22/11/14

Ομιλία του Επιτρόπου για Ανθρωπιστικά Θέματα σε εκδήλωση με θέμα «Γεωστρατηγική και Ενέργεια: Νέοι ρόλοι για τον Ελληνισμό»

Ομιλία του Επιτρόπου για Ανθρωπιστικά Θέματα σε εκδήλωση με θέμα
«Γεωστρατηγική και Ενέργεια: Νέοι ρόλοι για τον Ελληνισμό»
Εκλεκτοί παριστάμενοι,
Κυρίες και Κύριοι,
Η Μεσόγειος Θάλασσα χαρακτηρίζεται ως το πλέον σημαντικό βαρόμετρο της παγκόσμιας πολιτικής, καθώς καμία άλλη θάλασσα δεν συνεχίζει για αιώνες να διατηρεί αμείωτη την κορυφαία γεωπολιτική σημασία της στις διεθνείς εξελίξεις. Ευρώπη, Αφρική και Ασία καθιστούν την περίκλειστη θάλασσα της Μεσογείου, μια τεράστια «ηπειρωτική» λίμνη, ένα διάπλατα ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας λαών και πολιτισμών που συναντώνται, συνεργάζονται ή συγκρούονται σε αυτό ακριβώς το θαλάσσιο ιστορικό σταυροδρόμι.
Δίκαια λοιπόν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, την κατονόμασε ως το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, θέλοντας να υπερτονίσει την αλληλεξάρτηση, την αλληλεπίδραση, αλλά και την κρισιμότητα του ζωτικού αυτού χώρου για την ασφάλεια του συνόλου των λαών της Ευρώπης. Η στρατηγική σημασία του όπως ορίστηκε από την αρχαιότητα μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια ότι, είναι απόλυτα διαχρονική με ισχύ στο σύγχρονο, πολύπλοκο και ραγδαίως μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου εξέφρασε με τον πληρέστερο τρόπο αυτή τη διαπλοκή της διπλής αντίθεσης Ανατολής-Δύσης και Βορρά-Νότου στην μονιμότητα, αλλά και στην ένταση των συγκρούσεών της. Γεωφυσικά, προσδιορίζεται από τις θάλασσες της Αδριατικής και του Ιονίου, με δυτικό όριο τα στενά Σικελίας-Λιβύης, τη Βαλκανική Χερσόνησο που διεισδύει μέχρι το κέντρο της, τη Μαύρη Θάλασσα στα Βορειο-Ανατολικά, τη Χερσόνησο της Ανατολίας και τη Μέση Ανατολή. Δύο μεγάλα νησιά, η Κρήτη και η Κύπρος, κυριαρχούν στον κεντρικό οριζόντιο άξονά της, ελέγχοντας γεωστρατηγικά κάθε θαλάσσια διαδρομή προς κάθε κατεύθυνση. Από τη σκοπιά της προσέγγισης Βορρά-Νότου, η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να οριοθετηθεί σε δύο ευδιάκριτα υποσυστήματα διεθνών σχέσεων: Το υποσύστημα της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και το Μεσανατολικό υποσύστημα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι περιφερειακές εξελίξεις στα δύο υποσυστήματα προσλαμβάνουν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η γεωφυσική του μεσογειακού χώρου διασυνδέει στενά τις δύο περιοχές.
