22/6/11


Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στην τελετή αναγόρευσης του σε Επίτιμο Διδάκτορα Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Eπιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
22/06/2011





Αποτελεί ύψιστη τιμή για κάθε άνθρωπο η αναγνώριση του έργου και της προσφοράς του από την επιστημονική κοινότητα και η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα. Ο θεσμός του επίτιμου διδάκτορα έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στην όλη δομή και λειτουργία των επιστημονικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Την αναγνώριση των επιστημονικών και αναλυτικών ικανοτήτων ενός ατόμου το οποίο όμως δεν έχει διέλθει την τυπική αλλά ιδιαίτερα σημαντική διαδικασία της απόκτησης τίτλων σπουδών με αποκορύφωμα βέβαια τον τίτλο του διδάκτορα από ένα συγκεκριμένο πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της ψυχής μου το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου για την τιμή που μου κάνει σήμερα. Η αναγόρευση αυτή αποτελεί για μένα μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή γιατί είναι η πρώτη φορά που λαμβάνει χώραν στην αγαπημένη μου πατρίδα την Κύπρο. Όπως γνωρίζετε έχουν προηγηθεί άλλες πολύ τιμητικές αναγορεύσεις από πανεπιστήμια της Ελλάδας και άλλα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η αναγνώριση της προσφοράς και του έργου ενός πολιτικού προσώπου, που σεμνά προσφέρει όλο του το είναι στον ιερό σκοπό της δικαίωσης της πατρίδας και του λαού του, από ανθρώπους μάλιστα που αποτελούν συστατικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας και της διανόησης του τόπου, αποτελεί δικαίωση. Δικαίωση, εάν όχι για το αποτέλεσμα, τουλάχιστον για την ειλικρινή, έντιμη και κοπιώδη προσπάθεια.

Η επιστολή με την οποία μου έχει κοινοποιηθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου να με αναγορεύσει σε Επίτιμο Διδάκτορα αναφέρεται αυτολεξεί στην «τιμή για την παρουσία, το έργο και την προσφορά του Επιστήμονα και Πολιτικού κ. Δημήτρη Χριστόφια στη χώρα μας». Επιτρέψετέ μου να σταθώ σε αυτή τη σύζευξη επιστήμονα και πολιτικού, στην αριστοτελικού τύπου αρμονία μεταξύ επιστημονικής κατάρτισης, επιστημονικών μεθόδων και επιστημονικής εμβάθυνσης από τη μια, και στον χειρισμό των κορυφαίων ζητημάτων της πατρίδας, στην παρουσία ενώπιον του δήμου και στην εδραίωση της κυριαρχίας του, δηλαδή της δημοκρατίας και της προσφοράς με ήθος και ανιδιοτέλεια στον λαό από την άλλη. Σε όλη μου την πορεία προσπάθησα να υποστηρίξω με έργα και πράξεις τη δική μου θέση αρχής ότι χρειάζεται μια συστηματική και επιστημονική προσέγγιση στην ανάλυση, τις αποφάσεις ακόμη και στην τακτική ενός πολιτικού σχηματισμού και βέβαια των πολιτικών προσώπων που ηγούνται.

Αυτή η αρχή είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρη σε μια περίοδο που στην Κύπρο, πολύ δε περισσότερο στην υπόλοιπη Ευρώπη, παρουσιάζονται φαινόμενα απομάκρυνσης ή ακόμη και απαξίωσης της πολιτικής ζωής. Αποκτά σήμερα νευραλγική σημασία η άσκηση της πολιτικής με κανόνες που να καθιστούν τον πολιτικό υπόδειγμα στην κοινωνία. Η καλλιέργεια της απαξίωσης της πολιτικής, ό,τι δηλαδή αφορά τον δημόσιο βίο, τη συλλογικότητα, την κοινωνία και τον κάθε πολίτη ξεχωριστά, αποτελεί δυστυχώς μια συστημική στρέβλωση. Η καλλιέργεια ενός ακραίου ατομικισμού και η ισοπέδωση κάθε μορφής συλλογικότητας, ακόμη και της ίδιας της πατρίδας, ισοπεδώνει ταυτόχρονα αρχές και αξίες στις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτελεί χρέος ενός ηγέτη η υπεράσπιση καθολικών αρχών και αξιών, ακόμη και των δικών του ξεχωριστών ιδεολογικοπολιτικών πεποιθήσεων, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του λαού, σε μια προσπάθεια ο καθένας από εμάς να αποτελέσει ανάχωμα στην αντικατάσταση του αγώνα για το κοινό καλό και την πρόοδο του συνόλου από τους νόμους της ζούγκλας όπου ο καθένας ξεχωριστά αγωνίζεται μόνο για τον εαυτό του.

