1/4/22

Ομιλία του Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Πρόδρομου Προδρόμου στη Δοξολογία για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 1ης Απριλίου 1955, στον Άγιο Δομέτιο

 

Ομιλία του Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Πρόδρομου Προδρόμου στη Δοξολογία για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 1ης Απριλίου 1955, στον Άγιο Δομέτιο

Ήταν πρώτη Απριλίου… Το 1955. Κι εμείς σήμερα, ημέρα πρώτη Απριλίου στεκόμαστε εδώ στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, με ευλάβεια, αλλά και έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας και ψάχνουμε τα λόγια εκείνα που αρμόζουν στα έργα των απλών ανθρώπων που διαμιάς εγίνησαν ήρωες και μάρτυρες, γίγαντες του φρονήματος, δίνοντας ξανά στον κόσμον όλο μαθήματα τιμής και αξιοπρέπειας, αλλά πάνω απ’ όλα μάθημα ανθρωπιάς.

«Με την βοήθεια του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με τη συμπαράσταση ολόκληρου του Ελληνισμού…», έτσι ξεκινούσε η Προκήρυξη της έναρξης του αντιαποικιακού αγώνα των Κυπρίων. Με πνευματικό και πολιτικό ηγέτη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και με Αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή, οι Κύπριοι αφού είχαν κάνει υπομονή και για 77 χρόνια διεκδίκησαν ειρηνικά την απελευθέρωση, υπολογίζοντας και στον φιλελευθερισμό της Βρετανίας, απογοητεύτηκαν κι αφού λοιπόν ανάγκη ήταν, πήραν τα όπλα την 1η Απριλίου 1955. Έδωσαν έτσι συνέχεια στο ενωτικό κίνημα και τις μαζικές διαδηλώσεις από την αρχή του αιώνα, στην εξέγερση του Οκτωβρίου 1931, υλοποιώντας και την παλλαϊκή αξίωση του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950.

Με τη βοήθεια του Θεού… Οι Κύπριοι αγωνιστές ήταν πεπεισμένοι για το δίκιο και την ιερότητα του αγώνα της ελευθερίας. Χρησιμοποίησαν τα ίδια σχήματα, τα ίδια λόγια που έβγαιναν μέσα από την εθνική κληρονομιά μας. Τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας και του Ιερού Λόχου, τα λόγια του Κολοκοτρώνη που μαζί με τα θρυλικά κατορθώματά του, με πίστη διαβεβαίωνε ότι «ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδας και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του…».   

Από τη μέρα εκείνη, με τη νεολαία στην πρώτη γραμμή, όπως μαρτυρούν τα θαρραλέα βήματα προς την αγχόνη του μαθητή-ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του 23χρονου Μιχαλάκη Καραολή, αλλά και η «μάχη της Σεβερείου», μέχρι τη θυσία του πιο μικρού μάρτυρα, του 7χρονου Δημητράκη Δημητριάδη, σύσσωμος ο κυπριακός λαός δεν δίστασε να ορθώσει το ανάστημα των πανανθρώπινων ιδεωδών μπροστά στο ιλιγγιωδώς υπέρτερο μέγεθος και τη δύναμη της βρετανικής αυτοκρατορίας.

Διαδραματίστηκαν τότε σε όλη την Κύπρο σκηνές πατριωτικής αυταπάρνησης και ηρωισμού που ξεπερνούν τα όρια του ανθρώπου. Ο πόθος της ελευθερίας και της εθνικής δικαίωσης κέρδισε την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων. Ένας μεθυστικός αέρας ελευθερίας φύσηξε από τα αντάρτικα λημέρια της Πιτσιλιάς, μέχρι τον αχυρώνα του Λιοπετρίου, τα κρησφύγετα του Δικώμου και τα στενά των πόλεων.