Σήμερα, έχει αναπτυχθεί ένα πολυδιάστατο δίκτυο ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι μεσογειακές δραστηριότητες του ΟΑΣΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν και δεν υπάρχει μια σαφής και συνολική στρατηγική της Δύσης απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, υπάρχει η πρακτική αναγνώριση της ανάγκης για την ανάπτυξη πολιτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Εντοπίζεται ακόμα μια ευρύτερη συναίνεση, για τις γενικές αρχές επίλυσης των διακρατικών συγκρούσεων στην περιοχή, όπως το Μεσανατολικό και το Κυπριακό. Το πλέγμα των διμερών σχέσεων των εταίρων και συμμάχων με τα μεσογειακά κράτη αποτελεί σήμερα το κύριο όχημα ενίσχυσης των ειρηνευτικών προσπαθειών. Σε αυτό το πλαίσιο, Ελλάδα και Κύπρος αναπτύσσουν μια σημαντική παρουσία βασισμένη στα ειδικά συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία εστιάζονται στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος και στην προάσπιση της ασφάλειας του Ελληνισμού, συμβάλλοντας παράλληλα στην εμπέδωση της σταθερότητας και της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Παρά το ότι η Ανατολική Μεσόγειος παρουσιάζει σήμερα στοιχεία αστάθειας, στη νέα γεωπολιτική εξίσωση είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπάρχουν και σταθερές. Για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή ενεργειακή ανασφάλεια και η συνακόλουθη ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών προμηθευτών ενέργειας, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση σε φυσικό αέριο, δίνουν το έναυσμα για δημιουργία συνεργασιών, ακόμα και συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή της γηραιάς θάλασσας. Αναντίρρητες πραγματικότητες είναι, επίσης, η φυσική γειτνίαση της Ευρώπης με την Ανατολική Μεσόγειο και η ύπαρξη πληθώρας ευρωπαϊκών και εν γένει δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, πέραν των ενεργειακών. Η ανάγκη σταθερότητας και ανάπτυξης στον εν λόγω γεωγραφικό χώρο, με την αξιοποίηση της παρούσας ευκαιρίας για διακρατικές συνέργειες στις εξαγωγές ενεργειακών πόρων στη βάση ενός στρατηγικού σχεδιασμού ευημερίας, μπορεί και πρέπει, κατά την άποψή μου, να παρακάμψει την Τουρκία. Η θέση αυτή, δεν αποτελεί προσωπική εμμονή αλλά, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, ανάγκη εθνικής επιβίωσης η οποία διέρχεται μέσα από την ορθολογιστική αξιοποίηση του φυσικού μας υποθαλάσσιου πλούτου.
Αναμφίβολα, αυτή τη στιγμή, η περιοχή δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να φιλοξενήσει μεγάλα έργα, λόγω της ρευστότητας που επικρατεί. Μολαταύτα, η οικονομική ανέχεια, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και προοπτικής σε κάποια από τα κράτη της περιοχής, ανατροφοδοτούν τις εντάσεις. Πνεύμα συνεργασίας και συμπράξεων θα προκύψει εφόσον υπάρξει η παραδοχή ότι ακόμη και διαφορετικά συμφέροντα μπορούν να συνυπάρξουν χάριν της σταθερότητας που θεωρείται αναγκαία συνθήκη για την προσέλκυση επενδύσεων, την ανάπτυξη και την ευημερία.
Συνεπώς, θα πρέπει να επιδιωχθεί η επίτευξη ευρύτερων συνεργασιών των κρατών της περιοχής, στη βάση των κοινών συμφερόντων που αναδύονται, συνάμα με την υπερπήδηση ή έστω το μετριασμό των υφιστάμενων εχθροτήτων που μαστίζουν τους λαούς, χάριν της μεγαλύτερης δυνατής περιφερειακής σταθερότητας στην Α. Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό, μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη και εν τέλει σε ευημερία τα κράτη της περιοχής. Μπορεί να αποτελέσει εχέγγυο, ώστε να διασφαλιστούν οι τελικοί αποδέκτες του φυσικού αερίου και η επιτυχία του εγχειρήματος.
Στο σημείο αυτό θεωρώ ότι πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι, η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης διογκώνεται συνεχώς, ενώ η εσωτερική παραγωγή της φθίνει, αναδεικνύοντας έτσι τις αυξημένες και δικαιολογημένες ανησυχίες εντός της Ένωσης, όσον αφορά την ενεργειακή της ανασφάλεια, ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη ότι καταναλώνει το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής. Μάλιστα, εκτιμάται ότι το 2030, η Ευρώπη θα εισαγάγει πέραν του 75% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που χρειάζεται για κάλυψη των βιομηχανικών αλλά και των οικιακών της αναγκών.
