29/1/14

Ομιλία του Υπουργού Άμυνας κ. Φώτη Φωτίου με θέμα: «Η Ενεργειακή Ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου», στη Λάρνακα


Πριν από δύο ακριβώς μήνες σε μια παρόμοια εκδήλωση, παρουσιάσαμε από κοινού με το Κυπριακό Κέντρο Μελετών στο ΤΕΠΑΚ, τις θέσεις και απόψεις μας για  το ίδιο θέμα. Επιδίωξη μας τότε ήταν μια πρώτη, γόνιμη ανταλλαγή απόψεων αναφορικά με τις προοπτικές, αλλά και τις προκλήσεις που διανοίγονται στον τομέα της Ενεργειακής Ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Με μεγάλη μας χαρά, διαπιστώσαμε το αυξημένο ενδιαφέρον από το ακροατήριο γι' αυτό το επίκαιρο και σημαντικό θέμα. Κατόπιν λοιπόν παροτρύνσεων από συνεργάτες αλλά και ακροατές, αποφασίσαμε με τον φίλο Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρων Μελετών κ. Χρήστο Ιακώβου , να  επαναλάβουμε αυτή τη συζήτηση, έχοντας κατά νου τόσο τα σχόλια και τις απόψεις της προηγούμενης συνάντησης, όσο και τις επιμέρους εξελίξεις που μεσολάβησαν. Επιτρέψετε μου λοιπόν, με την ευκαιρία αυτή, να σας εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες για την παρουσία σας, η οποία δεικνύει το αμέριστο σας ενδιαφέρον για το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας.  Εύχομαι όπως η συζήτηση που θα ακολουθήσει, φανεί επωφελής και αυτή τη φορά.

Θα έχετε ήδη αντιληφθεί από τον τίτλο της εκδήλωσης ότι, προσπάθεια απόψε είναι να αναδείξουμε μεταξύ άλλων, την τεράστια σημασία της ενεργειακής ασφάλειας και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ως πολλαπλασιαστής ισχύος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σημασία της ενεργειακής ασφάλειας συμπυκνώνεται εύγλωττα στα λόγια του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο οποίος επισήμανε ότι, «Ένα έθνος που δεν μπορεί να ελέγξει τις ενεργειακές του πηγές, δεν μπορεί να ελέγξει το μέλλον του». Θέση την οποία, όπως θα διαπιστώσετε μέσα από την ομιλία μου, συμμερίζομαι απερίφραστα.

Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις, επιτρέψετε μου να αναφερθώ ακροθιγώς  στις έννοιες της Ενεργειακής Ασφάλειας και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθως, θα παραθέσω τη σχέση αυτών των δύο εννοιών με την Ανατολική Μεσόγειο και θα ολοκληρώσω την παρέμβασή μου με αναφορά στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Άμυνας, όσον αφορά τον ευρύ τομέα της ενεργειακής ασφάλειας.

Αρχίζοντας, λοιπόν, με τον όρο Ενεργειακή Ασφάλεια, είναι προφανές ότι αυτός εμπερικλείει διάφορες ερμηνείες, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με την οπτική γωνία που εξετάζεται. Για παράδειγμα, η ενεργειακή ασφάλεια για μια οικογένεια ή και μια επιχείρηση, σημαίνει συνεχής παροχή φτηνού ηλεκτρισμού και καυσίμου. Αντίστοιχα, για τις Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας σημαίνει την επαρκή αποθήκευση, τη συνεχή παροχή, καθώς και την αξιόπιστη διαθεσιμότητα των αναγκαίων καυσίμων σε όλα τα θέατρα επιχειρήσεων που εντέλλονται να αναπτυχθούν και να δράσουν.

Γενικότερα, θα λέγαμε ότι για ένα κράτος, η Ενεργειακή Ασφάλεια διασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξή του, μέσα από την αδιάλειπτη παροχή ενεργειακών πόρων σε οικονομικά συμφέρουσα τιμή. Αν αυτή η διάθεση παρεμβάλλεται ή διακόπτεται ή αν οι τιμές των ενεργειακών πόρων αυξάνονται, τότε αντιλαμβάνεστε ότι οι συνέπειες θα είναι ζημιογόνες, όχι μόνο για την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και για την ίδια την ασφάλεια του κράτους.

