29/3/13

Απαντητική επιστολή του ΥΠΕΞ Δ. Αβραμόπουλου προς τον ΥΠΕΞ της Τουρκίας Α. Νταβούτογλου 29/03/2013

O Υπουργός των Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος απέστειλε χθες απαντητική επιστολή στον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Αχμέτ Νταβούτογλου.

Ο κ. Αβραμόπουλος απάντησε σε όλα τα σημεία τα οποία θίγει ο κ. Νταβούτογλου στην επιστολή του.

Παρατίθεται το κείμενο της επιστολής.

«Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, στην οποία εκφράζετε κάποιες σκέψεις σχετικά με τρόπους επίλυσης του σημαντικού προβλήματος της διχοτόμησης της Κύπρου επί 40 χρόνια, ένα δράμα του οποίου η διαιώνιση στις ημέρες μας αντιβαίνει στις βασικές αξίες του πολιτισμού μας και τις θεμελιώδεις διατάξεις του διεθνούς δικαίου.

Το ιστορικό του προβλήματος είναι γνωστό και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Ευθύνες σίγουρα υφίστανται. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραμένουμε για πάντα δέσμιοι του παρελθόντος.

Η αναφορά σας στις Συμφωνίες του 1959 και 1960 με εξέπληξε, καθώς αφορούσαν την εγκαθίδρυση ενός νέου δικοινοτικού, κυρίαρχου κράτους το οποίο σήμερα είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αποτέλεσμα σειράς γεγονότων, διπλωματικών διαβουλεύσεων και πρωτοβουλιών της εποχής εκείνης ήταν η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως ενός νέου κράτους, του οποίου την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την συνταγματική τάξη εγγυώντο οι δύο χώρες μας καθώς και η Βρετανία. Παράλληλα, διαδοχικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών με πρώτο το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ τον Μάρτιο του 1964, επιβεβαίωναν τα ανωτέρω.

Το 1974, το στρατιωτικό πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τη στρατιωτική εισβολή η οποία συνεχίστηκε μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος και οδήγησε στην κατοχή του 37% της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η παράνομη εισβολή και κατοχή παραβίαζαν τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, κάτι το οποίο έχει επανειλημμένα καταδικαστεί από την διεθνή κοινότητα και τα Ηνωμένα Έθνη.

Παρ’όλα αυτά σήμερα συνεχίζουμε να βιώνουμε την διαιώνιση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης για τον λαό της Κύπρου, κατά παράβαση όλων των αρχών και των αξιών της ανθρωπότητας.

Ωστόσο, η Κυπριακή Δημοκρατία μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της, να εδραιώσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή, αποδεικνύοντας με πράξεις καθώς και με λόγια την προθυμία της να επανεντάξει στους κόλπους της το κομμάτι εκείνο τους λαού της, ,που ζει σήμερα στα κατεχόμενα εδάφη.

Η ιδέα σας να εγκαθιδρύσετε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο πρέπει πρώτα από όλα να γίνει αποδεκτή από τους ίδιους τους Κυπρίους. Πρέπει επίσης να κατοχυρώνει τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται από τις Συμφωνίες του 1960.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει όλοι να σεβαστούμε και να εφαρμόσουμε τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία προβλέπουν τη δυνατότητα επιστροφής όλων των εκτοπισμένων Κυπρίων στις εστίες των προγόνων τους και την άμεση απόσυρση όλων των ξένων ενόπλων δυνάμεων καθώς και την παύση όλων των ξένων παρεμβάσεων στις υποθέσεις της Κύπρου. Και θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουμε και τις δύο κοινότητες ώστε να εξαλείψουν όλες τις διαχωριστικές γραμμές οι οποίες τους έχουν επιβληθεί εδώ και δεκαετίες.

Αλλά, όσον αφορά εμάς, η παρέμβαση σήμερα υπό το πρόσχημα των εγγυητριών δυνάμεων σε ένα κυρίαρχο κράτος και σε έναν κυρίαρχο λαό δεν είναι ούτε δίκαιη, ούτε αποδεκτή και σε κάθε περίπτωση είναι αναχρονιστική.

Κατανοώ ότι η πρότασή σας προέρχεται από τη βούλησή σας να επιλύσετε το κυπριακό ζήτημα και εντάσσεται στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας στην Κύπρο και της προοπτικής εξόρυξης υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή, όπου η Κύπρος καθώς και η Ελλάδα έχουν κυρίαρχα δικαιώματα βάσει της Συνθήκης των ΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης και το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο.

Κατά την άποψή μου, είναι σίγουρα λάθος να θεωρεί κανείς την εφήμερη οικονομική αδυναμία της Κύπρου ή οποιασδήποτε άλλης χώρας ως κριτήριο χάραξης πολιτικής, καθώς ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πότε η σημερινή οικονομική κρίση θα χτυπήσει την πόρτα μιας άλλης χώρας. Φοβάμαι ότι η απόφασή σας να διακόψετε τη συνεργασία σας με τις εταιρείες ενέργειας, λόγω του ότι οι τελευταίες συνεργάζονται με την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι εσφαλμένη.

