Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στη Βουλή των Ελλήνων
23/11/2010
Θεωρώ ύψιστη τιμή το γεγονός ότι έχω σήμερα το προνόμιο να προσφωνήσω τη Βουλή των Ελλήνων. Το Κοινοβούλιο, που με τον πιο αυθεντικό τρόπο εκφράζει τον ελληνικό λαό. Ευχαριστώ από καρδιάς για την απόφασή σας να τιμήσουμε μ’ αυτή την Ειδική Σύνοδο την επέτειο των 50 χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μας εγκαρδιώνει και τιμά ιδιαίτερα την Κύπρο, τον λαό μας και εμένα προσωπικά η παρουσία ανάμεσά μας του αρχηγού του ελληνικού κράτους, Εξοχότατου Προέδρου κ. Κάρολου Παπούλια. Κύριε Πρόεδρε, σας απευθύνω ευχαριστίες από τα βάθη της καρδιάς μου. Ευχαριστώ θερμά τον Πρωθυπουργό και Πρόεδρο του κυβερνώντος κόμματος, τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και τους Αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων για την παρουσία τους. Μέσω της Βουλής των Ελλήνων απευθύνομαι σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό μεταφέροντας το πιο θερμό αδελφικό χαιρετισμό από την Κύπρο και το λαό μας.
Κύπρος και Ελλάδα συνδέονται με ακατάλυτους αδελφικούς δεσμούς που πάνε πολύ πίσω στους αιώνες. Κοινοί δεσμοί, κοινή ιστορία, κοινός πολιτισμός, κοινοί αγώνες, κοινές θυσίες για τα πιο υψηλά ιδανικά.
Μεταφέρω την ειλικρινή ευγνωμοσύνη του κυπριακού λαού προς την κυβέρνηση, τον πολιτικό κόσμο και το λαό της Ελλάδας για τη σθεναρή και ολόπλευρη υποστήριξη που παρέχουν στην υπόθεση της Κύπρου. Στα τριάντα έξι χρόνια που διαρκεί η πιο πρόσφατη δοκιμασία της Κύπρου η δημοκρατική Ελλάδα - ηγεσία και λαός - στάθηκαν πάντα το πιο ισχυρό, αξιόπιστο και συνεπές στήριγμα της Κύπρου στην πάλη για ελευθερία και δικαίωση. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη στήριξη της Ελλάδας. Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη βοήθεια και τη σθεναρή στήριξη της Ελλάδας, Κυβέρνησης και Κοινοβουλίου.
Με ιδιαίτερη χαρά διαπιστώνουμε το άριστο επίπεδο των σχέσεων, συνεργασίας και συντονισμού ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Διαβεβαιώνω ότι στο βαθμό που εξαρτάται από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και εμένα προσωπικά θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε συνειδητά και υπεύθυνα για να ενισχύουμε συνεχώς τις σχέσεις και τη συνεργασία μας σε όλους τους τομείς.
Ελλάδα και Κύπρος είμαστε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναβαθμίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό οι προοπτικές συνεργασίας και συντονισμού προς όφελος των λαών μας αλλά, πιστεύω, και προς όφελος των ευρωπαϊκών λαών.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Η γεωγραφία προίκισε την πατρίδα μας με μια ζηλευτή θέση ανάμεσα στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Η Κύπρος από την αυγή της ιστορίας της βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Στο νησί μας ανταμώθηκαν οι μεγάλοι πολιτισμοί του Αιγαίου, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου. Η Κύπρος έγινε γέφυρα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης αυτών των πολιτισμών. Στο νησί μας λατρεύτηκαν οι αρχαίοι θεοί της Ανατολής και της Δύσης. Από το νησί μας ξεκίνησε τη θαυμαστή πορεία του στον κόσμο ο Χριστιανισμός. Στο νησί μας ακούστηκαν και ακούονται ακόμα οι μελωδικές προσευχές των μουεζίνηδων ταυτόχρονα με τον ήχο των καμπάνων και των Βυζαντινών ύμνων.
