6/12/22

Ομιλία του Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φώτη Φωτίου σε συνάντηση του με μαθητές/μαθήτριες και διδακτικό προσωπικό του Γυμνασίου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ – Πλατύ

 


Ομιλία του Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φώτη Φωτίου σε συνάντηση του με μαθητές/μαθήτριες και διδακτικό προσωπικό του Γυμνασίου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ – Πλατύ

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Θα ήθελα πρώτιστα να συγχαρώ τη Διευθύντρια κα Ελένη Δαμιανίδου και τους εκπαιδευτικούς σας για αυτή την πρωτοβουλία και ασφαλώς να συγχαρώ εσάς για το ενδιαφέρον σας να ενημερωθείτε για το ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων μας και των οικογενειών τους, για το οποίο για δεκαετίες συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για την αντιμετώπιση και επίλυση του.

Η τραγωδία του προβλήματος των αγνοουμένων και των οικογενειών τους συγκινούν και ενδιαφέρουν τον καθένα μας. Είναι ένα θέμα που σχετίζεται με τη βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974, που οι πληγές του παραμένουν ανοικτές και βασανίζουν μέχρι σήμερα χιλιάδες συμπατριώτες μας.

Απλώς και μόνο ότι συνεχίζουμε 48 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή να κηδεύουμε τα λείψανα των ηρώων μας, που έπεσαν μαχόμενοι για την προάσπιση της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας ή μαρτύρησαν στα χέρια των στρατιωτών του Αττίλα ή εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων, είναι ένα γεγονός που από μόνο του λέει πολλά.

Τα λείψανα ή μέρος λειψάνων των ηρώων μας εντοπίζονται κατά το πλείστον σε ομαδικούς τάφους στις κατεχόμενες περιοχές, στο πλαίσιο των εκταφών που διενεργεί η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Η Επιτροπή αυτή είναι ένας δικοινοτικός μηχανισμός και σ’ αυτόν μετέχουν από ένας εκπρόσωπος της κάθε κοινότητας, καθώς και ένας εκπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Βασικό στοιχείο στην εργασία που επιτελείται, είναι πρώτα η συλλογή και αξιολόγηση πληροφοριών, μετά οι έρευνες και οι εκταφές, και ακολούθως οι επιστημονικές εξετάσεις για την ταυτοποίηση των λειψάνων και την παράδοση τους, στη συνέχεια, στους δικούς τους για την κηδεία και την ταφή τους, σύμφωνα με τη θρησκεία και τις κοινωνικές μας παραδόσεις.

Δυστυχώς, τόσο οι όροι εντολής της Επιτροπής όσο και τα αποτελέσματα των εκταφών είναι πολύ περιορισμένα. Αυτά δεν τα λέω για να υποτιμήσω την εργασία που επιτελείται. Κάθε άλλο. Όμως την ίδια ώρα δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν και δυσχεραίνουν το έργο της διερεύνησης της κάθε περίπτωσης αγνοουμένου και της οριστικής επίλυσης του μεγάλου αυτού ανθρωπιστικού προβλήματος, όπως ήταν και είναι ο στόχος μας. Ενδεικτικά να σας αναφέρω ότι αν και το πρόγραμμα εκταφών της ΔΕΑ λειτουργεί πέραν των 17 χρόνων εντούτοις υπολείπεται η διευκρίνιση της τύχης περισσοτέρων από 750 αγνοούμενους μας ή σχεδόν το 50% των υποθέσεων που κατατέθηκαν στην Επιτροπή. Αντιλαμβάνεστε τον πόνο, το μαρτύριο και την αγωνία που βιώνουν οι οικογένειες που αναμένουν για σχεδόν μισό αιώνα να πληροφορηθούν για την τύχη του δικού τους ανθρώπου.

Σε κάθε ευκαιρία υπογραμμίζουμε ότι οι συγγενείς των αγνοουμένων έχουν το δικαίωμα να πληροφορηθούν όλη την αλήθεια για την τύχη των αγαπημένων τους. Αυτό τονίζεται και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 2001 που έκανε δεκτή την τέταρτη διακρατική προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας, όπως και σε άλλες αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου και άλλων διεθνών οργανισμών.  

Σύμφωνα με την απόφαση του 2001, η Τουρκία απέτυχε να διεξαγάγει αποτελεσματική έρευνα για την τύχη των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων που εξαφανίστηκαν κάτω από συνθήκες που έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους ή βρίσκονταν υπό τουρκική κράτηση την ώρα της εξαφάνισής τους. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η σιωπή της Τουρκίας απέναντι στις πραγματικές ανησυχίες των οικογενειών των αγνοουμένων ισοδυναμεί με απάνθρωπη μεταχείριση.

