28/10/13

Ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Ι. Νικολάου για την 28η Οκτωβρίου 1940, στον Ιερό Ναό Σωτήρος, στη Λάρνακα


Κάθε συναπάντημα των όπου γης Ελλήνων για τον εορτασμό των εθνικών επετείων, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα, ανεκτίμητης αξίας, εθνικά μας κεφάλαια. Με τον εορτασμό της επετείου του ΟΧΙ, επιβεβαιώνουμε την εθνική μας φυσιογνωμία. Εμπλουτίζουμε το αξιακό μας σύστημα και αναπροσαρμόζουμε το διαχρονικό της περιεχόμενο, σε χρόνο ενεστώτα.

Η ηρωική αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα Βερολίνο – Ρώμη - Τόκιο, μας ανύψωσε ξανά στην εκτίμηση των εθνών. Μας εξασφάλισε το ιστορικό μας μέλλον, και μας ρίζωσε ακόμα πιο βαθιά στις αξίες του πολιτισμού και στα οράματα του Γένους μας. Είναι γι’ αυτό που η αρχαία ρήση «ουδέν γαρ μείζον εστί άνθρωποις Έλλησιν της ελευθερίης», δεν υπάρχει τίποτε δηλαδή σημαντικότερο για τους Έλληνες από την ελευθερία, προδιαγράφει από τον 3ον αιώνα προ Χριστού, την ιστορική συμπεριφορά των Ελλήνων και συγκροτεί το ήθος μας στις ώρες των μεγάλων αποφάσεων.
Είναι γι’ αυτό τον λόγο, που ο ελληνικός λαός, με το άκουσμα των σειρήνων και πληροφορούμενος το τί είχε προηγηθεί στην οικία του Ιωάννη Μεταξά, ούτε πτοήθηκε, ούτε και περιήλθε σε απαισιόδοξους μαθηματικούς υπολογισμούς. Επανάλαβε το ιστορικό "ΟΧΙ" ως παλλαϊκή πρόταξη και συμπύκνωσε σε αυτά τα τρία γράμματα, ολόκληρο το κλέος του ελληνικού του παρελθόντος. Όπως εύστοχα θα δηλώσει αργότερα, ο πρόεδρος Ρούσβελτ: είτε τριών ωρών, είτε τριών ημερών, είτε τριών χρόνων ήταν το ιταλικό τελεσίγραφο, η απάντηση του ελληνικού λαού θα παρέμενε ακριβώς η ίδια.
Περιγράφοντας τα δικά του συναισθήματα ο λογοτέχνης Κώστας Ουράνης, αποδίδει εύγλωττα το πνεύμα των ιστορικών εκείνων στιγμών:
«Δεν με κατέλαβε φοβισμένη ταραχὴ (...) για τις πιθανότητες της ήττας και τις συνέπειές της. Δεν με κέντρισε τυφλό πολεμικό μένος. Τίποτα. Ό,τι ένιωθα (..) δεν το είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου και σε κανένα, πριν, άλλο πόλεμο. Ήταν σαν να είχα μπει σε μια «κατάσταση Χάριτος». Η ψυχή μου ήταν γεμάτη κατάνυξη (...) Και μέσα σ᾿ αυτήν την κατάνυξη, ευαγγελίστηκα την Ελλάδα.»
Με το που ηχούν λοιπόν οι σειρήνες του πολέμου, ολόκληρη η Ελλάδα συγκλονίζεται από διαδηλώσεις. Στην Αθήνα, οι διαδηλωτές σπάζουν τα γραφεία της Alitalia και κατευθύνονται στην Βρετανική πρεσβεία. Το σύνθημα «Δώστε μας όπλα» δονεί την αθηναϊκή πρωτεύουσα. Τέτοια ήταν η ασύγγνωστη ιστορικά πλάνη των Ιταλών που αναγκάζει τον αρθρογράφο της Καθημερινής να διερωτάται:
«Πότε η Ελλάς επαρεδόθη αμαχητί; Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματός της; Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεών της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της διά να μάθη έπειτα αν έχη την δυνατότητα να υπερασπίση την τιμήν της;»
Εβδομήντα τρία χρόνια σαν σήμερα, η μικρή, αιμάζουσα από τους συνεχείς πολέμους Ελλάδα, η Ελλάδα των 8 εκατομμυρίων ψυχών, έμελλε να παραδώσει στην φοβισμένη και ηττοπαθή Ευρώπη τα ιστορικά της διαπιστευτήρια. Έμελλε, για ακόμα μια φορά, να στρέψει τους προβολείς της παγκόσμιας ιστορίας, πάνω από το δικό της γεωγραφικό χώρο.
