18/6/15

Σημείωμα της Αρχής κατά των Διακρίσεων επί του νομοσχεδίου για το Σύμφωνο Συμβίωσης

Σημείωμα της Αρχής κατά των Διακρίσεων
επί του νομοσχεδίου για το Σύμφωνο Συμβίωσης


Συζήτηση στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών
 
Προϊστάμενος : Άριστος Τσιάρτας
Ερευνούσα Λειτουργός: Zηναΐδα Ονουφρίου
 
1.      Η άποψη που έχω εκφράσει επανειλημμένα είναι ότι η νομική αναγνώριση των σταθερών συμβιώσεων κρίνεται απαραίτητη, αφού θα διασφαλίσει ένα minimum δικαιωμάτων στους πολίτες που επιλέγουν αυτή τη μορφή οργάνωσης της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής. Ιδιαίτερα, στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών, το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί τη μοναδική επιλογή για την πρόσδοση έννομων συνεπειών στη συμβίωση τους. Πάγια και σταθερή θέση μου είναι ότι η θεσμοθέτηση του συμφώνου θα συμβάλει   ταυτόχρονα, στη διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης, αλλά και στην καταπολέμηση των πολλαπλών διακρίσεων και στην εξάλειψη της στρεβλής εικόνας, της άγνοιας και των προκαταλήψεων σε βάρος αυτής της   κοινωνικής ομάδας. Οι θέσεις μου για το ζήτημα έχουν αναλυθεί εκτενώς τόσο σε σχετική μου Έκθεση όσο και σε Τοποθέτηση που υποβλήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στ o πλαίσι o των διαβουλεύσεων που κάλεσε το Υπουργείο Εσωτερικών [1].
 
2.      Το παρόν νομοσχέδιο είναι κομβικής σημασίας  για την κυπριακή πολιτεία και κοινωνία, καθώς αναδεικνύει δύο κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη  είναι η  ανάγκη άρσης των διακρίσεων στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού  και η θεσμική αναγνώριση σχέσεων του ιδιωτικού βίου, οι οποίες βρίσκονταν μέχρι τώρα σε μια θεσμικά αθέατη ζώνη. Η δεύτερη παράμετρος είναι η παραδοχή ότι οι διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις μετεξελίσσονται και αναδιπλώνονται πέραν των παραδοσιακών θεσμών αξιώνοντας παράλληλα ισότιμη προστασία και διαφύλαξη των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές.
 
3.      Είναι ξεκάθαρο ότι η απαίτηση για θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης δεν αναζητεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι υπόλοιποι, πόσο μάλλον τον θεσμό, τις υποχρεώσεις και εν γένει τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από τον γάμο. Αυτό που αναζητείται είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος του κάθε ατόμου να διαμορφώνει αυτόνομα τη ζωή του και να επιλέγει ανεπηρέαστα, χωρίς αρνητικές συνέπειες και χωρίς διακρίσεις, τον ή την σύντροφό του.
 
4.      Η συμπερίληψη των ομόφυλων συμβιώσεων στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης ανταποκρίνεται στην υποχρέωση της πολιτείας να προάγει την αρχή της ισότητας και να μην προβαίνει σε διακρίσεις στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, ο οποίος θεωρείται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως «ύποπτος» ( suspect) λόγος διάκρισης και όπου το περιθώριο εκτίμησης ( margin of appreciation ) των κρατών μελών στη διαφορετική μεταχείριση είναι πιο στενό [2]. Αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη φέρουν το βάρος απόδειξης ότι τα μέτρα που επέλεξαν είναι όχι μόνο κατάλληλα αλλά και απαραίτητα για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού.
 
5.      Γνωστή είναι η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.α κατά Ελλάδας, το οποίο έκρινε ότι η παράλειψη της ελληνικής πολιτείας να συμπεριλάβει και τα ομόφυλα ζευγάρια στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης, συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή)   και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η Ελλάδα έπρεπε να καταδείξει για ποιο λόγο ήταν απαραίτητο να αποκλείσει τα ομόφυλα ζευγάρια από το πεδίο εφαρμογής του συμφώνου συμβίωσης προκειμένου να πετύχει το νόμιμο σκοπό της προστασία της παραδοσιακής οικογένειας. Το Δικαστήριο   τόνισε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια εισέρχονται σε σταθερές και μακρόχρονες σχέσεις όπως και τα ετερόφυλα και άρα βρίσκονται σε μια κατάσταση συγκρίσιμη. Συνεπώς η εξαίρεση των ομοφύλων ζευγαριών από μια νομοθεσία που προσιδιάζει στις σχέσεις που αναπτύσσουν και τα ετερόφυλα ζευγάρια, συνιστά παραβίαση των άρθρων 8 και 14.
 
6.      To Δικαστήριο στην απόφαση του τονίζει εμφατικά ότι   «τ o κράτος κατά την επιλογή των μέσων που αφορούν την προστασία της οικογένειας και διασφαλίζουν τον σεβασμό για την οικογενειακή ζωή, όπως ορίζεται από το άρθρο της ΕΣΔΑ, πρέπει να λάβει απαραιτήτως υπόψη τις εξελίξεις στην κοινωνία και τις αλλαγές στις αντιλήψεις στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και τις σχέσεις συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει ένας τρόπος ή μια επιλογή για τη ρύθμιση της οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής του ατόμου […]». Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι το ΕΔΔΑ   σε διαδοχικές αποφάσεις του έχει αναγνωρίσει ότι η σταθερή συμβίωση δυο ομοφύλων προσώπων συνιστά οικογενειακή ζωή και προστατεύεται ως τέτοια [3].    
 