25η Mαρτίου, 1η Aπριλίου. Πλήρεις νοημάτων και συμβολισμών αυτές οι δυο εθνικές επέτειοι, μας αποσπούν από την καθημερινή ρουτίνα και τη μέριμνα των αναγκών και μας προσφέρουν τη ψυχική ανάταση, την εθνική αυτογνωσία απέναντι στα μεγάλα κατορθώματα της εθνικής επανάστασης του 1821 και των αγωνιστών και ηρώων του 1955, αλλά και για τον απαραίτητο αναστοχασμό. Μας σπρώχνουν αυτές οι μέρες να σκεφτούμε για τη ψυχή μας, για την πίστη μας, για την ελευθερία μας, για τον άλλο εαυτό που σίγουρα κρύβουμε μέσα μας. Tην ώρα ακριβώς που άνοιγεν η φύσις το χαρμόσυνο μήνυμα της ζωής στον κόσμο, εκείνην ακριβώς την ώρα οι ραγιάδες του ‘21 και τ ’αμούστακα παλληκάρια της Kύπρου αποφάσιζαν -αφού χρειαζόταν- να θυσιάσουν τη ζωή τους για την άνοιξη του Έθνους. Ίδιες περίπου μέρες, ανοιξιάτικες, όπως τότε που ο δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός ξεδίπλωνε το λάβαρο της ελευθερίας, ο Aρχηγός Διγενής έδινε το μέγα σύνθημα για τον ξεσηκωμό των Kυπρίων. Oι Έλληνες της Kύπρου είχαν όμως σημαία στα χέρια τους ν’ ανεμίσουν. Tη σημαία της Eλλάδας. Tη σημαία που χάρισαν στο Γένος οι Kαραϊσκάκηδες, οι Kολοκοτρωνέοι, οι Μπουμπουλίνες, οι Mακρυγιάννηδες και οι Διάκοι. Σ’ αυτή τη σημαία και στο Eυαγγέλιο όρκισαν τους αγωνιστές φλογεροί ιερωμένοι, ανανεώνοντας και τον ακατάλυτο δεσμό της ορθόδοξης μας πίστης με την ιδέα που έχουμε για τον Kόσμο και για την Πατρίδα. Kι έχουμε πάντα μιαν ιδέα για τον Kόσμο και την Πατρίδα. Kαι κανείς δεν θα μπορέσει να μας την αλλάξει. Δεν μπορεί να μας την αλλάξουν κακόφωνα ιδεολογήματα εθνομηδενισμού που κατά καιρούς ξεπροβάλλουν και γυρεύουν να αμφισβητήσουν ή και να μηδενίσουν την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία του ελληνισμού της Κύπρου.

Εκατό τριάντα και τέσσερα χρόνια κύλησαν ανάμεσα στις 25 Mαρτίου 1821 και την 1η Απριλίου 1955. Eμείς όμως, οι Κύπριοι Έλληνες, γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα είναι σαν να μη κύλησαν αυτά τα 134 χρόνια. Είναι ως αν η 1η Απριλίου να ήταν συνέχεια της 25ης Mαρτίου μέσα στον ίδιο χρόνο. Γιατί έτσι στενά, άρρηκτα, ήταν και είναι πάντοτε δεμένη η μοίρα των Ελλήνων της Κύπρου με εκείνη του λοιπού Πανελληνίου.

Από τις 9 μέχρι τις 14 Ιουλίου του 1821, αρχής γενομένης από τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και την καρατόμηση των μητροπολιτών Χρυσάνθου Πάφου, Μελετίου Κιτίου και Λαυρεντίου Κυρηνείας, ξεδιπλώθηκε ένα όργιο τρόμου και βιαιοπραγιών. Φονεύτηκαν εκατοντάδες Χριστιανοί σε όλη την Κύπρο. Η εκατόμβη όμως εκείνη έδωσε μετά από χρόνια το ξεχωριστό μνημείο ποιητικού λόγου, την 9η Ιουλίου 1821, του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Την αξεπέραστη έκφραση εθνικής συνείδησης και μεγαλείου με τους εμβληματικούς στίχους: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ηξιλείψει… Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».

Με ευθυκρισία όμως και ιστορική διορατικότητα ο ποιητής εξύμνησε την εγκαρτέρηση, μέσα από το δράμα και το μαρτύριο του Ιερομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, με προφητικό τρόπο: «αμμά ‘ξερε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν, τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια».

Γι’ αυτά τα «παραπούλια» μιλάμε σήμερα.

«Πάντα λίγοι ήμασταν και πάνω μας πέσανε τόσα και τόσα θεριά να μας ξεκάμουνε και να μας φάνε. Όσο όμως κι αν τρώνε κάτι περισσεύει. Μένει και μαγιά», έλεγε ο Μακρυγιάννης στον Γάλλο ναύαρχο. Γι’ αυτή τη μαγιά μιλάμε.

