2/7/15

Ανακοίνωση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Ανακοίνωση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
 για τα πρόσφατα σεξιστικά περιστατικά στη Βουλή των Αντιπροσώπων

 
Τα πρόσφατα σεξιστικά περιστατικά εις βάρος βουλεύτριας είναι δηλωτικά της έκτασης ενός υπαρκτού και ιδιαίτερα σοβαρού προβλήματος που αφορά στα ζητήματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών. Δεν είναι φαινόμενα τωρινά και πρέπει να αντιμετωπιστούν συνολικά και αποτελεσματικά, αφού πλήττουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των γυναικών.
Ο σεξιστικός λόγος δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε αθώος. Αντικατοπτρίζει μια υφιστάμενη πραγματικότητα εξουσιαστικών σχέσεων και ανισοτήτων σε βάρος των γυναικών. Συνιστά δε ένα ιδιαιτέρως «αποτελεσματικό» μέσο αναπαραγωγής των παραδοσιακών πατριαρχικών δομών και των ανισοτήτων που αυτές οι δομές συνεπάγονται. Αποτελεί άλλοθι και απενοχοποιεί τη βία, καθιστώντας υπόλογο πρωτίστως το θύμα και δευτερευόντως το θύτη.
Ο σεξισμός είναι διάχυτος στην κυπριακή κοινωνία. Διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Τα πρόσφατα σοβαρά περιστατικά σεξισμού σε βάρος βουλεύτριας της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είναι δυστυχώς τα μοναδικά. Αντίθετα εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο σεξιστικής και υποτιμητικής αντιμετώπισης των γυναικών πολιτικών στον δημόσιο λόγο. Ο σεξισμός κατά των γυναικών πολιτικών είναι υπαρκτός και η νομική κατοχύρωση της ισότητας έχει αποτύχει να τον αντιμετωπίσει.

Οι απαράδεκτες σεξιστικές επιθέσεις σε βάρος της βουλεύτριας ανέδειξαν μια θλιβερή κοινωνική πραγματικότητα. Ότι ο χώρος της πολιτικής εξακολουθεί να θεωρείται ως «ανδροκρατούμενος» με την παρουσία και τη συμμετοχή των γυναικών να αποτελεί κάποιου είδους «παραχώρηση», αλλά κυρίως ότι η λεκτική βία και ο σεξισμός μπορούν ανά πάσα στιγμή και με αξιοσημείωτη ευκολία να επιστρατευτούν προκειμένου να «συνετιστεί» μια γυναίκα πολιτικός. Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους στάσεις και συμπεριφορές πέραν του ότι παραβιάζουν μια σειρά από θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, λειτουργούν αποτρεπτικά για τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στην πολιτική σκηνή, σε μια χώρα όπου ήδη το ποσοστό γυναικών πολιτικών είναι εξαιρετικά χαμηλό.

Ενώ ο ρατσισμός τυγχάνει, σε γενικές γραμμές, ηθικής, κοινωνικής και νομικής απαξίας, ο σεξισμός, ως μια ειδικότερη έκφανση του ρατσισμού, παραμένει εν πολλοίς στο απυρόβλητο. Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι γυναίκες βιώνουν καθημερινά τον σεξισμό, είτε με τη μορφή ενός «αθώου» υπονοούμενου, μιας «υπέρμετρης» οικειότητας, «αστείων» και σχολίων για την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και την προσωπικότητα. Τον βιώνουν επίσης και με πιο κραυγαλέους και κλιμακούμενα επιθετικούς και βίαιους τρόπους. Όμως, τόσο η κοινωνία όσο και η πολιτεία παραγνωρίζουν την επικινδυνότητα τέτοιων συμπεριφορών, παρόλο που αφορούν και επηρεάζουν το μισό περίπου πληθυσμό.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες εύλογα και δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: Πόσες από τις γυναίκες που καθημερινά υφίστανται προσβλητική και εξευτελιστική μεταχείριση, λόγω του φύλου τους, έχουν τη δυνατότητα στήριξης και ενδυνάμωσης για να καταγγείλουν τέτοια περιστατικά;
 
Οφείλουμε να ανιχνεύουμε, να καταδικάζουμε και να αντιμετωπίζουμε τον σεξισμό στην κάθε του μορφή, πόσω μάλλον όταν αυτός εκδηλώνεται σε δημόσιους χώρους από δημόσια πρόσωπα. Τα πρόσφατα περιστατικά δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε μεμονωμένα. Η Βουλή αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα και επηρεάζει το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Χρειάζεται σύσσωμη αντίδραση και καταδίκη τέτοιων περιστατικών από το σύνολο των βουλευτών και εύρεση τρόπων διαχείρισης του σεξισμού μέσω του κανονισμού λειτουργίας της Βουλής.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι ο σεξισμός δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τον σεξιστικό λόγο, αλλά είναι αυτός που δυναμιτίζει και «νομιμοποιεί» έναν τέτοιο λόγο. Συνεπώς, η αντιμετώπιση του σεξισμού θα πρέπει να υπερβαίνει μια ρύθμιση απαγόρευσης του σεξιστικού λόγου στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας, αλλά να εντάσσεται σε μια συνεκτική, ειλικρινή και ουσιαστική προσπάθεια αποδόμησης των έμφυλων στερεοτύπων και καταπολέμησης όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών.
Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι η έμφυλη βία, η οποία ταυτόχρονα εδράζεται και αναπαράγει στερεότυπα σχετικά με τους ρόλους των φύλων, δεν είναι γυναικεία υπόθεση, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και πλήττει τον ίδιο αξιακό πυρήνα του κράτους δικαίου. Συνεπώς, η πρόληψη και η καταπολέμησή της αποτελεί πρόκληση για κάθε πολιτεία που θέλει να προσδιορίζεται ως δημοκρατική και για κάθε κοινωνία που θέλει να είναι ανθρώπινη και ευημερούσα.
Εκτιμώντας την έκταση των σεξιστικών περιστατικών και τη σοβαρότητα του ζητήματος, έχω αποφασίσει να ετοιμάσω σχετική συνολική τοποθέτηση το ερχόμενο φθινόπωρο, η οποία αποσκοπεί στο να   δώσει το έναυσμα για ευρύτερη συζήτηση και δημόσιο διάλογο.
 
-----------