Συνάντηση
του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων
με
τον Σύνδεσμο Καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας
Ο
Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκης Λ. Ομήρου δέχθηκε σήμερα, στο
γραφείο του, τον Σύνδεσμο Καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας.
Μετά
το πέρας της συνάντησης ο Πρόεδρος της Βουλής και ο Πρόεδρος του Συνδέσμου κ.
Άδωνης Παπακωνσταντίνου προέβηκαν σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους. Ο κ.
Ομήρου ανέφερε ότι οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας
έθεσαν την έντονη ανησυχία, την αγωνία, αλλά και την αγανάκτησή τους για τον
χειρισμό των θεμάτων που αφορούν στα δίκαια αιτήματά τους. Είπε χαρακτηριστικά
ότι οι τελευταίες εξελίξεις, που αφορούν στην προκύψασα αδικία μεταξύ της Αρχής
Εξυγίανσης και των Δικηγορικών Γραφείων,
έχει επαναφέρει στην επικαιρότητα και με οξύτητα το θέμα της ανάγκης
ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους.
Πρόσθεσε
δε: «Υπάρχει ένα κεντρικό αίτημα, δίκαιο αίτημα, για το οποίο υπάρχει πράγματι
μεγάλη απορία γιατί το αίτημα αυτό δεν ικανοποιήθηκε: Να αναλάβουν οι καταθέτες
της Λαϊκής τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρξε μια
χρηστή διαχείριση αυτών των περιουσιακών στοιχείων και υπάρχει κίνδυνος με την
πάροδο του χρόνου να μειώνεται η αγοραστική αξία τους. Για αυτό, το πρώτο που
θέλω να πω και να δώσω ως μήνυμα είναι ότι στηρίζουμε αυτό το δίκαιο αίτημα του
Συνδέσμου Καταθετών της Λαϊκής.
Περεταίρω
θα ήθελα να πω τα εξής: Για τη διερεύνηση των ευθυνών και την τιμωρία όσων
αποδειχθεί ότι υπέχουν ευθύνες για την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας, αυτή τη
στιγμή υπάρχει μια διελκυστίνδα που προκαλεί τη δικαιολογημένη έκπληξη, αλλά και
τον θυμό και την οργή των πολιτών. Είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχει αυτή η
διελκυστίνδα και αυτή η αντιδικία.
Είναι
ένα θέατρο του παράλογου που, πράγματι, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τους
πολίτες και κυρίως από τους άμεσα πληγέντες που είναι οι καταθέτες της πρώην
Λαϊκής. Την ίδια ώρα ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας καταγγέλλει ότι
λειτουργοί της Κεντρικής Τράπεζας αρνούνται να συνεργαστούν ή αρνούνται να του
παραδώσουν έγγραφα που θα διευκολύνουν την διερεύνηση των ευθυνών για την
κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας. Θεωρώ ότι αυτά τα φαινόμενα, αυτές οι
συμπεριφορές είναι ανεπίτρεπτες για τους θεσμούς της πολιτείας και της
λειτουργίας αυτών των θεσμών, μετά την τρομακτική οικονομική κατάσταση που
περιήλθε η Κύπρος με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και, όλως ιδιαιτέρως,
της τραπεζικής κρίσης που οδήγησε και στην ευρύτερη οικονομική κρίση.
Άρα
εδώ χρειάζεται να υπάρξει παρέμβαση από τους θεσμούς της πολιτείας και ιδιαίτερα
από τον ανώτατο θεσμικό πολιτειακό παράγοντα της χώρας, που είναι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας. Η Βουλή των Αντιπροσώπων θα ασχοληθεί με το θέμα. Ήδη η Επιτροπή
Θεσμών έχει ορίσει ειδική συνεδρία την ερχόμενη Τρίτη. Θα είναι παρόντες και οι
εκπρόσωποι του Συνδέσμου Καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας και, από πλευράς Βουλής,
θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια εντός των ορίων της αρμοδιότητας της Βουλής των
Αντιπροσώπων να στηριχθούν αποτελεσματικά οι προσπάθειες για τη διερεύνηση των
ευθυνών για την κατάρρευση της Λαϊκής, αλλά και για την τροχοδρόμηση εκείνων των
αναγκαίων νομικών μέτρων που θα οδηγήσουν στο ειδώλιο του κατηγορουμένου όλους
εκείνους που θα αποδειχθεί ότι πράγματι ευθύνονται».
Με
την σειρά του, ο κ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι ως Σύνδεσμος Καταθετών Λαϊκής
ήταν περήφανοι που κλήθηκαν να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο στη διάσωση του κράτους,
παράλληλα όμως νιώθουν και αδικημένοι υπό την έννοια ότι μια μικρή μερίδα
πολιτών, θυματοποιήθηκε για να υπάρξει επιβίωση του κράτους.
Και
πρόσθεσε: «Η παράκλησή μας έγινε και απαίτηση και απαιτούμε ότι, αφού σε δυο
χρόνια δεν έπραξαν τίποτα όσον αφορά τη διαχείριση αυτών των περιουσιακών
στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας, και το μόνο που κατάφεραν είναι από το ένα
δισεκατομμύριο που ήταν η αξία τους να πάει στο ένα τέταρτο ή στο ένα τρίτο,
εμείς απαιτούμε να δοθεί η διαχείριση στους νομίμους δικαιούχους, οι οποίοι
είναι οι πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Αρχή
Εξυγίανσης επιμένει να κρατάει στα χέρια της αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, τα
οποία εκ των πραγμάτων δεν ξέρει τι να τα κάνει. Και όταν μιλάμε για Αρχή
Εξυγίανσης δεν διαχωρίζουμε την Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ή το Διοικητικό
Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή τη Διαχειρίστρια, ή τα δικηγορικά γραφεία.
Όλη αυτή η ομάδα δεν έχει πράξει καθόλου έργο τα τελευταία χρόνια».