Είθισται στις τελετές αναγόρευσης Επίτιμου Διδάκτορα, το τιμώμενο πρόσωπο να αναπτύσσει ένα συγκεκριμένο θέμα ως απτή απόδειξη της θεωρητικής και επιστημονικής του κατάρτισης, της σύζευξης από μέρους του της επιστημοσύνης με την προσφορά και τη δράση του. Έχουμε επιλέξει να αναπτύξουμε ένα κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο ζήτημα που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα όσο και τους κλάδους της γεωπολιτικής και των διεθνών σχέσεων. Θα αναφερθούμε στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής με ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο που διαδραματίζει και μπορεί να διαδραματίσει η Κύπρος. Η παρέμβαση τιτλοφορείται «Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και ο ρόλος της Κύπρου».

Η περιοχή της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου έχει διαδραματίσει έναν ιδιαίτερα θετικό ρόλο στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Από πολλούς αιώνες πριν, στην προ Χριστού εποχή, η περιοχή μας αποτέλεσε το κέντρο του μέχρι τότε γνωστού κόσμου. Στην περιοχή μας δημιουργήθηκαν πολιτισμοί οι οποίοι κυριάρχησαν στην εποχή τους, δίνοντας τα φώτα της προόδου κατά την ιστορική περίοδο που έζησαν. Ο ελληνικός πολιτισμός, ο αιγυπτιακός πολιτισμός και άλλοι πολιτισμοί έδωσαν μια απίστευτη για την εποχή τους ώθηση στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιστήμες, στο εμπόριο και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Δεν υπήρξαν βέβαια ιδανικές συνθήκες. Τα πάντα πρέπει να κρίνονται στη βάση της αρχής της ιστορικότητας. Ότι δηλαδή το κάθε ιστορικό γεγονός πρέπει να κρίνεται με κριτήρια της εποχής του και όχι με τα δεδομένα του σήμερα.

Στην περιοχή μας συναντήθηκαν οι μονοθεϊστικές θρησκείες, οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά την παγκόσμια πορεία τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια. Πρώτα και κύρια ο χριστιανισμός με τον σημαντικό του ρόλο στη διαμόρφωση των δυτικών κοινωνιών, ο μουσουλμανισμός και ο ιουδαϊσμός. Στην ιστορική πόλη των Ιεροσολύμων κατεξοχήν ιεροί χώροι διαφορετικών θρησκειών συνυπάρχουν σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους. Η διαπολιτισμικότητα υπήρξε ιστορικά βασικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών της περιοχής. Υπήρξε μέρος του πλούτου της περιοχής, αποτέλεσε κινητήριο μοχλό για τις κοινωνίες. Βασική αρχή της ανάλυσής μας πρέπει να είναι ότι το καινούριο κτίζεται πάντοτε πάνω στο παλιό. Η συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία και γνώση, η συλλογικά παραχθείσα επιστημονική γνώση αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία του νέου, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θα κτιστεί το καινούριο. Έτσι τα ερεθίσματα και τα επιτεύγματα του ενός πολιτισμού βοηθούσαν στην πρόοδο και ανάπτυξη ενός άλλου.