Ακριβώς εδώ, είναι που η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και ενδεχομένως πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την προοπτική δημιουργίας ενεργειακών δικτύων, θα μπορούσε να αναδείξει την περιοχή ως εναλλακτική επιλογή για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η Ανατολική Μεσόγειος έχει τη δυνατότητα να καταστεί αξιόπιστος προμηθευτής ενέργειας για την Ευρώπη και τις διεθνείς αγορές. Εξάλλου, η σημασία της Μεσογείου υποδεικνύεται μέσα από σχετική προτροπή της Έκθεσης σχετικά με την Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας του 2008 για περαιτέρω εμπλοκή της με την Ένωση για τη Μεσόγειο, με σκοπό τη συνεργασία σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θαλάσσιας ασφάλειας, της ενέργειας, του νερού, της μετανάστευσης, καθώς και της τρομοκρατίας.
Η ανάδειξη της αξίας της Ανατολικής Μεσογείου αναγνωρίζεται ευκρινώς, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, οι νέοι στρατηγικοί προμηθευτές για την Ένωση, έχουν προσδιορισθεί στην περιοχή μας, τη λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας και το Ιράκ. Συνεπώς, είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης, όπου η Ένωση και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να συνταιριάσουν τις εθνικές τους επιλογές με τις κοινοτικές, έτσι ώστε να τεθούν οι προϋποθέσεις για την ευόδωση μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα ενισχύεται, στο βαθμό που απαιτείται, από τις δυνατότητες και τις επιλογές που διαθέτει η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας.
Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να επιδιωχθούν ευρύτερες συνεργασίες των κρατών της περιοχής στη βάση των κοινών συμφερόντων, τα οποία αναδύονται συνάμα, με την υπερπήδηση ή έστω το μετριασμό των υφιστάμενων εχθροτήτων που μαστίζουν τους λαούς, χάριν της μεγαλύτερης δυνατής περιφερειακής σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό, αναμφισβήτητα, μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη και εν τέλει σε ευημερία τα κράτη της περιοχής, αλλά και να αποτελέσει εχέγγυο, ώστε να διασφαλιστούν οι τελικοί αποδέκτες του φυσικού αερίου και η επιτυχία του εγχειρήματος.
Δεν μπορεί, εντούτοις, να περιμένουμε να εκλείψουν συνολικά ή οριστικά παγιωμένες έχθρες, για να προχωρήσουμε στα ενεργειακά μας πλάνα. Χρειάζεται άμεσα να λάβουν χώρα συστηματικές περιφερειακές διεργασίες με διεθνή υποστήριξη, για τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων σταθερότητας και ανάπτυξης, ούτως ώστε η περιοχή να εξέλθει του φαύλου κύκλου το συντομότερο δυνατό.
Το Ισραήλ και η Κύπρος, κράτη τα οποία έχουν τον πρώτο λόγο στις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή, καθότι είναι τα πλέον έτοιμα, με ευρήματα ικανά να οδηγήσουν σε εξαγωγές, κατέχουν σημαντικό πολιτικό, οικονομικό και ευρύτερα στρατηγικό όφελος να προσανατολιστούν προς την ευρωπαϊκή αγορά. Η από κοινού διοχέτευση του φυσικού τους πλούτου στον βέλτιστο προορισμό με την πλέον συμφέρουσα μέθοδο, χωρίς να αποκλείεται και η κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού σύνδεσης των κοιτασμάτων των τριών χωρών, αποτελεί απόφαση υψίστης γεωστρατηγικής, αλλά και γεωπολιτικής σημασίας. Στους σχεδιασμούς αυτούς, η Ελλάδα, ως παράγοντας σταθερότητας αλλά και ως ισότιμος εταίρος, αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο διαμετακομιστή, αλλά και την ασφαλέστερη δίοδο για το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου προς τις ευρωπαϊκές αγορές.