Ακριβώς υπό αυτή τη διάσταση, θα ήθελα να προσεγγίσουμε την έννοια της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η οποία αφορά στην ανάπτυξη στρατιωτικών επιχειρήσεων και μη στρατιωτικών αποστολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για διαχείριση διεθνών κρίσεων. Ουσιαστικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει, μέσα από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης, στην πρόληψη των συγκρούσεων και στην ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας δεν έχει αναπτύξει Αποστολές οι οποίες να διευρύνονται και στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας. Ωστόσο, εύλογα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η Στρατιωτική Ναυτική Επιχείρηση της Ένωσης στον Κόλπο του Άντεν, με την επωνυμία "ΑΤΑΛΑΝΤΑ", αποτρέποντας μεταξύ άλλων και την πειρατεία πετρελαιοφόρων δεξαμενόπλοιων, συμβάλλει έμμεσα στην ενδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας.

Σε κάθε περίπτωση, όπως θα διαφανεί παρακάτω, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ένωσης, πέραν του αμιγούς τομέα της διαχείρισης των διεθνών κρίσεων, προσλαμβάνει δυνητικές προεκτάσεις και σε άλλους τομείς, όπως αυτόν της ενεργειακής ασφάλειας, ενώ με πιο εμφανές τρόπο επεκτείνεται και στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλειας.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Έχοντας μέχρι τώρα σκιαγραφήσει τις έννοιες της Ενεργειακής Ασφάλειας και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιστεύω ότι μπορούμε να εξετάσουμε την εν δυνάμει συσχέτιση αυτών των δύο όρων και στη συνέχεια να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσον θα μπορούσε η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, να συμβάλει στην ενδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας και της ενεργειακής απόδοσης.

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι, η αποτελεσματικότητα των Αποστολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της διαχείρισης των διεθνών κρίσεων, εξαρτάται και από την ενεργειακή ασφάλεια. Δεν νομίζω να έχει μέχρι σήμερα υλοποιηθεί οποιαδήποτε παρόμοια επιχείρηση χωρίς τη συνεχή και αξιόπιστη παροχή καυσίμων.

Επιπλέον, θα ήθελα να υπενθυμίσω το εκλεκτό ακροατήριο ότι, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, εκτός από τη διαχείριση κρίσεων συμπεριλαμβάνει και τη διαδικασία ανάπτυξης δυνατοτήτων, μέσα από την έρευνα, την τεχνολογία, τη βιομηχανία και την αγορά. Πρόκειται για δυνατότητες οι οποίες συμβάλλουν, αν όχι άμεσα, σίγουρα έμμεσα στην περαιτέρω ενίσχυση του τομέα της ενεργειακής ασφάλειας. Ως τέτοιες, θα ήθελα να σας παραθέσω την κυβερνοάμυνα, τις δορυφορικές επικοινωνίες, τα συστήματα θαλάσσιας επιτήρησης, την προστασία των κρίσιμης σημασίας εγκαταστάσεων και υποδομών, καθώς και την «πράσινη» ανάπτυξη». Η τελευταία μάλιστα, στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας, καθώς και στον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον.

Πέραν όμως από το πεδίο των δυνατοτήτων και μέσων, παρατηρείται ότι, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθείται η διασύνδεση της ενεργειακής ασφάλειας με την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Συγκεκριμένα, το περασμένο εξάμηνο κατά τη διάρκεια της Λιθουανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγινε προσπάθεια ν’ αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις αναδυόμενες προκλήσεις στον τομέα αυτό.