Πρωτοφανή απήχηση είχε η είδηση για την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο και στην ιδιαίτερη μας πατρίδα. Με την κήρυξη του καταργούνται τα έκτακτα μέτρα και ξεδιπλώνονται οι ελληνικές σημαίες, οι οποίες είχαν απαγορευτεί από το Οκτώβριο του ‘31. Με τις υποσχέσεις των Βρετανών για παραχώρηση αυτοδιάθεσης, πάνω από 20 χιλιάδες συμπατριώτες μας κατατάσσονται εθελοντικά στο Κυπριακό Σύνταγμα και πολεμούν σε διάφορα μέτωπα της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Άλλοι 1400 στρατολογούνται στον Ελληνικό Στρατό, ενώ περίπου 200 γυναίκες στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Η Κύπρος, δηλώνει για πολλοστή φορά παρούσα στις συναντήσεις του ελληνικού λαού με την ιστορία. Του ίδιου λαού, που έτρεψε σε φυγή τα ασιατικά στίφη των Περσών τον 5ον αιώνα π.χ.. Του ίδιου λαού, που τώρα περίμενε τον πάνοπλο στρατό του Μουσολίνι στα σύνορα της Αλβανίας. Και τον λαό αυτό, τον ενδιέφερε ξανά, όπως και τότε, όχι για το πόσοι είναι οι εχθροί του, αλλά για το πού βρίσκονται.
Η επίθεση της επίλεκτης ιταλικής μεραρχίας Τζούλια ξεκινά από τις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου. Την προέλαση προς τα Γιάννενα, για να διευκολύνουν "άνετο περίπατο" των υπολοίπων μεραρχιών προς την Αθήνα, γρήγορα διαδέχεται η απογοήτευση από τα πυκνά πυρά των ταμπουρωμένων φαντάρων. Αναπόσπαστο μέρος της ραψωδίας των Ελλήνων, αποτέλεσε η αλησμόνητη συμβολή των κατοίκων της Ηπείρου. Γέροι, γριές και κόρες φορτώνουν πολεμοφόδια και τραυματίες στην πλάτη τους. Σκαρφαλώνουν σε γκρεμούς. Μέσα στη βροχή και στο σκοτάδι, στη λάσπη και στο ψύχος. Αναλαμβάνουν τη μέριμνα των μαχόμενων φαντάρων και συντελούν καθοριστικά στην διατήρηση του ηθικού τους. Σύντομα τα ελληνικά στρατεύματα, θα περάσουν στην αντεπίθεση.
Την 1η Νοεμβρίου το ηρωικό απόσπασμα Πίνδου, ανακαταλαμβάνει την γραμμή "Γύφτισσα - Οξυά" και οι πόλεις της Βορείου Ηπείρου, Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα, Κλεισούρα, Τεπελένι καταλαμβάνονται η μια μετά την άλλη. Είκοσι ημέρες μετά την εισβολή και οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα μακριά από τα ελληνικά σύνορα.
Δεν υπολόγισαν ποτέ την κρυμμένη δύναμη του μικρού λαού, που μοχθούσε δίπλα τους. Υποτίμησαν την ελληνική ψυχή, νόμιζαν πως είχαν να κάνουν μ’ ένα λαό χωρίς όπλα και τιμή, έτοιμο να σκιαχτεί στην πρώτη φοβέρα. Σκέφτηκαν μονάχα την υπεροπλία τους. Πως ήταν δέκα φορές πιο ισχυροί.
Δεν ήξεραν τον Λεωνίδα και τον Παλαιολόγο. Το Σούλι και τους Μακεδονομάχους. Η αλαζονική βεβαιότητα που τους χάριζε η υπεροπλία τους, δεν τους επέτρεπε να διανοηθούν την κρυμμένη αρετή, που καλλιεργεί στη ψυχή του Έλληνα, η ιδέα της πατρίδας.
Οι νίκες των μαχητών του Γράμμου, οι μοναδικές μέχρι τότε κατά του Άξονα, φέρνουν τα πρώτα χαμόγελα ελπίδας και οι αχτίδες της Νίκης ζεσταίνουν τις παγωμένες ψυχές της ανθρωπότητας. «Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» αναφέρει σε ραδιοφωνικό διάγγελμα του, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίστον Τσώρτσιλ.
