21/7/13

ΟΜΙΛΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ. ΦΩΤΗ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΞΥΛΟΤΥΜΠΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΥΜΕΝΩΝ
(Σάββατο 20 Ιουλίου 2013 στις 19.45 μ.μ, Προαύλιο Ι.Ν. Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας, Ξυλοτύμπου)

«Σε σταύρωσαν μητέρα,
σου μπήξαν το μαχαίρι στην καρδιά.
Σου πήρανε το σπλάχνο σου
κι ακόμα αντέχεις…
Είσαι η ίδια η Κύπρος μας,
Μάνα, Γυναίκα κι Αδελφή.
Γονατίζω και σε προσκυνώ».

Σεβαστές Μάνες των αγνοουμένων της Ξυλοτύμπου και της Κύπρου μας,
Πανιερώτατε,
Σεβαστό Ιερατείο,
Κύριοι Πρόεδροι των Κοινοτικών Συμβουλίων,
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι,
Κυρίες και Κύριοι,

Επιτρέψτε μου απόψε, να ξεφύγω από το πρωτόκολλο και να αφήσω τους συμβολικούς στίχους του Ανδρέα Βλάμη, να ωθήσουν τη σκέψη μακριά. Να την περιφέρουν στις μαυροφορημένες μάνες των αγνοουμένων μας και τότε, είναι σίγουρο ότι τα λόγια, θα χάσουν τη δύναμη και την ουσία τους. Το μοιρολόι, σμίγει με αυτό της Παναγιάς, όταν αντίκρισε τον Χριστό μας σταυρωμένο. Η τρεμάμενη φωνή καθεμιάς, ραγίζει τις ψυχές μας. Μόνο αυτή μπορεί ν’ ακούγεται πια.
Τη θυμάμαι στα οδοφράγματα να δακρύζει, κρατώντας τη φωτογραφία του παιδιού της. Να προσπαθεί να ορθώσει το ανάστημά της, έτσι που να τη  σηκώσει όσο πιο ψηλά γίνεται. Να τη δει κάποιος περαστικός που γνώρισε τον γιό της και να της ψελλίσει δυο λόγια παρηγοριάς. Να της πει ότι τον είδε ζωντανό και μια μέρα, ίσως πολύ σύντομα, θα επιστρέψει. Μα κι αν της εξομολογηθεί ότι τον είδε νεκρό, πως θα αντέξει το φορτίο; Μπορεί η καρδιά να σηκώσει τέτοιο μαρτύριο; Φτάνει να ξέρει ότι η σφαίρα της προδοσίας, τον βρήκε στην καρδιά κι όχι στην πλάτη. Ότι δεν πόνεσε πολύ και ο θάνατος επήλθε ακαριαίος. Έτσι Λακωνικά, με πίκρα και καμάρι μαζί, θα μπορεί να διηγείται στα εγγόνια της τα κατορθώματα του ήρωα γιού της. Του λεβέντη που γέννησε και χάρισε στην Πατρίδα. Έτσι τη θυμάμαι τη μάνα του αγνοουμένου, περήφανη και υπομονετική.
Τη θυμάμαι να στρώνει το τραπέζι και να βάζει ένα ακόμα πιάτο στη μέση. Εκεί όπου συνήθιζε ο γιος της να κάθεται, όταν επέστρεφε από τη δουλειά ή ερχόταν με έξοδο από τη Μονάδα που υπηρετούσε. Μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή. Μπορεί να πεινά και να διψά. Άλλωστε, ήταν καλοκαίρι όταν έφυγε. Και τα καλοκαίρια, μετρούν το χρόνο. Τις ατέλειωτες ώρες της προσμονής και της κρυφής ελπίδας να ξεπηδά, κάθε φορά που μια σκιά ξεπροβάλλει στην πόρτα. Μα «ο γιος μου ήταν αψηλός και ολόρθος», δε θα’ ναι αυτός. Και το μαρτύριο της καρτερίας συνεχίζεται. Έτσι τη θυμάμαι τη μάνα του αγνοουμένου, περήφανη και υπομονετική.
