12/6/16

Ομιλία του Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φ. Φωτίου στο ετήσιο εθνικό μνημόσυνο των πεσόντων του Κοντεμένου

Ομιλία του Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φ. Φωτίου στο ετήσιο εθνικό μνημόσυνο των πεσόντων του Κοντεμένου




Είναι με αισθήματα δέους και βαθειάς συγκίνησης που απευθύνω αυτά τα λόγια στο μνημόσυνο των οκτώ σφαγιασθέντων Κοντεμενιωτών από τους Τούρκους πριν 58 χρόνια, έγκλημα το οποίο η σύγχρονη ιστορία δεν κατέγραψε ακόμη στις δέλτους της, υπογραμμίζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε όπως και τις μεθοδεύσεις και τις ευθύνες της τότε αποικιοκρατικής κυβέρνησης.

Με τα ίδια αισθήματα μνημονεύουμε σήμερα και τους Κοντεμενιώτες που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Κύπρο και της ελευθερίας και εδαφικής της ακεραιότητας τον Ιούλιο του 1974, ενώ προσευχόμαστε για την ανεύρεση και διακρίβωση της τύχης των δυο αγνοουμένων της κοινότητας που πολέμησαν και αυτοί σθεναρά τον Τούρκο εισβολέα, όπως και για την περίπτωση των δυο άλλων αγνοουμένων Κοντεμενιωτών, πατέρα και γιου, που χάθηκαν τα ίχνη τους μετά την σύλληψή τους από τους Τούρκους, επίσης το 1974.

Βαρύς ο φόρος αίματος στους αγώνες για την προάσπιση της κυπριακής ελευθερίας. Στους αγώνες αυτούς, με πρωτοστάτες τους νέους, συμμετείχε όλος ο λαός τιμώντας την ιστορία και τις ρίζες του. Στον ένδοξο αγώνα του ‘55-‘59 είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα δυνάστη που όχι απλώς αρνιόταν να αναγνωρίσει στους Κυπρίους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αλλά που με σκοπιμότητες και ύπουλες κινήσεις και μεθοδεύσεις στο πλαίσιο της πολιτικής του διαίρει και βασίλευε, ενέπλεξε στο κυπριακό ζήτημα την Τουρκία και τα πειθήνια εξτρεμιστικά όργανα της στην Κύπρο, καλλιεργώντας το μίσος και το διχασμό με τον Ελληνικό πληθυσμό.

Η περίπτωση των οκτώ σφαγιασθέντων Κοντεμενιωτών είναι επί του προκειμένου ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Πρόκειται για ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού και διαπράχθηκε σαν σήμερα στις 12 Ιουνίου 1958.
Πάγωσε κυριολεκτικά τότε η Κύπρος από το άκουσμα του αποτρόπαιου εγκλήματος. Με μελανά χρώματα περιγράφηκε στις εφημερίδες το έγκλημα την επόμενη μέρα:

«Αφού διήνυσαν περί τα δύο μίλια εντός των αγρών, διέκρινον πλήθος εξ 150 Τούρκων επιβαινόντων μοτοσυκλεττών και ποδηλάτων να τους καταδιώκουν εκ δύο κατευθύνσεων. Όταν τους περιεκύκλωσαν ήρχισαν να πυροβολούν κατ’ αυτών δι’ αυτομάτων όπλων. Όσοι ετραυματίζοντο και έπιπτον, υφίσταντο αμέσως επίθεσιν ανθρωπόμορφων τεράτων, τα οποία ηκολούθουν τους οπλοφόρους. Τα τέρατα ταύτα έφερον πελέκεις, μαχαίρας, σιδηρά όργανα και ρόπαλα που κατάφερον δι’ αυτών θανατηφόρα τραύματα διά να αποτελειώσουν το έργον των πρώτων».

