Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενημέρωσε την ηγεσία και μέλη της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας Ηνωμένου Βασιλείου
Εύχομαι η επιστροφή μου από τη Νέα Υόρκη να είναι ακόμα περισσότερο γεμάτη ελπίδες από ό,τι η μετάβαση, είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, ο οποίος βρισκόταν χθες βράδυ στο Λονδίνο καθοδόν προς τη Νέα Υόρκη, όπου θα συμμετάσχει στις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και θα έχει επαφές με επίκεντρο τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό και την προσπάθεια για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Σε ομιλία του κατά το δείπνο που παρέθεσε προς τιμή του η Εθνική Κυπριακή Ομοσπονδία Ηνωμένου Βασιλείου χθες βράδυ, στο Λονδίνο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε, μεταξύ άλλων, ότι πριν από τη μετάβαση του στα Ηνωμένα Έθνη επιθυμούσε να ενημερώσει τους ομογενείς, που διαβιούν στο ΗΒ για τις εξελίξεις στο Κυπριακό.
Επισημαίνοντας με ικανοποίηση την παρουσία του νέου Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ.κ. Νικήτα και της νεολαίας των αποδήμων στην εκδήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «παρακολουθείτε τα όσα τεκταίνονται στην Κύπρο, παρακολουθείτε τις προκλήσεις της Τουρκίας τόσο με την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ όσο και στην ξηρά με τις απειλές για εποικισμό της Αμμοχώστου».
Πρόσθεσε ότι «χρειάζεται υπερβολική υπομονή για να χειριστεί κανείς τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Και είναι με αυτό τον τρόπο που προσπαθούμε μέσα από τη διπλωματική οδό, μέσα από την ΕΕ, μέσα από φίλες χώρες με τις οποίες έχουμε αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ακόμα πιο ισχυρούς δεσμούς, να αποτρέψουμε τι απειλές που δεχόμαστε.
Πάντα στο πλευρό μας είναι η εκάστοτε Κυβερνήσεις της Ελλάδας. Και είναι με ιδιαίτερη ικανοποίηση που λέω ότι πέραν από τον άψογο συντονισμό που είχαμε με την Κυβέρνηση Τσίπρα, εξίσου στενές είναι οι σχέσεις και ο συντονισμός και η συνεργασία με τη σημερινή Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στις 9 Αυγούστου ήταν μια ημερομηνία ελπίδας, που αναπτέρωνε την προσδοκία ότι θα μπορούσε αν υπήρχε η λογική και η αποφασιστικότητα μεταξύ των ηγετών, να καθοριστούν ή να συμφωνηθούν οι όροι αναφοράς, έτσι ώστε να μας δοθεί η ευκαιρία επανέναρξης του διαλόγου από όπου είχε διακοπεί στο Κραν Μοντανά.
Θα πρέπει να ομολογήσω ότι η συνάντησή μου με τον κ. Ακκιντζί απέδωσε. Απέδωσε στο γεγονός ότι και οι δύο αγωνιώντας για την τύχη και την προοπτική της πατρίδας μας είχαμε πει ότι μπορεί να συμφωνηθούν οι όροι αναφοράς και καθορίστηκαν σε τρεις εν τη ουσία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση περαιτέρω διαλόγου.
Το πρώτο ήταν το κοινό ανακοινωθέν του Φεβρουαρίου του 2014, το δεύτερο ήταν οι συγκλίσεις που είχαμε πετύχει μέχρι το Κραν Μοντανά, το τρίτο ήταν το πλαίσιο Γκουτέρες όπως κατατέθηκε από τον ίδιο στις 30 Ιουνίου.
Ακολούθως, και ο κ. Ακκιντζί και ο ίδιος προσωπικά ενημερώσαμε την κα Λουτ, αφού εν τω μεταξύ προηγουμένως εκδόθηκε ανακοινωθέν, στο οποίο καταγράφαμε το θετικό της συνάντησης αλλά και της συναντίληψης που κατά τη διάρκεια της συνάντησης επικράτησε.