Αποκεφαλισμένη από ηγεσία και βυθισμένη για χρόνια στον τρόμο, η Κύπρος άλλαξε αφέντη το 1878. Οι Κύπριοι αρχικά αναθάρρεψαν που έφυγαν οι Τούρκοι. Ανέπτυξαν ελπίδες και προσδοκίες. Δικαιολογημένα περίμεναν ότι οι Βρετανοί θα επαναλάμβαναν την κίνηση που είχαν κάνει για τα Επτάνησα. Όμως εις μάτην. Υποσχέσεις που δίνονταν, όταν στρατολογούσαν Κύπριους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βάζοντας μπροστά την ελληνική σημαία, δεν τις ετήρησαν καθόλου. Μετά από αλλεπάλληλες πρεσβείες που έστελναν στο Λονδίνο, αλλά και προσπάθειες στα Ηνωμένα Έθνη, ο κυπριακός ελληνισμός το αποφάσισε. Αφού χρειαζότανε, θα έπαιρνε τα όπλα!

Τα παραπούλια θέριεψαν. Η μαγιά ζυμώθηκε και φούντωσε σε παλίρροια ελευθερίας.

Και διαμιάς ξετυλίχτηκαν στην Κύπρο όλη σκηνές απίστευτου θάρρους και πατριωτικής αυταπάρνησης. Οι λιγοστοί στον αριθμό αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. τα έβαλαν με ολόκληρη αυτοκρατορία. Χωρίς εφόδια και συχνά με αυτοσχέδια ταπεινά όπλα, προκάλεσαν και νίκησαν την αποικιακή εξουσία με τη δύναμη της ψυχής, με το κουράγιο και την αφοσίωση στον αγώνα.

Κάποτε μπορεί να διερωτάται ένας σημερινός άνθρωπος: πώς ήταν δυνατό τότε άνθρωποι να προχωρούν στον βέβαιο θάνατο και στην αγχόνη, με την ίδια φυσικότητα που κάποιος άλλος απλώς διασχίζει ένα δρόμο για να πάει στη δουλειά του; Τι έδινε το θάρρος σε παιδιά σχολικής ηλικίας να βγαίνουν σε διαδηλώσεις όταν απέναντί τους οι Άγγλοι κάποτε χρησιμοποιούσαν ακόμα και όπλα; Τι ήταν εκείνο που έδινε τη δύναμη στον Σωτήρη Τσαγκάρη να λέει στη γυναίκα του « Μώρισ’ το μωρό, θα πάω κάπου και θα γυρίσω», ενώ πήγαινε σε μάχη από την οποία δεν βγήκε ζωντανός; Πώς οι μανάδες έδιναν έτσι απλά την ευχή τους στο γιό τους που πήγαινε να χαθεί για την Πατρίδα;

Δεν υπάρχει καμιά περίπλοκη εξήγηση. Ήταν άνθρωποι απλοί και καθημερινοί, ζυμωμένοι στην κοινοτική παράδοση και την ορθόδοξη πίστη μας, άνθρωποι με αγάπη στην πατρίδα και εθνική παιδεία. Ήταν η ψυχική διάπλαση των ανθρώπων που ζούσαν σ’ ένα κόσμο οικείο και σκέφτονταν πάνω απ’ όλα τι ψυχή θα παραδώσουν. Ήταν η συμφιλίωση του ψυχισμού μας που κρατάει στις ρίζες του πολιτισμού μας με εκείνο που γυρεύουμε μέσα στον κόσμο. Ήταν άνθρωποι που είχαν ριζωμένη μέσα τους την αίσθηση του «εμείς», για την οποία μιλούσε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Ήταν άνθρωποι που πίστευαν και ήταν ταγμένοι σε ένα σκοπό πιο πάνω από τα τετριμμένα, τα στενά ατομικά και καθημερινά. Άνθρωποι που πίστεψαν και ένοιωσαν πως δεν αξίζει η ζωή χωρίς ελευθερία. Στη δική μας παράδοση η φιλοπατρία δεν χωριζόταν από την ορθόδοξη πίστη. Έτσι που μέσα στην ασκητική παράδοση ενός λαϊκού πνευματισμού, μπορούσαν να νικούν τον ίδιο το θάνατο γιατί ερχόταν ώρα που πίστευαν ότι στον ένθεο χώρο του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και το νερό ακόμη μπορεί να πατηθεί, πως η πίστη και η αφοσίωση και τα βουνά μπορούνε να ταράξουν και να παραμερίσουν.

