Ομιλία του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού δρος Ανδρέα Δημητρίου στη συνέντευξη Τύπου για παρουσίαση της πολιτικής για τα ιδιωτικά μουσεία των Τοπικών Αρχών, στη Λευκωσία
04/03/2011
Με ιδιαίτερη χαρά σάς καλωσορίζουμε στη σημερινή συνάντηση, σκοπός της οποίας είναι η παρουσίαση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στους ίδιους τους άμεσα ενδιαφερομένους της πολιτικής που έχει θεσμοθετηθεί, κατόπιν πρωτοβουλίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για τα ιδιωτικά μουσεία και τα μουσεία των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για την πολιτική που αφορά μουσεία των οποίων η δραστηριοποίηση και η εν γένει λειτουργία δεν ανήκει στη σφαίρα της άμεσης διοικητικής αρμοδιότητας και διαχειριστικής ευθύνης των Υπηρεσιών του κράτους, αλλά βρίσκεται στα χέρια αυτών που τα ιδρύουν και τα λειτουργούν: δηλ. των διάφορων ιδιωτικών ιδρυμάτων και των ίδιων των Τοπικών Αρχών.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα μουσεία αυτά διαχρονικά αντιμετωπίζουν το ίδιο περίπου φάσμα προβλημάτων, ελλείψεων και αδυναμιών που τα εμποδίζει να αναπτυχθούν σωστά και με τρόπο που να τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις απαιτήσεις του ρόλου τους στη σύγχρονη κοινωνία. Ενός ρόλου που τους επιβάλλει να είναι «ανοικτοί προς το κοινό, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί που υπηρετούν την κοινωνία και την ανάπτυξή της, οι οποίοι αποκτούν, δέχονται, φυλάσσουν και διατηρούν αντικείμενα ή συλλογές αντικειμένων που αποτελούν υλική μαρτυρία του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, τα οποία καταγράφουν, τεκμηριώνουν, ερευνούν, συντηρούν, ερμηνεύουν και εκθέτουν προς το κοινό με σκοπό τη μελέτη, εκπαίδευση και ψυχαγωγία του».
Τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η πλειοψηφία αυτών των μουσείων στην Κύπρο δεν έχουν αφήσει αδιάφορες τις κρατικές Υπηρεσίες, οι οποίες έχουν κάθε ενδιαφέρον να συνδράμουν, με τρόπο ουσιαστικό, στην προσπάθεια ενίσχυσής τους ώστε αυτά να καταστούν, στο πλαίσιο του ρόλου που μπορούν να αναλάβουν, υπολογίσιμοι σύμμαχοι και συνεπείς εταίροι στο έργο της πολιτιστικής ανάπτυξης. Η απάντηση στο φάσμα των προβλημάτων και εγγενών αδυναμιών που αντιμετωπίζουν τα μη κρατικά μουσεία της Κύπρου είναι ο ρυθμιστικός Νόμος που προνοεί για την αναγνώρισή τους.
Ο περί της Αναγνώρισης των Ιδιωτικών Μουσείων και των Μουσείων των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διαδικασία και Προϋποθέσεις) Νόμος που ψηφίστηκε το 2009, κωδικοποιεί και εκφράζει τις αρχές και το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η δημόσια πολιτική για τα μη κρατικά μουσεία. Στο πλαίσιο του Νόμου αυτού, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους θεσπίζεται ως καθαρά ρυθμιστικός. Πρόκειται δηλαδή για νομοθεσία, η οποία αναδεικνύει και καθιερώνει ορθά πρότυπα οργάνωσης και λειτουργίας των μουσείων και των υπηρεσιών που προσφέρονται από αυτά προς το κοινό που τα επισκέπτεται, στην οποία υπάρχει, παράλληλα, και πρόνοια για τη συμπερίληψη των κατάλληλων οικονομικών κινήτρων που θα ωθούν τα μουσεία να προβαίνουν στην υιοθέτηση και εφαρμογή των προτύπων αυτών.
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Νόμου είναι ότι ο ρόλος του ρυθμιστή που κατοχυρώνεται σε αυτόν για το κράτος δεν οδηγεί σε ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος σε σχέση με τις διοικητικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες και υποχρεώσεις για τα μουσεία που θα αναγνωρίζονται. Αυτές παραμένουν στη σφαίρα αποκλειστικής ευθύνης των φορέων που τα ιδρύουν, οι οποίοι εξακολουθούν, και μετά την αναγνώριση, να είναι οι κατά τύπο και ουσία υπεύθυνοι για τη λειτουργία τους.
Άλλο χαρακτηριστικό της νομοθεσίας είναι ότι η ίδια δεν υποχρεώνει ή εξαναγκάζει σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της. Για τούτο δεν προνοείται η επιβολή ποινών ή άλλων κυρώσεων ούτε στα μουσεία που για οποιουσδήποτε λόγους ενδεχομένως δεν θα επιδιώξουν να αποκτήσουν καθεστώς αναγνωρισμένου μουσείου, ούτε σε αυτά που θα το επιδιώξουν και πιθανώς δεν θα το επιτύχουν.
Τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νομοθεσίας αυτής είναι ότι καθιερώνει ειδική σχέση εποπτείας μεταξύ της Αρχής που προσφέρει την αναγνώριση (δηλ. του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού) και του οργανισμού που αναγνωρίζεται από αυτήν, δηλ. του μουσείου. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής σχέσης, η αναγνωρίζουσα Αρχή ασκεί, ως εποπτεύων φορέας, έλεγχο στο εποπτευόμενο από αυτήν αναγνωρισμένο μουσείο αναφορικά με τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτό για να διαπιστώσει κατά πόσο εξακολουθούν, μετά την αναγνώρισή του, να συντρέχουν οι λόγοι και να πληρούνται οι προϋποθέσεις που είχαν οδηγήσει στην αναγνώρισή του.
Ο περί της Αναγνώρισης των Ιδιωτικών Μουσείων και των Μουσείων των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διαδικασία και Προϋποθέσεις) Νόμος είναι εργαλείο ικανό να αναδείξει και ενισχύσει τη θέση και τον ρόλο του μουσείου ως οργανισμού με ειδική αποστολή, που δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της κοινωνίας και των θεσμών που τη στηρίζουν. Είναι, ακόμη, εργαλείο κατάλληλο να συμβάλει στην καθιέρωση και ισχυροποίηση του ρόλου του μουσείου ως οργανισμού ικανού να συνεισφέρει στην ήπια οικονομική ανάπτυξη, αφού η δραστηριοποίησή του μπορεί αφενός να προσφέρει απασχόληση σε εξειδικευμένο επιστημονικό, καθώς και σε μη επιστημονικό, δυναμικό (μουσειολόγοι, επιμελητές, συντηρητές, ιστορικοί και άλλοι μελετητές/ερευνητές κ.ο.κ.) και να εμπλουτίσει και διαφοροποιήσει, αφετέρου, την υπάρχουσα αγορά τουριστικού προϊόντος, προσφέροντας νέους πόλους έλξης για τον τουρισμό και συμβάλλοντας έτσι στην αειφόρο τουριστική ανάπτυξη.
Έχουμε κάθε καλό λόγο να πιστεύουμε ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις αναφορικά με τις θετικές επιπτώσεις που θα έχει ο Νόμος στο πεδίο των ιδιωτικών μουσείων και των μουσείων των Τοπικών Αρχών δεν θα είναι απλά η ευτυχής κατάληξη που θα επιστεγάσει τους ευσεβείς πόθους και τις ευγενείς προσδοκίες που τρέφει το Υπουργείο Παιδείας, ως Αρχή αρμόδια για την εφαρμογή του. Η αισιόδοξη εκτίμησή μας για τη μελλοντική ευεργετική του επίδραση πηγάζει από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Νόμος εκφράζει σωστή και ισορροπημένη πολιτική, η οποία σηματοδοτεί συγκεκριμένη και στοχευμένη επένδυση στον πολιτισμό, με μακροπρόθεσμη στρατηγική προοπτική. Για την ικανοποιητική απόδοση μιας τέτοιας επένδυσης απαιτείται βέβαια επιμονή, υπομονή και προπαντός σταθερότητα και προσήλωση στον στόχο, ενώ για τη σωστή αποτίμηση του μεγέθους της απόδοσης απαιτείται βάθος χρόνου.
Παρουσιάζοντας, λοιπόν, σήμερα την πολιτική που έχει σχεδιαστεί και μελλοντικά θα εφαρμοστεί για τα μη κρατικά μουσεία, έχουμε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι κάνουμε μόνο μια αρχή. Όπως και με κάθε άλλη ενέργεια που σηματοδοτεί μια αρχή, έτσι και για την περίπτωση αυτή θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι στην πορεία θα χρειαστεί να επανέλθουμε με συμπληρώσεις, βελτιωτικές επεμβάσεις και άλλες διορθωτικές κινήσεις που θα προσδίδουν σε αυτήν περισσότερο βάθος και θα την ολοκληρώνουν. Όλα αυτά προϋποθέτουν βέβαια την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού μεταξύ όλων των πλευρών που θα έχουν εμπλοκή στο θέμα της εφαρμογής της πολιτικής αυτής, καθώς επίσης και την ανάπτυξη ειλικρινούς διαλόγου σε συνθήκες διαφάνειας. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για στοίχημα που για να κερδηθεί απαιτείται συλλογική προσπάθεια.
Ολοκληρώνοντας και απευθυνόμενος προς τα μέλη της Επιτροπής Μουσείων, επιθυμώ να ευχηθώ κάθε επιτυχία στη διεκπεραίωση του έργου που τους έχει ανατεθεί. Σάς διαβεβαιώ ότι θα με έχετε πάντοτε στο πλευρό σας και θα σάς προσφέρω κάθε δυνατή στήριξη και συμπαράσταση που μπορείτε να αναμένετε για την εκπλήρωση της αποστολής σας.