16/5/10

Συμπατριώτισσες, συμπατριώτες,

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στην εκδήλωση της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας Μεγάλης Βρετανίας, χθες, στο Λονδίνο
16/05/2010






Συμπατριώτισσες, συμπατριώτες,


Εκφράζω τη χαρά μου που έχω την ευκαιρία να βρίσκομαι σήμερα ξανά μαζί σας σε αυτήν τη μαζική συγκέντρωση. Το έχω δηλώσει πάρα πολλές φορές και θα το επαναλάβω και τώρα, γιατί μου είναι πεποίθηση. Όλοι εσείς οι απόδημοι Κύπριοι είσαστε ένα ξεχωριστό και αναπόσπαστο κομμάτι του λαού μας και γι’ αυτό κάνουμε καθετί το δυνατόν έτσι ώστε οι δεσμοί μαζί σας να είναι ζωντανοί και ισχυροί. Η διατήρηση αυτών των δεσμών είναι τεράστιας σημασίας για να μη χαθεί η ταυτότητα και η συνοχή των κυπριακών παροικιών. Ειδικά της παροικίας στη Βρετανία που είναι η πολυπληθέστερη και από πολιτικής άποψης πολύ σπουδαία, αφού δραστηριοποιείται σε μια χώρα που διαδραματίζει διαχρονικά σημαντικό ρόλο στην υπόθεση του Κυπριακού.


Το ενδιαφέρον και η φροντίδα της Κυβέρνησης για τους απόδημους είναι δεδομένη. Επιβεβαιώνοντας το συνεχές ενδιαφέρον, τονίζω ότι, πάντοτε στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για επίλυση των όποιων προβλημάτων αντιμετωπίζει η εδώ παροικία.


Γνωρίζω ότι βρίσκεστε συνεχώς σε εγρήγορση και αγωνιάτε για το Κυπριακό. Γι’ αυτό και θα αξιοποιήσω την ευκαιρία του συναπαντήματός μας για να προβώ σε ενημέρωση σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό.


Βρισκόμαστε σήμερα σε μια περίοδο της οποίας κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η αλλαγή της ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η ανάδειξη του κ. Έρογλου, έχοντας υπόψη τις διαχρονικές θέσεις του στο Κυπριακό, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες σχετικά με τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού. Είναι κοινή διαπίστωση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο ότι η ανάδειξη του κ. Έρογλου θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια για εξεύρεση λύσης.


Εμείς, μετά από αυτή την εξέλιξη, αντιδράσαμε αμέσως. Με επιστολή μας προς τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κ. Μπάν Κι Μουν, επιβεβαιώσαμε τη βούλησή μας για συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Αυτές αποφασίστηκε ήδη να αρχίσουν στις 26 Μαΐου. Τονίσαμε ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συνεχιστούν πάνω στην ίδια βάση που οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων συμφώνησαν στα κοινά ανακοινωθέντα της 23ης Μαΐου και της 1ης Ιουλίου 2008. Δηλαδή πάνω στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, για ένα κράτος με μια και αδιαίρετη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα.


Τονίσαμε, επίσης, ότι η διαδικασία που ακολουθείται θα πρέπει να παραμείνει ως έχει. Η διαδικασία αυτή, όπως τα Ηνωμένα Έθνη την έχουν καθορίσει με Ψηφίσματά τους αμέσως μετά το 1974, προβλέπει ότι οι δύο κοινότητες, μέσα από διάλογο, καλούνται να συμφωνήσουν στα θέματα των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού. Αυτός ο διάλογος πάντοτε πραγματοποιείται στο πλαίσιο του ΟΗΕ και υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του διεθνούς οργανισμού. Εννοείται ότι, με τη συνέχιση της ίδιας διαδικασίας, αποκλείονται τα τεχνητά χρονοδιαγράμματα και η επιδιαιτησία. Η διαπραγμάτευση συνεχίζει να στηρίζεται στην αρχή ότι «τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα», που είναι μια πάγια θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς.


Ο στόχος των διαπραγματεύσεων είναι να υπάρξει κατάληξη σε αμοιβαία συμφωνημένη λύση, η οποία θα τεθεί προς έγκριση ενώπιον των δύο κυπριακών κοινοτήτων σε ξεχωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.


Το τρίτο σημείο της αναφοράς μας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, είναι ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συνεχιστούν από το σημείο που διακόπηκαν. Το παραχθέν έργο στους 18 μήνες των απευθείας διαπραγματεύσεων με τον κ. Ταλάτ δεν πρέπει να χαθεί. Δεν πρέπει, ασφαλώς, να χαθεί ούτε η προεργασία που έχει γίνει στους τέσσερις μήνες της προπαρασκευαστικής περιόδου στο επίπεδο των ομάδων εργασίας και των τεχνικών επιτροπών.


Θα πρέπει να πω ότι τα Ηνωμένα Έθνη δημόσια ανταποκρίθηκαν θετικά και αποδέχθηκαν αυτές τις θέσεις που έχουν υιοθετηθεί και από Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αναμένουμε από τον κ. Έρογλου να ενεργήσει μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Ήδη, ο κ. Έρογλου έχει ανταποκριθεί θετικά στη θέση για συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Βέβαια, το πιο σημαντικό είναι ο κ. Έρογλου να επαναβεβαιώσει τη βάση διαπραγμάτευσης και να συνεχίσουμε από το σημείο που βρισκόμασταν με τον κ. Ταλάτ. Αυτό είναι κάτι που θα διαφανεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γι’ αυτό και εμείς, με υπομονή αναμένουμε την έναρξη των διαπραγματεύσεων.


Τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης με τον κ. Ταλάτ υπάρχουν λεπτομερώς καταγεγραμμένα σε αμοιβαία συμφωνημένο έγγραφο, το οποίο κατέχουν όλα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Σε αυτό υπάρχουν οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις. Όπως πολλές φορές έχει λεχθεί, η πολύμηνη διαπραγμάτευση απέφερε αποτελέσματα και έγιναν συγκεκριμένα βήματα προς τα εμπρός στα κεφάλαια της διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού εξουσίας, της οικονομίας και των ευρωπαϊκών θεμάτων. Στα υπόλοιπα κεφάλαια, δυστυχώς, δεν επιτεύχθηκαν αξιοπρόσεκτες συγκλίσεις. Η συζήτηση σε αυτά τα κεφάλαια, δηλαδή στο περιουσιακό, στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων και στο θέμα των εποίκων, δεν απέδωσε πρόοδο άξια να μνημονευθεί. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι δεν επετεύχθη πρόοδος, γιατί αυτά τα κεφάλαια δεν συζητήθηκαν επαρκώς. Αυτό δεν μπορεί να αφορά το περιουσιακό για παράδειγμα. Έγιναν 18 συναντήσεις στις οποίες συζητήθηκε το περιουσιακό και λιγότερες για τα άλλα κεφάλαια. Δεν επετεύχθη πρόοδος γιατί οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν πολύ μεταξύ τους.


Έχουμε ισχυρή την άποψη ότι τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα διαπραγμάτευσης θα μπορούσαν να ήταν πολύ περισσότερα. Η πρόοδος θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη, αν η τουρκοκυπριακή πλευρά εμφανιζόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πιο συνεπής στη βάση της λύσης για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία.


Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι, ενώ γνωρίζαμε πως θα διεξάγονταν οι παράνομες εκλογές στα κατεχόμενα για ανάδειξη ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας τον Απρίλιο του 2010, δεν αξιοποιήσαμε το χρονικό ορόσημο και αφήσαμε το χρόνο να παρέλθει αναξιοποίητος. Αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και τον απορρίπτουμε κατηγορηματικά. Πραγματικά διερωτώμαι, γιατί με τέτοιες τοποθετήσεις φορτωνόμαστε εμείς την ευθύνη για την ανεπαρκή πρόοδο και για την αποτυχία του κ. Ταλάτ να αναδειχθεί ξανά στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όταν μάλιστα εμείς εργαστήκαμε μαζί του με κάθε καλή θέληση. Όταν συνεχώς υπογραμμίζαμε στον κ. Ταλάτ ότι πρέπει πιο αποφασιστικά να προχωρήσουμε για να μη μας προλάβουν οι παράνομες εκλογές.


Την πρόοδο, όμως, στις διαπραγματεύσεις δεν την καθορίζουν η συχνότητα και οι ώρες των συναντήσεων, αλλά το περιεχόμενο των θέσεων και των προτάσεων. Αν οι θέσεις απέχουν πάρα πολύ και δεν υπάρχει καλή διάθεση, η επίτευξη προόδου είναι αδύνατη, όσες συναντήσεις και αν γίνουν.


Η λύση επιβάλλει τη συνέργεια των δύο κοινοτήτων και της Τουρκίας. Αν η τουρκική πλευρά δεν συνεργάζεται, για χάρη της τήρησης του όποιου ορόσημου, δεν μπορούμε να δεχόμαστε ό,τι μας προταθεί. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει από μόνοι μας να μετατρέπουμε χρονικά ορόσημα σε τεχνητά χρονοδιαγράμματα, γιατί είναι τότε που δημιουργούμε τις προϋποθέσεις να εγκλωβιστούμε σε μια διαδικασία με επιδιαιτησίες και να δώσουμε τη δυνατότητα για άσκηση πιέσεων από έξω.


Συμπατριώτες, συμπατριώτισσες,


Η άσκηση έγκυρης πολιτικής πάντοτε επιβάλλει την πλήρη επίγνωση των δεδομένων, του ισοζυγίου δυνάμεων, των συμφερόντων και των σκοπιμοτήτων. Επιβάλλει την ύπαρξη ξεκάθαρων στόχων και στρατηγικής, η οποία να συνοδεύεται με ευέλικτη τακτική.


Ο στόχος μας στο Κυπριακό είναι ένας και μοναδικός. Η επίτευξη λύσης με την οποία να τερματίζεται η κατοχή και ο εποικισμός και να επανενώνεται το έδαφος, ο λαός, οι θεσμοί και η οικονομία. Λύσης, που να αποκαθιστά και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες ολόκληρου του λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.


Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε το 1977, όταν συνήψε την πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου με τον τότε ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ραούφ Ντενκτάς.


Η αποδοχή της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας αποτελεί μια θαρραλέα πράξη επίδειξης πολιτικού ρεαλισμού που στηρίζεται, όμως, σε αρχές.


Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προχώρησε στην αποδοχή της ομοσπονδίας, αφού συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί με την τουρκική εισβολή και κατοχή. Και, πρώτα απ’ όλα, εκτίμησε το γεγονός ότι με την εισβολή και κατοχή, η Τουρκία ντε φάκτο διαίρεσε πληθυσμιακά και εδαφικά την Κύπρο. Η ομοσπονδία, που προηγουμένως ήταν αφύσικη, ανεφάρμοστη και κατηγορηματικά απορριπτέα, υπό το φως των δεδομένων του εγκλήματος του 1974 κατέστη η μοναδική εφικτή διέξοδος για να τερματιστεί η κατοχή και να επανενωθεί ο τόπος και ο λαός. Τη δέσμευση για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας επαναβεβαίωσαν όλοι οι εκλελεγμένοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας από το 1977 μέχρι σήμερα.