Στην αναδυόμενη εταιρική σχέση μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, η οποία ενισχύεται με την ήδη υπάρχουσα επιτυχή σχέση Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, όπως προανέφερα, ο ρόλος της Ελλάδας ως δυνητικού παραγωγού. Παρότι φαίνεται να υπάρχουν χώρες που μπορούν να ενσωματωθούν στην πρώτη φάση της ενεργειακής σύμπραξης Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, αν δεν ξεπεραστούν πολιτικά και νομικά εμπόδια τότε η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει με τα πιο ώριμα (σε παραγωγή και συμφωνίες) κράτη, προκειμένου το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου να διατεθεί το συντομότερο στην ευρωπαϊκή αγορά. Το κυριότερο όμως διακύβευμα, είναι να οικοδομηθούν οι συνθήκες και να υπάρχει στο μέλλον η δυνατότητα συμπερίληψης του φυσικού αερίου και άλλων κρατών της περιοχής που το επιθυμούν.
Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η ελλαδική και κυπριακή εξωτερική πολιτική πρέπει να αποκτήσει ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας στους εταίρους μας τους λόγους, τους σκοπούς και τα οφέλη της σύμπλευσης ευρωπαϊκών και ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή. Η ανάληψη πρωτοβουλιών, η σύναψη συμμαχιών και οι συνακόλουθες συμπράξεις σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο από πλευράς μας, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις. Παράλληλα, θα πρέπει να αποφευχθούν λογικές αξόνων και συνασπισμών που δεν δύναται να υποστηριχθούν, γεγονός που θα μας έφερνε μάλιστα αντιμέτωπους με ισχυρότερους δρώντες και αντιτιθέμενα συμφέροντα, φαλκιδεύοντας τις αναγκαίες για τη διάθεση αερίου συνέργειες και συνεργασίες. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος του φυσικού αερίου περνά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- μέσα από την Κύπρο και την Ελλάδα και το εγχείρημα αυτό χρήζει προσοχής και υποστήριξης από την ΕΕ.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω ότι η ημικατεχόμενη από την Τουρκία Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται σε μία περιοχή δημογραφικής έκρηξης όπου οι γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί ανταγωνισμοί και συγκρούσεις έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω των πρωτόγνωρων εξελίξεων στον αραβικό κόσμο και της ανακάλυψης του υποθαλάσσιου πλούτου στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, ο γεωπολιτικός χώρος της Κύπρου είναι τοποθετημένος μέσα σε έναν κόσμο παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, λόγω των οδών ναυσιπλοϊας και της ενεργειακής σημασίας της Μέσης Ανατολής για τη διεθνή ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η επιβίωση της εξαρτάται από την ικανότητά της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εξωτερικές απειλές και να ανταγωνισθεί με επιτυχία στο ευρύτερο γεωστρατηγικό της πλαίσιο.
Συνεπώς, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον σχεδιασμό εθνικής στρατηγικής, η ορθή διάγνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας και των ευκαιριών και των κινδύνων που προκύπτουν, ούτως ώστε να καθοριστεί ο αποτελεσματικότερος συνδυασμός μέσων, για την προώθηση των ιεραρχημένων πολιτικών στόχων και να αποφευχθεί άσκοπη σπατάλη πόρων και προσπάθειας.
Δεν μπορούμε και δεν έχουμε δικαίωμα να ολιγωρήσουμε, διαφορετικά, ο Ελληνισμός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο στρατηγικής κατάρρευσης, συρρίκνωσης και αφανισμού από την επεκτατική νέο-οθωμανική πολιτική. Ήδη, το ερευνητικό σκάφος “ Barbaros”, συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία της Τουρκίας, προβαίνει σε καθημερινές προκλητικές ενέργειες εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεσμεύοντας παράνομα περιοχές, για ερευνητικούς σκοπούς. Η τουρκική πολεμική αεροπορία και το ναυτικό, εκφεύγοντας από κάθε αρχή δικαίου και σεβασμό των διεθνών κανονισμών, προβαίνουν καθημερινά σε παραβάσεις και παραβιάσεις του FIR Αθηνών και Λευκωσίας, αλλά και των χωρικών μας υδάτων με προσχήματα και ανυπόστατες εκ των υστέρων δικαιολογίες. Παρά τις διπλωματικές μας επιτυχίες ως αποτέλεσμα έντονης και συνεχούς επαγρύπνησης, παρά τα θετικά ψηφίσματα σε επίπεδο ΟΗΕ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θρασύτητα της Τουρκίας ενισχύεται ακόμα περισσότερο.