Η παταγώδης αποτυχία της ιταλικής εκστρατείας εξοργίζει τον Χίτλερ που διαβλέπει τον κίνδυνο εκτροπής των γεωστρατηγικών του σχεδίων. Στις 6 Απριλίου του 1941, η ναζιστική Γερμανία εισπράττει το δεύτερο ελληνικό ΟΧΙ και εισβάλει στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας ταυτόχρονα. Οι λιγοστές ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μακεδονία, αδυνατούν να ανακόψουν την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων, αφού το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού βρίσκεται βαθιά μέσα στην Αλβανία.
Η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με τους δυο μεγαλύτερους στρατούς ξηράς στον κόσμο, ενώ αντιμετωπίζει ταυτόχρονα βουλγαρικές και αλβανικές επιθέσεις. Τρία μερόνυχτα πολέμου ήταν αρκετά για να κατανοήσουν οι Γερμανοί τους λόγους που οδήγησαν την ιταλική εκστρατεία σε φιάσκο. Τελικά, στις 8 Απριλίου του ’41 οι Γερμανοί περνώντας μέσα από τη Γιουγκοσλαβία που κατέρρεε, εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη. Η διαταγή να σταματήσουν τον πόλεμο φτάνει την επόμενη μέρα.
Έκπληκτοι οι Γερμανοί αντικρίζουν τους Έλληνες μαχητές να βγαίνουν από τα χαρακώματα, τσακισμένοι από την κούραση και τις κακουχίες του αδυσώπητου αγώνα που έδιναν για μήνες. Στους Παλιουριώνες, ο Γερμανός συνταγματάρχης παρατάσσει ένα ολόκληρο τάγμα ως τιμητικό απόσπασμα και καλεί τον Έλληνα διοικητή να το επιθεωρήσει. Η Ναζιστική σημαία αναρτάται μόνο μετά την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Η γενναιότητα των Ελλήνων αναγκάζει τον ίδιο τον Χίτλερ, να εξάρει τις αρετές τους, λέγοντας πως «χάριν της ιστορικής αλήθειας οφείλω να ομολογήσω ότι, από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, μόνο οι Έλληνες, πολέμησαν με ύψιστο ηρωισμό και ύψιστη περιφρόνηση προς τον θάνατο».
Η καθοριστική συνεισφορά της μικρής Ελλάδας ως προς στην έκβαση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου είναι σε όλους γνωστή. Ανέτρεψε το σύνολο των σχεδίων της Γερμανίας, την ανάγκασε να αναβάλει για 6 εβδομάδες την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης και δημιούργησε την πρώτη μεγάλη καμπή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνική αυτοθυσία αναγκάζει τον Στάλιν να ομολογήσει ότι «Λυπάμαι διότι γηράσκω και δεν θα ζήσω επί μακρόν για να ευγνωμονώ τον Ελληνικόν Λαόν, του οποίου η αντίστασις έκρινε τον 2ον Παγκόσμιο Πόλεμο.»
Αυτό είναι το πεπρωμένο μας, ν' αντιμετωπίζουμε εχθρούς και να δημιουργούμε εποποιίες. Αγώνες, θυσίες, ολοκαυτώματα… Δάφνες, μεγαλεία και δόξες.
Ελληνίδες και Έλληνες,
Οι θυσίες του κυπριακού λαού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λησμονήθηκαν νωρίς από τους τότε συμμάχους μας. Ξέχασαν τους κοινούς μας αγώνες και την προσήλωση των Κυπρίων στα οικουμενικά ιδεώδη. Πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της συνθηκολόγησης του Άξονα, αγνοήθηκαν οι 5 χιλιάδες τραυματίες και αιχμάλωτοι Κύπριοι. Οι 650 νεκροί συμπατριώτες μας, που βρίσκονται θαμμένοι σε 18 χώρες ανά το κόσμο.
Η υπόσχεση που οδηγούσε στην αυτοδιάθεση και κατ’ επέκταση στην Ένωση, σύντομα αποδείχθηκε ψέμα. Στα ειρηνικά διαβήματα των Κυπρίων οι Βρεττανοί απαντούν ανερυθρίαστα, «Ουδέποτε» και η ελληνική δόξα του ‘40 σύντομα μεταφέρεται στα αιματόβρεχτα χώματα της Κύπρου. Παρόλα ταύτα, ο επιτυχής αγώνας της ΕΟΚΑ, δεν κεφαλαιοποιείται πολιτικά με αποτέλεσμα το δοτό σύνταγμα να οδηγήσει σύντομα σε εμπλοκές. Για ακόμα μια φορά, τα εμφιλοχωρούντα ζιζάνια της διχόνοιας, επανεμφανίζονται μεταξύ Ελλήνων και σύντομα οδηγούν το τόπο στην πόλωση και εν τέλει στην καταστροφή. Καραδοκώντας, ο επιτήδειος ουδέτερος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο τότε εμπορικός σύμμαχος του Χίτλερ, δράττει την ευκαιρία και το καλοκαίρι του ‘74 ακρωτηριάζει την Κύπρο. Έγκλημα, το οποίο - όπως και τόσα άλλα - εξακολουθεί να παραμένει στο μακρύ κατάλογο του ποινικού μητρώου της Τουρκίας.
Ο λαός μας σήμερα, εξακολουθεί να βιώνει τις τραγικές συνέπειες της εισβολής και για 39 χρόνια τώρα, τις παρενέργειες του μιάσματος της κατοχής. Ας αδράξουμε λοιπόν την ευκαιρία που μας παρέχει η σημερινή επιβεβλημένη εκδήλωση για να σταθούμε με περίσκεψη απέναντι στην κρισιμότητα των στιγμών που περνά η πατρίδα μας και να προσμετρήσουμε τις δικές μας ευθύνες.
Την ευθύνη για συνέχιση των προσπαθειών μας για επανένωση της πατρίδας μας. Την ευθύνη για συμφιλίωση και δημιουργία προϋποθέσεων πραγματικής ειρήνης και ασφάλειας. Ευθύνη που θα δώσει τέλος στη τουρκοποίηση των κατεχομένων εδαφών μας, θα ανακόψει την ροή των εποίκων, θα απαλλάξει την πατρίδα μας από τα κατοχικά στρατεύματα και θα δημιουργήσει συνθήκες ενότητας και συνδημιουργίας για το σύνολο του κυπριακού λαού.
Αυτό που απαιτείται, όπως έχει τονίσει κατ΄ επανάληψη ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι οι βασικές αρχές των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, οι αρχές και οι αξίες της ΕΕ, να τύχουν σεβασμού από τους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους και από την Τουρκία, αλλά ιδιαίτερα και από τους ίδιους τους απεσταλμένους των Ηνωμένων Εθνών. Γι αυτό ας γίνει ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση πως «όσο αποφασισμένοι είμαστε να συνομιλήσουμε και να πετύχουμε αυτό που θα γίνεται αποδεκτό και από τους Ελληνοκύπριους, άλλο τόσο είμαστε αποφασισμένοι να παρακάμψουμε και να αγνοήσουμε και τις όποιες πιέσεις, τις όποιες σκοπιμότητες, προκειμένου να μπούμε σε ένα διάλογο χάρη του διαλόγου».
Γιατί πιστεύουμε ότι απαλλαγμένοι από τα δεσμά της κατοχής, η λύση του Κυπριακού μπορεί να αποβεί ο καταλύτης για την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση, να προοδεύσουμε μέσα στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία ανήκουμε ολοκληρωτικά και χωρίς παλινδρομήσεις.
Ως κυβέρνηση, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, για να εξέλθουμε από τα δεινά της οικονομικής κρίσης το συντομότερο δυνατό. Είμαστε έτοιμοι και το έχουμε αποδείξει, να συγκρουστούμε με τα κατεστημένα. Να σπάσουμε τα αποστήματα και να οδηγήσουμε αυτούς που ευθύνονται για τα δεινά της σημερινής κατάστασης, ενώπιων της Δικαιοσύνης. Όποιοι και εάν είναι. Όπου και εάν ανήκουν.
Μόνο με αυτό τον τρόπο θα προκύψει η εξιλέωση. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουν νόημα οι οικονομικές θυσίες του δοκιμαζόμενων συμπολιτών μας. Δεν μπορούμε να θεσμοθετήσουμε την ευθυξία. Θέλουμε όμως και μπορούμε να απαιτήσουμε επιτέλους σε αυτό το τόπο, την εμπέδωση της λογοδοσίας και την ανάληψη ευθύνων. Αυτή είναι η προμετωπίδα μας και όσοι δεν την ασπάζονται, είναι δικαίωμα τους να απέχουν.
Σε αυτή μας την προσπάθεια, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να αδικήσουμε και να προδώσουμε όσους θυσιάστηκαν διαχρονικά για την ελευθερία του Ελληνισμού και της ιδιαίτερής μας πατρίδας. Αυτό είναι το ιστορικό μας χρέος, έναντι στις απελθούσες και επερχόμενες γενεές των Ελλήνων της Κύπρου. Και σε αυτή μας την οφειλή, ας έχουμε αείποτε φάρο αγωνιστικότητας και έμπνευσης, το Έπος του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης των Ελλήνων αδελφών μας.