Το κλίμα στην Κύπρο ήταν τότε τεταμένο σε πολλά επίπεδα. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν προσλάβει Τουρκοκύπριους ως επικουρικούς αστυνομικούς για πάταξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ. Η Βρετανική αποικιοκρατία σε συνεργασία με την Τουρκία άρχισε να ξεδιπλώνει τα σχέδια της για τη δημιουργία των προϋποθέσεων σύγκρουσης των δυο κύριων κοινοτήτων της νήσου, καθώς αντιλαμβανόταν πως δεν ήταν δυνατό να διατηρήσει τη μορφή δουλείας που ως τότε εφάρμοζε. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση οι ‘Άγγλοι επεδίωκαν να διατηρήσουν τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχό τους επί της νήσου θέτοντας στο περιθώριο τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στον Κυπριακό Ελληνισμό να αναλάβει ο ίδιος την μοίρα του.

Οι Τουρκοκύπριοι επικουρικοί ήταν ταυτόχρονα διώχτες και βασανιστές των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Αλλά τοποθετούνταν και στην πρώτη γραμμή των επιθέσεων κατά των χιλιάδων νέων που διαδήλωναν στους δρόμους με αίτημα την αυτοδιάθεση για ένωση με την Μητέρα Πατρίδα. Οι Τουρκοκύπριοι επικουρικοί, ως απόλυτα όργανα της αποικιοκρατικής κυβέρνησης, συμμετείχαν και σε άλλες μορφές καταπίεσης του ελληνικού πληθυσμού, όπως σε συλλήψεις, έρευνες και παρακολουθήσεις.

Στις 12 Ιουνίου 1958, όταν διαδόθηκε στον Κοντεμένο ότι στο γειτονικό χωριό Σκυλλούρα, που ήταν μικτό, επικρατούσε αναβρασμός, γεννήθηκαν φόβοι ότι Τουρκοκύπριοι ετοιμάζονταν για επιθέσεις. Πολλοί Κοντεμενιώτες έσπευσαν στη Σκυλλούρα για να δουν τι συμβαίνει και αν χρειαζόταν να βοηθήσουν. Ελέχθησαν πολλά για αυτό το συμβάν. Η πραγματικότητα ήταν πως μέχρι τότε οι 500 Ελληνοκύπριοι και οι 300 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Σκυλλούρας ζούσαν ειρηνικά χωρίς ποτέ να έρθουν σε σύγκρουση. Λίγες όμως μέρες πριν το συμβάν, οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι αντιλήφθηκαν ότι στα όρια του Τουρκοκυπριακού τομέα του χωριού είχαν τοποθετηθεί φρουροί που ήλεγχαν όλες τις κινήσεις.

Το απόγευμα της 12ης Ιουνίου, ημέρας της διάπραξης του εγκλήματος, η ένταση κορυφώθηκε. Οι Τουρκοκύπριοι με φωνές άρχισαν να συγκεντρώνονται κατά μήκος της περιοχής του ελληνικού τομέα του χωριού «οπλισμένοι με μαχαίρας, πελέκεις, ράβδους και δίκρανα» σύμφωνα με τις μαρτυρίες κατοίκων της Σκυλλούρας.

Παρενέβησαν βρετανικά στρατεύματα, τα οποία, με την πρόφαση ότι θα τους έπαιρναν για ανάκριση, ανάγκασαν περίπου 30 Κοντεμενιώτες να επιβιβαστούν σε στρατιωτικά φορτηγά. Είχαν, όμως, άλλα σχέδια. Αντί να τους μεταφέρουν στο χωριό τους, εντελώς αδικαιολόγητα τους ανάγκασαν να αποβιβαστούν στα χωράφια, έξω από το τουρκοκυπριακό χωριό Κιόνελι και τους είπαν να μεταβούν στο χωριό τους περπατητοί. Λίγο πιο κάτω τους είχαν στήσει ενέδρα οι Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές. Πανικόβλητοι οι Κοντεμενιώτες άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν από τη σφαγή. Άλλοι τα κατάφεραν, με τραύματα οι περισσότεροι, και άλλοι όχι. Λίγο πιο πέρα οι Άγγλοι παρακολουθούσαν απαθείς.

Ήταν καθαρά προμελετημένο το έγκλημα. Ο σάλος που προκλήθηκε εξανάγκασε τους αποικιοκράτες να συστήσουν ερευνητική επιτροπή. Οι μάρτυρες υπέδειξαν μάλιστα και εννέα Τουρκοκύπριους που ήταν μεταξύ των σφαγέων. Με τις μεθοδεύσεις των αποικιοκρατών όμως, οι δράστες απαλλάγηκαν «λόγω έλλειψης ικανοποιητικών στοιχείων».