Με πρόσχημα την δήθεν βούλησή της για επανέναρξη των συνομιλιών επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, επιδιώκει με συστηματικό τρόπο την παύση των εργασιών εντοπισμού και εξόρυξης του υποθαλάσσιου πλούτου της Κύπρου. Απώτερος στόχος της είναι να επιβάλει και να νομιμοποιήσει τα ειδεχθή επεκτατικά της σχέδια, γνωρίζοντας ότι για να πετύχει τον στρατηγικό της στόχο, που δεν είναι άλλος από την ανάδειξή της σε υπερδύναμη στην ευρύτερη περιοχή, πρέπει να ελέγχει τη μεγαλόνησο και τον φυσικό της πλούτο.
Ασπαζόμαστε την άποψη ότι ο φυσικός πλούτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανήκει στο σύνολο του λαού της, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, όμως σε καμία περίπτωση δε θα αποδεχτούμε συμπερίληψη του ενεργειακού στο τραπέζι των συνομιλιών επίλυσης του Κυπριακού ως αντιστάθμισμα της άρσης των τετελεσμένων που προσπαθεί να δημιουργήσει η Τουρκία με τις πειρατικές πρακτικές της στην ΑΟΖ. Τα οφέλη από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων θα έχουν την ευκαιρία να τα απολαύσουν οι συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριοι, μόνο εφόσον οδηγηθούμε σε συνολική λύση. Λύση βιώσιμη και λειτουργική, που να διασφαλίζει το μέλλον των επερχόμενων γενιών, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και σύμβολα.
Για να μπορέσει ο Ελληνισμός να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της μακράς αντιπαράθεσης με την Τουρκία και να πείσει για την ανάγκη επίλυσης του κυρίαρχου εθνικού μας ζητήματος, απαιτείται να δημιουργηθεί ένα σύστημα παραγωγής μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής και αυτή η στρατηγική θα πρέπει να σχεδιαστεί από κοινού μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, διαφορετικά παύει να είναι εθνική. Οφείλουμε να ανακάμψουμε οικονομικά το συντομότερο, αξιοποιώντας τη δυναμική που μας προσφέρει η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων στις ΑΟΖ των δύο χωρών. Να προχωρήσουμε σε διμερείς και πολυμερείς σχέσεις με χώρες της περιοχής αλλά και ευρύτερα, για να δημιουργήσουμε ασπίδα προστασίας έναντι των τρομοκρατικών πολιτικών και επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας. Να αξιοποιήσουμε τους απανταχού αποδήμους μας οι οποίοι αγωνιούν και αγωνίζονται καθημερινά για την προβολή των σοβαρών θεμάτων που ταλανίζουν τον Ελληνισμό, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τα ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων ανά το παγκόσμιο.
Φίλες και Φίλοι,
Το κυρίαρχο πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η εξισορρόπηση της Τουρκίας, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο ηγεμονικός της αναθεωρητισμός, διαφορετικά υπάρχει έντονα ο κίνδυνος δορυφοροποίησης της Ελλάδος και της Κύπρου. Το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν είναι ψυχολογικό. Είναι πρωτίστως θέμα ασφάλειας που αναδεικνύεται μέσα από τη σοφή ρήση του Θουκυδίδη, «Ο ισχυρός επιβάλλει όσα του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιτρέπει η αδυναμία του».
Σας ευχαριστώ.