Ο ρεαλισμός που στηρίζεται σε αρχές, μας καθοδηγεί και εμάς στην πολιτική που ακολουθούμε για επίτευξη λύσης δίκαιης υπό τις περιστάσεις, βιώσιμης και λειτουργικής. Παραμένοντας συνεπείς στις αρχές λύσης, αξιολογούμε όλα τα δεδομένα και στη βάση του πάγιου στόχου για λύση και διαμορφώνουμε πολιτική έγκυρη και αποτελεσματική.


Ποιά είναι αυτά τα δεδομένα;


Πρώτο δεδομένο, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει, είναι η τουρκική κατοχή. Με την παρουσία της στο βόρειο κατεχόμενο μέρος, η Τουρκία συνεχώς δημιουργεί νέα τετελεσμένα. Με τον μαζικό εποικισμό έχει δραματικά αλλοιώσει τον δημογραφικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι Τουρκοκύπριοι σήμερα αποτελούν, ουσιαστικά, μειοψηφία και συνεχώς εντείνονται οι φωνές αγωνίας τους για το μέλλον της κοινότητάς τους. Η παρουσία χιλιάδων κατοχικών στρατευμάτων αποτελεί συνεχή πηγή κινδύνων για την ασφάλεια και την ειρήνη στο νησί.


Είναι φανερό ότι, με το πέρασμα του χρόνου, τα δεδομένα για τη λύση γίνονται χειρότερα. Εκείνοι οι κύκλοι στην Τουρκία που επιθυμούν τη διχοτόμηση της Κύπρου εκμεταλλεύονται το χρόνο για να εδραιώνουν ημέρα με την ημέρα τη διχοτόμηση. Κανείς Κύπριος πατριώτης, Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος δεν μπορεί να νιώθει και δεν είναι ασφαλής με την κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο. Ας μη μας ξεγελά η προσωρινότητα που διαμορφώθηκε το 1974 με το δίδυμο έγκλημα σε βάρος της Κύπρου, το προδοτικό πραξικόπημα και την εισβολή/κατοχή. Η παγίωση της ντε φάκτο διχοτόμησης οδηγεί σταδιακά στην πλήρη τουρκοποίηση των κατεχομένων. Η Τουρκία ασκεί πλήρη επικυριαρχία στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου με ό,τι αυτό σημαίνει.


Όσοι δε στην ελληνοκυπριακή κοινότητα μπορεί να θεωρούν ότι έστω και έτσι διασφαλίζεται η παρουσία ενός δεύτερου αμιγώς ελληνικού κράτους, ας είναι και εδαφικά μικρότερου, πλανώνται πλάνην οικτράν. Στην εξέλιξη των πραγμάτων, το κράτος θα μετατραπεί σε μικτό με τη μετακίνηση Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές, οι οποίοι θα μπορούν να απαιτήσουν όπως διαμοιραστούν την εξουσία μαζί με την ελληνοκυπριακή κοινότητα στη βάση του Συντάγματος του 1960.


Συμπερασματικά, δεν μπορεί κανείς να βολεύεται με την προσωρινότητα της ντε φάκτο διαίρεσης. Ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία της πατρίδας μας και την επιβίωση του λαού μας είναι η συνέχιση του αγώνα και η εντατικοποίηση των προσπαθειών για να επιλυθεί το Κυπριακό, να απελευθερωθεί και να επανενωθεί ο τόπος.


Πολλές φορές διατυπώνεται το ερώτημα: Η Τουρκία θέλει λύση στο Κυπριακό; Αυτό το ερώτημα διατυπώνεται έχοντας σωστά ως δεδομένο ότι χωρίς την απόφαση της Τουρκίας, λύση δεν μπορεί να επιτευχθεί. Είναι η δική της διαχρονική αντίθεση σε μια λύση που να εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα συμφέροντα των δύο κυπριακών κοινοτήτων και του συνόλου του λαού, που συντηρεί και διαιωνίζει το πρόβλημα.


Για πάρα πολλά χρόνια, θέση της Τουρκίας ήταν ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974. Αυτή ήταν η θέση του στρατιωτικού κατεστημένου και του βαθέως κράτους της Τουρκίας, που καθοδηγείται από το δόγμα ότι η Κύπρος είναι προέκταση της Ανατολίας.


Με την ανάδειξη του κ. Ερντογάν στην εξουσία, η θέση αυτή άλλαξε. Υπήρξε μετακίνηση στη θέση ότι «το Κυπριακό πρέπει να λυθεί». Αυτή, όμως, η θέση δεν συνοδεύθηκε, δυστυχώς, από συγκεκριμένες κινήσεις. Εξαίρεση αποτέλεσε η θετική της στάση για το Σχέδιο Ανάν 5 και στο δημοψήφισμα, όταν διαπίστωσε ότι αυτό το Σχέδιο ήταν κομμένο ραμμένο στα δικά της μέτρα. Από 'κει και πέρα, η ηγεσία της Τουρκίας περιορίστηκε σε μια επικοινωνιακή πολιτική που στόχο έχει όχι τη λύση του προβλήματος, αλλά τον εξωραϊσμό της εικόνας και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.


Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν εργάζεται έμπρακτα για λύση, επισημαίνεται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου της, τον περασμένο Δεκέμβριο. Σε αυτά τα Συμπεράσματα, η Τουρκία καλείται να εργαστεί για λύση.