Εξαιρετικής όμως σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι στις 19 Δεκεμβρίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ασχολήθηκε για πρώτη φορά από το 2008 με θέματα ασφάλειας και άμυνας. Ειδικότερα αξιόλογη, καθίσταται σχετική του απόφαση για την περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας, καθώς και στην εκπόνηση μιας κοινής Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη Θαλάσσια Ασφάλεια.  Είναι προφανές ότι αυτές οι αποφάσεις, τόσο για την ενεργειακή ασφάλεια, όσο και για τη θαλάσσια ασφάλεια, είναι αλληλένδετες και να είστε σίγουροι ότι στο εγγύς μέλλον, θα μας απασχολήσουν σε μεγάλο βαθμό.

Στο σημείο αυτό, κρίνω ιδιαίτερα σημαντικό να σας αναφέρω ότι η χώρα μας, η μικρή Κύπρος, πρωταγωνιστεί μαζί με τη Γαλλία και την Ισπανία στην παραγωγή σχετικού κειμένου, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την εκπόνηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη Θαλάσσια Ασφάλεια. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, η οποία ασκεί την Προεδρία κατά το τρέχον εξάμηνο, έχει θέσει τη Θαλάσσια Πολιτική ως μία από τις βασικές της προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένης και της διάστασης της Θαλάσσιας Ασφάλειας.

Θα ήθελα όμως, να παραμείνουμε ακόμα λίγο στο θεσμικό επίπεδο και να εξετάσουμε κατά πόσο θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον το αποφασίσει, να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλειά της μέσα από τις επιλογές που τις παρέχει η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1 η Δεκεμβρίου του 2009.

Το Κεφάλαιο λοιπόν για την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, το οποίο προβλέπεται στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει τη θεσμική δυνατότητα στην Ένωση να αναπτύξει διάφορες Αποστολές σε μια χώρα ή περιοχή όπου επικρατεί κρίση, λόγω ένοπλων συγκρούσεων ή παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων. Παράλληλα, οι υφιστάμενες υποδομές της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, όπως το Δορυφορικό Κέντρο και το Κέντρο Ανάλυσης Πληροφοριών, συμβάλλουν στην έγκαιρη ενημέρωση και προειδοποίηση για αναδυόμενες κρίσεις ή ένοπλες συγκρούσεις.

Όλες αυτές λοιπόν οι επιλογές και δυνατότητες, θα μπορούσαν -κατά την άποψη μου- ν’ αξιοποιηθούν σ’ έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος θα αποβλέπει και στην ενδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας της Ένωσης και κατ’ επέκταση, των κρατών μελών της, ειδικότερα όταν διακυβεύονται στρατηγικής σημασίας ενεργειακά συμφέροντα. Αντιλαμβάνεστε εδώ ότι, αναφέρομαι σε εξωτερικές ασύμμετρες απειλές, όπως για παράδειγμα την κυβερνοεπίθεση, τη δολιοφθορά ενεργειακών δικτύων, τρομοκρατικές ενέργειες και την πειρατεία, οι οποίες αν δεν αντιμετωπιστούν συλλογικά και περιεκτικά, είναι πολύ πιθανόν να βλάψουν τόσο την οικονομία όσο και την εσωτερική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπρόσθετα, τα κράτη μέλη, δύνανται με βάση τη Ρήτρα Αλληλεγγύης η οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη για την Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ζητήσουν από την Ένωση ν’ ανταποκριθεί σε περίπτωση που υποστούν τρομοκρατική επίθεση ή πληγούν από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Αυτή η πρόνοια, θα μπορούσε να εξεταστεί σε σχέση με τις ενεργειακές εγκαταστάσεις ή υποδομές ζωτικής σημασίας. Αν και πρέπει να πούμε ότι το Άρθρο αυτό δεν εντάσσεται στον τομέα της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, διαφαίνεται μερική συσχέτισή στον βαθμό που προβλέπεται χρήση στρατιωτικών μέσων και υποδομών της Ένωσης.