Η Κύπρος έχει μια ιστορία σχεδόν τεσσάρων χιλιάδων ετών, καθ’όλη τη διάρκεια της οποίας διατήρησε την ταυτότητά της αντιστεκόμενη σε διαδοχικές εισβολές. Θα συνεχίσει να παραμένει ισχυρή, ανακτώντας τον δυναμισμό της, ενώ παράλληλα η οικονομία και η κοινωνία της θα ανακτήσουν την ευρωστία τους.

Αυτό είναι το μέλλον, που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν και πρέπει να απολαύσουν πάλι μαζί.

Αυτό μπορούν να το επιτύχουν μόνο σε μια επανενωμένη Κύπρο, σύμφωνα με τις Υψηλού Επιπέδου Συμφωνίες του 1977 και 1979 και των μετέπειτα Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ που προβλέπουν μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία υπηκοότητα, κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα για όλους τους πολίτες της και πολιτική ισότητα για τις δύο κοινότητές της, όπως ορίζεται στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Οιοσδήποτε υπαινιγμός περί διχοτόμησης πρέπει να αποκλείεται.

Μόνο μία επανενωμένη Κύπρος μπορεί να διασφαλίσει τα κοινά συμφέροντα του λαού της καθώς και τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. Είναι σαφές ότι σε μια επανενωμένη Κύπρο, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων θα είναι προς όφελος όλων των πολιτών της. Αυτή η άποψη είναι ευρέως αποδεκτή στην Ελλάδα, τόσο από την Κυβέρνηση όσο και από τα πολιτικά κόμματα και την κοινή γνώμη.

Ωστόσο, αγαπητέ Αχμέτ, όσο διατηρείται η τρέχουσα κατάσταση, και όσο τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν εφαρμόζονται, το αδιέξοδο δεν μπορεί να επιλυθεί προς όφελος των ενδιαφερομένων μερών, τόσο στη νήσο όσο και στην ευρύτερη περιοχή.

Πιστεύω ότι η επιστολή σας εκφράζει μια ειλικρινή πρόθεση για την επίλυση του Κυπριακού και αντικατοπτρίζει μια νέα προοπτική την οποία η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας και ο Πρωθυπουργός της προσπαθούν να δημιουργήσουν. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζετε το Κυπριακό στην επιστολή σας δεν οδηγεί στο άνοιγμα αυτής της νέας προοπτικής.

Κατά το πρόσφατο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήσαμε μια νέα ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών μας. Αυτό το επίτευγμα θα πρέπει να οδηγήσει σε νέους δρόμους καλής γειτονίας , φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών, οι οποίοι επιθυμούν να ζήσουν και να προοδεύσουν σε ένα περιβάλλον ασφαλείας, ειρήνης και σταθερότητας.

Θα πρέπει να ενθαρρύνουμε σθεναρά τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους να συνεχίσουν το διάλογό τους υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος όπως γνωρίζετε διεκόπη από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη.

Δεν συμφωνούμε με την πρότασή σας για τετραμερή διάσκεψη, πρωτίστως διότι μια τέτοια πρόταση αντιβαίνει προς τη θεμελιώδη και αναφαίρετη αρχή της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι εμπειρίες του παρελθόντος δείχνουν ότι τέτοια διαπραγματευτικά σχήματα δεν είχαν θετικά αποτελέσματα, αλλά αντιθέτως κατέληξαν σε νέες τριβές και διαμάχες. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν χρειάζονται πλέον προστάτες. Μπορούν να βρουν λύσεις μόνοι τους και οι δύο χώρες μας θα πρέπει να τους ενθαρρύνουν και να διευκολύνουν αυτή την αξιέπαινη προσπάθεια.

Ας αφήσουμε λοιπόν ανοικτή την πόρτα και ας προσεγγίσουμε αυτό το σημαντικό διεθνές ζήτημα με ειλικρίνεια, αυτογνωσία, θάρρος και αποφασιστικότητα. Η επίλυσή του θα προαναγγείλει μια νέα δυναμική εποχή ανάπτυξης και εμβάθυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και λαών. Θα αποτελέσει καταλύτη για σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή μας.

Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω εκ νέου ότι η απόφαση εναπόκειται στην Κύπρο και στους Κυπρίους. Μπορούμε σίγουρα να επηρεάσουμε θετικά τις εξελίξεις δηλώνοντας την ετοιμότητά μας να τους ενθαρρύνουμε, ούτως ώστε οι διαπραγματεύσεις να ξαναρχίσουν και να οδηγήσουν σε εξεύρεση λύσης έντιμης, δίκαιης, βιώσιμης και συμφωνημένης».