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη περισσότερης κατάρτισης στο δικαστικό σώμα καθώς και την υιοθέτηση πιο ισχυρών νομοθεσιών.

 Παρέμβαση της βουλεύτριας κας Ειρήνης Χαραλαμπίδου στις εργασίες της Συνάντησης για την Εφαρμογή της Οικονομικής και Περιβαλλοντικής διάστασης του ΟΑΣΕ, στη Βιέννη

Ολοκληρώθηκαν, χθες, στη Βιέννη οι εργασίες της Συνάντησης για την Εφαρμογή της Οικονομικής και Περιβαλλοντικής διάστασης του ΟΑΣΕ. Η βουλεύτρια κα Ειρήνη Χαραλαμπίδου, Αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΚΣ ΟΑΣΕ) και Ειδική Αντιπρόσωπος για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, σε ομιλία της σημείωσε ότι τα Pandora Papers ακολουθούν τα Panama Papers, τα Paradise Papers, τα FinCen Files και αποτελούν ένα μόνο παράδειγμα στη σειρά αποκαλύψεων που αφορούν θέματα φοροδιαφυγής, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και διαφθορά. Εξέφρασε δε έντονη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι πολιτικά πρόσωπα αγνοούν ή εσκεμμένα παραβλέπουν τη σύγκρουση συμφέροντος και εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς, καθώς και για το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητας που έχει αποκαλυφθεί γύρω από τους εν λόγω φακέλους, ίσως τελικά αποδειχθεί νόμιμο ανάλογα και με τη ισχύουσα νομοθεσία κάθε χώρας τη δεδομένη στιγμή.

Κάνοντας παραλληλισμό με το μυθολογικό κουτί της Πανδώρας, η κα Χαραλαμπίδου είπε ότι τα Pandora Papers, παρά την αποκάλυψη πολυάριθμων δυσάρεστων πραγματικοτήτων, δίδουν την ευκαιρία αξιοποίησης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας των πολιτών για την προώθηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων για πάταξη του φαινομένου της διαφθοράς και παράκαμψης ισχυρών συμφερόντων που επηρεάζουν αρνητικά πολιτικές αποφάσεις.

Αναφερόμενη στην ανάγκη πρόληψης της διαφθοράς παράλληλα με την καταπολέμησή της, η Αντιπρόεδρος και Ειδική Αντιπρόσωπος για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς της ΚΣ ΟΑΣΕ αναφέρθηκε σε αρμόδιες κρατικές θεσμικές αρχές όπως οι Γενικοί Εισαγγελείς, τα Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα, η δικαστική εξουσία και οι Αρχές κατά της Διαφθοράς, υπογραμμίζοντας ότι η ενίσχυσή τους αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού συστήματος ελέγχου και εξισορροπήσεων. «Έτσι θωρακίζεται η ποιότητα της δημοκρατίας» είπε η ίδια.

Σε ό,τι αφορά στο ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, η κα Χαραλαμπίδου σημείωσε ότι οι διαδικασίες διορισμού των εν λόγω αξιωματούχων πρέπει να διασφαλίζουν την αμεροληψία του και να είναι διαφανείς, ενώ και οι πόροι που αποδίδονται στις οικείες υπηρεσίες πρέπει να ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ευθύνες. Σημείωσε ωστόσο ότι πρέπει να εξευρεθεί μια λεπτή ισορροπία ώστε η εν λόγω ανεξαρτησία να μην μεταφράζεται σε έλλειψη λογοδοσίας, δεδομένου του καθοριστικού ρόλου και της ευρείας επιρροής του Γενικού Εισαγγελέα σε ολόκληρο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Όσον αφορά στα εθνικά Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα, η κα Χαραλαμπίδου σημείωσε ότι θα πρέπει να απολαύουν της απαραίτητης ανεξαρτησίας και οικονομικής αυτονομίας, προκειμένου να ενεργούν με αντικειμενικότητα, χωρίς οποιαδήποτε εξάρτηση από την εκάστοτε Κυβέρνηση, ενώ η πλήρης συνεργασία της Εκτελεστικής, της Νομοθετικής και της Δικαστικής εξουσίας με αυτά τα Ιδρύματα, πρέπει να είναι δεδομένη.

Αναφορικά με τη δικαστική εξουσία, η κα Χαραλαμπίδου είπε ότι ρήτρες ασφάλειας που εγγυώνται την ακεραιότητα των δικαστών, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο. Σημείωσε δε ότι η ανεξαρτησία τους πρέπει να διαφυλάσσεται, ενώ η αποφυγή οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης σύγκρουσης συμφερόντων πρέπει να προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία ή σε Κώδικες Δεοντολογίας. Τόνισε, παράλληλα, σε αυτό το πλαίσιο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά την αυξημένη ερευνητική δραστηριότητα και την αφιέρωση ικανοποιητικών πόρων, η πρόοδος σε υποθέσεις διαφθοράς παραμένει αργή και οι τελικές καταδίκες παραμένουν περιορισμένες, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη περισσότερης κατάρτισης στο δικαστικό σώμα καθώς και την υιοθέτηση πιο ισχυρών νομοθεσιών.

Η κα Χαραλαμπίδου αναφέρθηκε, εξάλλου, στο ρόλο των ΜΜΕ, σημειώνοντας ότι απαιτείται περισσότερη διαφάνεια, όσον αφορά το καθεστώς της πραγματικής ιδιοκτησίας τους, ενώ σημείωσε ότι όταν τα ΜΜΕ είναι κρατικά, δεν θα πρέπει να εξαρτώνται άμεσα ή αποκλειστικά από την οικονομική υποστήριξη της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς αυτό πιθανόν να δημιουργήσει σχέση εξάρτησης.

Ταυτόχρονα, τόνισε την ανάγκη θωράκισης της ερευνητικής δημοσιογραφίας εκφράζοντας ανησυχία για την πρακτική κατάθεσης στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού, μια συγκεκριμένη μορφή παρενόχλησης που χρησιμοποιείται εναντίον δημοσιογράφων και άλλων πολιτών που εμπλέκονται στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, σημειώνοντας ότι έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο και ευνοεί την αυτολογοκρισία.

Η κα Χαραλαμπίδου υπογράμμισε, εξάλλου, τις ευθύνες των Κοινοβουλίων, αναγνωρίζοντας ότι τα εμπόδια που δυσχεραίνουν ή απαγορεύουν εντελώς τη διεθνή συνεργασία ή την ανταλλαγή πληροφοριών, είναι συχνά νομοθετικά. Εισηγήθηκε δε πρακτικά μέτρα για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ του ΟΑΣΕ, των Εθνικών Κοινοβουλίων και της ΚΣ ΟΑΣΕ στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς.

Σημειώνεται, τέλος, ότι στο περιθώριο της Συνάντησης η κα Χαραλαμπίδου είχε χωριστές συναντήσεις με την Ειδική Αντιπρόσωπο του Προεδρεύοντος του ΟΑΣΕ για θέματα καταπολέμησης της Διαφθοράς, κα Anita Ramasastry, το Συντονιστή Οικονομικών και Περιβαλλοντικών Δραστηριοτήτων του ΟΑΣΕ, Πρέσβη Igli Hassani και την Εισηγήτρια της Επιτροπής Οικονομικών Θεμάτων, Επιστήμης, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος της ΚΣ ΟΑΣΕ κα Gudrun Kugler.