Αναντίρρητα, ο τομέας της ενεργειακής ασφάλειας είναι ιδιαίτερα ευρύς και οπωσδήποτε επεκτείνεται πέρα από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στο ότι η Ενεργειακή Ασφάλεια, μπορεί να μην είναι πεδίο που εμπίπτει αμιγώς στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, αλλά διασυνδέεται με αυτήν στον βαθμό που άπτεται της διάστασης της εξωτερικής ασφάλειας της Ένωσης.

Στο σημείο αυτό, ίσως να πρέπει να προσθέσω ακόμα κάτι. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από το 2008, μέσα από την Έκθεσή της σχετικά με την Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας - Ασφάλεια σε Ένα Μεταβαλλόμενο Κόσμο, προσδιόρισε την ενεργειακή ασφάλεια μαζί με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και την κλιματική αλλαγή, ως νέες μορφές απειλών. Μάλιστα, τότε, είχε προταθεί η εκπόνηση μιας ενεργειακής πολιτικής, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα συνδύαζε την εξωτερική και την εσωτερική της διάσταση. Αυτή λοιπόν η διάσταση που προσδίδεται, παρέχει τη δυνατότητα διεύρυνσης των επιλογών της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας στον ευρύ τομέα της ενεργειακής ασφάλειας.

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Στα όσα παραπάνω ανέφερα, προσπάθησα να προσδιορίσω τη σχέση μεταξύ της Ενεργειακής Ασφάλειας και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Ακολούθως, θα αναφερθώ στη συμβολή της Ανατολικής Μεσογείου, στην περαιτέρω ενεργειακή απεξάρτηση και βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση των ιδίων των κρατών μελών της. Με άλλα λόγια, θα αναδείξω την αξία, ή αν θέλετε θα εκθειάσω τη δική μας θάλασσα. Τη "Mare N ostrum ", όπως την αποκάλεσαν οι Ρωμαίοι εκατοντάδες χρόνια πριν, αναγνωρίζοντας σίγουρα τη σπουδαιότητά της, την οποίαν συνέδεαν με την ισχύ, τη δύναμη και την   επικυριαρχία τους.

Πριν όμως μιλήσω για την Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να σημειωθεί ότι, για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργειακή ασφάλεια είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας, της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, σε σχέση με τις τιμές της ενέργειας. Αναμφίβολα, η ενεργειακή ασφάλεια συμβάλλει στην προστασία των ευάλωτων καταναλωτών – νοικοκυριών, καθώς και στην οικοδόμηση εύρωστων και υγιών κοινωνιών.

Το γεγονός όμως ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολο της εξαρτάται από την προμήθεια ενέργειας από το εξωτερικό, είναι εύλογο ότι καθίσταται ευάλωτη στις διάφορες διεθνείς προκλήσεις. Αρκεί να σας αναφέρω ότι το 2030, εκτιμάται ότι η Ευρώπη θα εισαγάγει πέραν του 75% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που χρειάζεται για κάλυψη των αναγκών της. Παράλληλα, αναδυόμενες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, συμβάλλουν στη συρρίκνωση των επιλογών για προμήθεια ενέργειας, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό. Αν στην εξίσωση αυτή προσθέσετε και την παράμετρο των κλιματολογικών και περιβαλλοντικών αλλαγών που επηρεάζουν αρνητικά την παροχή ενέργειας, είναι πασιφανές ότι, η Ένωση, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων ενεργειακής ασφαλείας. Συνεπώς, αυτό που απαιτείται είναι όπως η Ένωση, προχωρήσει στην προοδευτική ενεργειακή απεξάρτησή της, μέσα από τη διερεύνηση εναλλακτικών ενεργειακών πηγών και δικτύων.