Ήταν οι νέοι εκείνοι που έκαναν τον νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ, έναν από τους πιο μεγάλους συγγραφείς στον κόσμο, να γράψει «Το ελληνόπουλο», ένα κείμενο-κόλαφο που ζητούσε να ακυρωθεί ο επικείμενος απαγχονισμός του Καραολή. Αποφασιστικό ρόλο είχε παίξει όμως, από τις προηγούμενες δεκαετίες, και η ελληνική παιδεία που πρώτη φορά διαδόθηκε και γενικεύτηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και εμπέδωσε και διαμόρφωσε μια σύγχρονη εθνική και κοινωνική συνείδηση. Της θρυλικής εξέγερσης της ΕΟΚΑ προηγήθηκε μια «μορφωτική επανάσταση», με τη σύγχρονη ελληνική παιδεία στην Κύπρο.

Οι Έλληνες Κύπριοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τη λευτεριά. Τιμούμε σήμερα ξεχωριστές μορφές όπως ο μεγάλος ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου, που έγινε ολοκαύτωμα για την ελευθερία μη διστάζοντας να επαναλάβει το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα, όπως ο Κυριάκος Μάτσης, ο προικισμένος στοχαστής που με πατριωτική αυταπάρνηση απέκρουσε την άκρως δελεαστική απόπειρα δωροδοκίας του Χάρντινγκ δηλώνοντας περήφανα «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί ελευθερίας». Όπως ο Μάρκος Δράκος, ο Ιάκωβος Πατάτσος, ο Φώτης Πίττας, ο Αντρέας Ζάκος, ο Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου, ο Σωτήρης Τσαγκάρης, ο Χρήστος Σαμάρας και τόσοι και τόσοι άλλοι… Τα «τρακόσια παραπούλια», για τα οποία μιλούσε ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Από τα «παραπούλια» της 9ης Ιουλίου 1821 βγήκε η ΕΟΚΑ!

Όνειρον του ξύπνιου χαρακτήρισε Γάλλος ιστορικός την εμπειρία του ενωτικού αγώνα για τη γενιά της EOKA. Ήταν πράγματι ένα όνειρο. Αλλά η ευθύτητα, η αρετή και η ευλάβεια των ανθρώπων, τους επέτρεψε να το ζωντανέψουν και να του δώσουν σάρκα και οστά απ’ την ίδια τη σάρκα και τα κόκκαλά τους. Μάρτυράς μας η σωρός των παλληκαριών που με ευλάβεια έφερναν, όταν μπορούσαν, πίσω στο χωριό οι δικοί τους. Kαι τότε, μαζί με τη θρηνωδία ήταν και πανηγύρι, πανηγύρι λευτεριάς που ξεσήκωνε την καρδιά των υπολοίπων νέων. Tο φαινόμενο των λυκειόπαιδων που κατά κάποιο τρόπο ζήλευαν τους συμμαθητές τους που έπεσαν στον Αγώνα και περίμεναν να έρθει η δική τους σειρά, είναι συγκλονιστικό και πρωτοφανές. Από μόνο του μαρτυρά πόσο ο κυπριακός Ελληνισμός ήταν έτοιμος για τη θυσία της ελευθερίας.

Μέσα από κείνο το όνειρο του ξύπνιου, με τις ευγενέστερες των προθέσεων και κινητοποιώντας τις καλύτερες των πατροπαράδοτων αρετών τους, οι λεβέντες της EOKA άνοιξαν διάπλατα το δρόμο. Δρόμο που μετέπειτα δεν αξιωθήκαμε να βαδίσουμε μέχρι τέλους.

Νέοι άνθρωποι, με αδαμάντινη πίστη και ήθος έκαμαν να ωριμάσει μέσα τους ο καρπός της ελευθερίας και ο πόθος της δικαιοσύνης με μια δύναμη που, χωρίς φθόνο ή μισαλλοδοξία, μετακινούσε βουνά ολόκληρα όπως τον όγκο εκείνο της αποικιακής τυραννίδας που κατακάθισε πάνω στη ψυχή των Ελλήνων Κυπρίων. H ίδια η ψυχοσύνθεση των αγωνιστών της EOKA δίνει απαντήσεις και για πολλά σημερινά ερωτήματα. Διότι στην προσωπικότητά τους συγκέντρωναν όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαμαν το έπος του ενωτικού αγώνα να λαμπρύνει την κυπριακή ιστορία και να χαρίσει στον κυπριακό Ελληνισμό περηφάνεια που κρατά για πάντα.