Κατά τον τελευταίο αιώνα η ευρύτερη περιοχή αποτέλεσε δυστυχώς θέατρο ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών του κόσμου. Η ιστορία διδάσκει ότι όσο σημαντικός είναι ο έλεγχος των πηγών στο παγκόσμιο σύστημα, είτε αυτές είναι πηγές ενέργειας είτε άλλες πηγές με ιδιαίτερη οικονομική σημασία, άλλο τόσο σημαντικοί είναι οι διάδρομοι μέσα από τους οποίους τα προϊόντα των πηγών αυτών φτάνουν στον προορισμό τους. Η περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου έχει ευλογηθεί από τη γεωγραφία να αποτελεί σημείο συνάντησης της Ευρώπης, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Η περιοχή έχει επιπρόσθετα ευλογηθεί με την παρουσία σημαντικού ορυκτού πλούτου, εξαιρετικά σημαντικού για την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, όπως είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτά που αποτέλεσαν για την περιοχή μας ευλογία, μετατράπηκαν σε κατάρα στα πλαίσια των διεθνών ανταγωνισμών για έλεγχο των πηγών ενέργειας και για έλεγχο των διαδρόμων που συνδέουν την Ευρώπη με την Αφρική, την Ευρώπη με τη Μέση και την Άπω Ανατολή και την Αφρική με τη Μέση Ανατολή.

Ως αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας η περιοχή μας κατά τον τελευταίο αιώνα αποτέλεσε θέατρο συγκρούσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θέατρο διμερών πολεμικών αναμετρήσεων ή ακόμη και πολυμερών συγκρούσεων για σκοπούς εθνικής ανεξαρτησίας, επεκτατισμού συνόρων και αύξησης επιρροής. Στην Κύπρο έχουμε κατά τον αιώνα που μας πέρασε βιώσει αυτή τη στυγνή πραγματικότητα. Η Κύπρος αποτέλεσε κομμάτι της βρετανικής αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας. Το τέλος της αποικιοκρατίας στην Κύπρο συνοδεύτηκε με την παραμονή των βρετανικών βάσεων στο λεγόμενο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου», δηλαδή το νησί μας. Η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από ένα δοτό σύνταγμα το οποίο εμπεριέχει διαιρετικά στοιχεία και το οποίο στηρίχθηκε στη φιλοσοφία του «διαίρει και βασίλευε», με στόχο την αξιοποίηση των διαιρετικών στοιχείων από ξένες δυνάμεις για την επιβολή των συμφερόντων τους στην Κύπρο.

Αυτό υπήρξε το κυρίαρχο στοιχείο της περιόδου 1960-1974: Συνεχείς εξωτερικές παρεμβάσεις, διακοινοτικές συγκρούσεις, έξαρση του εθνικισμού και τέλος, η επιβολή των επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου. Από το 1974 μέχρι σήμερα η Κύπρος προσπαθεί να ανατρέψει τα διχοτομικά δεδομένα. Η αποτίναξη της κατοχής, η απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας, η επιβολή της κυριαρχίας του κυπριακού λαού σε όλο το νησί θα αποτελέσουν την έναρξη μιας νέας εποχής για την ευρύτερη περιοχή. Θα σημάνουν την έναρξη της εποχής της ειρηνικής συνύπαρξης, της διαπολιτισμικότητας, της δημιουργίας και ευημερίας σε αντιδιαστολή με το συγκρουσιακό παρελθόν της ευρύτερης περιοχής.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα γινόμαστε μάρτυρες σειράς εξεγέρσεων σε αριθμό αραβικών χωρών της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα καθεστώτα των χωρών αυτών είναι δημοκρατικά, όπως αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία ο ευρωπαϊκός και ευρύτερα ο δυτικός κόσμος. Οφείλουμε, επίσης, να αποδεχθούμε ότι παρόμοια ή και χειρότερα καθεστώτα υπάρχουν σε άλλες χώρες οι οποίες όμως τυγχάνουν της στήριξης του δυτικού κόσμου. Το στρατηγικό ερώτημα γύρω από τις εξελίξεις αυτές είναι το κατά πόσο χρειάζεται εκδημοκρατικοποίηση των κοινωνιών και των κρατών αυτών, αλλά και τι είδους εκδημοκρατικοποίηση χρειάζεται. Στο ερώτημα κατά πόσο χρειάζεται εκδημοκρατικοποίηση η απάντηση είναι απλή: Ασφαλώς και χρειάζεται εκδημοκρατικοποίηση. Όπως χρειάζεται εμβάθυνση της δημοκρατίας και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου στο διεθνές πολιτικό σύστημα. Εκεί που υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις είναι στο ερώτημα: «Τι είδους εκδημοκρατικοποίηση χρειαζόμαστε και ποιος έχει την εντολή να προβεί στην εκδημοκρατικοποίηση;».