Ας μην ξεχνάμε ότι, τόσο η κρίση του 2005-2006, όσο και του 2008-2009 που προκλήθηκαν από τη διακοπή παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ουκρανία, επηρέασαν ταυτόχρονα την τροφοδοσία της Ευρώπης, καταδεικνύοντας αναμφισβήτητα, την ευπάθεια  της Γηραιάς Ηπείρου και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον τομέα του ενεργειακού ανεφοδιασμού. Παράλληλα, συντέλεσαν στη διαπίστωση της ανάγκης ανεύρεσης νέων πηγών παροχής ενέργειας, αναδεικνύοντας συνάμα τη σημασία που έχει η Κοινή Ενεργειακή Πολιτική της Ένωσης να βρίσκεται σε πλήρη συνοχή με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική της.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, αποτελεί μείζονος σημασίας το νέο νομοθετικό πλαίσιο που προνοεί η Συνθήκη της Λισαβόνας, για εκπόνηση μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής. Μιας πολιτικής, η οποία θα συμβάλει στη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, στην προώθηση της διασύνδεσης των ενεργειακών δικτύων, στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Με άλλα λόγια, μέσα από αυτές τις προοπτικές, θεμελιώνεται ο προσανατολισμός της Ένωσης για ενεργειακή απεξάρτηση, η οποία θα πρέπει ταυτόχρονα, να είναι και πιο φιλική προς το περιβάλλον. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός ότι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επεξεργάζεται οδικό χάρτη για μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού συστήματος ενέργειας για το 2050, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις κλιματολογικές και οικονομικές προκλήσεις, καθώς και κάθε είδους απειλή στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας.

Συνοψίζοντας, διαφαίνεται ότι η Ευρώπη, δεδομένων των απειλών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας, βρίσκεται σε αναζήτηση νέων πηγών ενέργειας, δηλαδή βρίσκεται σε τροχιά ενεργειακής απεξάρτησης. Ακριβώς σε αυτό το σημείο, είναι που ο εντοπισμός νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την προοπτική δημιουργίας ενεργειακών δικτύων, συνιστά εναλλακτική και βιώσιμη επιλογή για τις ενεργειακές αναζητήσεις της Ευρώπης.

Εξάλλου, η σημασία της Μεσογείου αναδείχθηκε πριν από έξι περίπου χρόνια, μέσα από την Έκθεση σχετικά με την Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας. Στο κείμενο αυτό, γίνεται προτροπή για περαιτέρω εμπλοκή της Ένωσης στη Μεσόγειο, με σκοπό τη συνεργασία σ’ ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως αυτών της θαλάσσιας ασφάλειας, της ενέργειας, του νερού, της μετανάστευσης και της τρομοκρατίας. Η αξία όμως της Ανατολικής Μεσογείου αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι νέοι στρατηγικοί προμηθευτές για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από τη λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας και το Ιράκ, προσανατολίζονται και στην περιοχή αυτή.

Η ανακάλυψη, επομένως, σημαντικών ποσοτήτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως καταλύτης για μια ευρύτερη συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο, συμβάλλοντας στην ειρήνη και στη σταθερότητα στην περιοχή. Επιπλέον, θα πρέπει να αποτελέσει μέσο ενίσχυσης της περιφερειακής ενεργειακής ασφάλειας, καθώς και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, οι οποίες αναμφίβολα θα τονώσουν τις οικονομίες των χωρών της περιοχής. Η Μεσόγειος, όπως αναφέρει η Ελληνογαλλίδα βυζαντινολόγος ιστορικός, κα Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί «μητέρα των πολιτισμών και τροφό της Ευρώπης», για να προσθέσω, γέφυρα επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ των λαών, ή αν θέλετε, πηγή σύνθεσης, ευημερίας και οικονομικής ανάπτυξης.

Είναι φανερό ότι σε αυτή την προσπάθεια, η Κύπρος έχει να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο. Μεγάλης εμβέλειας και διεθνούς κύρους εταιρείες που προέρχονται από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Ιταλία, έχουν ήδη λάβει άδεια για εξερεύνηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων , ενώ παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη στρατηγικοί σχεδιασμοί κατασκευής Τερματικού Σταθμού Υγροποίησης Φυσικού Αερίου ( LNG ) , ανάπτυξης και σύνδεσης ενεργειακών δικτύων, καθώς και πόντισης ηλεκτρικού καλωδίου Ισραήλ- Κύπρου- Ελλάδας.  

