26/10/20

Σε ερωτήσεις εκπροσώπων των ΜΜΕ απάντησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης κατά τη συνέντευξη Τύπου

 Σε ερωτήσεις εκπροσώπων των ΜΜΕ απάντησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης κατά τη συνέντευξη Τύπου για το θέμα του ελέγχου των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε το μεσημέρι της Δευτέρας 26 Οκτωβρίου 2020 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης, πλαισιωμένος από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Σάββα Αγγελίδη, για το θέμα του ελέγχου των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών και το θέμα που προέκυψε με την Ελεγκτική Υπηρεσία. Κατά τη συνέντευξη Τύπου, ο κ. Σαββίδης επεξήγησε τους λόγους διορισμού της Ερευνητικής Επιτροπής για τις πολιτογραφήσεις και διαβεβαίωσε τη βούληση τόσο του ιδίου όσο και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να μην επιτρέψουν τη συγκάλυψη οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης. Ακολούθως, απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, οι οποίες διελάμβαναν τις σχέσεις με την Ελεγκτική Υπηρεσία, την κριτική που ασκείται τόσο στον ίδιο όσο και στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα περί ασυμβίβαστου αφού οι δύο υπήρξαν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου προ του διορισμού τους στη Νομική Υπηρεσία, την πορεία των αστυνομικών ερευνών σε σχέση με το βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα ο Al Jazeera και τη δημοσιοποίηση του πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής.

Ερωτηθείς ο κ. Σαββίδης για το τι προτίθεται να πράξει εάν τα σημεία τα οποία ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε «δεν γίνουν κατανοητά από την Ελεγκτική Υπηρεσία», ο Γενικός Εισαγγελέας, αναφέροντας πως ο ίδιος έχει εκφράσει τόσο τον σεβασμό όσο τη σημασία που ο θεσμός του Γενικού Ελεγκτή έχει, καθώς και η παράλληλη λειτουργία του  με τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα, είπε πως «προτού προβώ στην προχθεσινή μου παρέμβαση, είχα αποστείλει επιστολή στον Γενικό Ελεγκτή, χωρίς να την δώσω στη δημοσιότητα, στην οποία εξέφρασα την έντονη διαφωνία μου για την προσπάθεια την οποία περιέγραψα. Θα ζητήσω να συναντηθούμε [με τον Γενικό Ελεγκτή]. Ελπίζω ότι θα βρούμε τον τρόπο να συνυπάρξουμε και πιστεύω ότι εκεί και όπου υπάρχουν οι οποιεσδήποτε διαφωνίες, αυτές μπορεί να λυθούν με τους τρόπους που προβλέπει το Σύνταγμα.»

Απαντώντας κατά πόσον ο ίδιος, ως νομικός, θεωρεί ότι εγείρεται θέμα ανάρμοστης συμπεριφοράς του Γενικού Ελεγκτή, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε πως δεν προτίθεται να τοποθετηθεί σε θέμα το οποίο αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται στη σκέψη του, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα εξευρεθεί η φόρμουλα ώστε οι δύο θεσμοί να λειτουργήσουν εντός του πλαισίου της ορθής συνταγματικής οριοθέτησης που πρέπει να υπάρχει σε ένα κράτος δικαίου. «Μην προσπαθείτε να με καθοδηγήσετε ή να με οδηγήσετε να τοποθετηθώ σε θέμα το οποίο αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε καν στη σκέψη μου. Εκείνο το οποίο αυτή τη στιγμή με ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι να κάνω ό,τι μπορώ για να αρθεί αυτό το οποίο εγώ θεωρώ ως συνταγματική εκτροπή και να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε όλοι μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος. Είναι υποχρέωσή μου να επεμβαίνω όπου κατά την άποψή μου – ορθή ή λανθασμένη – υπάρχει θέμα, και μην θεωρήσετε ότι έχω την εντύπωση πως ό,τι πω είναι Ευαγγέλιο. Εγώ θα πω τη γνώμη μου, πιθανώς κάποιος να διαφωνεί. Το Σύνταγμα παρέχει τρόπους επίλυσης των διαφωνιών. Θα προσπαθήσω, και ελπίζω ότι θα τα καταφέρω, να βρούμε τη φόρμουλα με τον Γενικό Ελεγκτή ώστε να λειτουργήσουμε μέσα στο πλαίσιο της ορθής συνταγματικής οριοθέτησης που πρέπει να υπάρχει σε ένα κράτος δικαίου», είπε ο Γιώργος Σαββίδης.