Οι οκτώ ηρωομάρτυρες Κοντεμενιώτες που σφαγιάστηκαν είναι οι:

• Χριστόδουλος Σταύρου, 34 χρόνων, Πέτρος Σταύρου, 21 χρόνων, Ιωάννης Σταύρου, 31 χρόνων, Γεώργιος Σταύρου, 17 χρόνων, Χαράλαμπος Σταύρου, 34 χρόνων, Ευριπίδης Κυριάκου, 24 χρόνων, Κώστας Μουρρή, 34 χρόνων και Σωτήρης Χατζηβασίλη, 17 χρόνων.

Η κοινότητα θρήνησε και έθαψε τους νεκρούς της, αλλά συγκράτησε την οργή της και αποφεύχθηκαν χειρότερα επεισόδια. Ύστερα από λίγο καιρό οι Βρετανοί αποικιοκράτες αποκάλυψαν τις προθέσεις τους, δημοσιοποιώντας το εκβιαστικό σχέδιο Μακμίλλαν, το οποίο προνοούσε συγκαλυμμένη διχοτόμηση και συγκυριαρχία Τουρκίας, Ελλάδας και Βρετανίας επί της Κύπρου.

Η πορεία που ακολουθήθηκε είναι γνωστή. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν είχε το ποθητό αποτέλεσμα, αλλά η Κύπρος κέρδισε την ανεξαρτησία της, την οποία όμως η Τουρκία επιχείρησε στη συνέχεια να υπονομεύσει με τις ενέργειες της ενθαρρυμένη από την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των ξένων. Την πολεμική επιχείρηση της Τουρκίας στην Τηλλυρία και την τουρκανταρσία στα τέλη του 1963 και τις αρχές του 1964, ακολούθησε η Τουρκική εισβολή δέκα χρόνια μετά, αφού προηγήθηκε η προδοσία με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.

Σε αυτή την περίοδο ο Κοντεμένος πλήρωσε και πάλι βαρύ φόρο αίματος. Ένα από τα βλαστάρια της, ο Νικόλαος Φλουρέντζου, έπεσε προασπιζόμενος την Δημοκρατία. Δεκαοκτώ χρόνων τότε υπηρετούσε στο 281 Τάγμα Πεζικού το οποίο στάθμευε στην Μύρτου. Κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος κλήθηκε μαζί με την μονάδα του να κινηθεί εναντίον των προασπιστών της Δημοκρατίας στην Πάφο. Όταν διατάχθηκε να πυροβολήσει εναντίον συμπατριωτών του, είχε την τόλμη να αρνηθεί και να συναινέσει στην εσχάτη προδοσία στρεφόμενος κατά της Δημοκρατίας την οποία είχε ορκιστεί να υπηρετεί. Για την παράτολμη, συνειδητή αντίσταση για συμμετοχή του στο έγκλημα κατά της Πατρίδας του, πλήρωσε βαρύ τίμημα αυτός και η οικογένεια του.

Ένα άλλο βλαστάρι του Κοντεμένου, ο Αριστοφάνης Ανδρέου, ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Αγγλία για σπουδές ύστερα από τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά, ωστόσο το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή ανέτρεψαν τα σχέδιά του. Ήταν στρατιώτης της 33ης μοίρας καταδρομών και πολέμησε εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων εισβολής στον Άγιο Γεώργιο και στις ακτές της Κερύνειας. Στις παρυφές του Πενταδακτύλου, έξω από το χωριό Τέμπλος έπεσε νεκρός. Παρέμενε στον κατάλογο των αγνοουμένων για 35 χρόνια, έως ότου αναγνωρίστηκαν τα οστά του με τη μέθοδο του DΝΑ.