Είναι, πιστεύω, μπροστά σε αυτή την έντονη κριτική για τις πράξεις και παραλείψεις τόσο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όσο και από άλλα διεθνή σώματα αλλά και από τον αγώνα των ίδιων των οικογενειών των αγνοουμένων, που η κατοχική δύναμη συγκατάνευσε στην πραγματοποίηση εκταφών. Σημειώστε ότι η Διερευνητική Επιτροπή συστάθηκε κατόπιν απόφασης των Ηνωμένων Εθνών το 1981 και έγινε κατορθωτό να δώσει αποτελέσματα το έτος 2007 με τις πρώτες εκταφές και ταυτοποιήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί την περίοδο 2005 – 2006. Όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω η αποστολή της Επιτροπής είναι περιορισμένη. Επικεντρώνει τις προσπάθειές της στην επίλυση μόνο της ανθρωπιστικής πτυχής της τραγωδίας των αγνοουμένων. Αν και με αυτήν την περιορισμένη αποστολή τα προβλήματα είναι πολλά και η πηγή τους είναι η κατοχική δύναμη.

Ενδεικτικά να αναφέρω ότι ο κατοχικός στρατός εξακολουθεί να μην επιτρέπει την πρόσβαση στα αρχεία του. Εκεί υπάρχουν σίγουρα όλες οι πληροφορίες για τους αγνοουμένους μας και σίγουρα επίσης οι πληροφορίες για την πολύ σοβαρή υπόθεση της σκόπιμης μετακίνησης λειψάνων από τους αρχικούς χώρους ταφής σε άλλους που παραμένουν σε μας άγνωστοι. Μετακίνηση λειψάνων, φυσικά, για να αποκρυβούν οι ενοχές και η αλήθεια για μαζικές εκτελέσεις συμπατριωτών μας που αιχμαλωτίστηκαν και στη συνέχεια εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Ως αποτέλεσμα αυτής της βάρβαρης και απάνθρωπης πολιτικής σε πάρα πολλές οικογένειες των αγνοουμένων μας παραδίδεται για ταφή μόνο ένα οστό ή μερικά οστά. Αυτό να τονίσω ξανά το θεωρούμε απάνθρωπο και απαράδεκτο.

Υπάρχουν και άλλοι σοβαροί λόγοι που οφείλεται η μη επίτευξη της επιθυμητής προόδου στις προσπάθειες επίλυσης της τραγωδίας των αγνοουμένων. Είναι για παράδειγμα η επί μεγάλη σειρά ετών άρνηση των κατοχικών στρατευμάτων να επιτρέψουν απρόσκοπτα τις έρευνες για τις εκταφές σε σημεία που βρίσκονται εντός των λεγομένων στρατιωτικών ζωνών στα κατεχόμενα, η άρνηση της κατοχικής δύναμης να υποδείξει τους μαζικούς τάφους που δημιουργήθηκαν από τις περισυλλογές των νεκρών από τα πεδία των μαχών όπως και άλλοι. Είναι τραγικό ότι τα λείψανα που εντοπίζονται μειώνονται επικίνδυνα από χρόνο σε χρόνο με κίνδυνο το πρόγραμμα της ΔΕΑ να μην μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του.

Όπως έχω αναφέρει πιο πριν, παρά τις προσπάθειές μας 750 και πλέον συμπατριώτες μας εξακολουθούν να αγνοούνται από τις μαύρες μέρες της τουρκικής εισβολής του 1974 καθώς και από την περίοδο 1963-64. Οι οικογένειες των αγνοουμένων μας βιώνουν καθημερινά το μαρτύριο της αβεβαιότητας της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων. Δεν πρέπει να επιτραπεί στην κατοχική δύναμη η συνέχιση αυτής της σκληρής και απάνθρωπης μεταχείρισης των οικογενειών. 

Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Οι περισσότεροι γονείς έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και αυτοί που έχουν απομείνει, τα παιδιά και οι σύζυγοι, φέρουν τα σημάδια και τα τραύματα που τους προκαλεί καθημερινά η αγωνία και ο εμπαιγμός του κατακτητή.

Η πεποίθηση μας είναι πως αν θελήσει και συνεργαστεί η Τουρκία είναι δυνατό το θέμα των αγνοουμένων να οδηγηθεί στην οριστική και σωστή επίλυση του. Προς αυτή την κατεύθυνση εμείς εργαζόμαστε με όλη την καλή θέληση και βούληση, όπως και την αποφασιστικότητα να τελειώσει επιτέλους η τραγωδία των συγγενών.

Από πλευράς μας, παρά την άρνηση της Τουρκίας να συνεργαστεί και τα προσκόμματα και τις δυσκολίες που προβάλλει συνεχώς, δεν εφησυχάζουμε ούτε θα ενδώσουμε στις μεθοδεύσεις της κατοχικής δύναμης για κλείσιμο του προβλήματος χωρίς να διευκρινιστεί και η τελευταία υπόθεση αγνοουμένου μας που βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Αυτό για εμάς αποτελεί χρέος και επιταγή απέναντι στους ήρωες μας και στις οικογένειες τους.