Ερωτηθείς για τη σύνθεση της Ερευνητικής Επιτροπής και των δημόσιων τοποθετήσεων για τις εργασιακές σχέσεις του Προέδρου της κ. Μύρωνα Νικολάτου και μέλους της οικογένειάς του, ο κ. Σαββίδης απάντησε ότι η Επιτροπή αποτελείται από πολύ αξιόλογα άτομα, τα οποία, όπως είπε, δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να το αμφισβητήσει. «Θα έπρεπε στην Επιτροπή να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα μέλος που να έχει δικαστική πείρα ή δικηγορική πείρα τέτοια που να μπορούσε να είναι Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επέλεξα τον τελευταία αφυπηρετήσαντα Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακόμη έναν Δικαστή του Ανωτάτου ο οποίος στη συνέχεια, για προσωπικούς λόγους αποχώρησε, διορίσθηκε η κα Δήμητρα Καλογήρου, η οποία έκανε εξαιρετική δουλεία στην Επιτροπή στην οποία προΐστατο, μαζί είναι και ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος κ. Παύλος Ιωάννου ο οποίος είναι πολύ έμπειρος και ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής κ. Κυριάκος Κυριάκου, ο οποίος κι αυτός έχει ένα πολύ εντυπωσιακό βιογραφικό. Κρίνω ότι αυτοί οι τέσσερεις έχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας κι όλη τη δυνατότητα να διεκπεραιώσουν το πολύ δύσκολο έργο τους, διότι είναι πάρα πολλές υποθέσεις που θα πρέπει να διεξέλθουν. Ζούμε στην Κύπρο. Είναι γεγονός ότι κάποια άτομα, ενδεχομένως να έχουν κάποιες γνωριμίες, κάποιες σχέσεις, τα παιδιά τους ενδεχομένως δουλεύουν κάπου. Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο ταλανίζει την κοινωνία και το αντιλαμβάνομαι πλήρως. Δυστυχώς, αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι είμαστε μια μικρή χώρα. Έθεσα υπόψη στον κ. Νικολάτο τα συγκριμένα θέματα. Δεν είχε συμβληθεί για να προβεί στο συμβόλαιο για το οποίο έγινε αναφορά από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ήταν σε σκέψεις και διαπραγματεύσεις, αλλά δεν προχώρησε με αυτό το θέμα. Επίσης, για το θέμα των μερικών υποθέσεων του Γραφείου στο οποίο εργάζεται η κόρη του, τοποθετήθηκε ήδη λέγοντας ότι θα αυτοεξαιρεθεί και δεν θα συμμετάσχει σε εκείνο το κομμάτι της έρευνας. Για ό,τι περαιτέρω, παρακαλώ επικοινωνήστε με την Επιτροπή», είπε ο Γενικός Εισαγγελέας.