Έχουμε την εκτίμηση ότι η λύση του Κυπριακού δεν είναι σήμερα στις πρώτες προτεραιότητες της Τουρκίας. Αυτό ασφαλώς δεν μας οδηγεί στην παραίτηση και στην εγκατάλειψη των προσπαθειών για λύση. Ακριβώς το αντίθετο. Με ακόμη μεγαλύτερη ζέση και αποφασιστικότητα συνεχίζουμε τις προσπάθειες έτσι ώστε η Τουρκία να πειθαναγκαστεί να θέσει ως πρώτη προτεραιότητα το Κυπριακό και να υποχρεωθεί να συνεργαστεί για λύση. Εργαζόμαστε ώστε να υποχρεωθεί η κατοχική δύναμη να εφαρμόσει τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ και να σταματήσει να παραβιάζει τον Καταστατικό Χάρτη και το διεθνές δίκαιο στην Κύπρο.


Ο μοχλός άσκησης επιρροής και πίεσης στην Τουρκία για να αλλάξει στάση είναι η ενταξιακή της πορεία και οι ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες. Η παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει τη δυνατότητα για αξιοποίηση αυτού του μοχλού και για αυτό εργαζόμαστε συστηματικά και στοχευμένα. Με την έντονη παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την ανάπτυξη σχέσεων τόσο με αξιωματούχους της Ένωσης όσο και χωριστά με ευρωπαϊκές χώρες. Με την εποικοδομητική και ευέλικτη στάση που διατηρούμε έναντι της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.


Είναι γνωστό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία στηρίζει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, καθώς και την προοπτική της πλήρους ένταξής της. Έχουμε όμως καταστήσει σαφές προς όλους ότι η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζει απρόσκοπτα την ενταξιακή της πορεία χωρίς να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της. Ξεκάθαρη είναι, επίσης, η θέση μας ότι αν η Τουρκία δεν τερματίσει την κατοχή, δεν μπορεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Δυστυχώς, η Τουρκία δεν έχει εκπληρώσει τις κυπρογενείς υποχρεώσεις της με αποτέλεσμα η ίδια να προκαλεί πολλά προβλήματα στον εαυτό της και στην προοπτική υλοποίησης των ευρωπαϊκών της φιλοδοξιών.


Αυτή της η στάση, έχει ήδη κοστίσει στην Τουρκία το πάγωμα πολλών ενταξιακών κεφαλαίων. Το 2006 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πάγωσε οκτώ κεφάλαια ενώ το Δεκέμβριο του 2009 η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας πλήρως τα δικαιώματα του κράτους μέλους, πάγωσε άλλα έξι. Η Τουρκία δεν έχει πλέον στη διάθεσή της πολλά κεφάλαια ώστε να συνεχίσει την πορεία της και αυτό δυσχεραίνει την ενταξιακή της πορεία, όπως δημόσια παραδέχθηκε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κ. Νταβούτογλου σε δημόσιες δηλώσεις του.


Είναι φανερό ότι η Τουρκία, αν θέλει να συνεχίσει χωρίς προβλήματα την ενταξιακή της πορεία, θα πρέπει να βοηθήσει τον εαυτό της εγκαταλείποντας την αρνητική της στάση και υλοποιώντας τις υποχρεώσεις της. Μια από τις υποχρεώσεις που έχει εναποθέσει σε αυτήν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η έμπρακτη συμβολή της στην επίτευξη λύσης στο Κυπριακό, η οποία να στηρίζεται στα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ και στις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Η αξιοποίηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας δεν επιτυγχάνεται με συνθήματα και ανέξοδες δηλώσεις. Η πολυπλοκότητα της κατάστασης χρειάζεται πάντοτε ψύχραιμη και συνετή διαχείριση των εξελίξεων και προσεκτική αξιολόγηση των προοπτικών. Όταν ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διακόψουμε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι έτσι θα ακυρώσουμε τον μοχλό άσκησης πίεσης, αλλά και το κίνητρο της Τουρκίας να αποδεχθεί λύση που να εξυπηρετεί πρώτα απ’ όλα τους Κυπρίους. Μπορεί η αρνητική και ενίοτε προκλητική της στάση να εξοργίζει, αλλά δεν πρέπει με αποφάσεις και ενέργειές μας να περιορίζουμε τις επιλογές μας ούτε και να βρισκόμαστε απομονωμένοι στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο. Εμείς πρέπει να κρατούμε -και κρατούμε- όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά έτσι ώστε να έχουμε περισσότερες επιλογές στη διαμόρφωση της πολιτικής μας για υλοποίηση του βασικού στόχου που είναι η επίλυση του Κυπριακού.


Με τέτοιο τρόπο είχαμε ενεργήσει τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν γινόταν η αξιολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, κινηθήκαμε στο πλαίσιο της κατεύθυνσης που είχε δώσει το Εθνικό Συμβούλιο έστω κι αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι τάχα δεν σεβαστήκαμε αποφάσεις του Σώματος και ότι τάχα πάθαμε πανωλεθρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τίποτα από αυτά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.


Με τον τρόπο που διαχειριστήκαμε την κατάσταση, πετύχαμε την αύξηση της πίεσης πάνω στην Τουρκία με το μονομερές πάγωμα έξι κεφαλαίων και, ταυτόχρονα, διατηρήσαμε ανοικτή την ευρωπαϊκή της προοπτική. Το πάγωμα των κεφαλαίων συνδέθηκε με συγκεκριμένους όρους, τους οποίους η Τουρκία πρέπει να εκπληρώνει κάθε φορά που επιθυμεί το άνοιγμα κάποιου κεφαλαίου. Έτσι, δεν απομονωθήκαμε από τους εταίρους μας και δώσαμε διέξοδο και προοπτική τόσο στην ΕΕ όσο και στην Τουρκία για συνέχιση της ενταξιακής της πορείας.