Ενημερώσαμε την κα Λουτ, η οποία ενθαρρυμένη από τα όσα είχαν συμφωνηθεί επισκέφθηκε την Κύπρο. Ετοίμασε με βάση τα όσα την είχαμε ενημερώσει ένα ανάλογο κείμενο, το οποίο εμείς αποδεχθήκαμε πλήρως, ο κ. Ακκιντζί αποδέχθηκε εξίσου, αλλά έπρεπε να καθυστερήσει την απάντηση για τους γνωστούς λόγους. Έπρεπε να συνεννοηθεί ή να πάρει την έγκριση. Και η έγκριση δεν ήρθε. Ήρθαν κάποιες παρατηρήσεις για να προσθέσουν στο ανακοινωθέν ή στους όρους αναφοράς που εν τη ουσία προδίκαζαν αξιώσεις της τουρκικής πλευράς που θα ήταν, στη βάση των όσων είχαμε συμφωνήσει θα ήταν στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων προς συζήτηση.
Το ένα ήταν να συνδυαστεί η πολιτική ισότητα και να προστεθεί η αποτελεσματική συμμετοχή υπονοώντας εκ περιτροπής προεδρία αλλά και θετική ψήφο για κάθε απόφαση είτε της κυβέρνησης είτε των θεσμών του νέου καθεστώτος, και το δεύτερο ήταν ότι έπρεπε να κατατεθούν νέες ιδέες ανεξαρτήτως του ποια θα ήταν η τελική έκβαση ως προς τη λύση του Κυπριακού.
Αντιλαμβάνεστε ότι με ανάλογους όρους ή αναλόγως συμπεριφερόμενος – και ήταν κάτι για το οποίο είχαμε συνεννοηθεί με τον κ. Ακκιντζί να αποφευχθεί – θα μπορούσα να ζητήσω ότι για να πάω σε διάλογο θα έπρεπε να αποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα, θα πρέπει να τερματιστούν οι εγγυήσεις, να αποδοθεί η Αμμόχωστος και άλλα. Όμως, προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος είπαμε ότι οι όποιες διαφορές που είναι υπαρκτές να συζητηθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αποτέλεσμα ήταν η κα Λουτ να αποτύχει υπό μια έννοια στο να καθοριστούν οι όροι αναφοράς, αλλά εκείνο που μαρτυρεί την αλήθεια των όσων λέγω ήταν η επιστολή που απέστειλε και στους δύο εκφράζοντας ευγνωμοσύνη για τη συνεργασία και την αποφασιστικότητα να συμβάλουμε στο να συμφωνηθούν όροι αναφοράς.
Αυτό, το οποίο καταγράφεται αυτή τη στιγμή και που θα είναι την ερχόμενη βδομάδα στο επίκεντρο είναι η συνάντηση με τον ΓΓ των ΗΕ – ήδη ο κ. Τσαβούσογλου είχε συνάντηση χθες με αποκλειστικό θέμα το Κυπριακό και τη Συρία και θέλω να ελπίζω ότι δεν θα αξιώνει να επαναληφθούν οι όροι που έθεσε προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί οι όροι αναφοράς.
Και θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι εξίσου. Και θα είναι σαφής η θέση μου προς τον ΓΓ των ΗΕ. Όσο είμαι αποφασισμένος να μπω σε έναν ειλικρινή και δημιουργικό διάλογο άλλο τόσο είμαι αποφασισμένος να μην μπω ποτέ σε διάλογο ενόσω και εφόσον η Τουρκία θα συνεχίσει τις παράνομες, τις έκνομες ενέργειες παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο ή απειλώντας για εποικισμό της Αμμοχώστου. Και χαίρομαι να πω πως σε τούτο το σημείο ομόφωνη είναι η θέση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Δεν μπορεί να διαπραγματεύεσαι κάτω από την απειλή κανονιοφόρων, κάτω από την απειλή δημιουργίας νέων τετελεσμένων.