Οι Κύπριοι, από τα πανάρχαια χρόνια και σε όλη τη μετέπειτα ιστορική τους πορεία, υπήρξαν καλοί δέκτες των επιδράσεων γειτονικών λαών και πολιτισμών που μπόλιασαν και εμπλούτισαν τη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα. Οι Κύπριοι έμαθαν να αφομοιώνουν δημιουργικά και να αναπλάθουν τις ξένες επιρροές, έτσι που σήμερα να αισθανόμαστε υπερήφανοι για την πραγματικά πλούσια πολιτιστική μας κληρονομιά.
Από την εποχή των Αχαιών και του Τρωικού πολέμου ο χαρακτήρας του κυπριακού πολιτισμού είναι κατά βάση ελληνικός και ο πληθυσμός του νησιού στη μεγάλη του πλειοψηφία επίσης ελληνικός. Όμως, από την αρχαιότητα ως σήμερα το άλλο, επίσης χαρακτηριστικό, στοιχείο είναι η συμβίωση στην πατρίδα μας διαφορετικών εθνοτήτων, η κάθε μια από τις οποίες είχε και έχει τη δική της σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση αυτού που ορίζεται ως κυπριακός λαός και κυπριακή κουλτούρα. Ο μεγαλύτερός μας πλούτος βρίσκεται ακριβώς στην πολυπολιτισμικότητα της Κύπρου.
Είναι σαφές πως η γεωγραφία ευλόγησε το νησί μας. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και η κακοδαιμονία του. Πολλοί θέλησαν να αποκτήσουν τα πλεονεκτήματα της στρατηγικής του θέσης και να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς του πόρους. Έγινε μήλον της έριδος ανάμεσα σε γειτονικά, και όχι μόνο, ισχυρά κράτη. Και αυτό έφερε στην Κύπρο κατακτητές από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κατακτητές που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο πολεμώντας μεταξύ τους για την κατοχή της Κύπρου. Κατακτητές που κράτησαν για αιώνες υπόδουλους τους Κύπριους.
Η κακοδαιμονία της Κύπρου συνεχίστηκε και μάλιστα εντάθηκε στις νεότερες εποχές των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών. Τελευταίος κατακτητής της Κύπρου ήταν η Βρετανία που διαδέχθηκε τους Οθωμανούς.
Το μεγάλο στοίχημα που καλούμαστε να κερδίσουμε ως χώρα και ως λαός είναι να αξιοποιήσουμε την ευλογία της γεωγραφίας και να κλείσουμε τους δρόμους της αξιοποίησής της από ξένα κέντρα σε βάρος του λαού μας. Δύσκολο στοίχημα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Κύπρος, ακόμα και σήμερα στην αρχή του 21ου αιώνα, βιώνει ξανά την τουρκική κατοχή που επέφερε τη ντε φάκτο διαίρεση.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Φέτος γιορτάζουμε τα 50χρονα της κυπριακής ανεξαρτησίας. Πετύχαμε την ανεξαρτησία μας και την απαλλαγή από τον αποικιακό ζυγό με αγώνες και θυσίες του κυπριακού λαού που κράτησαν δεκαετίες. Ας μου επιτραπεί και από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων να αποτίσω φόρο τιμής σε όσους αγωνίστηκαν, και πολλοί από τους οποίους θυσιάστηκαν, για να αποκτήσει η Κύπρος την ελευθερία της, αλλά και στη συνέχεια για να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της. Ο ίδιος οφειλόμενος φόρος τιμής ανήκει και στους μαχητές και τους ήρωες της δημοκρατίας που αντιπάλεψαν το φασισμό. Θεωρώ χρέος να κάνω ξεχωριστή μνεία στον πρώτο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος ανάλωσε όλη τη ζωή του στις επάλξεις για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Κύπρου, στους αγώνες για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην πατρίδα μας.
Η πορεία προς την ανεξαρτησία, η οικοδόμηση του καινούριου κράτους, οι οδυνηρές περιπέτειες που σημάδεψαν την Κυπριακή Δημοκρατία από τα πρώτα της βήματα και είχαν ως αποκορύφωμα το φασιστικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, μας έχουν διδάξει πολλά. Ή, πιο σωστά, θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει πολλά. Λέω ότι θα έπρεπε να είχαμε διδαχθεί πολλά γιατί αν κάποιος μελετήσει ορισμένες νοοτροπίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κατά καιρούς, δυστυχώς, επαναλαμβάνουμε τον κακό εαυτό μας.