Αξιολογώντας την κατάσταση με την Τουρκία, πρέπει να έχουμε υπόψη ακόμη δύο παράγοντες, πέρα από την ενταξιακή της προοπτική. Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την εσωτερική κατάσταση στη χώρα και, ειδικά, τη σύγκρουση που μαίνεται μεταξύ των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων από τη μια και του κεμαλικού κατεστημένου από την άλλη.


Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Τουρκία επιδιώκουν τη διενέργεια εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα που επιβάλλει η ενταξιακή της πορεία. Επιπρόσθετα, η ενίσχυση της ενταξιακής πορείας αποτελεί προγεφύρωμα περιορισμού του ρόλου του βαθέως κράτους και των κεμαλιστών στο εσωτερικό της χώρας.


Το κεμαλικό κατεστημένο και το βαθύ κράτος, αρνούνται να παραχωρήσουν προνόμια και ζωτικό χώρο στους κυβερνώντες και προβάλλουν εμπόδια στις μεταρρυθμίσεις. Στην έντονη αντιπαλότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, οι συμβιβασμοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και διέξοδο από τα αδιέξοδα των συγκρούσεων. Μέσα σε αυτήν τη συγκρουσιακή κατάσταση, φαίνεται ότι το βαθύ κράτος καταφέρνει να έχει βαρύνοντα λόγο στη διαχείριση των λεγόμενων εθνικών ζητημάτων της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων περίοπτη θέση κατέχει το Κυπριακό. Αυτό αποτελεί αρνητικό γεγονός και μειώνει τις προοπτικές ουσιαστικής αλλαγής της στάσης της Τουρκίας.


Ο δεύτερος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, είναι ο αναβαθμισμένος περιφερειακός και διεθνής ρόλος της Τουρκίας σαν αποτέλεσμα της συνέργειας πολιτικών, οικονομικών, ενεργειακών, στρατιωτικών και γεωγραφικών λόγων. Τα ανοίγματα της Τουρκίας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε διάφορες περιοχές, έχουν σχέση και με τις προειδοποιήσεις διαφόρων παραγόντων ότι, έτσι και αλλιώς, δεν θα γίνει δεκτή ως πλήρες μέλος της Ένωσης.


Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η Τουρκία είναι περιφερειακή υπερδύναμη. Στις αναλύσεις μας πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τα νέα διεθνή δεδομένα, τα οποία την τελευταία εικοσαετία δεν λειτουργούν με βάση αρχές ένεκα της λεγόμενης νέας τάξης πραγμάτων.


Η Τουρκία με την πολυδιάστατη και δυναμική εξωτερική και διπλωματική πολιτική που αναπτύσσει επιδιώκει την πλήρη αξιοποίηση όλων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει. Η Τουρκία εξελέγη μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κατέχει τη Γενική Γραμματεία της Ισλαμικής Διάσκεψης. Την προεδρία της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Συγκαταλέγεται πλέον στους G20. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για πολιτική και διπλωματική διαμεσολάβηση σε προβλήματα και διενέξεις στην περιοχή. Κάνει διαρκώς ανοίγματα στον αραβικό κόσμο και αναπτύσσει τις σχέσεις της με διάφορες χώρες, όπως με τη Ρωσία, το Ιράν κ.ά.


Δεν πρέπει, λοιπόν, να υποτιμούμε ποσώς τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας. Αντίθετα, εμείς πολύ σοβαρά τον μελετούμε και τον αξιολογούμε. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να επιρρίπτονται άδικα ευθύνες στη δική μας πολιτική για τον αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας και να διατυπώνεται η αυθαίρετη θέση ότι, λίγο-πολύ, αυτή η αναβάθμιση οφείλεται σε δικές μας αδυναμίες. Η εξωτερική μας πολιτική είναι δραστήρια, πολυεπίπεδη και στοχευμένη, καταφέρνει να αντιμετωπίζει τα επικοινωνιακά τεχνάσματα της Τουρκίας και δεν της επιτρέπει να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως συνέβαινε προηγουμένως.


Φίλες και φίλοι,


Για να μπορούμε να θέτουμε συνεχώς την Τουρκία προ των ευθυνών της, επιβάλλεται να υπάρχουν σε εξέλιξη προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Όταν δεν υπάρχουν εν εξελίξει διεργασίες, όταν υπάρχει στασιμότητα και αδιέξοδο παρέχεται η δυνατότητα στην Τουρκία να εδραιώνει τα κατοχικά και τα διχοτομικά δεδομένα.


Μόλις αναλάβαμε την προεδρία του κράτους, αμέσως είχαμε δραστηριοποιηθεί για να τερματιστεί η στασιμότητα που υπήρχε στο Κυπριακό για τέσσερα χρόνια. Αναλάβαμε πρωτοβουλίες για επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου με την υλοποίηση της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου, η οποία στόχο είχε τη δημιουργία ικανού εδάφους να στηρίξει την απευθείας διαπραγμάτευση.


Οι πρωτοβουλίες μας προκάλεσαν την αναζωογόνηση του διεθνούς ενδιαφέροντος στο Κυπριακό και την επανέναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων. Αυτό έγινε έπειτα από μια προπαρασκευαστική περίοδο τεσσάρων μηνών εντατικής εργασίας έξι ομάδων εργασίας και επτά τεχνικών επιτροπών.