Η σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας διδάσκει ότι η δημοκρατία αποτελεί μια κατάκτηση των λαών σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Αποτελεί προϊόν και αποτέλεσμα των διαδικασιών ωρίμανσης του ίδιου του λαού σε οικονομικό επίπεδο, σε αξιακό επίπεδο και σε πολιτικό επίπεδο. Αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία, μια εσωτερική ζύμωση και όχι μια δοσμένη συνταγή. Η δημοκρατία δεν επιβάλλεται. Η δημοκρατία κατακτιέται. Επιβολή και δημοκρατία είναι έννοιες αλληλοαναιρούμενες. Οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν αποδεικνύουν την ορθότητα αυτής της εκτίμησης. Η προσπάθεια εξωτερικής επιβολής ενός δημοκρατικού μοντέλου, μάλιστα διά της κατοχής της χώρας, δεν μπορεί να επιτύχει. Όπως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη δυτικού εκσυγχρονισμού οι διώξεις από τον Αττατούρκ στην Τουρκία όσων επέμεναν να φορούν το οθωμανικό φέσι.

Αυτή τη θέση είχαμε υποστηρίξει ως Κυπριακή Δημοκρατία κατά την πρόσφατη συζήτηση των εξελίξεων στη Λιβύη στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση για στρατιωτική εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, η εμπλοκή πολύ σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών, εμπεριέχει τον κίνδυνο μιας ευρύτερης στρατιωτικής επέμβασης σε ένα μεταγενέστερο στάδιο. Η συνέχιση των στρατιωτικών συγκρούσεων τέσσερις μήνες μετά και το δράμα του λαού της Λιβύης νομίζουμε ότι δικαιώνουν την ανησυχία μας. Μια ευρύτερη στρατιωτική επέμβαση, όπως τα παραδείγματα του Ιράκ και του Αφγανιστάν διδάσκουν, είναι πολύ πιθανόν να μην δώσει τα ποθούμενα αποτελέσματα.

Η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, η κατάσταση στη Συρία και στο Λίβανο όπου είτε υπάρχει εσωτερική αποσταθεροποίηση είτε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για εσωτερική αποσταθεροποίηση, δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ομαλοποίηση με μια μονοσήμαντη εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Αναγνωρίζουμε την τεράστια σημασία που έχει η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η εκδημοκρατικοποίηση προς το συμφέρον των λαών της περιοχής το συντομότερο δυνατό. Οφείλουμε να σημειώσουμε όμως την εκτίμηση μας ότι μια ευρύτερη στρατιωτική παρέμβαση του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής θα στείλει μήνυμα επιδρομής κατά του αραβικού κόσμου και δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ούτε για το ίδιο το ΝΑΤΟ.

Η βασική αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η δική μας προσέγγιση, στην οποία κατά την άποψη μας θα έπρεπε να στηρίζεται η προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας, είναι ότι αποτελεί απαραβίαστο κυριαρχικό δικαίωμα των λαών και μόνο των λαών να καθορίζουν την τύχη τους εντός των απαραβίαστων συνόρων της χώρας τους. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αρχή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές περιπέτειες και σε δυσάρεστες εξελίξεις για τους λαούς.

Ρόλο στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου θέλει να διαδραματίζει και η Τουρκία. Η τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή μέρους της πατρίδας μας από την Τουρκία σχετίζεται δυστυχώς με αυτόν τον στρατηγικό στόχο. Ο στόχος της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλά να διαδραματίζει έναν κάποιο ρόλο στην περιοχή, αλλά να διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Προς αυτή την κατεύθυνση η Τουρκία προσπαθεί να υιοθετήσει έναν πατερναλιστικό ρόλο σε σχέση με τα αραβικά, μουσουλμανικά κράτη της περιοχής. Η Κυβέρνηση Ερντογάν προτάσσει, τόσο προς τη μεριά του δυτικού κόσμου όσο και προς τα αραβικά κράτη, το δικό της μοντέλο διακυβέρνησης ως μοντέλο διακυβέρνησης όλων των αραβικών κρατών.