Απόδειξη τούτου η εμφάνιση και στην Κύπρο της Χρυσής Αυγής και άλλων ομάδων με την ίδια ή και όμοια καταστροφική, ουσιαστικά, φασιστική φιλοσοφία και νοοτροπία. Ο κάθε δημοκράτης αισθάνεται αγανάκτηση και αποτροπιασμό σαν βλέπει μέσα από το διαδίκτυο τον αμετανόητο παππού να διδάσκει τον τρίχρονο εγγονό του το σύνθημα «ζήτω η Χούντα» μπροστά στον καδρωμένο και αναρτημένο στον τοίχο θυρεό της φασιστικής Χούντας. Σαν βλέπει το παιδί να κρατά πιστόλι και να διδάσκεται ότι μ’ αυτό θα σκοτώσει τους Τούρκους και τους κομμουνιστές.
Η ανεξαρτησία ήταν κατάκτηση για ολόκληρο το λαό μας, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους, έστω και αν η αποικιοκρατία άφησε πίσω της βαριά κληρονομιά τις Βρετανικές Βάσεις, και μάλιστα κυρίαρχες, καθώς και πολλές διαχωριστικές διατάξεις του Συντάγματος και γενικά των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Η ανεξαρτησία, όμως, ήταν ένα μεγάλο και ποιοτικό βήμα μπροστά, γιατί έθεσε τέρμα σε αιώνες δουλείας και δημιούργησε προοπτικές προόδου, προκοπής και ευημερίας. Δυστυχώς, αυτές οι προοπτικές, μισό αιώνα μετά, αναζητούν ακόμα δρόμους και τρόπους για να ξεδιπλώσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Η γεωγραφία συνέχισε να παίζει παιχνίδια και στη μετά την ανεξαρτησία εποχή. Πολλοί επιβουλεύθηκαν την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας. Ξένα ιμπεριαλιστικά γεωστρατηγικά συμφέροντα συναντήθηκαν με τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας για να οδηγήσουν την Κύπρο σε καινούργια δεινά και περιπέτειες.
Όμως και ως Κύπριοι διαπράξαμε λάθη που διευκόλυναν τα σχέδια των ξένων. Δεν αγαπήσαμε και δεν αγκαλιάσαμε όσο έπρεπε την κυπριακή ανεξαρτησία. Ορισμένοι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ακόμα και μετά το 1960, παρέμειναν προσκολλημένοι στο όραμα της Ένωσης, ενώ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα επικράτησαν ακραία στοιχεία που συνέχισαν να εργάζονται για τη διχοτόμηση.
Ως Ελληνοκύπριοι καθοδηγηθήκαμε πολλές φορές από το συναίσθημα και όχι τη λογική. Δεν μετρήσαμε όσο έπρεπε τα πραγματικά δεδομένα στην Κύπρο και στην περιοχή μας. Κυνηγήσαμε το ευκταίο αλλά ανέφικτο και ενοχοποιήσαμε το εφικτό ως προδοσία. Δεν δώσαμε την επιβαλλόμενη προσοχή στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, στις ανησυχίες και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 οι Τουρκοκύπριοι σοβινιστές οδήγησαν την κοινότητα στην αγκαλιά των αντιδραστικών κατεστημένων της Τουρκίας και εγκατέλειψαν τα συμμετοχικά όργανα εξουσίας της νεοσύστατης δικοινοτικής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με το πέρασμα του χρόνου οι Ελληνοκύπριοι σε μεγάλο βαθμό συνηθίσαμε να βλέπουμε την Κύπρο σαν ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Τάση που δυστυχώς υπάρχει και σήμερα σε συνθήκες μάλιστα κατοχής και ντε φάκτο διχοτόμησης. Δεν αντισταθήκαμε όσο έπρεπε και όσο επιβαλλόταν στον πειρασμό των μεγαλόστομων αλλά ανεδαφικών συνθημάτων.
