13/2/14

O Πρόεδρος της Δημοκρατίας συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Β’, στο Προεδρικό Μέγαρο.


Μετά τη συνάντηση, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ερωτηθείς κατά πόσο θεωρεί ξεκάθαρη τη βάση λύσης, όπως διατυπώνεται στην κοινή διακήρυξη, μετά και την ενημέρωση της οποίας έτυχε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είπε: «Σίγουρα η βάση δεν είναι το τέλος του κόσμου ή το τέλος του προβλήματος.

Είναι ένα πλαίσιο στο οποίο θα κινούνται οι συνομιλητές. Η Κυβέρνηση προσπάθησε όσο μπορούσε να το κάνει τελικό. Κάποια σημεία εκ πρώτης όψεως και εγώ όταν τα είδα δεν μου άρεσαν. Όταν όμως κάλεσα συνταγματολόγους, διεθνολόγους, πήρα τηλέφωνο και συνομίλησα με πολλού, μου είπαν επί λέξει ότι αν το πλαίσιο αυτό ανήκε σε κάποια άλλη χώρα θα περνούσε απαρατήρητο».

Πρόσθεσε επίσης: «Αντιλαμβάνομαι την ανησυχία του λαού μας που ήταν και δική μου ανησυχία, συμμερίζομαι αυτή την ανησυχία, αλλά (το κοινό ανακοινωθέν) δεν είναι η λύση. Εκείνο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε όλοι, και αυτό έχω πει και στον Πρόεδρο, είναι, όταν θα ξεκινήσουν οι συνομιλίες όλος ο λαός, όλα τα κόμματα ενωμένα να συμπαρασταθούν στην Κυβέρνηση και στον συνομιλητή, να υπάρξει μια ομογνωμία, ούτως ώστε να μην παρεισφρήσει οτιδήποτε αρνητικό το οποίο να πάει στο δημοψήφισμα. Τότε θα είναι τραγικό».

Σημείωσε ακόμη: «Πρέπει να υπάρξει μια πραγματικά εθνική εγρήγορση όλων. Να μην αφήσουμε να περάσει κάτι το αρνητικό. Δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγο να πάει οτιδήποτε αρνητικό στο δημοψήφισμα.
Προτιμώ, είπα και στον Πρόεδρο, αν είναι κόκκινες γραμμές για τους Τούρκους τα πάντα να σταματήσουμε τις συνομιλίες, κάπου να πούμε ‘και για μας είναι κόκκινες γραμμές, αφού δεν λογικεύεστε σταματάμε μέχρι εδώ’. Άρα το κέντρο βάρους εδώ πρέπει να το ρίξουμε και όχι στο κοινό ανακοινωθέν. Το κοινό ανακοινωθέν δεν λέει τίποτα και δεν νομίζω ότι πρέπει να καβγαδίζουμε, να δαιμονοποιούμε τα πάντα και να αφήνουμε την ουσία».

Σε ερώτηση, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Εξ όσων μου έχει πει άτομο που είναι μέσα στη διαπραγματευτική ομάδα, μερικά σημεία τα απορρίπταμε, το στέλναμε πίσω, και πήγε το έγγραφο 17 φορές και ήρθε πίσω διότι δεν συμφωνούσαμε. Εκεί οφείλει κανείς να κάμει μια διαπραγμάτευση. Το να ‘τουμπάρει’ τις συνομιλίες προτού ξεκινήσουν δεν νομίζω ότι είναι φρόνιμο».

Σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι αβίαστα η Εκκλησία στηρίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Ναι στηρίζει, και καλεί τον κυπριακό λαό να μονιάσει και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του ακριβώς στις συνομιλίες για να μην περάσει οτιδήποτε αρνητικό από εκεί».

Κληθείς να πει κατά πόσο συμφωνεί σήμερα με τη θέση του ΔΗΚΟ και τις αντιρρήσεις που έχει επί του κοινού ανακοινωθέντος, ανέφερε: «Σέβομαι τις απόψεις, έχουμε δημοκρατία στην Κύπρο. Έχω συναντηθεί με τον κ. Παπαδόπουλο. Αν θα φύγει ή δεν θα φύγει από την Κυβέρνηση είναι δουλειά δική τους, του κόμματός τους. Εκείνο, όμως, που θα συμβούλευα όλους, όχι μόνο το ΔΗΚΟ, αλλά όλες τις πολιτικές δυνάμεις είναι ως ένας άνθρωπος, μονιασμένοι, αγαπημένοι να επικεντρωθούμε στις συνομιλίες ούτως ώστε να προκύψει κάτι το θετικό».