Το μοντέλο της παρουσίας στην ηγεσία του κράτους ενός ισλαμικού κόμματος το οποίο την ίδια ώρα παρουσιάζεται ως φορέας εκδυτικοποίησης και εκσυγχρονισμού μέσα από την προώθηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπορούν να υπάρξουν συνταγές διακυβέρνησης και δοσμένα μοντέλα από τη στιγμή που κάθε χώρα έχει τη δική της διαφορετική ιστορία και πορεία και τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Εκείνο που πρέπει να υπάρχει σε κάθε χώρα είναι κοινές και απαραβίαστες αρχές τις οποίες το κάθε κράτος οφείλει να διασφαλίζει. Δεν μπορεί για παράδειγμα να υπάρξει παντού στον αραβικό κόσμο ένας λεγόμενος «ελεγχόμενος ισλαμισμός» ο οποίος να κυβερνά το κράτος.

Είναι τουλάχιστον κραυγαλέα αντίφαση, τη στιγμή που η Τουρκία διατείνεται ότι οικοδομεί πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τα γειτονικά της κράτη, την ίδια στιγμή να κατέχει παράνομα μέρος του εδάφους μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας όπως η Κύπρος, η οποία είναι μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίλυση του Κυπριακού και η επανένωση της πατρίδας και του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την ειρήνευση στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια σωστή λύση του Κυπριακού θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για επίλυση ιστορικών διενέξεων στην περιοχή, με στόχο η νοτιοανατολική Μεσόγειος να αποτελέσει λεκάνη ειρήνης, σταθερότητας και δημοκρατίας.

Η πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας για την περιοχή έχει ασφαλώς ως προμετωπίδα της μια δίκαιη υπό τις περιστάσεις, λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί παράλληλα τη μόνη ίσως χώρα στην περιοχή η οποία διατηρεί άριστες σχέσεις με όλα τα γειτονικά της κράτη, με εξαίρεση βέβαια την κατοχική Τουρκία. Η πρόσφατη επίσκεψή μας στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη αποτελεί απόδειξη αυτού του γεγονότος. Αποτελεί όμως και μια άλλη απόδειξη. Απόδειξη των συνεχών πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι τους τελευταίους μήνες έχουν επισκεφθεί την Κύπρο τόσο ο Πρόεδρος της Συρίας όσο και ο Πρωθυπουργός του Λιβάνου, ένδειξη των σχέσεων της Κύπρου με τα κράτη της περιοχής.

Αυτές οι σχέσεις που έχουμε οικοδομήσει με τα γειτονικά κράτη όπως και οι συνεχείς μας πρωτοβουλίες έχουν βοηθήσει τα μέγιστα στο να επιτύχουμε αυτό που πριν από μερικά χρόνια θεωρείτο από πολλούς ακατόρθωτο: Τη σύναψη συμφωνίας και την επικύρωσή της τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο για οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου. Παράλληλα αναμένουμε, παρά τις ενστάσεις που εγείρονται, την επικύρωση της συμφωνίας που έχουμε συνάψει με τον Λίβανο. Πρόκειται για κίνηση μεγάλης στρατηγικής σημασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη πιθανότητα να υπάρχουν εντός της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Ήδη η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συνάψει συμφωνία με την εταιρεία «Noble Energy» για αξιοποίηση του γνωστού «οικοπέδου 12» και στους προσεχείς μήνες ο κυπριακός λαός αναμένεται να γνωρίζει κατά πόσο είναι ιδιοκτήτης σημαντικών αποθεμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Η πιθανή ανεύρεση φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί ένα επιπρόσθετο κίνητρο προς την τουρκοκυπριακή πλευρά για επίλυση του Κυπριακού. Εμείς επιδιώκουμε τα όποια οφέλη προκύψουν από την ενδεχόμενη αξιοποίηση των κυπριακών κοιτασμάτων να τα καρπωθούν από κοινού Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι σε μια απελευθερωμένη και επανενωμένη Κύπρο. Αυτή τη θέση την επαναλαμβάνουμε συχνά και προς τον Τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Έρογλου. Η πολιτική της έντασης που ακολουθεί τόσο η Τουρκία όσο και ο κ. Έρογλου γύρω από αυτό το θέμα είναι μια κοντόφθαλμη πολιτική και στερείται οράματος. Οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας ιδιαίτερα αλλά και η Τουρκία έχουν να κερδίσουν τόσο από μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού όσο και από μια ενδεχόμενη αξιοποίηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Οι πρωτοβουλίες που έχουμε αναλάβει το τελευταίο χρονικό διάστημα προς την κατεύθυνση του Ισραήλ είναι πρωτοβουλίες που εξυπηρετούν ευρύτερα το καλώς νοούμενο συμφέρον των κρατών και των λαών της περιοχής. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να διατηρεί όλες τις θέσεις αρχής τις οποίες έχει πάρει όλο αυτό το χρονικό διάστημα και αφορούν σε κρίσιμα ζητήματα για τον αραβικό κόσμο, όπως για παράδειγμα στο Παλαιστινιακό. Η Κύπρος, αξιοποιώντας τη στρατηγική της θέση, αξιοποιώντας στρατηγικές συμμαχίες με κράτη της περιοχής και τα δικά της πιθανά αποθέματα σε υδρογονάνθρακες, μπορεί να καταστεί γέφυρα ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης. Ένας τέτοιος στρατηγικός σχεδιασμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει ασφαλώς την Ελλάδα και με μια σωστή λύση του Κυπριακού γιατί όχι και την Τουρκία.