Η κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε καταστροφική και για την Κύπρο. Η Χούντα, υπηρετώντας ξένα συμφέροντα, λειτούργησε χωρίς αναστολές και χωρίς εθνική αξιοπρέπεια. Υπέσκαψε συστηματικά τον Μακάριο και την Κυπριακή Δημοκρατία. Εργάστηκε για το ξεπούλημα της Κύπρου.
Έχοντας την απόλυτη στήριξη της Χούντας δραστηριοποιήθηκαν στην Κύπρο ακροδεξιές φασιστικές οργανώσεις με κυριότερη την ΕΟΚΑ Β΄ του Γρίβα. Στην ημερήσια διάταξη της εγκληματικής τους δραστηριότητας μπήκε η εθνοκαπηλία και η πατριδοκαπηλία. Η ενωσιολογία και τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Ο εθνικισμός, ο σοβινισμός και ο αντικομμουνισμός. Και, βέβαια, δεν περιορίστηκαν στα λόγια. Δημιούργησαν μια αφόρητη κατάσταση την οποία τελικά επικαλέστηκαν για να κορυφώσουν την προδοσία με το πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’. Οι δημοκρατικές δυνάμεις, συσπειρωμένες γύρω από τον Πρόεδρο Μακάριο, έδιδαν για χρόνια τη μάχη, την οποία, όμως, τελικά απώλεσαν.
Η Τουρκία, που καραδοκούσε, εκμεταλλεύτηκε τη χρυσή ευκαιρία που της πρόσφεραν η Χούντα και τα όργανά της στην Κύπρο και εισέβαλε στρατιωτικά στην πατρίδα μας σκορπώντας το θάνατο και την καταστροφή. Τριάντα έξι χρόνια μετά θάβουμε ακόμα τα οστά των νεκρών μας. Συρρικνώνεται ο κατάλογος των αγνοουμένων, αλλά διευρύνεται ο κατάλογος των νεκρών του 1974.
Ασήκωτες είναι οι ευθύνες της Τουρκίας και όσων συνωμότησαν κατά της Κύπρου για την τραγωδία του 1974. Η μεγάλη ευθύνη της Χούντας και των οργάνων της στην Κύπρο βρίσκεται στο γεγονός ότι με την προδοσία τους έδωσαν την αφορμή και την ευκαιρία να υλοποιηθούν τα εις βάρος της Κύπρου σχέδια των ξένων. Αυτή η αλήθεια είναι οδυνηρή. Όμως πρέπει να λέγεται. Χωρίς το πραξικόπημα σίγουρα η μοίρα της Κύπρου θα ήταν διαφορετική.
Η εισβολή του Αττίλα έφερε μαζί της την προσφυγιά, το εθνικό ξεκαθάρισμα, την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, το μαζικό εποικισμό. Η Τουρκία επέβαλε επί του εδάφους τη ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου. Στο υπό κατοχή έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1983 το ψευδοκράτος. Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινότητα, που ζήτησε την ανάκλησή της. Το ψευδοκράτος αναγνωρίστηκε μόνο από την Τουρκία. Όμως η αποσχιστική εκείνη ενέργεια και οι συνεχείς προσπάθειες διεθνούς αναγνώρισης ή αποδοχής του ψευδοκράτους, καθώς και τα τετελεσμένα επί του εδάφους, περιπλέκουν ακόμα περισσότερο το Κυπριακό και καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη τη λύση του.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Η λύση του Κυπριακού έχει καθυστερήσει πάρα πολύ. Τόσο πολύ που οι Τουρκοκύπριοι, με τη στήριξη της Τουρκίας, εθίζονται στη στήριξη και λειτουργία των θεσμών του ψευδοκράτους. Ορισμένοι στη διεθνή κοινότητα εκφράζουν δυσφορία, στέλλοντας το μήνυμα ότι έχουν κουραστεί να ασχολούνται με το Κυπριακό. Όσοι τοποθετούνται μ’ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να διερωτηθούν αν έχουν κάνει όλα όσα έπρεπε ώστε να συμβάλουν στην επίτευξη λύσης. Ο κυπριακός λαός επείγεται για λύση. Γιατί είναι η δική μας πατρίδα που βρίσκεται υπό κατοχήν και είναι τα δικά μας ανθρώπινα δικαιώματα που παραβιάζονται εδώ και 36 χρόνια. Γιατί είναι το δικό μας μέλλον που διακυβεύεται. Και δεν εννοώ μόνο τους Ελληνοκύπριους αλλά και τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.