Ερωτηθείς αν οι νουθεσίες που έχει διατυπώσει απηχούν και τις απόψεις των υπόλοιπων μελών της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε: «Νομίζω ναι, παρόλο που ο Πρόεδρος, όπως έχει ήδη δηλώσει, και θα εκδώσουμε σχετική ημερομηνία, θέλει να έρθει να ενημερώσει τη Σύνοδο. Εξ όσων γνωρίζω, διότι ξέρω τις απόψεις των Συνοδικών, νομίζω ότι συμφωνούν πλήρως με τις απόψεις τις δικές μου».

Κληθείς να σχολιάσει ότι η μεν Ιερά Σύνοδος ανοίγει την πόρτα στον Πρόεδρο για να την ενημερώσει για τα τεκταινόμενα στο Κυπριακό, το δε ΔΗΚΟ κλείνει την πόρτα στον Πρόεδρο για να ενημερώσει το Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Έχουμε δημοκρατία, πρέπει να σεβόμεθα. Αυτή είναι η απόφαση των οργάνων του ΔΗΚΟ».

Σε ερώτηση ποια συμβουλή θα έδινε στο ΔΗΚΟ σε ό,τι αφορά την έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Έχω πει στο ΔΗΚΟ ότι – άλλο το αν θέλει να φύγει από την Κυβέρνηση, δουλειά δική του – πρέπει να συμπαρασταθεί και να ενωθεί με τις άλλες δυνάμεις, διότι η ουσία του προβλήματος είναι να πάνε καλά οι συνομιλίες και να προκύψουν θετικά στοιχεία από τις συνομιλίες ούτως ώστε αυτός ο λαός, και Έλληνες και Τούρκοι, να ζήσουν ευτυχισμένοι στη γη των πατέρων τους».

Ερωτηθείς αν είναι ικανοποιημένος και αν αισθάνεται πως είναι διασφαλισμένα αυτά που θα επιθυμούσε ως βάση για τις συνομιλίες, είπε: «Δεν είναι βάση, είναι ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνται, και τα πάντα είναι στη διάθεσή τους, να ανταλλάξουν απόψεις, να συνομιλήσουν και να φθάσουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα για το καλό του τόπου».

Ερωτηθείς αν βλέπει να καθορίζονται θέματα όπως η κυριαρχία, και σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι αυτά δεν θα αλλάξουν, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Καθορίζονται, και πιστεύω ότι είναι μια ασφάλεια αυτό που υπάρχει διότι υπάρχει και η άλλη πλευρά. Και μάλιστα του ανέφερα (του Προέδρου της Δημοκρατίας) ότι πρέπει εντός των ημερών να πάρει επιστήμονες να παρουσιαστούν στα διάφορα κανάλια, να ενημερώσουν τον λαό μας για την επικείμενη λύση, την ομοσπονδιακή, για το πώς θα βιώνει την ομοσπονδιακή λύση ο λαός μας».

Πρόσθεσε επίσης: «Είναι κάποιου είδους συνεταιρισμός, για να καταλάβει ο απλός κόσμος, και δεν είμεθα πλέον μόνοι μας. Κάτι θα θυσιάσουμε και εμείς, κάτι θα θυσιάσουν και οι Τούρκοι».

Ερωτηθείς ποια ήταν τα στοιχεία από το ανακοινωθέν που τον ανησύχησαν όταν το ανέγνωσε είπε ότι «είναι το σημείο εκείνο που προσπάθησε ο Πρόεδρος να αλλάξει και για το οποίο κυκλοφόρησε το έγγραφο, όπως σας είπα, και πηγαινοερχόταν συνεχώς 17 φορές για να αλλάξει».

Τέλος ερωτηθείς αν οι αποκρατικοποιήσεις πρέπει να προχωρήσουν, ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Πρέπει να προχωρήσουν και δεν θα είναι αμπελοχώραφα των κομμάτων για να προωθούν άχρηστους κομματικούς και να ερχόμαστε σε αυτή την αλγεινή κατάσταση. Και είμαι κάθετος σε αυτά τα θέματα. Λυπούμαι, δεν θέλω να χάσει κανείς τη δουλειά του, αλλά οφείλουμε να κοιτάξουμε το μέλλον αυτού του τόπου».

______________