Έχουμε πει ότι για να αποδώσει ένας διάλογος απαιτείται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των δύο κοινοτήτων. Πώς αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη όταν υπάρχουν τέτοιες προκλήσεις, τέτοιες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, τέτοια περιφρόνηση του Καταστατικού Χάρτη των ΗΕ ή του ευρωπαϊκού κεκτημένου;
Δεν είναι η Τουρκία που καθορίζει εάν οι ευρωπαϊκές χώρες θα είναι αλληλέγγυες προς ένα κράτος μέλος όπως είναι η Κύπρος, και δεν είναι η Τουρκία που καθορίζει ποιο είναι το διεθνές δίκαιο που διέπει τα της θαλάσσης, της ΑΟΖ του κάθε κράτους.
Κατά τη διάρκεια ερχόμενης βδομάδας θα έχω μια σειρά από επαφές με τα πέντε Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με Υπουργούς Εξωτερικών χωρών Μονίμων Μελών, αλλά και αξιωματούχους σωρείας άλλων χωρών, προκειμένου να μεταφέρουμε τα μηνύματα και την αποφασιστικότητά μας για μια νέα αρχή.
Μια αρχή που θα μας επιτρέψει επιτέλους να δημιουργηθούν οι συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης, που θα επιτρέψει σε ένα κράτος να είναι λειτουργικό για να έχει ελπίδα να είναι και βιώσιμο. Συνθήκες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν νάρκη στα θεμέλια του τι προσπαθούμε να κτίσουμε αν δίνουν το δικαίωμα σε μια τρίτη χώρα να καθορίζει το πώς θα κυβερνάται το κράτος της Κύπρου, είναι και απαράδεκτα και αδιανόητα.
Και θέλω να είμαι σαφής. Αναγνωρίζουμε και αποδεχόμαστε την πολιτική ισότητα, εκείνο που απορρίπτουμε είναι την πολιτική ανισότητα. Διότι αυτό το οποίο αξιώνει η Τουρκία μέσω των Τουρκοκυπρίων για θετική ψήφο εφ΄ όλης της ύλης, σε όλους τους θεσμούς, στο Υπουργικό Συμβούλιο και αλλού δεν είναι παρά εν τη ουσία δικαίωμα βέτο, δηλαδή η ισότιμη πολιτεία η οποία πληθυσμιακά είναι ολιγότερη – και δεν μιλώ για πλειοψηφίες και μειοψηφίες αλλά μιλώ για το δικαίωμα που διεκδικούν – δεν μπορεί το 21.5% να καθορίζει την τύχη του 78,5%. Δεν μπορεί να ζητάς την πολιτική ισότητα για να καθορίζεις την τύχη της άλλης κοινότητας, διότι αποφασιστικό ρόλο θα διαδραματίζει εκείνος που έχει το βέτο. Πώς μπορεί να σταθεί ένα κράτος, να είναι βιώσιμο όταν υπάρχει αξίωση για τόσα υπερβολικά προνόμια; Εδώ και 45 χρόνια έχουμε κάνει υποχωρήσεις που κρίθηκαν και απαράδεκτες προκειμένου επιτέλους να εξευρεθεί ο τρόπος επανένωσης της πατρίδας μας, απαλλαγής της από τα κατοχικά στρατεύματα, απαλλαγής της από τις εγγυήσεις.