Το Κυπριακό θα λυθεί όταν η Τουρκία αποφασίσει επιτέλους να συμμορφωθεί με τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθών, με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Όσοι στο διεθνή χώρο, περιλαμβανομένων και εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δυσφορούν για την παράταση της εκκρεμότητας στην Κύπρο, θα έπρεπε να στραφούν προς την Τουρκία και να ασκήσουν την επιρροή και τις πιέσεις τους για να αλλάξει η τουρκική πολιτική και να ανοίξει έτσι ο δρόμος προς τη λύση. Αντί τούτου επιδεικνύουν ανοχή προς την κατοχική δύναμη, ενθαρρύνουν και στηρίζουν παράλογες θέσεις της τουρκικής πλευράς και επιχειρούν να ασκήσουν πιέσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είμαστε καλός αγωγός πιέσεων. Οι πιέσεις μας πεισμώνουν γιατί στοχεύουν να ευλογήσουν την αδικία. Ο σεβασμός προς την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και προς τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ θα μετατρέψει το ενδιαφέρον σε καλώς νοούμενο και θα το εκτιμήσουμε ως βοηθητικό στις άοκνες προσπάθειές μας για λύση και επανένωση.
Από την πρώτη στιγμή που ο λαός μας έδωσε την εντολή να χειριζόμαστε από μέρους του το Κυπριακό εργαστήκαμε συστηματικά για να αναζωογονηθεί η διαδικασία του διαλόγου για λύση και επανένωση. Έχοντας υπόψη τις πικρές εμπειρίες του 2004 διασφαλίσαμε από την αρχή και συμφωνήσαμε τόσο με τα Ηνωμένα Έθνη όσο και με την τουρκοκυπριακή ηγεσία ότι η διαδικασία θα είναι κυπριακής ιδιοκτησίας. Ότι δεν θα υπάρξουν ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα ούτε και χώρος για επιδιαιτησία. Ότι ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών θα είναι υποβοηθητικός. Συμφωνήσαμε ακόμα, με τον τότε ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ταλάτ, ότι η λύση θα είναι λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Θα είναι λύση ενός κράτους με μια και μόνη κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια.
Η λύση δεν μπορεί παρά να περιέχει το στοιχείο του συμβιβασμού. Συμβιβασμού με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, όχι με την κατοχή. Ταυτόχρονα, η λύση πρέπει να προνοεί την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, τον τερματισμό του εποικισμού, τον τερματισμό της όποιας ξένης εξάρτησης, την αποκατάσταση της ενότητας του κράτους, των θεσμών, της οικονομίας και του λαού, καθώς και την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών όλων των Κυπρίων. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν νοείται λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Στη βάση του πιο πάνω πλαισίου διεξάγονται εδώ και δυο χρόνια οι απευθείας συνομιλίες μεταξύ των ηγετών των δυο κοινοτήτων υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα δεν μας ικανοποιούν. Προσδοκούσαμε να διανύσουμε μεγαλύτερη απόσταση σ’ αυτά τα δυο χρόνια. Πέρα από αυτήν τη γενική εκτίμηση πρέπει, όμως, να πω ότι σε ορισμένες πτυχές που συνθέτουν το Κυπριακό όπως είναι η διακυβέρνηση, η οικονομία και οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σημειώθηκε πρόοδος και μάλιστα σημαντική. Από την άλλη, πρέπει επίσης να λεχθεί ότι σε μια σειρά άλλων πολύ σημαντικών πτυχών όπως είναι το περιουσιακό, το εδαφικό, η ιθαγένεια, μετανάστευση, άσυλο, αλλοδαποί, που περιλαμβάνει και τους έποικους, οι εγγυήσεις και η ασφάλεια, παρατηρείται τεράστια απόσταση μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών. Αυτή είναι η αντικειμενική εικόνα των συνομιλιών.