Σημείωσε δε πως «οι θεσμοί πρέπει να δουλεύουν κι όχι να μιλούν», κληθείς να σχολιάσει τις αναφορές στις οποίες προέβη κατά τη συνέντευξη Τύπου περί προσπάθειας εκφοβισμού και αποδόμησης του Γενικού Εισαγγελέα από την Ελεγκτική Υπηρεσία. «Σας μίλησα για 37 παρεμβάσεις. Μετά από την 37η παρέμβαση, αποφάσισα να αποστείλω [προς τον Γενικό Ελεγκτή] την επιστολή που σας ανέφερα», είπε ο Γενικός Εισαγγελέας που συνέχισε λέγοντας: «Στους σχεδόν τέσσερις μήνες που υπηρετώ στη θέση αυτή, βγήκα μια μόνο φορά δημοσίως για να επεξηγήσω τι όραμα έχουμε στη Νομική Υπηρεσία, γιατί πιστεύω ότι οι θεσμοί πρέπει να δουλεύουν κι όχι να μιλούν. […] Το να παρεμβαίνει εργολαβικά και επανειλημμένα [ένας λειτουργός] στα κανάλια προτού καν ο Γενικός Εισαγγελέας βγάλει γνωμάτευση και [η Ελεγκτική Υπηρεσία] να προκαταβάλλει [λέγοντας] ότι, εάν ο Γενικός Εισαγγελέας βγάλει γνωμάτευση με την οποία η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν συμφωνεί τότε η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν είναι υπόχρεη να την ακολουθήσει, και εάν ο Γενικός Εισαγγελέας βγάλει γνωμάτευση που μας περιορίσει [εμείς] θα πάμε στο Ανώτατο Δικαστήριο, θα κάνουμε ποινική υπόθεση στον Υπουργό Εσωτερικών, επειδή είναι ο Γενικός Εισαγγελέας που θα αποφασίσει αν θα κάνει την ποινική υπόθεση στον Υπουργό, και επειδή μπορεί να μην αποφασίσει να την πάρει αφού θα έχει γνωμάτευση θα πάμε σε διεθνή οργανισμό. Αυτά τα πράγματα δεν συνιστούν απειλή ή εκφοβισμό, ή αν θέλετε προσπάθεια να εξασκηθεί πίεση προς τον Γενικό Εισαγγελέα;

Με ενόχλησε, το ανέφερα, ήλπιζα ότι το θέμα θα έληγε εκεί, συνεχίστηκαν αυτού του είδους οι δημόσιες τοποθετήσεις, έγιναν και κάποιες το [περασμένο] Σάββατο το πρωί, και έκρινα ότι έπρεπε να κάνω τη δημόσια παρέμβασή μου.

Έχω πάρει διαβεβαιώσεις ότι [ο Γενικός Ελεγκτής] δεν είχε αυτήν την πρόθεση. Αλλά επειδή έχω δει με ποιον τρόπο συμπεριφερόταν στις γνωματεύσεις του προκατόχου μου και με ποιο τρόπο αναφερόταν σε όλες τις Αρχές του Κράτους πως, ‘ότι πει ο Γενικός Εισαγγελέας είναι Ευαγγέλιο’, θεωρώ περίεργο, προτού ανοίξω καν το στόμα μου, πριν βγάλω την οποιαδήποτε πρώτη γνωμάτευσή μου, να ξεκινούν αυτού του είδους οι παρεμβάσεις κι αυτού του είδους οι εμφανίσεις στα κανάλια. Τα υπόλοιπα είναι και δικά σας συμπεράσματα», είπε ο Γιώργος Σαββίδης. «Σέβομαι τον Γενικό Ελεγκτή και πιστεύω να με σέβεται κι εκείνος. Τον σεβασμό όμως δεν είναι αρκετό να τον δηλώνουμε στα λόγια. Πρέπει να τον δείχνουμε και στην πράξη», υπέδειξε ο Γενικός Εισαγγελέας.