Δυστυχώς, εκείνη που συνέβαλε στην αποτυχία κάθε προσπάθειας δεν ήταν άλλη από την Τουρκία που μέσα από συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους επεδίωκε τον έλεγχο ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξίσου επεδίωκε αν και εφόσον κατ΄ ευχή βρεθεί μια λύση που θα μας οδηγεί στο να συμβιώσουμε, να συγκυβερνήσουμε. Δεν αρνούμαστε τη συμμετοχή, δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Τους έχω πει κατ΄ επανάληψη ότι μπορεί να έχετε τη θετική ψήφο, αλλά πότε να την ασκείται; Αν και εφόσον η ελληνοκυπριακή κοινότητα καταχρώμενη του αριθμού προσπαθήσει να πάρει τέτοιες αποφάσεις που να ζημιώνουν είτε την τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία είτε την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Και πάλι θα πρέπει να υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών. Πού είναι η αναγνώριση της πολιτικής ισότητας; Και έχω προκαλέσει κατ΄ επανάληψη και τον κ. Ακκιντζί και τους συνομιλητές μου σε διεθνές επίπεδο να μου δώσουν ένα και μόνο παράδειγμα από τα 193 κράτη μέλη των ΗΕ όπου ισχύει κάτι ανάλογο. Δηλαδή η μια κοινότητα να έχει τέτοια δικαιώματα που να καθορίζει την τύχη της άλλης. Πού είναι ο αλληλοσεβασμός; Πού είναι η πολιτική ισότητα;
Για αυτό και θέλω να είμαι ξεκάθαρος στις τοποθετήσεις μου. Επιδίωξή μας είναι και παραμένει ο διάλογος που θα αποδώσει λειτουργικότητα, βιωσιμότητα, αλληλοσεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη και συνδημιουργία. Με αυτά τα δεδομένα πάω στα ΗΕ αλλά δεν θα περιοριστώ στο να κάνω αναφορά στο τι επιθυμούμε. Από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης και όχι μόνο θα καταγγείλουμε τις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας είτε αυτές αναφέρονται σε πράξεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο είτε εκφράζονται ως απειλές μέσα από τα στόματα είτε του Προέδρου της Τουρκίας είτε των Υπουργών του.
Εκφράζω για άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη και την ικανοποίησή μου για το έργο που επιτελεί η Ομοσπονδία και οι απόδημοί μας στο σύνολό τους. Οι νέοι μηχανισμοί που έχουν μπει μπροστά, η νέα προσπάθεια που καταβάλλεται και ιδιαίτερα η εμπλοκή των νέων μας δίνει μια ελπίδα, ότι μπορούμε να εργαστούμε συντονισμένα, μεθοδικά, με σημαντικές επιτυχίες».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρόσθεσε ότι «ήδη βρισκόμαστε σε εκείνα τα βήματα, παρακολουθώντας τις δράσεις και τα αποτελέσματα των δράσεων σας».
Τέλος, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ευχήθηκε όπως «η επιστροφή από τη Νέα Υόρκη να είναι ακόμα περισσότερο γεμάτη ελπίδες από ό,τι η μετάβαση».
Στην εκδήλωση μίλησαν, επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. κ. Νικήτας και ο Πρόεδρος της Εθνικής Κυπριακής Ομοσπονδίας ΗΒ κ. Χρίστος Καραολής, οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία του απόδημου Κυπριακού Ελληνισμού για επανένωση της Κύπρου και για τερματισμό της κατοχής.
Σημείωσαν, επίσης, τις προσπάθειες και τις συντονισμένες ενέργειες των αποδήμων Κυπρίων στο ΗΒ προς την Κυβέρνηση της χώρας με τις οποίες ζητούν να συμβάλει η Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, σε λύση του Κυπριακού, στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, να συμβάλει στην κατάργηση των εγγυήσεων, να στηρίζει τις προσπάθειες της Κυπριακής Κυβέρνησης για αξιοποίηση του φυσικού πλούτου και για αποχώρηση τουρκικών πλοίων από την κυπριακή ΑΟΖ.
Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συνόδευε στην εκδήλωση η σύζυγός του κα Άντρη Αναστασιάδη. Παρόντες στην εκδήλωση ήταν, επίσης, ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Χριστοδουλίδης, ο Ύπατος Αρμοστής της Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο κ Ανδρέας Κακουρής, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Πρόδρομος Προδρόμου, ο Επίτροπος Προεδρίας κ. Φώτης Φωτίου και υπηρεσιακοί παράγοντες