Η τουρκική πλευρά δηλώνει επί καθημερινής βάσης ότι έχει θετική στάση στις συνομιλίες και ότι επιθυμεί λύση μέχρι το τέλος του χρόνου. Το κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από τις προτάσεις που η τουρκοκυπριακή ηγεσία, σε πλήρη συνεργασία με την Άγκυρα, καταθέτει στο τραπέζι των συνομιλιών κάθε άλλο παρά συνάδουν με τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το συμφωνηθέν πλαίσιο. Αντίθετα, Άγκυρα και τουρκοκυπριακή ηγεσία προωθούν την ιδέα των δυο χωριστών λαών και των δυο κρατών, με σύνορα και με διασφαλισμένη πλειοψηφία περιουσίας. Ας μην παρασύρονται, λοιπόν, ορισμένοι στο διεθνή χώρο από την επικοινωνιακή τακτική της τουρκικής και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδεικνύει καθημερινά στην πράξη και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την πολιτική της βούληση για λύση. Καταθέτουμε προτάσεις λογικές, μετρημένες, εφικτές που συνάδουν με το συμφωνηθέν πλαίσιο, τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Προτάσεις που υπηρετούν το στόχο λύσης ομοσπονδίας. Προτάσεις που λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων, αλλά και των Τουρκοκυπρίων. Τα συμφέροντα της Κύπρου στο σύνολό της. Προτάσεις που υπηρετούν αρχές, αλλά ταυτόχρονα δίδουν λύσεις στα προβλήματα που επισώρευσαν 36 χρόνια κατοχής και διαχωρισμού.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν αρκεί και δεν πείθουμε κανένα με το να λέμε μόνο τι δεν δεχόμαστε. Δεν αρκεί και δεν πείθουμε κανένα με το να επικαλούμαστε μόνο αρχές. Δεν αρκεί και δεν πείθουμε κανένα με το να καταγγέλλουμε μόνο την αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς. Χρειάζεται να καταθέτουμε λογικές προτάσεις για το πώς βλέπουμε να υλοποιούνται οι αρχές λύσης του Κυπριακού και για το πώς πρακτικά λύνονται τα προβλήματα που υπάρχουν επί του εδάφους. Και αυτό κάνουμε! Αυτά τα προβλήματα δεν εξορκίζονται με μεγαλόστομες διακηρύξεις.
Επειδή όντως παρατηρήθηκε, με ευθύνη της τουρκικής πλευράς, επιβράδυνση των συνομιλιών και επειδή κάποιοι επανέφεραν θέμα απευθείας εμπορίου με τις κατεχόμενες περιοχές, υποβάλαμε από το περασμένο καλοκαίρι ένα τρίπτυχο προτάσεων που στοχεύει στην επιτάχυνση των συνομιλιών, στη δημιουργία νέας δυναμικής με στόχο τη λύση το συντομότερο δυνατόν και στην αντιμετώπιση του προβλήματος των σχέσεων των Τουρκοκυπρίων με τον έξω κόσμο. Ας σημειωθεί ότι η όποια απομόνωση των Τουρκοκυπρίων, στον βαθμό που υπάρχει, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κατοχή και την παρανομία που τη συνοδεύει.
Το τρίπτυχο προνοεί: πρώτον, συνδυασμό της συζήτησης των κεφαλαίων του περιουσιακού, του εδαφικού και των εποίκων. Δεύτερον, το άνοιγμα της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου για να επιστρέψουν οι νόμιμοι κάτοικοί της υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και το άνοιγμα του λιμανιού της πόλης υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διεξάγεται από εκεί, με νόμιμο τρόπο, εμπόριο των Τουρκοκυπρίων με τον έξω κόσμο. Και τρίτον, τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών στην οποία θα πάρει μέρος και η Κυπριακή Δημοκρατία, όταν οι συνομιλίες θα έχουν φτάσει σε ακτίνα συμφωνίας.