Όλες αυτές οι προοπτικές, δεν επιβεβαιώνουν απλά την ένταξη της χώρας μας στον περιφερειακό ενεργειακό χάρτη , αλλά και το γεγονός ότι οι θεωρίες με σχεδιασμό και σύνεση, μετουσιώνονται σε πράξεις δημιουργώντας νέους ορίζοντες συνεργασίας και οικονομικής ανάπτυξης . Παράλληλα, αποτελούν πολιτικές οι οποίες στοχεύουν στην ενδυνάμωση της περιφερειακής σταθερότητας και της ενεργειακής ασφάλειας τόσο των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και αυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Ισραήλ, προσδίδει ευοίωνες προοπτικές για κάλυψη μέρους των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης. Σε αυτό το πλαίσιο, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στη διεύρυνση και εμβάθυνση της συνεργασίας μας με την Αίγυπτο και τον Λίβανο.

Είναι σημαντικό πιστεύω οι όμορες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου να αναγνωρίσουν τα κοινά συμφέροντα που τους συνδέουν και να προχωρήσουν σε συνεργασίες, οι οποίες θα στοχεύουν στην εδραίωση συνθηκών περιφερειακής σταθερότητας, ασφάλειας και ειρήνης. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες θα δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες για πρόοδο και ευημερία. Η ενεργειακή και θαλάσσια ασφάλεια πρέπει να τεθεί ως κοινός στόχος και ν’ αποτελέσει την ευκαιρία, την αφετηρία αν θέλετε, για   οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και ανάπτυξης προς όφελος των λαών της περιοχής.

Αγαπητοί παρευρισκόμενοι,

Μέσα στη δύσκολη οικονομική περίοδο που βιώνουμε ως Κυπριακός Ελληνισμός, η ευόδωση των σχεδιασμών και επιδιώξεων όπως προαναφέρθηκαν απόψε, θα συμβάλουν στην ανακούφιση των καταναλωτών, αφού πλέον θα μιλάμε για πιο προσιτή, ασφαλή και φθηνή ενέργεια.

Στο σημείο αυτό, να σας υπενθυμίσω ότι, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Νοέμβριο, ο κ. Μπαρόσο εξέφρασε τη σθεναρή στήριξη της Επιτροπής στην Κύπρο. Στήριξη, η οποία αντικατοπτρίζει και στη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα αυτό. Μάλιστα, ανακοίνωσε την πρόσθετη χρηματοδότηση της Κύπρου με 200 εκατομμύρια ευρώ, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της χώρας μας σε επενδύσεις στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Εξίσου βαρύνουσα, υπήρξε και η αναφορά του στο κυριαρχικό μας δικαίωμα, όσον αφορά τους χειρισμούς μας για το φυσικό αέριο, το οποίο, σημείωσε ότι θα συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας μας αλλά και στην ενδυνάμωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού τόσο της Κύπρου, όσο και ολόκληρης της Ένωσης.

Φίλες και Φίλοι,

Πλησιάζοντας το τέλος της παρέμβασης μου, θα ήθελα να σας παρουσιάσω συνοπτικά τον ρόλο του Υπουργείου Άμυνας στο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας, έχοντας υπόψη ότι, ένα κράτος, θα πρέπει να προνοεί για την ενεργειακή του ασφάλεια με τον ίδιο τρόπο που προστατεύει την εδαφική, την εναέρια και τη θαλάσσια του ασφάλεια, καθώς και αυτήν του κυβερνοχώρου.

Από πλευράς λοιπόν του Υπουργείου Άμυνας και σε συνεργασία με τα αρμόδια Υπουργεία, όπου αυτό απαιτείται, εκπονούνται στρατηγικοί σχεδιασμοί, αμυντικής και ενεργειακής διπλωματίας, στο πλαίσιο της ευρύτερης προστασίας του κράτους από εξωτερικούς κινδύνους και απειλές. Αυτός ο στρατηγικός σχεδιασμός, εκτείνεται σε ένα ευρύ πλέγμα που σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και με διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες, με επιδίωξη την ενδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας του κράτους.

Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη συγκρότηση Υπουργικής Επιτροπής με στόχο την εκπόνηση σχετικής μελέτης για την εξεύρεση τρόπων βελτίωσης της φυσικής ασφάλειας των κρίσιμης σημασίας ενεργειακών υποδομών και εγκαταστάσεων, εκμετάλλευσης ενεργειακών πόρων, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Από αυτή την απόφαση, διαφαίνεται η διάσταση της φυσικής ασφάλειας της ενεργειακής ασφάλειας, η οποία μεταξύ άλλων δύναται να επιτευχθεί και με στρατιωτικά μέσα.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σας αναφέρω την ιδιαίτερης σημασίας προσπάθεια θέσπισης Μνημονίου Συναντίληψης μεταξύ των Κυβερνήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ, σχετικά με την ασφάλεια των ενεργειακών εγκαταστάσεων και υποδομών της Δημοκρατίας. Πρόκειται για συμφωνία, η οποία όπως αντιλαμβάνεστε, θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της ενεργειακής μας ασφάλειας.

Στο πλαίσιο της πολιτικής της Κυβέρνησης για μια συνεκτική, εξωστρεφή και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και αμυντική διπλωματία, το Υπουργείο Άμυνας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών, εξετάζει την ενδεχόμενη συμμετοχή του σε διάφορα προγράμματα, όπως αυτό της ενεργειακής ασφάλειας, της θαλάσσιας ασφάλειας, της κυβερνοάμυνας, της ανθρωπιστικής φύσης και διαχείρισης προσφύγων, καθώς και της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Αυτό, επιδιώκεται δια μέσου διμερών ή πολυμερών συνεργασιών, όπως για παράδειγμα το Πρόγραμμα για τον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ή άλλων διεθνών Εξειδικευμένων Κέντρων.

Επιπλέον, προωθούμε την προμήθεια σύγχρονων μέσων, τα οποία θα ενισχύσουν τις δυνατότητες μας για επιτήρηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εκλεκτοί παριστάμενοι,  

Οι γεωπολιτικές ζυμώσεις στην εγγύς περιοχή μας και η νέα δυναμική που αναπτύσσεται, αναδεικνύουν τον αναβαθμισμένο ρόλο της Κύπρου, ως παράγοντα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ως ένα αξιόπιστο εταίρο. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η αξιοποίηση του φυσικού υποθαλάσσιου πλούτου μας, αποτελεί αναφαίρετο κυριαρχικό μας δικαίωμα με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας. Διεθνές Δικαίωμα, το οποίο θα πρέπει επιτελούς να σεβαστεί η Τουρκία, η οποία επιθυμεί την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία μέλος είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία. Τα προσκόμματα, οι αντιδράσεις, οι απειλές και οι αμφισβητήσεις, θα πρέπει να αντικατασταθούν με πνεύμα σύνεσης, συνεργασίας και σεβασμού, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ασφάλεια, ανάπτυξη και ευημερία, η οποία ταυτόχρονα, θα επηρεάσει ευμενώς την ευρύτερη περιοχή μας.
Επιτρέψετε μου να ολοκληρώσω την ομιλία μου, παραπέμποντάς σας σε σχετική αναφορά από την «Πράσινη Βίβλο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η εξάρτηση της ενεργειακής ασφάλειας της Ένωσης από τις ενεργειακές επιλογές κάθε κράτους μέλους, καθιστά ως αδήριτη ανάγκη, τα κράτη μέλη να συνταιριάσουν τις εθνικές τους επιλογές με τις κοινοτικές. Τούτο, αποτελεί προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινής ενεργειακής πολιτικής και της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Προοπτική η οποία να είστε σίγουροι, φίλες και φίλοι, ότι θα συμβάλει καθοριστικά στη μακροπρόθεσμη διασφάλιση των στρατηγικών ενεργειακών συμφερόντων, τόσο των κρατών μελών, όσο και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας μας ικανούς να ελέγξουμε αυτόβουλα το μέλλον μας.


Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.