12/10/17

Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών κ. Χάρη Γεωργιάδη στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών κ. Χάρη Γεωργιάδη στο Πανεπιστήμιο Κύπρου



Θα ήθελα θερμά να ευχαριστήσω το Πανεπιστήμιο Κύπρου και την Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου δίνεται να βρίσκομαι και πάλι στο μεγάλο πανεπιστήμιο του τόπου μας, ενώπιον ενός τόσο εκλεκτού ακροατηρίου.

Η ετήσια ομιλία του Υπουργού Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει καθιερωθεί ως θεσμός και πρέπει να σας πω πως, προσωπικά, θεωρώ αυτή μου την παρουσία ως την πιο σημαντική, μετά την ετήσια ομιλία του Υπουργού Οικονομικών ενώπιον της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Και θέλω πριν από κάθε άλλο, να αξιοποιήσω την ευκαιρία για να τονίσω, για άλλη μια φορά, τη σημασία που η Κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρόεδρος αποδίδει στην περαιτέρω ανάπτυξη και πρόοδο του Πανεπιστημίου Κύπρου, του συνόλου των πανεπιστημίων του τόπου μας, αλλά και γενικότερα στην ενθάρρυνση της καινοτομίας και της έρευνας, ως εργαλείου ανάπτυξης.

Εδώ στο Πανεπιστήμιο Κύπρου βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγάλη επένδυση σε νέες πανεπιστημιακές και ερευνητικές υποδομές ύψους 216 εκ. για την οποία εξασφαλίσαμε χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ύψους 162 εκ, αλλά και συμπληρωματική χρηματοδότηση από την Τράπεζα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Για να πετύχουμε τη διασύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας με την πραγματική οικονομία και τις επιχειρήσεις, λάβαμε μια απόφαση την οποία θεωρώ σταθμό, με την ετοιμασία και έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο του νομοθετικού πλαισίου για τα πανεπιστημιακά spin-offs, που θέλω να ελπίζω ότι σύντομα θα εγκριθεί και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ούτως ώστε αμέσως να τεθεί σε εφαρμογή.

Και δεν μπορεί να μην αναφερθώ στη μεγάλη επιτυχία του Πανεπιστημίου Κύπρου και του Κέντρου Αριστείας ΚΟΙΟΣ αλλά και στην επιτυχία του Δήμου Λευκωσίας με το Κέντρο Αριστείας RISE που εξασφάλισαν το κάθε ένα Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση 15 εκ. από το ανταγωνιστικό πρόγραμμα Ορίζοντας 2020 με δέσμευση της Κυβέρνησης ότι θα διαθέσει επίσης ποσό 15 εκ. για το καθένα σε ορίζοντα δεκαπενταετίας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Πρόκειται για κινήσεις που συμβάλλουν καθοριστικά στην αναβάθμιση του ερευνητικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος στη χώρα μας.

Σημαντική θεωρώ και την πρόσφατη απόφαση για την επένδυση ύψους 35 εκ. στις ερευνητικές και άλλες υποδομές του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, για την οποία επίσης εξασφαλίστηκε χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Και επειδή θέλω πάντοτε να αναδεικνύω και να αναγνωρίζω τις προσπάθειες και του ιδιωτικού τομέα, να αναφέρω ότι και των ιδιωτικών μας πανεπιστημίων η πρόοδος τα τελευταία χρόνια είναι πραγματικά εντυπωσιακή, με αύξηση στον αριθμό των φοιτητών, με έναρξη νέων προγραμμάτων και με τη δημιουργία ενός πολύ σημαντικού αριθμού νέων θέσεων εργασίας για διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό.

Σε αυτό το διευρυμένο πλαίσιο στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, η Κυβέρνηση εφάρμοσε από τις αρχές του έτους ένα φιλόδοξο Σχέδιο Φορολογικών Κινήτρων για Καινοτόμες Επιχειρήσεις και είναι με ικανοποίηση που διαπιστώνω, ότι έχει αρχίσει να τυγχάνει αξιοποίησης. Θεσμοθετήσαμε ακόμη το Πρόγραμμα Start-Up Visa, παρέχοντας την δυνατότητα σε καινοτόμους επιχειρηματίες από μη ευρωπαϊκές χώρες με καινούργιες ιδέες να δραστηριοποιηθούν στην χώρα μας.

Δημιουργούμε δηλαδή, για πρώτη φορά, το οικοσύστημα μέσα στο οποίο η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία μπορούν να ευδοκιμήσουν στη βάση σύγχρονων πρακτικών.