7.      Όταν το κράτος επιλέξει να προνοήσει νομοθετικά για την αναγνώριση των συμβιώσεων, ετερόφυλων και ομόφυλων διαθέτει μεν ένα περιθώριο εκτίμησης ως προς το ακριβές περιεχόμενο που θα δώσει στην αναγνώριση αυτή, ωστόσο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη διαβάθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβιωτικές σχέσεις ώστε, έχοντας ως δεδομένο ότι το σύμφωνο συμβίωσης είναι η μόνη επιλογή για τα ομόφυλα ζευγάρια, να μην προκύπτει de facto διάκριση στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Με άλλα λόγια, το σύμφωνο συμβίωσης, ως μία εξ ορισμού εναλλακτική ρύθμιση της συμβίωσης, μπορεί να χαρακτηρίζεται από ευελιξία όσον αφορά τη σύναψη και τη λύση του, χωρίς αυτό να συνεπάγεται μια χαλαρότητα και υποβάθμιση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συμβιωτική σχέση.
 
8.      Με ικανοποίησή μου διαπιστώνω ότι στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου αφαιρέθηκαν, σύμφωνα και με την εισήγηση που υπέβαλα στην Τοποθέτησή μου στο πλαίσιο της διαδικασίας των διαβουλεύσεων επί του αρχικού κειμένου του νομοσχεδίου, οι διατάξεις που εισήγαγαν ένα προληπτικό έλεγχο εικονικότητας του συμφώνου συμβίωσης κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τον έλεγχο εικονικότητας του γάμου [4] . Είχα συγκεκριμένα τονίσει ότι αντιλαμβάνομαι τις ανησυχίες για ενδεχόμενη κατάχρηση του συμφώνου, ωστόσο θεωρώ ότι αυτή δεν πρέπει να προεξοφλείται αλλά να αντιμετωπίζεται με σαφείς, δίκαιες και ξεκάθαρες διαδικασίες που να μην έρχονται σε αντίθεση με την υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
 
9.      Σκοπός του συμφώνου συμβίωσης, και της κάθε αντίστοιχης πολιτικής ένωσης είναι η ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ζευγαριών που δεν επιθυμούν να παντρευτούν, ανεξάρτητα από το εάν έχουν ή επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά. Σύμφωνα και με το ΕΔΔΑ, ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης δεν δικαιολογείται με την επίκληση της, κατά τα άλλα, θεμιτής προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού εφόσον παρέχεται η δυνατότητα σε ετερόφυλα ζευγάρια, ανεξαρτήτως της ύπαρξης παιδιών ή της επιθυμίας τους για τεκνοποίηση, να ρυθμίσουν μέσω αυτής της νομοθεσίας τη σχέση τους [5] .
 
10. Σε κάθε περίπτωση μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και η έννοια του γάμου έχει αποσυνδεθεί από τον σκοπό της τεκνοποιίας, ενώ η οικογένεια προστατεύεται αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από το δικαίωμα σύναψης γάμου. Η οικογενειακή ζωή, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης, δεν περιορίζεται μόνο στις οικογένειες που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του γάμου, αλλά μπορεί να εκτείνεται και σε de facto σχέσεις [6] . Για να κριθεί δε κατά πόσο μια σχέση εμπίπτει στον ορισμό της «οικογενειακής ζωής», συνεκτιμούνται στοιχεία όπως η συμβίωση του ζευγαριού, η διάρκεια της σχέσης και η εκδήλωση της αφοσίωσής του ενός προσώπου προς το άλλο με την απόκτηση παιδιών ή με άλλους τρόπους [7] .
 
11. Στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο, το ζήτημα της από κοινού υιοθεσίας παιδιών δεν προβλέπεται ρητά. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα αυτό εκφεύγει του σκοπού της συγκεκριμένης νομοθεσίας και η όποια ενδεχόμενη ρύθμισή του στο μέλλον θα προκρίνει και θα αποσκοπεί στη διασφάλιση των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού. Όπως εξάλλου έχει τονίσει το ΕΔΔΑ, η υιοθεσία αποσκοπεί στο να δοθεί στο παιδί μια οικογένεια, όχι μια οικογένεια σε ένα παιδί [8] .

12. Καταλήγοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο ούτε της πλειοψηφίας ούτε της μειοψηφίας, αλλά αφορούν το κάθε άτομο ξεχωριστά. Σε ζητήματα λοιπόν που αφορούν τον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης, η ρυθμιστική δράση της πολιτείας οφείλει να αποσκοπεί στην ίση μεταχείριση των πολιτών και στην διασφάλιση των δικαιωμάτων τους χωρίς διάκριση, απέχοντας από πατερναλιστικές και ηθικολογικές κρίσεις για το πώς ο καθένας επιλέγει να διάγει και να οργανώνει τη ζωή του. Τέτοιου είδους παραινέσεις βρίσκονται εκτός του ορισμού του σύγχρονου κράτους δικαίου και αντιτίθενται σε κάθε δημοκρατική αρχή.
 
13. Επαναλαμβάνω λοιπόν τη θέση μου ότι και κρίνεται αναγκαία και επιβεβλημένη   η άμεση προώθηση της ψήφισης του χωρίς να παρεισφρήσουν στην πορεία   ρυθμίσεις που θα φαλκιδεύουν τον ίδιο το σκοπό αυτού του αξιόλογου   εγχειρήματος.
 
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Αρχή κατά των Διακρίσεων