Τη θυμάμαι να λυγίζει στο χρόνο, να μην αντέχει το μεγάλο φορτίο του άδικου χαμού και της προσμονής. Να φεύγει ψελλίζοντας το όνομα του παιδιού της που δεν πρόλαβε να δει, πριν αναχωρήσει για να συναντήσει τον Κύριο. Να σφίγγει με πείσμα τη φωτογραφία του, ένα δικό του κομμάτι ρούχου, ένα παιδικό του παιχνίδι. Και στο τέλος η αγαλλίαση. Μάλλον τον βλέπει από μακριά να της χαμογελά. Έτσι τη θυμάμαι τη μάνα του αγνοουμένου, περήφανη και υπομονετική.  
Τη βλέπω να βουρκώνει, κάθε φορά που παρίσταμαι σε κηδείες λειψάνων αγνοουμένων μας. Μπορεί το σώμα να την έχει προδώσει, όμως με ακλόνητη πίστη, στέκεται με δύναμη δίπλα από το φέρετρο του παιδιού της. Να παρακαλεί τον Δημιουργό να της δώσει δύναμη, να αντέξει λίγο ακόμα για να κηδεύσει τα όσια οστά του. Μπορεί να μην είναι όλα, αλλά είναι αρκετά να επιφέρουν ανακούφιση στην πονεμένη της ψυχή. Αυτό περίμενε και αυτό παρακαλούσε 39 τόσα χρόνια. Κηδεία αξιοπρέπειας και μετά ας παραδώσει το πνεύμα για να τον συναντήσει αλλού. Εκεί που δεν υπάρχει το ανθρώπινο μίσος, η οδύνη και ο πόνος. Έτσι αντικρίζω τη μάνα του αγνοουμένου, περήφανη και υπομονετική.          
Κυρίες και Κύριοι,
Η αποψινή αντικατοχική εκδήλωση, είναι αφιερωμένη στη μάνες των αγνοουμένων της κοινότητας Ξυλοφάγου, αλλά και σ’ όλες τις μάνες της Κύπρου μας που διήλθαν μαρτυρικά, τέσσερις σχεδόν δεκαετίας προσμονής των παιδιών τους, που έπεσαν θύματα της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Προς τιμήν της κάθε μάνας που κήδευσε ή αναμένει υπομονετικά την επιστροφή του γιού της. Στην πανανθρώπινη στοργική φιγούρα, που έγινε σύμβολο αγώνα και αντίστασης. Καρτερίας και υπενθύμισης των εθνικών μας επιταγών.
Συναισθανόμενος το χρέος που απορρέει από την αλάθητη ιστορική μνήμη, απευθυνόμενος προς την κάθε μητέρα αγνοουμένου μας, θέλω να εκφράσω τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη της Πολιτείας για την προσφορά σας προς την Πατρίδα. Τάξατε τη ζωή σας σε ένα ιερό σκοπό και αντέξατε ατέρμονο μαρτύριο καημού και πίκρας. Χωρίς το όποιο αντάλλαγμα, αναδείξατε την ανθρώπινη υφή της τουρκικής κτηνωδίας και καταδικάσατε τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη χώρα μας. Στείλαμε βροντερά μηνύματα στον ΟΗΕ και σε άλλα επίσημα βήματα και συμβάλατε τα μέγιστα στην παραδοχή και αναγνώριση της εισβολής, ως ατιμώρητη παράβαση της διεθνούς νομιμότητας.
Εδώ, οφείλω να παραδεχτώ ότι η Πολιτεία, παρά τις όποιες προσπάθειες, δεν κατάφερε να σταθεί ικανοποιητικά στο πλευρό των συγγενών των αγνοουμένων μας. Τα μέτρα που πάρθηκαν κατά καιρούς, για ανακούφιση της πιο ευάλωτης ομάδας της εθνικής τραγωδίας του 1974, αποδείχτηκαν αποσπασματικά και ανεπαρκή. Μπορούσαμε ως κοινωνία, να πράξουμε πολύ περισσότερα. Γιατί κάποιοι συμπατριώτες μας, ζούσαν κυριολεκτικά σαν ζωντανοί νεκροί. Γιατί είναι φρικτή η προσμονή και η άγνοια. Επειδή τούτη η πληγή δεν κλείνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν.                  
Ελληνίδες, Έλληνες,
Η σημερινή εκδήλωση μνήμης και τιμής, συμπίπτει ημερολογιακά με την αποφράδα εκείνη μέρα, όπου ο Αττίλας κτύπησε με μένος το νησί μας. Στο πέρασμά του, άφησε εκατοντάδες νεκρούς, αγνοούμενους, χήρες, ορφανά, πρόσφυγες, τραυματίες και το λαό μας να υποφέρει τα πάνδεινα, μέσα στην αγωνία και τον πόνο.
Το διπλό έγκλημα που συντελέστηκε σε βάρος της Κύπρου, δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Ήταν καλά οργανωμένο και σχεδιασμένο για ανατρέψει τη νομιμότητα και να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για να επιβάλει τα ξένα συμφέροντα με τη δύναμη των όπλων και της προδοσίας. Ως Κυβέρνηση και ως λαός, καταδικάζουμε το πραξικόπημα κατά του Εθνάρχη Μακαρίου και την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων που ολοκλήρωσαν με απεχθή τρόπο, τα σχέδια της χούντας των Αθηνών. Καταδικάζουμε τη μισαλλοδοξία των ολίγων, οι οποίοι κινήθηκαν με γνώμονα το προσωπικό συμφέρον και υστερόβουλα συνθήματα. Που δεν είχαν την δέουσα επίγνωση και αντίληψη των αποτελεσμάτων από τις άβουλες και απεχθείς πράξεις τους.
Ταυτόχρονα, ενώνουμε τη φωνή μας με αυτήν των συγγενών των αγνοουμένων μας και αξιώνουμε την πλήρη διακρίβωση της τύχης ενός εκάστου. Καλούμε τα Ηνωμένα Έθνη αλλά και την Τουρκία, να εγκύψουν στο ανθρωπιστικό αυτό θέμα και να άρουν τα όποια εμπόδια. Το δικαιούνται οι ήρωες αγνοούμενοί μας, το δικαιούνται τα παιδιά και οι σύζυγοί τους, το αξίζουν οι χαροκαμένοι γονείς τους.  
Τριάντα εννιά χρόνια μετά, και ο λαός μας, θυμάται, θρηνεί και μετράει ακόμα τις πληγές του. Στη μνήμη όσων έπεσαν στο βωμό του καθήκοντος, ανανεώνουμε τους όρκους μας για συνέχιση του αγώνα τους, ως ελάχιστο φόρο τιμής στην υπέρτατη θυσία τους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέσα από συλλογικότητα στο Εθνικό Συμβούλιο, επιδιώκει την ευρύτερη δυνατή στήριξη εν όψει της επικείμενης επανέναρξης των συνομιλιών επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Γιατί την επιτυχία, προδιαγράφει η ενότητα και η σκληρή δουλειά. Η σωστή οργάνωση και η τοποθέτηση του ζητήματος σε ορθή βάση που θα συμφωνηθεί. Η ανάδειξη του ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και όχι ως θέμα που απαιτεί ίσες αποστάσεις και συγκάλυψη εγκλημάτων πολέμου. 
Ως Κυβέρνηση, εκφράζουμε τη βούληση αλλά και την προσήλωσή μας σε προώθηση λύσης, η οποία να στηρίζεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και στο διεθνές δίκαιο. Στις αρχές για τις οποίες οι ήρωές μας, θυσίασαν το υπέρτατο αγαθό, τη ζωή τους, προασπιζόμενοι την ελευθερία και τα συμφέροντα της Πατρίδας μας. Λύση που θα συνάδει με τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του λαού μας.
Ημέρα μνήμης και τιμής η σημερινή, για όσους έπεσαν υπέρ Πατρίδος ή αγνοούνται. Ημέρα έκφρασης ευγνωμοσύνης στις μάνες των αγνοουμένων μας που ακόμη υπομένουν καρτερικά. Η στίχοι της Κούλλας Κακουλλή, εκφράζουν απόλυτα τη ψυχοσύνθεση και το πνεύμα θυσίας των υπερήφανων λεβεντογέννων που βρίσκονται ανάμεσά μας:
«Παρακαλώ την Παναγιά που μάνα είν’ και κείνη,
παρηγοριά και δύναμη γιόκκα μου να μου δίνει,
για να μπορέσω να σε δω κοντά μου να ‘ρθεις πίσω
και δεν με μέλλει στη στιγμή τα μάτια μου να κλείσω».