Παρέμβαση του βουλευτή Αβέρωφ
Νεοφύτου σε συζήτηση κατά τις εργασίες της 139ης Διάσκεψης της
Διακοινοβουλευτικής Ένωσης, στη Γενεύη
Στο πλαίσιο των εργασιών της 139ης Διάσκεψης της Διακοινοβουλευτικής Ένωσης, που πραγματοποιείται στη Γενεύη, ο επικεφαλής της κυπριακής αντιπροσωπείας κ. Αβέρωφ Νεοφύτου συμμετείχε στη γενική συζήτηση με θέμα: «Η ηγεσία των Κοινοβουλίων για προώθηση της ειρήνης και της ανάπτυξης στην εποχή της καινοτομίας και των τεχνολογικών αλλαγών».
Ο κ. Νεοφύτου επεσήμανε ότι η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία, παρέχοντας ουσιώδεις πληροφορίες στους χαράσσοντες πολιτική σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Τόνισε δε ότι, οι βουλευτές ως νομοθέτες, μπορούν να ενισχύσουν τον ρόλο και την επίδραση της επιστήμης στην προώθηση της ειρήνης και της ανάπτυξης, μέσω της δημιουργίας ενός νομοθετικού πλαισίου, το οποίο να ανταποκρίνεται στις σημαντικές αλλαγές που βιώνει ο κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες. Αποτελεί καθήκον, πρόσθεσε, για τους εκπρόσωπους των κοινοβουλίων να εξεύρουν τους μηχανισμούς, που θα φέρουν πιο κοντά τους τομείς της επιστήμης και της πολιτικής.
Ο κ. Νεοφύτου επεσήμανε ακόμη τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η επιστήμη στην εφαρμογή της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, παρέχοντας την απαιτούμενη τεχνολογία, τα λειτουργικά μοντέλα, τις δεξιότητες και την καινοτομία που χρειάζονται τα κράτη, προκειμένου να προχωρήσουν από τις διακηρύξεις στις πράξεις. Ο Κύπριος βουλευτής υπογράμμισε παράλληλα ότι, η διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά μέσω της επιστημονικής ανάπτυξης μοντέλων συνεργασίας, που βασίζονται σε κοινοπραξίες και σε κοινούς στόχους.
Αναδεικνύοντας, εξάλλου, τη σημασία της έγκαιρης αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες και στο σχεδιασμό σχετικών πολιτικών, ο κ. Νεοφύτου υποστήριξε ότι καθίσταται πλέον απαραίτητη η ανάπτυξη ισχυρότερων δεσμών μεταξύ επιστήμης, αφενός, και κοινοβουλίων, εθνικών Αρχών, διεθνών οργανισμών και άλλων φορέων χάραξης πολιτικής, αφετέρου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές και οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση επιστημονικών στοιχείων και αναλύσεων. Ως βουλευτές, τόνισε ο κ. Νεοφύτου, μπορούμε να συμβάλουμε ουσιαστικά στην ευαισθητοποίηση πρωτίστως των κοινοβουλίων μας γύρω από θέματα που άπτονται της επιστήμης, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης STEM για την κοινωνία. Έχουμε καθήκον, πρόσθεσε, να διασφαλίσουμε τη συστηματική αξιοποίηση της επιστήμης στις δημόσιες συζητήσεις και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σχεδιάζοντας και προτείνοντας νομοθεσίες που να στοχεύουν στην προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας και στην ενθάρρυνση διασυνοριακών πρωτοβουλιών, μέσω της επιστημονικής συνεργασίας.
Σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, σημείωσε ο κ. Νεοφύτου, τα κοινοβούλια πρέπει επίσης να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των συζητήσεων για νέα θέματα που θα μπορούσαν να έχουν σημαντική επίδραση στις κοινωνίες, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία και η νανοτεχνολογία, η διαχείριση μεγάλου όγκου δεδομένων και η διαδικτυακή διακυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό ρόλο, ανέφερε ο κ. Νεοφύτου, έχουν να επιτελέσουν οι βουλευτές στην υποβολή συγκεκριμένων προτάσεων και εισηγήσεων για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών στους τομείς της ειρήνης και της ανάπτυξης, καθώς και στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που θα διέπει τη χρήση τους. Πιο συγκεκριμένα, πρόσθεσε, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλίων μπορούν να συμβάλουν στην αναγνώριση των πλεονεκτημάτων και των ευκαιριών που απορρέουν από την τεχνολογική ανάπτυξη, καθώς και στη θέσπιση νομοθεσιών που να προωθούν την καινοτομία σε ειρηνευτικές και αναπτυξιακές προσπάθειες, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά στην επανεκπαίδευση εργατικού δυναμικού, στη χρήση μεγάλου όγκου δεδομένων για δημόσια χρήση και στη νέα τεχνολογία για την πρόληψη συγκρούσεων, την ανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού και την προαγωγή της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ο κ. Νεοφύτου επεσήμανε τέλος ότι η κοινοβουλευτική κοινότητα και η επιστήμη μπορούν μαζί να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για την ειρήνη και τη συνύπαρξη και ταυτόχρονα να επιδράσουν θετικά στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων που αναφύονται στις προσπάθειες για εφαρμογή της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.