Δυστυχώς, η ανταπόκριση της τουρκικής πλευράς στην πρότασή μας ήταν αρνητική. Γενικά, όμως, στο διεθνή χώρο έτυχε ευμενούς αποδοχής. Ευχαριστούμε την Ελλάδα και τη Βουλή των Ελλήνων γιατί και σ’ αυτό το θέμα μάς παρέχει αμέριστη στήριξη. Εμείς θα συνεχίσουμε να προβάλλουμε το τρίπτυχο των προτάσεών μας γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι μπορούν να δώσουν διέξοδο και να δημιουργήσουν προοπτικές για θετικές εξελίξεις.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Στις 18 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη η συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων της Κύπρου με το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κ. Μπαν Κι-Μουν κατόπιν δικής του πρόσκλησης.
Στη διάρκεια της συνάντησης έγινε από το Γενικό Γραμματέα μια αδρή αντικειμενική εκτίμηση της πορείας των συνομιλιών. Διαπιστώθηκε πως στα κεφάλαια διακυβέρνησης και κατανομής εξουσιών, ευρωπαϊκών θεμάτων και οικονομίας που συζητήσαμε με τον κ. Ταλάτ επετεύχθη σημαντική πρόοδος, αλλά διαπιστώθηκαν και οι αποκλίσεις που, σε ορισμένα σημαντικά θέματα, παραμένουν σοβαρές.
Στους πέντε μήνες συνομιλιών με το νέο ηγέτη των Τουρκοκυπρίων κ. Έρογλου συζητούμε το κεφάλαιο του περιουσιακού χωρίς να επιτευχθεί πρόοδος επί της ουσίας. Ένεκα του γεγονότος ότι οι συνομιλίες οδηγούνται σε αδιέξοδο ο Γενικός Γραμματέας θέλησε να γίνει η συνάντηση ώστε να δοθεί ώθηση στο διάλογο και να αποφευχθεί το απειλούμενο αδιέξοδο.
Στη συζήτηση επιχειρηματολογήσαμε υποδεικνύοντας και αποδεικνύοντας ότι εμείς τηρήσαμε δημιουργική στάση με προτάσεις που βρίσκονται στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο και τιμούν τη δέσμευσή μας για μετεξέλιξη του ενιαίου κυπριακού κράτους σε δικοινοτικό ομοσπονδιακό με δύο συνιστώσες μονάδες. Για να αποφευχθεί το διαφαινόμενο αδιέξοδο ζητήσαμε όπως συζητηθούν άμεσα το περιουσιακό, το εδαφικό και το θέμα των εποίκων γιατί είναι στενά και άρρηκτα συνδεδεμένα.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά, ισχυριζόμενη ότι υπάρχουν δήθεν προβλήματα ασφάλειας, αντιπρότεινε την άμεση σύγκληση τετραμερούς ή πενταμερούς διάσκεψης στην οποία να συζητηθούν όλες οι πτυχές του Κυπριακού. Περίπου δηλαδή την επανάληψη διαδικασίας τύπου Μπούργκενστοκ.
Όπως ήταν φυσικό δεν ήταν δυνατό να αποδεχθούμε μια τέτοια πρόταση. Επαναλάβαμε την ξεκάθαρη θέση μας για το θέμα της διεθνούς διάσκεψης. Την πρόταση της τουρκοκυπριακής πλευράς δεν την απεδέχθη ούτε ο Γενικός Γραμματέας τονίζοντας ότι είναι άκαιρη και ότι ο χρόνος πιθανής σύγκλησης διεθνούς διάσκεψης καθώς και ζητήματα που αφορούν τη σύνθεσή της θα πρέπει να συζητηθούν όταν φτάσουμε σε συγκλίσεις στα έξι κεφάλαια που αφορούν στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού.
Επαναλήφθηκε από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ότι η διαδικασία είναι κυπριακής ιδιοκτησίας και καθοδήγησης, ότι δεν τίθεται θέμα επιδιαιτησίας ούτε αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων. Η διαδικασία παραμένει η ίδια όπως έχει συμφωνηθεί και έχει υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και περιελήφθη στους όρους εντολής του Γενικού Γραμματέα.