Έχω επαναλάβει μερικές φορές ότι η επίλυση του Κυπριακού παραμένει για μένα στόχος ζωής. Όραμά μου είναι η αποτίναξη από τις πλάτες του κυπριακού λαού της κατοχής, της διχοτόμησης και του συνεχιζόμενου εποικισμού. Χωρίς τη λύση του Κυπριακού ο κυπριακός λαός θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει κινδύνους ύπαρξης, η Τουρκία δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορεί να διασφαλιστεί η ομαλότητα και η σταθερότητα στην κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Πολλοί έχουν να κερδίσουν από μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Αντίθετα όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουμε να χάσουμε εάν παραμείνει η καταστροφική διχοτόμηση.

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα ήδη κινδυνεύει με εξαφάνιση υπό το βάρος του συνεχιζόμενου εποικισμού, ενώ η ανεξέλεγκτη ροή εποίκων στην Κύπρο και η παραβίαση της κυριαρχίας της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστούν θανάσιμο κίνδυνο για τους Ελληνοκύπριους. Με ενδεχόμενη μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της διχοτόμησης, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι χάνουμε οριστικά μεγάλο μέρος της πατρίδας μας. Συμπερασματικά, η διχοτόμηση αποτελεί καταστροφή για τον τόπο και τον λαό μας.

Όραμά μας είναι η Κύπρος να αποτελέσει γέφυρα αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής για την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Να αποτελεί βάση συνεργασίας και οικονομικής ανάπτυξης, χώρο ανάπτυξης της επιστήμης και των γραμμάτων, παράδειγμα προς μίμηση για όλα τα γειτονικά κράτη και τους γειτονικούς λαούς. Χώρος διαλόγου και συνδιαλλαγής. Πρωταγωνιστική δύναμη στην οικονομική ανάπτυξη και στη γεωπολιτική σημασία της περιοχής.

Σε έναν περίπου χρόνο η Κυπριακή Δημοκρατία, η Κύπρος μας, θα έχει την ευκαιρία να ηγηθεί για ένα εξάμηνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλαμβάνοντας την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για κορυφαίο εθνικό ζήτημα. Πρόκειται για εθνικό καθήκον, η εκπλήρωση του οποίου μπορεί και πρέπει να γεμίσει με περηφάνια κάθε Κύπριο και Κύπρια. Ευχή μας, την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναλάβει μια ενωμένη και ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τη στάση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της Τουρκίας στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Η Κύπρος στην κορυφή της Ευρώπης σφραγίζει τον δημιουργικό της ρόλο και υπογραμμίζει τις προοπτικές που διανοίγει μια δίκαιη λύση του Κυπριακού.

Με αυτούς τους προβληματισμούς επιτρέψετέ μου να εκφράσω για ακόμη μια φορά την ευγνωμοσύνη μου στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου για τη μεγάλη τιμή που μου κάνει.