Για τα αποτελέσματα των απευθείας διαπραγματεύσεων έχω ήδη αναφερθεί. Θέλω, όμως, να επισημάνω ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων καταθέτουμε θέσεις που στηρίζονται σε αρχές. Αυτές οι αρχές βρίσκονται στα περί Κύπρου Ψηφίσματα του ΟΗΕ. Στηρίζονται στο διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Στηρίζονται στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και 1979 μεταξύ των ηγετών των δύο κυπριακών κοινοτήτων.


Επιπρόσθετα, οι θέσεις μας στηρίζονται σε διαχρονικές θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Αναπόφευκτα, στη διαπραγματευτική διαδικασία συναντούμε και αξιοποιούμε θέσεις που όλοι οι προηγούμενοι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως διαπραγματευτές της ελληνοκυπριακής πλευράς κατά καιρούς, είτε κατάθεσαν είτε αποδέχθηκαν είτε διαπραγματεύτηκαν. Διεξάγουμε συνεχώς αγώνα, με επιμονή σε αρχές, αλλά και με την επίδειξη του απαραίτητου ρεαλισμού. Προσπαθούμε να βελτιώσουμε προηγούμενες θέσεις που η δική μας πλευρά αποδέχθηκε και να οδηγήσουμε σε μια λύση που να μπορεί να λειτουργήσει και να επιβιώσει στο χρόνο.


Πολύς λόγος γίνεται από ορισμένους για δήθεν παραχωρήσεις που έχουμε κάνει στις διαπραγματεύσεις. Συνεχώς αναφέρονται στην εκ περιτροπής προεδρία, τη σταθμισμένη ψήφο και την παραμονή αριθμού εποίκων, τις οποίες χαρακτηρίζουν απαράδεκτες ζητώντας επίμονα την απόσυρσή τους.


Τονίζω εμφαντικά ότι, αν οι θέσεις που έχουμε καταθέσει αποτελούν παραχωρήσεις, υποχωρήσεις ή ό,τι άλλο ορισμένοι τις ονομάζουν, τότε αυτές έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Τόσο το θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας όσο και το θέμα της παραμονής εποίκων δεν είναι σήμερα που συζητούνται. Και οι δύο θέσεις έχουν τη δική τους ιστορία.


Η εκ περιτροπής προεδρία είναι στο τραπέζι από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Υπήρχε και στα πέντε Σχέδια Ανάν από το 2002 μέχρι και το 2004 και ποτέ ως ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν την αμφισβητήσαμε στις διαπραγματεύσεις που κάναμε τότε. Και όχι μόνο. Δεν την αμφισβητήσαμε, όταν το 2005 είχαμε προβεί σε κωδικοποίηση των θέσεών μας ζητώντας συγκεκριμένες αλλαγές επί του Σχεδίου.


Αν η θέση για εκ περιτροπής προεδρία είναι αρνητική, είναι ρατσιστική, διαχωριστική, παραβιάζει τη βασική δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας –σταχυολογώ κάποιες από τις επικρίσεις που λέγονται σήμερα– τότε αυτά θα έπρεπε κανονικά να ισχύουν και προηγουμένως. Τότε όμως αυτά δεν λέγονταν. Τώρα τί έχει αλλάξει και θέσεις που δεν απορρίψαμε ποτέ προηγουμένως, ξαφνικά έγιναν αντιδημοκρατικές και ρατσιστικές; Ας δώσει ο καθένας τις δικές του απαντήσεις.


Η ουσία του όλου θέματος δεν βρίσκεται στο αν οι συγκεκριμένες θέσεις ξανασυζητήθηκαν ή όχι στο παρελθόν. Η ουσία βρίσκεται στο ίδιο το περιεχόμενο των προτάσεων που έχουμε καταθέσει. Οι προτάσεις θα πρέπει να αξιολογούνται στη βάση του περιεχομένου τους και να συγκρίνονται με τις αντίστοιχες πρόνοιες του Συντάγματος του 1960, χωρίς ασφαλώς να παραγράφουμε τις συνθήκες και τα δεδομένα που δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή.


Επιπρόσθετα, οι προτάσεις θα πρέπει να αξιολογούνται συνολικά και όχι αποσπασματικά, κάτι που, δυστυχώς, δεν γίνεται όταν ασκείται κριτική και απορρίπτονται συλλήβδην. Να μου επιτρέψετε, λοιπόν, να προβώ σε αξιολόγηση της πρότασής μας για την εκτελεστική εξουσία που συγκεντρώνει τις περισσότερες επικρίσεις.


Προηγούμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας αποδέχθηκαν την εκ περιτροπής προεδρία μέσα από το Προεδρικό Συμβούλιο το οποίο θα εκλεγόταν από τη Γερουσία, δηλαδή με έμμεση ψηφοφορία και όχι απευθείας από το λαό, στην οποία υπάρχει ίσος αριθμός μελών από την κάθε κοινότητα.


Η πρότασή μας περιλαμβάνει εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου απευθείας από το λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, με διασταυρούμενη ψήφο. Δηλαδή, οι Ελληνοκύπριοι θα ψηφίζουν και για την εκλογή Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου, όπως και οι Τουρκοκύπριοι για την εκλογή Ελληνοκύπριου Προέδρου. Ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος θα έχει τέσσερα χρόνια θητεία και ο Τουρκοκύπριος δύο. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος δεν θα έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, ενώ οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τους Υπουργούς, οι οποίοι θα διορίζονται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο αντίστοιχα για την κάθε κοινότητα. Η ψήφος των Ελληνοκυπρίων, για την εκλογή και μόνο του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου, θα σταθμίζεται και θα ισούται με το συνολικό ποσοστό των Τουρκοκυπρίων που θα είναι εγγεγραμμένοι στον κοινό εκλογικό κατάλογο. Αυτές είναι οι βασικές πρόνοιες της πρότασής μας.