H ευθύτητα, η αρετή, η αφοσίωση στο συλλογικό σκοπό και η ευλάβεια των ανθρώπων, επέτρεψε να ζωντανέψει τ’ όνειρο και του έδωσαν σάρκα και οστά απ’ την ίδια τη σάρκα και τα κόκκαλά τους. Aπ’ τις κορφές του Μαχαιρά και τα κρησφύγετα της Πιτσιλιάς και του Δικώμου, μέχρι τον αχυρώνα, το μεθυστικό άσμα της ελεύθερης ελληνικής ψυχής δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε και να σωπάσει. Ξεχύθηκε σε κάθε ελληνικό σπίτι της Κύπρου, μέθυσε νέους και γέρους, έκαμε τους έφηβους άντρες, έκαμε να ροδίσουν τα μάγουλα των κοριτσόπουλων και ν’ ανεμίσει η μαραζωμένη πλεξούδα των γερασμένων μανάδων. Στην ίδια κολυμβήθρα, την κολυμβήθρα του όρκου των αγωνιστών της EOKA, πρέπει να αναβαπτιζόμαστε κάθε στιγμή αν θέλουμε να κρατήσουμε ψηλά το κεφάλι και να δώσουμε νόημα στην πεζή καθημερινότητα που μας απορροφά σήμερα περισσότερο παρά ποτέ.

Ο αγώνας του κυπριακού ελληνισμού κατάφερε εκείνο που φαινόταν αδύνατο. Οδήγησε σε υποχώρηση και σε ένα τέλος τη βρετανική κατοχή και την αποικιοκρατία. Άλλο θέμα αν οι πολιτικές στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης. Έφερε όμως ελευθερία στην Κύπρο και, για πρώτη φορά, ένα ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το ίδιο κράτος των Κυπρίων που καλούμαστε να υπερασπιστούμε σήμερα με έργα ειρήνης και δημιουργίας απέναντι στην επιθετικότητα και τη βουλιμία της επεκτατικής και αυταρχικής Τουρκίας.

Ώρες που τον κόσμο σκιάζει το δράμα της Ουκρανίας εκφράζουμε αλληλεγγύη σε ένα λαό που υφίσταται τώρα επίθεση και εισβολή, όπως και η Κύπρος το 1974, τιμούμε το έπος του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 που με επιτυχία διεκδίκησε το ιδεώδες της ελευθερίας. Ένα ιδεώδες πανανθρώπινο που διακυβεύεται τώρα στην Ουκρανία.

Την ελευθερία διεκδικούμε ακόμα σήμερα για τις κατεχόμενες περιοχές μας. Τα ίδια ιδεώδη και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες για όλους τους Κυπρίους, μέσα από μια πραγματική λύση του Κυπριακού που θα τερματίζει την κατοχή, αλλά και την αιχμαλωσία της Κύπρου από την Τουρκία.

Νομίζω πως τα μεγάλα λόγια και τα περίπλοκα νοήματα δεν έχουν πολλά να προσθέσουν. Γιατί η αλήθεια είναι τόσο απλή, τόσο άμεση, τόσο χειροπιαστή: όσο τα αποκαΐδια του Γρηγόρη Αυξεντίου. Tα απλά λόγια είναι τόσο αληθινά γιατί ξυπνάνε μέσα μας μνήμες κρυμμένες ακόμα και για πράγματα που δεν ζήσαμε, αλλά που είναι πράγματα που γεμίζουν τον αέρα που αναπνέουμε. Νιώθουμε τη θυσία, το ολοκαύτωμα, το αγέρωχο βλέμμα, το αταλάντευτο βήμα προς το θάνατο που ήταν το ίδιο βήμα που ανέβαινε τα σκαλοπάτια της Λευτεριάς του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Νιώθουμε με την αφή τη γεύση της περηφάνειας στο στόμα των ηρώων μας: όπως περίπου νοιώθουμε και την τραχιά αφή του σκοινιού που τύλιξε το λαιμό των εννιά απαγχονισθέντων νέων.

Κρατήστε Έλληνες της Κύπρου αυτές τις άσβεστες αισθήσεις και ας μείνουν πάντα οδηγός μας. Mε τέτοιο γάλα ας συνεχίσουν να βυζαίνουν τα βρέφη τους οι Ελληνίδες Κύπριες μανάδες, με τέτοιες ιστορίες ας αποκοιμίζουν οι πατεράδες τ ’αγόρια και τα κορίτσια μας. Όσο να ξημερώσει η μέρα της λευτεριάς σ’ αυτή τη γη. Από τον Απόστολο Ανδρέα μέχρι την Κερύνεια, από τη Μόρφου και την Αμμόχωστο, μέχρι τη Λάπηθο και τον Καραβά.

Ζήτω ο Αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. !

Τιμή και δόξα στους ήρωές μας που έδωσαν και τη ζωή τους ακόμα για την ελευθερία!