Άλλα δυο βλαστάρια του Κοντεμένου που πολέμησαν ηρωικά κατά των Τούρκων εισβολέων, παραμένουν ακόμα στον κατάλογο των αγνοουμένων. Είναι ο Νικόλαος Παπαχριστοδούλου, υποδεκανέας της 33ης Μοίρας Καταδρομών, ο οποίος πολέμησε τους Τούρκους εισβολείς στις ακτές της Κερύνειας, και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, στρατιώτης του 281 Τάγματος Πεζικού ο οποίος πολέμησε τους Τούρκους στις μάχες του 5 Μίλι, της Λαπήθου και του Καραβά.

Αγνοούμενοι επίσης είναι και δυο Κοντεμενιώτες που τον Ιούλιο του 1974 ήταν πολίτες. Πρόκειται για τον Παντελή Χατζηχριστοφόρου και τον γιο του Χριστάκη Χατζηχριστοφόρου οι οποίοι χάθηκαν στην περιοχή του Κορμακίτη Λιβερών.

Μνημονεύοντας σήμερα τους νεκρούς του Κοντεμένου και προσευχόμενοι για τους αγνοουμένους της κοινότητας, δεν ξεχνούμε το χρέος μας να εργαστούμε για τη δικαίωση της θυσίας και της προσφοράς τους. Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να εργαστούμε για την επανένωση της πατρίδας μας και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να προχωρήσουμε σε μια άλλη εποχή μετατρέποντας την Κύπρο σε τόπο ειρήνης, ασφάλειας, δημοκρατίας και ευημερίας για όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους της.

Σε όλη αυτή την πορεία διαπράχθηκαν και λάθη τα οποία ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά θα πρέπει να επαναλάβει. Προέχει όμως ο τερματισμός της κατοχής και του εποικισμού, προέχει η διασφάλιση και εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών όλων των Κυπρίων, προέχει να γίνουν απόλυτα σεβαστές οι αρχές και οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως βέβαια και τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Αγωνιζόμαστε για την επιστροφή των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας.

Στην προσπάθεια αυτή η Τουρκία θα πρέπει να συμβάλει έμπρακτα λαμβάνοντας τις δικές της απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να βοηθήσει στην επίτευξη της ποθούμενης λύσης. Τα ευχολόγια και οι καλές προθέσεις είναι ένα πράγμα και άλλο οι πράξεις για τερματισμό της κατοχής και επίτευξη μιας λύσης που να οδηγεί στην επανένωση του νησιού και στην ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Πριν όμως από οτιδήποτε άλλο, η Τουρκία θα πρέπει να συνεργαστεί για τη διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων. Δυστυχώς, από το 1974 μέχρι και σήμερα η Τουρκία εξακολουθεί να μην συνεργάζεται και να προβάλλει συνεχώς προσκόμματα και τακτικισμούς σε όποιες πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται για επίτευξη προόδου. Είναι η κατοχική δύναμη που αρνείται με περιφρόνηση να εφαρμόσει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους Ελληνοκύπριους αγνοούμενους όπως και τις πρόνοιες ψηφισμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών. Είναι η Τουρκία και ο κατοχικός στρατός της που έχουν προβεί στην απάνθρωπη και εγκληματική ενέργεια της καταστροφής μαζικών χώρων ταφής Ελληνοκυπρίων και της μετακίνησης των οστών τους σε άγνωστους χώρους. Είναι η Τουρκία που αρνείται να καταθέσει τις πληροφορίες που υπάρχουν στα στρατιωτικά της αρχεία για την τύχη των Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αγνοουμένων αδελφών μας. Είναι η Τουρκία που αρνείται να υποδείξει τους μαζικούς χώρους ταφής όπου τάφηκαν αγνοούμενοί μας μετά από τις περισυλλογές από τα πεδία των μαχών που προέβη ο τουρκικός στρατός, μετά την λήξη των εχθροπραξιών.

Ο κατάλογος των ευθυνών και υποχρεώσεων της κατοχικής δύναμης είναι βαρύς και ασήκωτος. Επιτέλους θα πρέπει να τεθεί τέρμα σε όλη αυτή την αρνητική στάση της Τουρκίας. Τόσο στο Κυπριακό όσο και στο θέμα των αγνοουμένων. Από πλευράς, μας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εκπληρώσουμε το χρέος μας προς τους πεσόντες και τους αγνοουμένους μας. Αιώνια ας είναι η μνήμη τους.