Λέγεται ότι η σταθμισμένη ψήφος είναι παραβίαση της δημοκρατικής αρχής. Η σταθμισμένη ψήφος είναι αναπόφευκτη συνέπεια της διασταυρούμενης ψήφου. Αν θέλουμε –και εμείς θέλουμε– να υπερβούμε το διαχωριστικό στοιχείο της χωριστής ψηφοφορίας που προβλέπεται στο Σύνταγμα του 1960 και διαιωνίζει τη διαίρεση τότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να σταθμίζεται η ψήφος της μεγαλύτερης πληθυσμιακά κοινότητας. Εκτός και αν αναμένουμε ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα αποδεχθεί να της αφαιρεθεί το δικαίωμα στη χωριστή εκλογή Αντιπροέδρου, το οποίο προβλέπει το Σύνταγμα του 1960 και, ταυτόχρονα, να της επιβάλλει η ελληνοκυπριακή κοινότητα τη θέλησή της με τις περισσότερες ψήφους που διαθέτει.


Η πραγματική επιλογή είναι: Είτε να επιστρέψουμε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1960 για εκλογή Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου με χωριστές ψηφοφορίες, είτε να εκλέγονται με κοινή ψηφοφορία και η κάθε κοινότητα να έχει λόγο και για τους δύο. Η πρώτη επιλογή συντηρεί το διαχωρισμό. Η δεύτερη προωθεί την ενότητα και τη συναίνεση, υποχρεώνει εκ των πραγμάτων τους όποιους υποψήφιους να απευθύνονται όχι μόνο στην κοινότητά τους, αλλά και στην άλλη κοινότητα, γιατί χωρίς τις ψήφους και των δύο κοινοτήτων δεν θα μπορούν να εκλεγούν. Αυτή η προϋπόθεση αντικειμενικά δημιουργεί δυναμική συναίνεσης και συνεργασίας και όχι αντιπαράθεσης.


Επιπρόσθετα, σημειώνω ότι εκλογικά συστήματα με στάθμιση ψήφων υπάρχουν αρκετά στον κόσμο, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο τέως Πρόεδρος Τζόρτζ Μπους είχε κερδίσει δεύτερη θητεία έστω και αν έλαβε δύο εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από τον ανθυποψήφιό του Αλ Γκορ.


Πολλές είναι και οι σταθμίσεις ψήφων που υπάρχουν στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά μετά την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αυτές οι σταθμίσεις γίνονται για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της Ένωσης. Παράλληλα, επιχειρείται μέσα από αυτές η διασφάλιση ισορροπιών μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων χωρών χωρίς να μηδενίζονται τα αριθμητικά δεδομένα, αλλά και χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα κανενός.


Το ίδιο θα ισχύει και στην Κύπρο. Με τη διαφορά ότι στην Κύπρο δεν μπορεί να παραγνωριστούν τα δεδομένα που απορρέουν από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και που η τουρκοκυπριακή κοινότητα τα έχει ως κεκτημένα. Και πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα δεδομένα που δημιουργεί η κατοχή και η παρουσία χιλιάδων τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Εκτός και αν θεωρούμε ότι με μαξιμαλιστικές θέσεις θα υποχρεώσουμε την Τουρκία να αποχωρήσει από την Κύπρο. Ο μαξιμαλισμός και η διεκδίκηση του ευκταίου, όπως αποδεικνύει τόσο η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου όσο και η παγκόσμια ιστορία, δεν οδηγούν σε αποδεκτές λύσεις. Οδηγούν είτε σε παγίωση απαράδεκτων καταστάσεων είτε σε καταστροφή.


Θέλω να πω μερικά λόγια και για το θέμα της παραμονής αριθμού εποίκων μετά τη λύση. Επικρίνομαι γιατί έχω αποδεχθεί την παραμονή αριθμού εποίκων μετά από τη λύση του Κυπριακού. Ερωτώ: Σήμερα έχει αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά παραμονή εποίκων με τη λύση του Κυπριακού; Ασφαλώς όχι. Η θέση αυτή είναι πολύ παλιά.


Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η ένσταση που είχαμε στο Σχέδιο Ανάν για τους έποικους ήταν ότι δεν προβλεπόταν οροφή. Εμείς θέσαμε οροφή θέτοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όρους και προϋποθέσεις περισσότερες από αυτές που έθετε η πλευρά μας σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις.


Παράλληλα, εμείς ζητούμε απογραφή πληθυσμού πριν τη λύση για να είναι ξεκάθαρο ποιοι είναι έποικοι και ποιοι όχι, για να μπορούμε να γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί που θα αποκτήσουν κυπριακή ιθαγένεια η οποία θα τους παραχωρηθεί από το ομοσπονδιακό κράτος. Δεν θα ισχύει δηλαδή η ιθαγένεια που απέκτησαν από το ψευδοκράτος.