Ο κ. Μπαν Κι-Μουν συμφώνησε ότι υπάρχει διασύνδεση μεταξύ των κεφαλαίων και μας κάλεσε σε εντατικό διάλογο με στόχο την επίτευξη ουσιαστικών συγκλίσεων πάνω σε όλα τα κεφάλαια. Κάλεσε σε νέα συνάντηση για συνεκτίμηση της κατάστασης στο τέλος του Γενάρη, στη Γενεύη. Πρόθυμα ανταποκριθήκαμε. Θα εργαστούμε μέχρι τότε σκληρά και με καλή θέληση ώστε να έχουμε θετικά αποτελέσματα τα οποία να παρουσιάσουμε στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Βέβαια, για να πετύχουμε πρόοδο χρειάζεται και η καλή θέληση και η ανταπόκριση της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Έχω ήδη σκιαγραφήσει το περιεχόμενο της λύσης και τις βασικές αρχές στις οποίες αυτή πρέπει να εδράζεται. Εργαζόμαστε σκληρά σε όλα τα μέτωπα, είτε αυτό είναι το τραπέζι των συνομιλιών είτε αυτό είναι το μέτωπο της διεθνούς διαφώτισης και κινητοποίησης για να επιτύχουμε τη λύση που στοχεύουμε. Αξιοποιούμε κάθε ευκαιρία. Αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες. Καταθέτουμε προτάσεις που είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές και από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Είμαστε πανέτοιμοι να προχωρήσουμε αφήνοντας πίσω το παρελθόν. Αν συναντήσουμε την αναγκαία ανταπόκριση από την πλευρά της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας θα εκπλαγούν πολλοί για το πόσο έτοιμοι είμαστε για τη λύση. Όμως αυτή η ανταπόκριση, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει.
Η Τουρκία πρέπει να θέσει τη λύση του Κυπριακού στις προτεραιότητές της. Πρέπει να αποδείξει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας δεν αποτελούν εμπόδιο στη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Η θέση που έχουμε ως Ελλάδα και ως Κύπρος για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας είναι ορθή. Ορθή τόσο σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και όσον αφορά τον ίδιο τον τουρκικό λαό. Τασσόμαστε υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την προϋπόθεση ότι θα υλοποιήσει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενταξιακή της προοπτική. Αυτές οι υποχρεώσεις συνοψίζονται στην εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Άγκυρας, στην επίλυση του Κυπριακού, στην εγκατάλειψη της επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στους γείτονές της και στην εκδημοκρατικοποίηση της Τουρκίας. Για όσο καιρό η Τουρκία αρνείται να υλοποιήσει αυτές τις υποχρεώσεις, θα μας βρίσκει αντιμέτωπους. Και αναμένουμε ότι η αρχή της αλληλεγγύης θα επιδειχθεί από τους εταίρους μας και προς την Κύπρο και προς την Ελλάδα στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Η Κύπρος, έστω και τραυματισμένη από την κατοχή, διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου ως γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η ιδιότητα της Κύπρου ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και το γεγονός ότι διατηρεί άριστες σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και όλα τα γειτονικά της κράτη επαυξάνουν τις δυνατότητες της Κύπρου να διαδραματίζει αυτό το ρόλο. Μπορούμε όλοι να φανταστούμε πόσο ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες θα ξεδιπλωθούν και πόσες δυνάμεις θα απελευθερωθούν αν η Κύπρος απαλλαγεί από την κατοχή και ανακτήσει το δυναμικό του συνόλου των πόρων της και ολόκληρου του λαού της. Θα καταστεί πραγματικά γέφυρα ειρήνης, συνεννόησης και συνεργασίας σε μια από τις πιο κρίσιμες και ταραγμένες γωνιές της υφηλίου.
Όραμά μας είναι να επιτύχουμε αυτό το στόχο. Όλοι μαζί, ενωμένοι στη βάση που χρόνια τώρα συμφωνήθηκε στο Εθνικό Συμβούλιο και επαναβεβαιώθηκε το Νοέμβριο του περασμένου χρόνου, μπορούμε να επιτύχουμε. Όσο η ενότητα είναι ακόμα στα αζήτητα έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Όποτε οι Κύπριοι ήταν ενωμένοι δημιούργησαν, έκτισαν στην οικονομία, στον κοινωνικό τομέα, στον πολιτισμό. