28/10/10

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες με θέμα «Η Κύπρος σε κρίσιμη καμπή: Προκλήσεις για μια διευθέτηση και προοπτικές για το μέλλον»
28/10/2010





Είναι τιμή και χαρά μου να είμαι σήμερα εδώ και να απευθύνομαι σε ένα τόσο εκλεκτό κοινό. Επιτρέψτε μου πρώτα απ’ όλα να ευχαριστήσω το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής που φιλοξενεί την εκδήλωση και ιδιαίτερα τον Εκτελεστικό Διευθυντή του Κέντρου κ. Hans Martens για τα καλά του λόγια.

Στην 50ή επέτειο της εγκαθίδρυσής της, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξή της το 2004 ήταν το αποτέλεσμα τεράστιων προσπαθειών του λαού όσο και διαδοχικών κυβερνήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας για εναρμόνιση και πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Ο στόχος να γίνουμε μέλος της οικογένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμμετέχοντας ενεργά και συνεισφέροντας στην Ένωση, επετεύχθη. Ο δρόμος όμως από την ανεξαρτησία μέχρι την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν εύκολος. Η Κύπρος υπέστη εισβολή από την Τουρκία και για περισσότερα από 36 χρόνια ένα μεγάλο μέρος του εδάφους της παραμένει κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή. Η κατοχή 37% του εδάφους μας από τουρκικά στρατεύματα είναι μια κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κύπριων πολιτών, καθώς και συνεχής παραβίαση του διεθνούς δικαίου, περιλαμβανομένου και σημαντικού αριθμού ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών. Παρά τα εμπόδια αυτά, οι Κύπριοι έχουν δουλέψει σκληρά και έχουν επιτύχει σημαντική οικονομική ανάπτυξη και ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο.

Αγαπητοί φίλοι,

Το κυπριακό πρόβλημα, δυστυχώς, καθορίζει τη σύγχρονη ιστορία του νησιού. Παρότι έχει τις εσωτερικές, συνταγματικές του πτυχές είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα παράνομης εισβολής, συνεχιζόμενης ξένης κατοχής και μαζικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών.

Από τότε που ανέλαβα την προεδρία της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2008 έχω παραμείνει προσηλωμένος και δεσμευμένος στον στόχο της επίτευξης μιας συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος που θα αποκαθιστά την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα, την ανεξαρτησία και την ενότητα της χώρας, θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων - Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων - και θα επανενώνει το νησί, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία. Μια λύση που θα τερματίζει την παράνομη κατοχή και τον εποικισμό της Κύπρου από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες και εποίκους. Μια λύση που θα είναι συμβατή με τις αξίες και τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η ΕΕ. Οι πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 10 τη Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ είναι ξεκάθαρες σ’ αυτό το θέμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την πλευρά της δηλώνει ότι είναι έτοιμη να συμβάλει με τεχνική υποστήριξη και με εμπειρογνωμοσύνη. Ο στόχος είναι να διασφαλίσουμε ότι η λύση θα οδηγήσει σε μια ομαλή και χωρίς προβλήματα εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σ’ όλο το νησί και, ταυτόχρονα, θα επιτρέπει στην ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία να συνεχίσει την ενεργό συμμετοχή της στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεισφέροντας θετικά στη διαμόρφωση κοινών πολιτικών και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης.

Αγαπητοί φίλοι,

Είναι ακριβώς εξαιτίας της δέσμευσής μου για επίτευξη μιας ολοκληρωμένης διευθέτησης του Κυπριακού που αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου κάλεσα τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις. Όπως οι περισσότεροι από εσάς πιθανώς να γνωρίζετε, μετά από μερικές προπαρασκευαστικές συναντήσεις άρχισαν οι πρόσωπο με πρόσωπο διαπραγματεύσεις σε συστηματική βάση το Σεπτέμβριο του 2008. Οι διαπραγματεύσεις στοχεύουν σε λύση η οποία έχει ξεκάθαρη και συμφωνημένη βάση.

Η βάση έχει καθοριστεί από πολυάριθμα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών και από τις Συμφωνίες Υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 μεταξύ του αείμνηστου Προέδρου Μακαρίου και του τότε ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ραούφ Ντενκτάς και του αείμνηστου Προέδρου Κυπριανού και του κ. Ντενκτάς αντίστοιχα και επαναβεβαιώθηκε κατά την έναρξη των τρεχουσών συνομιλιών. Καθορίζεται ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να βασίζεται σε μια επανενωμένη διζωνική δικοινοτική ομόσπονδη Κύπρο, με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα, μια ιθαγένεια και με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών. Επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω, σε αυτό το σημείο, ότι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία δεν αντιπροσωπεύει μια ιδανική λύση για την Κύπρο. Θα ήθελα να τονίσω ιδιαίτερα την έλλειψη των προϋποθέσεων για ομοσπονδία στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, ζούσαν για αιώνες μαζί σε όλα τα σημεία του νησιού. Μόνο μετά την εισβολή και κατοχή ο αείμνηστος Πρόεδρος Μακάριος πήρε τη γενναία, ιστορική απόφαση να προχωρήσει στο συμβιβασμό της εξέλιξης του ενιαίου κράτους σε ομόσπονδο για να μετριάσει τις καταστροφικές συνέπειες που η τουρκική εισβολή και κατοχή είχαν επιφέρει και για να επανενώσει τον λαό του νησιού.


Πριν από την έναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας είχαμε συμφωνήσει με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για μια κυπριακής ιδιοκτησίας και από Κύπριους καθοδηγούμενη διαδικασία, χωρίς τεχνητά χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησία, όπου τίποτα δεν συμφωνείται αν δεν συμφωνηθούν όλα.

Το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία ανήκει στους Κύπριους δεν απαλλάσσει την Τουρκία, την κατοχική δύναμη, από τις ευθύνες της. Το κλειδί για επίλυση του κυπριακού προβλήματος συνεχίζει να βρίσκεται στην Άγκυρα, καθώς δεν μπορεί να εξευρεθεί λύση χωρίς την πλήρη και εποικοδομητική στήριξη της Τουρκίας. Η προθυμία και ειλικρίνεια της Τουρκίας, καθώς και η δική μας, για επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να κρίνονται από το πραγματικό περιεχόμενο των προτάσεων και των θέσεων που υποβάλλονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι οποίες θα πρέπει να είναι πάντα συνεπείς με τη συμφωνημένη βάση λύσης. Η Τουρκία θα πρέπει, επίσης, να κρίνεται σύμφωνα με την ετοιμότητά της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών της έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ετοιμότητά της να επιλύσει τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού προβλήματος, δηλαδή την απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων και των παράνομων εποίκων, και το σεβασμό της προς την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό είναι το μόνο γνήσιο κριτήριο και ο μόνος αντικειμενικός τρόπος μέσω του οποίου μπορεί η διεθνής κοινότητα να αξιολογήσει την προθυμία και ειλικρίνεια των πλευρών να επιλύσουν το Κυπριακό, και όχι μέσω δημόσιων δηλώσεων και διακηρύξεων στις οποίες προβαίνουν οι πλευρές.

Πρόσφατα υπέβαλα ένα πακέτο προτάσεων με στόχο να επιταχύνουν και να δώσουν νέα ώθηση στη διαπραγματευτική διαδικασία. Αυτό το πακέτο προτάσεων αποτελείται από τρία μέρη τα οποία μπορούν να παράσχουν κίνητρα και οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και να προωθήσουν αποτελεσματικά τις προοπτικές για μια σημαντική εξέλιξη σύντομα.

Το πρώτο μέρος της πρότασής μου αφορά τη διασύνδεση της συζήτησης των τριών κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις. Δηλαδή του περιουσιακού, του κεφαλαίου των εδαφικών αναπροσαρμογών και του κεφαλαίου της ιθαγένειας, αλλοδαπών, μετανάστευσης και ασύλου (δηλαδή, έποικοι). Αυτά τα τρία κεφάλαια είναι φυσιολογικά, λογικά και πολιτικά διασυνδεδεμένα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι έποικοι κατέχουν σήμερα περιουσίες που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους εκτοπισθέντες, τις οποίες διεκδικούν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους. Επίσης, πολλές από τις περιουσίες που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους βρίσκονται στις περιοχές που θα τεθούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση με τις εδαφικές αναπροσαρμογές. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, αποτελεί ισχυρή πεποίθησή μου ότι η ταυτόχρονη συζήτηση αυτών των τριών κεφαλαίων θα ενισχύσει και θα επιταχύνει το διάλογο και θα συμβάλει στην επίλυση του ακανθώδους ζητήματος του περιουσιακού.

Το δεύτερο μέρος της πρότασής μου είναι ένα ισορροπημένο πακέτο για την Αμμόχωστο, το οποίο προνοεί την παράδοση στα Ηνωμένα Έθνη της περίκλειστης περιοχής της πόλης της Αμμοχώστου – γνωστής ως Βαρώσια – μιας πόλης φάντασμα από το 1974, και την αποκατάσταση και επιστροφή της στους νόμιμους κατοίκους της. Ταυτόχρονα, προνοεί την αποκατάσταση της μεσαιωνικής εντός των τειχών πόλης της Αμμοχώστου – που αποτελεί κοινή πολιτιστική κληρονομιά των δυο κοινοτήτων. Η πρόταση επίσης προνοεί το άνοιγμα και τη λειτουργία του λιμανιού της Αμμοχώστου, υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη διεξαγωγή εμπορίου από την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτή είναι μια πρόταση επωφελής για όλους η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει αρχικά ως ουσιαστικό Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και εν τέλει να συμβάλει στη διαπραγματευτική διαδικασία δίνοντάς της νέα ώθηση. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα θα επωφεληθεί από την αποκατάσταση της πόλης των Βαρωσίων και την επιστροφή της στους νόμιμους κατοίκους της σύμφωνα με το Ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (1984). Η αποκατάσταση της πόλης θα βοηθήσει σημαντικά και την τουρκοκυπριακή κοινότητα καθώς θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του λιμανιού της Αμμοχώστου. Επιπλέον, το άνοιγμα του λιμανιού θα έχει θετική επίδραση στην τουρκοκυπριακή οικονομία, καθώς οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούν νόμιμα να διεξάγουν εμπόριο απευθείας μέσω του λιμανιού. Επιπρόσθετα από τα οφέλη που έχει αυτή η πρόταση για τις δύο κοινότητες στην Κύπρο, και η ίδια η Τουρκία θα κερδίσει από την εφαρμογή της, καθώς η γενική θετική επίδραση μπορεί να συμβάλει θετικά στις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση – υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η Τουρκία θα συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της έναντι της Ένωσης, περιλαμβανομένης και της Κύπρου.

Το τρίτο μέρος του προτεινόμενου πακέτου αφορά μια διεθνή διάσκεψη για την Κύπρο. Προτείνουμε η διεθνής αυτή διάσκεψη να συγκληθεί την κατάλληλη στιγμή, και μόνο μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων για το συνταγματικό και άλλες εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού. Θα πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και να συμμετάσχουν σε αυτήν τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η ΕΕ, οι εγγυήτριες δυνάμεις (δηλ. η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο), η Κυπριακή Δημοκρατία και οι δύο κοινότητες της Κύπρου. Η ημερήσια διάταξη της διάσκεψης θα καλύπτει τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού προβλήματος, όπως η Ασφάλεια και οι Εγγυήσεις, το ζήτημα της παρουσίας ξένων στρατευμάτων στην Κύπρο και το εναπομένον ζήτημα των εποίκων.

Θέλω να τονίσω εδώ ότι σ' αυτήν τη διαδικασία δεν υπάρχει περιθώριο για προτάσεις όπως αυτήν σχετικά με το εμπόριο με τις κατεχόμενες περιοχές, που συχνά αναφέρεται ως «ο κανονισμός για το απευθείας εμπόριο», η οποία χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την ούτω καλούμενη απομόνωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Από της υποβολής της πρότασης της Επιτροπής για το απευθείας εμπόριο το 2004, η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει εκφράσει τη διαφωνία της, στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών και νομικών ερεισμάτων. Η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου και πιο πρόσφατα της Νομικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υποστηρίχθηκε από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων (JURI), επιβεβαιώνουν, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, τις ανησυχίες μας σχετικά με τις νομικές πτυχές των προτάσεων και κυρίως σε σχέση με τη λανθασμένη νομική βάση που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η διαχωριστική γραμμή στην Κύπρο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει εξωτερικό σύνορο της Ένωσης. Μέλημά μας παραμένει η υιοθέτηση μέτρων που να διευκολύνουν την επανένωση της Κύπρου και όχι να προωθούν τη διαίρεσή της. Μέσω συγκεκριμένων στοχευμένων μέτρων, η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει διευκολύνει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την παροχή δωρεάν δημόσιας ιατρικής περίθαλψης σε όλους τους Τουρκοκύπριους, τη διευκόλυνση της καθημερινής διέλευσης χιλιάδων Τουρκοκυπρίων για να εργαστούν στις υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης περιοχές και το άνοιγμα σημείων διέλευσης στην οδό Λήδρας και πιο πρόσφατα στην περιοχή Λιμνίτη. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εργάστηκε πολύ σκληρά για μια περίοδο 18 μηνών για να ξεπεράσει πλήθος εμποδίων που επιβλήθηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα ώστε να καταστήσει δυνατό το άνοιγμα του σημείου διέλευσης στο Λιμνίτη. Επιπρόσθετα, η εφαρμογή του Κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή και του Κανονισμού για Οικονομική Βοήθεια προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα είχαν αξιόλογα θετικά αποτελέσματα, χωρίς να παραβιάζουν τη διεθνή έννομη τάξη και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ιδιαίτερα η πρότασή μας για τη χρήση του λιμανιού της Αμμοχώστου, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων της τουρκοκυπριακής κοινότητας με την Ένωση και σκαλοπάτι για περαιτέρω θετική εξέλιξη στη διαδικασία των απευθείας συνομιλιών μεταξύ των ηγετών των δυο κοινοτήτων.

Η άμεση απόρριψη αυτού του πακέτου προτάσεων τόσο από την τουρκική Κυβέρνηση όσο και από την τουρκοκυπριακή ηγεσία, παρόλο που δεν μας εκπλήττει, είναι ωστόσο απογοητευτική και λυπηρή. Η απόρριψη καταδεικνύει άλλη μια φορά την αδιάλλακτη θέση που έχει υιοθετήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η Τουρκία η οποία, ενώ δημοσίως διακηρύσσει ότι επιθυμεί μια διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος μέχρι το τέλος του χρόνου, δεν κάνει τίποτα στην πράξη προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το να μένει το Κυπριακό άλυτο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα κανενός, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης. Αντίθετα, η δίκαιη επίλυσή του, μεταξύ άλλων, θα διευκόλυνε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως σύνολο, υπήρξε σαφέστατη ότι η Τουρκία δεν θα μπορέσει να ενταχθεί στην Ένωση χωρίς προηγουμένως να έχει λυθεί το Κυπριακό. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υποστηρίξει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας από την αρχή, πιστεύοντας ότι η προοπτική της ένταξης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού. Η υποστήριξη αυτή, όμως, δεν είναι άνευ όρων. Η Τουρκία, όπως οποιαδήποτε άλλη χώρα που φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να αξιολογηθεί όσον αφορά την εκπλήρωση και εφαρμογή όλων των συμβατικών και άλλων υποχρεώσεων που έχει αναλάβει έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλων των κρατών μελών της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν την Κύπρο. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, η Τουρκία επίμονα αρνείται να εκπληρώσει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις της σχετικά με την Κύπρο. Η Τουρκία πρέπει να συνειδητοποιήσει τελικά ότι η περιφρόνηση θεμελιωδών κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της δεν μπορούν να συνεχιστούν χωρίς συνέπειες, αλλά μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την ενταξιακή της πορεία.

Δυο χρόνια μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων το Σεπτέμβριο 2008, η πρόοδος που επιτεύχθηκε δεν είναι αυτή που αναμέναμε και ευχόμαστε. Οι εμπειρίες μου από τις διαπραγματεύσεις των δυο τελευταίων χρόνων με κάνουν να πιστεύω ότι η Τουρκία δεν είναι έτοιμη ακόμα να κάνει την Κύπρο προτεραιότητα και να πάρει τις αποφάσεις που θα οδηγήσουν σε λύση.

Έχουμε κάνει ό,τι μπορούσαμε για να προχωρήσουμε και να φθάσουμε εγγύτερα σε μια συμφωνημένη λύση. Είναι τώρα η σειρά της τουρκικής πλευράς να ενεργήσει εντός του συμφωνημένου πλαισίου και να ανταποκριθεί, σε πνεύμα καλής θέλησης και με εποικοδομητικό τρόπο, στις πρωτοβουλίες μας. Είναι πεποίθησή μας ότι με τη βοήθεια και την αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διεθνούς κοινότητας, και καθοδηγούμενοι από τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, το κοινοτικό κεκτημένο και τα κοινά συμφέροντα όλων των Κυπρίων, μπορούμε να επιτύχουμε την πραγματική επανένωση της χώρας μας και του λαού της, με όλους τους πολίτες να ζουν με ειρήνη σε μια επανενωμένη κοινωνία, προοδεύοντας και ευημερώντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μια τέτοια λύση, βέβαια, δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων. Θα εξυπηρετούσε και τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθώντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Παραμένουμε δεσμευμένοι και έτοιμοι να επιλύσουμε το πρόβλημα και να καταστήσουμε την Κύπρο ένα θετικό παράδειγμα για τη διεθνή κοινότητα.