Ερωτηθείς για την κριτική που ασκείται τόσο στον ίδιο όσο και στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα περί ασυμβίβαστου καθότι και οι δύο υπηρέτησαν στο Υπουργικό Συμβούλιο πριν από τον διορισμό τους στη Νομική Υπηρεσία, ο κ. Σαββίδης απάντησε πως αυτό το θέμα τέθηκε από την πρώτη στιγμή. «Ναι, ήμουν υπουργός της Κυβέρνησης. Ναι, και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ήταν Υπουργός της Κυβέρνησης. Υπηρέτησα την Κυβέρνηση για 13 μήνες. Σε αυτήν την περίοδο εκδόθηκαν κάποιες πολιτογραφήσεις. Όταν αποφασίστηκε και ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η αναγκαιότητα για τη σύσταση ανεξάρτητης Ερευνητικής Επιτροπής υπήρχαν δύο επιλογές: ή θα την διόριζε το Υπουργικό Συμβούλιο οπότε, αν την διόριζε το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν θα μπορούσε να ελέγξει το Υπουργικό Συμβούλιο, ή να την διορίσει ο Γενικός Εισαγγελέας. Ο νόμος λέει ότι εκεί και όπου τα άτομα που εμπλέκονται είναι και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργοί, τότε τον διορισμό της Επιτροπής τον κάνει ο Γενικός Εισαγγελέας. Εξ ου και ήμουν, ως Γενικός Εισαγγελέας, η μόνη επιλογή για διορισμό διερευνητικής επιτροπής, διότι δεν υπήρχε άλλο Σώμα που να μπορούσε να διορίσει. Έκρινα ότι ήταν σωστός ο διορισμός Ερευνητικής Επιτροπής  για τους λόγους που σας εξήγησα, μας το ζήτησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Έπρεπε να διορίσω είτε εγώ είτε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Ο Βοηθός υπηρέτησε για μεγαλύτερο διάστημα ως Υπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο, άρα θα ήταν μεγαλύτερο το πρόβλημα.

Δεν μπορούσα να μην ενεργήσω. Δεν υπάρχει δικαίωμα στο Σύνταγμα να αρνηθείς να ενεργήσεις. Και θα σας θυμίσω ότι και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν κλήθηκαν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποφασίσουν για τη μείωση των δικών τους μισθών, η κλασσική περίπτωση της σύγκρουσης συμφερόντων, ορθά – κατά τη γνώμη μου- αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι, επειδή δεν υπάρχει άλλο Σώμα που να μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά, οφείλουμε να δικάσουμε την υπόθεση έστω κι αν έχουμε σύγκρουση συμφερόντων. Το ίδιο συνέβηκε και στο θέμα της νομιμότητας των αποκοπών, όπου με αίτημα του προκατόχου μου ζητήθηκε η εξαίρεση όσων Δικαστών έχουν συγγενείς που επηρεάζονται από την απόφαση και τελικά, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι έπρεπε να συνεχίσει να εκδικάζει την υπόθεση και εκδίκασε με όλα τα μέλη της Ολομέλειας. Άρα, δεν είναι κάτι που έγινε για πρώτη φορά.

Είχα υποχρέωση να ενεργήσω. Και είχα δύο επιλογές: είτε θα εξαιρούσα την περίοδο που διετέλεσα ως μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου από το χρονικό φάσμα της επιλογής της περιόδου της έρευνας είτε θα περιελάμβανα και την περίοδο που υπηρέτησα ως Υπουργός και ενδεχομένως να γινόταν, όπως κι έγινε, μείζον θέμα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι, από τη στιγμή που παίρνουμε τέτοιες θέσεις δεν μπορούμε να κρίνουμε τις αποφάσεις μας με το τι είναι αρεστό και τι όχι, αλλά με το τι είναι συνταγματικά σωστό, τι είναι νομικά σωστό και τι μας υπαγορεύει η συνείδησή μας.  Προκειμένου να μην εξαιρέσω τους 13 μήνες που ήμουν εγώ στο Υπουργικό Συμβούλιο, επέλεξα να διορίσω Επιτροπή για να ελέγξει ολόκληρη την περίοδο, και έκανα σαφές προς την Επιτροπή ότι αναμένω να κάνουν τη δουλειά τους πλήρως και να μην σκεφθούν τίποτα. Και ξέρουν ότι θα κάνουν τη δουλειά τους.

Θα μου πουν μερικοί ότι ‘άμα τους διορίσεις, δεν τους ελέγχεις;’ Βεβαίως και δεν τους ελέγχω, και βεβαίως δεν ισχύει αυτό το πράγμα, και βεβαίως τα μέλη της Επιτροπής δεν είναι άτομα που ελέγχονται, ή θα μπορούσα ή θα επεδίωκα ποτέ να τους ελέγξω. Και θα σας απαντήσω κάνοντας την ερώτηση: τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ποιος τους διορίζει; Δεν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Δεν είναι ανεξάρτητοι αυτοί; Δεν μπορούν να βγάλουν απόφαση εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας; Τον Γενικό Ελεγκτή, που μας παρουσιάζει ότι όλοι οι άλλοι ουσιαστικά είμαστε όργανα που διοριστήκαμε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ποιος τον διόρισε;», διερωτήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας.

Ερωτηθείς για την πορεία των ερευνών σε σχέση με το περιεχόμενο του ρεπορτάζ του Al Jazeera και κατά πόσον το βίντεο από μόνο του δύναται να στοιχειοθετήσει υπόθεση, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε πως δεν προτίθεται να δώσει λεπτομέρειες «μιας πολύ δύσκολης, από νομικής και γεγονότων, υπόθεσης. Θέλω μόνο να επαναβεβαιώσω ότι με προεξάρχοντα τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα υπάρχει ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με την Αστυνομία, με την ηγεσία της Αστυνομίας. Οι συσκέψεις που γίνονται είναι πάρα πολύ συχνές, η καθοδήγηση η οποία μας ζητά η Αστυνομία είναι συνεχής. Πρέπει να ξέρουμε βεβαίως ότι οι έρευνες διενεργούνται από την Αστυνομία και απ’ εκεί και πέρα, θα πρέπει να κάνουμε όλοι υπομονή», επέδειξε.

Συνέχισε δε λέγοντας πως «δεν είναι αυτοσκοπός τα πυροτεχνήματα. Πρέπει να επιδιώξουμε να γίνει – κι αυτό κάνουμε – μεθοδική, προσεκτική, βήμα με βήμα δουλειά για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε αυτήν την υπόθεση, όπως κι όλες τις άλλες υποθέσεις, σωστά κι ελπίζω ότι θα καταλήξουμε κάπου όπου τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα παρά όταν κάνουμε βεβιασμένες και σπασμωδικές κινήσεις. Το πρώτο που πρέπει κάποιος να δει είναι τι είδους αδικήματα στοιχειοθετούνται με βάση το βίντεο. Το δεύτερο, είναι με ποιο τρόπο θα μπορέσεις είτε να εξασφαλίσεις αποδεκτή μαρτυρία για την παρουσίαση αυτών των γεγονότων που ενδεχομένως να στοιχειοθετούν το αδίκημα και τι θα ανακαλύψεις από τις τυχόν έρευνες που θα κάνεις. Γίνονται έρευνες προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι σε πλήρη εξέλιξη οι έρευνες αυτές και δεν είναι σωστό να πούμε οτιδήποτε παραπάνω. Να ξέρετε ότι αυτή την στιγμή, οι έρευνες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.»

Από πλευράς του, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, σχολιάζοντας, είπε ότι «η απάντηση από τον Γενικό Εισαγγελέα νομίζω καλύπτει το θέμα. Είμαστε σε συνεννόηση με την Αστυνομία για κάθε καθοδήγηση και συντονισμό, και θέλει ψυχραιμία αυτή η  υπόθεση», προσθέτοντας ότι οι έρευνες ξεκίνησαν από την πρώτη στιγμή και «καθημερινά εργαζόμαστε επί της υπόθεσης, που είναι και υποχρέωση προς όλους: και προς τις Αρχές, και προς την κοινωνία, και προς αυτούς που επηρεάζονται. Δεν μπορούν να τεθούν χρονοδιαγράμματα αφού κατά τη διερεύνηση μιας υπόθεσης προκύπτουν νέα ζητήματα που δημιουργούν νέα δεδομένα», σημείωσε ο Σάββας Αγγελίδης.