Κυρίες και κύριοι,

Με τέτοιες χειροπιαστές κινήσεις, διευρύνουμε την παραγωγική βάση της οικονομίας μας και αξιοποιούμε το σημαντικότερο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από το εξειδικευμένο ανθρώπινο μας δυναμικό.

Και πρέπει να υπογραμμίσω ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν είναι αποσπασματικός και μεμονωμένος. Αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας η οποία, με σταθερά βήματα, δημιουργεί ήδη μια νέα προοπτική για την πατρίδα μας.

Αλλά θεωρώ πως για να συζητήσουμε αυτές τις προοπτικές και για να σχεδιάσουμε με ασφάλεια τα βήματα μας προς το αύριο, θα πρέπει να ξέρουμε από πού προερχόμαστε. Θεωρώ δηλαδή πως πρέπει να εξετάσουμε που ήμασταν χθες, που στεκόμαστε σήμερα και που θέλουμε να οδηγήσουμε την χώρα μας αύριο.

Επιτρέψετε μου λοιπόν να σας θυμίσω ποια ήταν η κατάσταση της οικονομίας μας πριν από 5 χρόνια.

Το 2012, η οικονομία μας ήταν ήδη σε μια βαθιά ύφεση που ξεπερνούσε το 3%. Κατ’ ακρίβεια, από το 2009 μέχρι το 2014 χάσαμε σχεδόν το 11% του ακαθάριστου εθνικού μας προϊόντος. Και επειδή αντιλαμβάνομαι κάποιοι θεωρούν πως οι αριθμοί είναι αριθμοί και πως καμία σχέση δεν έχουν με την καθημερινότητα των ανθρώπων, να υποδείξω ότι αυτή η διολίσθηση των αριθμών είναι τους ανθρώπους, είναι τους συμπολίτες μας που αφορά.

Οικονομία σε ύφεση σημαίνει ότι θέσεις εργασίας χάνονται. Και πράγματι η ανεργία που ήταν στο 3.7% το 2008, είχε φτάσει στο 15.8% μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2013.

Οικονομία σε ύφεση σημαίνει ότι εργαζόμενοι φεύγουν από τη χώρα ή δεν επιστρέφουν μετά τις σπουδές και αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Και πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύφεσης μέχρι και το 2014, υπήρχε φυγή εργαζομένων.
Οικονομία σε ύφεση σημαίνει πως το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώνεται, πως ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων επίσης μειώνεται, πως περισσότερες εταιρείες κλείνουν, πως οι επενδύσεις σταματούν.

Κυρίες και κύριοι,

Η προσέγγιση λοιπόν, το λέω ξανά, ότι οι αριθμοί δεν αφορούν τους ανθρώπους ή την πραγματική οικονομία, είναι λανθασμένη, είναι αντιεπιστημονική, είναι και επικίνδυνη. Επειδή αυτή ακριβώς η διολίσθηση των αριθμών θα έπρεπε να σήμανε συναγερμό και να οδηγούσε στην έγκαιρη λήψη μέτρων, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος και περιθώριο. Δυστυχώς, οι μηχανές της κυπριακής οικονομίας αφέθηκαν και έσβησαν και βρεθήκαμε σε ελεύθερη πτώση.

Αλλά θα ήθελα να πάμε ακόμη πιο πίσω, και να προσπαθήσουμε να διαγνώσουμε τι ήταν τελικά αυτό που άφησε την οικονομία μας τόσο πολύ εκτεθειμένη, πέραν από την προφανή αναβλητικότητα και την ατολμία να αναληφθούν διορθωτικές κινήσεις.

Θεωρώ λοιπόν πως οι γενεσιουργές αιτίες της οδυνηρής πτώσης της οικονομίας μας σχετίζονται, από τη μια, με την αλόγιστη πιστωτική επέκταση της προηγούμενης δεκαετίας, τον υπερδανεισμό δηλαδή που, μεταξύ άλλων, τροφοδότησε μια φούσκα στον τομέα των ακινήτων.

Και από την άλλη με την εξίσου αλόγιστη διόγκωση των δημοσίων δαπανών και με το γεγονός ότι για πέντε συνεχόμενα χρόνια λειτουργούσαμε, ως κράτος, με ελλείμματα που έφταναν το 1 δις τον χρόνο. Αυτά τα δύο ήταν τα χαρακτηριστικά της περιόδου πριν από την κρίση.

Τόσο ο υπερβολικός τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όσο και οι ελλειμματικές δημόσιες δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες που υπερβαίνουν τα δημόσια έσοδα, πρόσκαιρα και προσωρινά βολεύουν. Τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα, διοχετεύοντας ρευστότητα στην αγορά. Το κράτος μπορεί να μοιράζει αυξήσεις και επιδόματα, τα νοικοκυριά μπορούν εύκολα να δανειστούν για να χτίσουν μεγάλο σπίτι, οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να φορτωθούν δάνεια για να πραγματοποιήσουν κινήσεις επέκτασης. Αυτή όμως η οικονομική δραστηριότητα είναι επίπλαστη, δεν βασίζεται σε στέρεα θεμέλια, δημιουργεί στρεβλώσεις και τελικά οδηγεί στην κατάρρευση.

Στην περίπτωση της Κύπρου, η πτώση άφησε το κράτος μας εντελώς εκτεθειμένο, χωρίς ρευστά διαθέσιμα και χωρίς πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Και άφησε ταυτόχρονα το τραπεζικό μας σύστημα, εξίσου αποδυναμωμένο, χωρίς κεφάλαια, και με μια ασταμάτητη διαρροή καταθέσεων. Τις πιο οδυνηρές συνέπειες αυτής της κατάρρευσης θα μπορούσαμε να τις αποφεύγαμε μόνο εάν έγκαιρα μπαίναμε σε πρόγραμμα στήριξης. Τότε όμως αναθεματίζαμε την Τρόικα και το ΔΝΤ και σπρώχναμε τα προβλήματα πιο κάτω.

Κυρίες και κύριοι,

Έρχομαι στο σήμερα για να εκφράσω την άποψη ότι η κατάσταση είναι σαφώς βελτιωμένη. Το πιο σημαντικό είναι ότι έχουν δημιουργηθεί και πάλι συνθήκες σταθερότητας και εμπιστοσύνης. Η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη είναι τα πιο βασικά συστατικά για την ανάπτυξη. Και ασφαλώς δεν είναι με τα λόγια που μπορεί η σταθεροποιηθεί μια οικονομία. Είναι μέσα από τη σκληρή δουλειά των παραγωγικών δυνάμεων μιας οικονομίας και είναι ταυτόχρονα μέσα από πολιτικές που όχι μόνο δεν θα επιβαρύνουν αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά αντιθέτως θα τις στηρίζουν και θα τις ενδυναμώνουν.

Ήταν για παράδειγμα σημαντικό το γεγονός ότι εξαλείψαμε το έλλειμμα μια και έξω, με τον πρώτο-πρώτο προϋπολογισμό που ως κυβέρνηση καταθέσαμε. Για να το πετύχουμε έπρεπε να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες δραστικά, πέραν του 10%, και αυτό, πρέπει να σας πω, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αλλά το κάναμε μόνο μια φορά. Δεν χρειάστηκε να επανέλθουμε με νέους φόρους και με νέες περικοπές που θα υπονόμευαν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη. Μπορέσαμε να διασφαλίσουμε την σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα του φορολογικού μας συστήματος και αυτό με την σειρά του επέτρεψε στις επιχειρήσεις αλλά και στα νοικοκυριά να προγραμματίσουν και να αρχίσουν και πάλι να λειτουργούν ως οικονομικές μονάδες.

Και μέσα από αυτή την σταδιακή αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας, προέκυπτε και η σταδιακή ενίσχυση των δημόσιων εσόδων. Πετυχαίναμε τους στόχους που η Τρόικα έθετε, όχι με φόρους και επιβαρύνσεις, αλλά μέσα από την ανάκαμψη.

Το κυριότερο, αυτή η ενίσχυση των εσόδων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχαμε ήδη αντιμετωπίσει τα ελλείματα, δημιούργησε περιθώρια και κατέστησε εφικτές τις πολύ σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις και τα κίνητρα που έχουμε προωθήσει. Για να αναφέρω μερικά, καταργήθηκε από φέτος η έκτακτη φορολογία επί των μισθών που είχε επιβληθεί το 2011, καταργήθηκε επίσης η φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας, προωθήθηκαν φορολογικές εκπτώσεις για όλα τα νέα κεφαλαία που επενδύονται σε κάθε κυπριακή επιχείρηση, επεκτάθηκε η επιταχυνόμενη απόσβεση για βιομηχανικά κτήρια και ξενοδοχεία και έχω ήδη αναφερθεί στα φορολογικά κίνητρα για καινοτόμες επιχειρήσεις και start-ups.

Η σταδιακή αύξηση των δημοσίων εσόδων επιτρέπει ακόμη και την λελογισμένη αύξηση των δημοσίων δαπανών. Μπορούμε δηλαδή να υλοποιήσουμε νέες πολιτικές και να βάλουμε μπρος νέα έργα, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουμε από τα όρια του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Κάπως έτσι ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και των ελλειμμάτων μετατράπηκε σε ένα ενάρετο κύκλο σταθεροποίησης, ανάκαμψης και ανάπτυξης. Το δημόσιο χρέος έχει καταστεί βιώσιμο, οι αναβαθμίσεις από τους Οίκους Αξιολόγησης διαδέχονται η μια την άλλη και οι διεθνείς αγορές μας εμπιστεύονται ξανά. Και αυτή ακριβώς είναι η σημασία της συνετής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, που δεν υποθηκεύει, αλλά αντίθετα δημιουργεί προοπτικές για το αύριο.

Κυρίες και κύριοι,

Και ο τραπεζικός τομέας θεωρώ πως έχει γυρίσει σελίδα. Πρώτα απ’ όλα άλλαξε το εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Έγινε σαφώς πιο αυστηρό. Το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας αποτελεί μέρος της Τραπεζικής Ένωσης και εποπτεύεται άμεσα ή έμμεσα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ενθαρρύνθηκε η έλευση ξένων επενδυτών οι οποίοι διέθεσαν τα απαιτούμενα κεφάλαια. Άλλαξαν πολλά σε σχέση με την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών. Κερδήθηκε ξανά η εμπιστοσύνη των καταθετών. Ο τραπεζικός δανεισμός είναι ξανά διαθέσιμος και μάλιστα με τα χαμηλότερα επιτόκια που είχαμε ποτέ στην χώρα μας. Αλλά ασφαλώς, οι διαδικασίες ελέγχου και έγκρισης δανείων είναι πλέον πολύ πιο αυστηρές και έτσι ακριβώς πρέπει να είναι.

Βεβαίως, με την ευκαιρία να πω, πως άλλο οι αποτελεσματικές και αυστηρές διαδικασίες που πρέπει ασφαλώς να υπάρχουν, και άλλο η αχρείαστη γραφειοκρατία προκειμένου να παραχωρηθεί ένα δάνειο ή ακόμη και για να ανοίξει ένας λογαριασμός από ντόπιο ή ξένο καταθέτη. Δεν πρέπει δηλαδή, από το ένα άκρο των χαλαρών διαδικασιών, να πάμε στο άλλο άκρο της υπερβολής, και θα ήθελα αυτό το σημείο να προσεχθεί τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Κεντρική Τράπεζα.

Κυρίες και κύριοι,

Το 2017 θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανάπτυξης. Είχαμε ρυθμό ανάπτυξης 2% το 2015, 3% το 2016 και αναμένουμε πάνω από 3.5% του ΑΕΠ για φέτος.

Η ανεργία παραμένει ψηλή αλλά μειώνεται και είναι στο 10-11%. Η απασχόληση σε άτομα επίσης καταγράφει αύξηση για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Φέτος έχουμε αύξηση πάνω από 3% στον αριθμό των εργαζομένων και αυτό απαντά στην ατεκμηρίωτη θέση ότι η ανεργία μειώνεται επειδή εργαζόμενοι φεύγουν.

Και όπως ακριβώς είχαν σημασία οι αριθμοί όταν αυτοί διολίσθαιναν, την ίδια σημασία έχουν τώρα που βελτιώνονται.

Έχει τη σημασία του το γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση αυξάνεται και μάλιστα αισθητά, το ίδιο και ο δείκτης κύκλου εργασιών λιανικού εμπορίου, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, οι άδειες οικοδομής, ακόμη και οι αγορές αυτοκινήτων και τα ταξίδια κυπρίων στο εξωτερικό.

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι μέχρι το τέλος του έτους, θα έχουμε καλύψει το χαμένο έδαφος σε ένα σημαντικό βαθμό, όχι όμως πλήρως. Με λίγα λόγια, πάμε καλύτερα, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε και αυτή η διαπίστωση θεωρώ πως συνοψίζει το που στεκόμαστε σήμερα.

Εξάλλου, είναι γεγονός ότι κάποια κατάλοιπα προβλήματα που δημιουργήθηκαν δεν έχουν πλήρως αντιμετωπιστεί, και αναφέρομαι τόσο στο ψηλό δημόσιο χρέος όσο και στον ψηλό ιδιωτικό δανεισμό, μέρος του οποίου είναι και τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια.

Αλλά το πιο σημαντικό και ενθαρρυντικό κατά την άποψη μου, είναι το γεγονός ότι η σημερινή ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας μας είναι απαλλαγμένη από τις δύο βασικές στρεβλώσεις που είχαν χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο. Η σημερινή ανάπτυξη δεν είναι αποτέλεσμα ούτε υπερβολικού τραπεζικού δανεισμού, ούτε και αλόγιστα ψηλών και ελλειμματικών δημοσίων δαπανών, όπως ήταν η ανάπτυξη της οικονομίας μας στην περίοδο πριν από την κρίση.

Είναι αποτέλεσμα των καλών επιδόσεων του συνόλου σχεδόν των παραγωγικών μας τομέων. Είναι αποτέλεσμα μικρότερων και μεγαλύτερων επενδύσεων, ντόπιων και ξένων, που έχουν ήδη ξεκινήσει να πραγματοποιούνται σε μια σειρά από τομείς. Και αυτό σημαίνει ότι η ανάκαμψη και η ανάπτυξη δεν είναι επίπλαστη, είναι πραγματική και είναι πολλά υποσχόμενη.

Κοιτάζοντας λοιπόν προς το αύριο της κυπριακής οικονομίας, θα καθόριζα ως στόχο το ανέβασμα του πήχη της ανάπτυξης, της ευημερίας και της προοπτικής, πολύ πιο ψηλά. Επόμενος στόχος πρέπει να είναι ακριβώς η βιώσιμη, διατηρήσιμη ανάπτυξη σε ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Όχι μόνο για να εξαλείψουμε και τα τελευταία κατάλοιπα της κρίσης την οποία βιώσαμε, αλλά κυρίως για να δημιουργήσουμε νέες ευκαιρίες, νέες θέσεις εργασίας και για να ανεβάσουμε το βιοτικό μας επίπεδο ακόμη πιο ψηλά, προς όφελος το συνόλου των συμπολιτών μας.

Και θέλω να σας πω πως αυτό τον στόχο τον θεωρώ απόλυτα εφικτό.

Αλλά θέλω την ίδια ώρα με έμφαση να τονίσω ότι ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την συνέχιση της προσπάθειας, με την ίδια προσήλωση και με την ίδια ένταση.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιστρέψουμε στα παλιά, στις ανεύθυνες πρακτικές και στις λαϊκίστικες συμπεριφορές που τόσο πολύ μας κόστισαν. Ούτε και πρέπει να επιτρέψουμε στη δογματική άρνηση να καθοδηγεί τις αποφάσεις μας ή να παρεμποδίζει τις αλλαγές που ο τόπος μας έχει ανάγκη.

Ούτε όμως θεωρώ, από την άλλη, ότι η Κύπρος μπορεί να πραγματοποιήσει αναπτυξιακό άλμα και να πετύχει θαύματα με 2-3 απλές κινήσεις, όπως έχω ακούσει να λέγεται. Μαγικό ραβδί που θα μεταμορφώσει έτσι απλά το κράτος και την οικονομία μας και θα μας απαλλάξει από τις όποιες υστερήσεις, δεν υπάρχει. Και πρέπει να ομολογήσω, ότι ούτε στα θαύματα πιστεύω πολύ, ούτε στους μεσσίες, ούτε και στους από μηχανής θεούς.

Πιστεύω όμως στην σκληρή δουλειά. Πιστεύω στα σταθερά βήματα. Στη συστηματική και συλλογική προσπάθεια. Πιστεύω στον ρόλο της υπεύθυνης ηγεσίας που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει διλήμματα και να διαχειριστεί δυσκολίες. Πιστεύω στις προοπτικές που μπορεί να διανοίξει η επιχειρηματικότητα. Πιστεύω στην επιβράβευση της εργατικότητας και τις προσπάθειας. Πάνω από όλα πιστεύω στις δυνατότητες τις νέας γενιάς. Που είναι απαλλαγμένη από ξεπερασμένες νοοτροπίες και προκαταλήψεις αλλά έχει τα εφόδια, τη γνώση και την αυτοπεποίθηση να λειτουργήσει στον σύγχρονο κόσμο.

Πάνω σε αυτά πρέπει να επενδύσουμε και εάν αυτό πράξουμε είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσουμε να οδηγήσουμε τον τόπο μας ακόμη πιο μπροστά.