Υποστηρίζεται ότι έπρεπε πρώτα να ζητήσουμε όπως αναγνωριστεί ο εποικισμός ως έγκλημα πολέμου και ύστερα να δεχθούμε παραμονή εποίκων. Ο εποικισμός είναι όντως έγκλημα πολέμου και αυτό το λέμε συνεχώς. Άλλωστε, είναι στη βάση αυτής της θέσης αρχής που ζητούμε τον τερματισμό του εποικισμού και την απόσυρση των εποίκων. Ποιό είναι όμως το πραγματικό ερώτημα; Δεχόμαστε ότι, τελικά, μετά τη λύση θα παραμείνει ένας αριθμός εποίκων στην Κύπρο για λόγους ανθρωπιστικούς ή όχι;


Η απάντηση βρίσκεται σε δημόσιες δηλώσεις που γίνονται ακόμα και από επικριτές μου για την παραμονή εποίκων. Δηλώνουν έτοιμοι να αποδεχθούν την παραμονή ακόμη και μεγαλύτερου αριθμού εποίκων από τις πενήντα χιλιάδες. Τελικά, η ουσία πού βρίσκεται; Δεν είναι στο πόσοι έποικοι και στη βάση ποιών κριτηρίων θα παραμείνουν μετά από τη λύση;


Το ότι προτείναμε παραμονή αριθμού εποίκων στην αρχή και όχι στο τέλος της διαπραγμάτευσης, όπως επικρινόμαστε, έχει να κάνει με την τακτική που ακολουθήσαμε. Αξιοποιήσαμε μια γνωστή θέση της ελληνοκυπριακής κοινότητας για να τεκμηριώσουμε την καλή μας θέληση έναντι της διεθνούς κοινότητας. Και αυτή η θέση, πρέπει να πω, ότι διεθνώς μετρά πολύ.


Εδώ και καιρό συντηρείται μια συζήτηση στην Κύπρο για απόσυρση θέσεων από το διαπραγματευτικό τραπέζι. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις και πολιτικά πρόσωπα που καθημερινά ζητούν απόσυρση της εκ περιτροπής προεδρίας και της σταθμισμένης ψήφου, καθώς και της παραμονής εποίκων μετά από τη λύση. Δικαίωμα του καθενός να έχει τις θέσεις του και να τις προβάλλει. Είναι πεποίθησή μου, όμως, ότι αυτό το καθημερινό αναμάσημα περί απόσυρσης θέσεων, μπορεί να ικανοποιεί και να εξυπηρετεί τις όποιες πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες, αλλά σίγουρα δεν εξυπηρετεί την πολιτική της ελληνοκυπριακής πλευράς ούτε και ενισχύει την αξιοπιστία της.


Δεν μπορεί εμείς να δηλώνουμε ομόφωνα ότι επιθυμούμε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων από το σημείο μάλιστα που έχουν διακοπεί και, παράλληλα, συνεχώς να αναλωνόμαστε σε μια μονότονη και αδιέξοδη συζήτηση αν θα αποσύρουμε προτάσεις ή όχι.


Διερωτώμαι, αν αξιολογούν ορισμένοι ποιος ευνοείται από μια ενδεχόμενη απόσυρση θέσεων και ποιος θα βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου για αδιαλλαξία και απορριπτισμό. Θα ευνοηθεί ασφαλώς η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή πλευρά η οποία εμφανίζεται ευέλικτη και έτοιμη να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση και θα αποδοθούν ευθύνες σ' εμάς.


Για μια ακόμα φορά, υπογραμμίζω ότι οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται επί της αρχής ότι «τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο, αν δεν συμφωνηθούν όλα». Η διαπραγμάτευση είναι μια ανοικτή και συνεχής διαδικασία και, ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που είναι ο διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής κοινότητας, έχει την ευχέρεια, αφού συνεκτιμηθούν και αξιολογηθούν όλα τα δεδομένα, αν το κρίνει και αν το αποφασίσει, να εμπλουτίσει, να τροποποιήσει, να αναδιαμορφώσει ή να αντικαταστήσει προτάσεις.


Ενόψει της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, κρίνω ότι η όποια απόσυρση θέσεων θα είναι ζημιογόνα τόσο για την προοπτική επίτευξης λύσης όσο και για την αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς. Κάνω έκκληση, λοιπόν, προς όλους να τερματιστεί η δημόσια συζήτηση περί απόσυρσης θέσεων. Πέρα από τη ζημιά που προκαλεί, δημιουργεί και αχρείαστες αντιπαραθέσεις και υποσκάπτει την ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο. Χωρίς ενότητα και συναίνεση, τα δεδομένα για επίτευξη λύσης καθίστανται ακόμη πιο δυσχερή. Αυτό το θέμα, όπως και πολλά, μπορούμε να τα συζητούμε -και τα συζητούμε- στο Εθνικό Συμβούλιο.


Αγαπητοί φίλοι απόδημοι,


Η λύση του Κυπριακού δεν ήταν ποτέ εύκολη. Από τη στιγμή που η χούντα των Αθηνών και η ΕΟΚΑ Β’ έδωσαν τη δυνατότητα στην Τουρκία, με το προδοτικό πραξικόπημα που διενήργησαν, να εισβάλει και παράνομα να κατέχει μεγάλο μέρος της επικράτειας της χώρας μας, ο τερματισμός της κατοχής και η επανένωση της χώρας και του λαού έγινε πραγματικός Γολγοθάς.


Οι δυσκολίες όμως δεν μας πτοούν και δεν εγκαταλείπουμε τον αγώνα. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε στηριγμένοι πάντοτε σε αρχές για να απελευθερώσουμε τον τόπο μας, για να επανενώσουμε το λαό μας.


Για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέπουν στο λαό μας ελεύθερα, ειρηνικά και ασφαλισμένα να οικοδομεί το ευτυχισμένο μέλλον του. Μαζί Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι, πραγματικοί αφέντες στον τόπο τους, στον τόπο μας.