Κληθείς ακόμη ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας να απαντήσει εάν η Νομική Υπηρεσία τηρείται ενήμερη για την πορεία της έρευνας που διεξάγεται από την Ερευνητική Επιτροπή, ο κ. Σαββίδης απάντησε πως με βάση τον νόμο με τον οποίο η Επιτροπή διορίστηκε, ο ίδιος δεν έχει ούτε τρόπο ούτε και δικαίωμα να παρακολουθεί και να ελέγχει το έργο της Επιτροπής. «Πρόκειται για ανεξάρτητη Επιτροπή και τα άτομα αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι εχέγγυα του ότι υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία», είπε, σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη Ερευνητική Επιτροπή δεν έχει την αναγκαιότητα τόσων πολλών μαρτύρων όσων είχαν άλλες Επιτροπές. «Κι εδώ ενδεχομένως να γίνουν κάποιες ακροάσεις, αλλά από ό,τι αντιλαμβάνομαι, η περισσότερη δουλειά θα είναι ο έλεγχος των φακέλων για να διαφανεί εάν προκύπτει οτιδήποτε. Στη συνέχεια θα γίνουν τα όποια διαβήματα κριθούν ανάλογα με τα ευρήματα των φακέλων», είπε ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνοντας πως αντιλαμβάνεται ότι τα μέλη της Επιτροπής προτίθενται να ενημερώνουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα για το πώς προχωρούν οι έρευνες τους.

Ερωτηθείς τέλος κατά πόσον το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής θα τύχει δημοσιοποίησης, ο κ. Σαββίδης απάντησε πως υπάρχει πολύ λογικός και σοβαρός λόγος για το γεγονός ότι από το Διατάγματα για σύσταση της Ερευνητικής Επιστολής, όπως εκδόθηκε, απαλείφθηκε ο όρος για την αυτόματη δημοσιοποίηση του πορίσματος. «Δεν είναι θέμα έλλειψης διαφάνειας, δηλαδή ότι επιθυμεί ο οποιοσδήποτε να κρύψει πράγματα ‘κάτω από το τραπέζι’. Η συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω της φύσεως της, εγείρει θέματα πέραν της δημόσιας ασφάλειας που είναι ο μόνος λόγος βάσει του νόμου για μη δημοσιοποίηση ολόκληρου του πορίσματος, γι’ αυτό, και ενδεχομένως, να μην πρέπει να δημοσιοποιηθεί, είτε άμεσα χρονικά είτε λίγο αργότερα».  Δηλαδή, ως επεξήγησε ο Γενικός Εισαγγελέας, «αν το πόρισμα δημοσιοποιηθεί από την πρώτη ημέρα ολοκλήρωσης του έργου της Ερευνητικής Επιτροπής, όλα όσα λέει και όλες οι ποινικές ενδεχομένως ευθύνες που πιθανώς να αναφέρονται, θα γίνουν δημόσια γνωστές. Δηλαδή, είναι σαν να προειδοποιούμε τι θα ελέγξουμε.» Πέραν τούτου, είπε ο Γενικός Εισαγγελέας, «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο τι πράττουμε διότι, μπορεί να υπάρχουν κι άλλα θέματα, όχι μόνο αυτό της ασφάλειας του Κράτους, που να μην πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Για παράδειγμα, μπορεί να δημιουργείται κάποιο πρόβλημα με άτομο που ζήτησε κυπριακό διαβατήριο, ως δεύτερο διαβατήριο, και το οποίο αυτό άτομο, βάσει των προνοιών της χώρας του, να μην μπορούσε να πάρει δεύτερο διαβατήριο.»

Ωστόσο, πρόσθεσε, «επειδή έγινε πάρα πολλή συζήτηση σε αυτό το θέμα και επειδή το έχει θίξει και η Επιτροπή, προτίθεμαι να το συζητήσω και μαζί τους. Αυτό που θέλω να διαβεβαιώσω είναι ότι ο λόγος για τον οποίο έκρινα ότι έπρεπε να μείνει εκτός αυτή η παράγραφος από τον νόμο ήταν ένας και μόνος: να το μελετήσουμε και να αποφασίσουμε στην πορεία τι και πώς πρέπει το πόρισμα να δημοσιοποιηθεί. Με κανένα τρόπο ο σκοπός δεν είναι η συσκότιση. Είμαι υπέρ της διαφάνειας και πιστεύω ότι θα το δείτε στην πορεία ενάσκησης των καθηκόντων μας», υπογράμμισε ο Γενικός Εισαγγελέας.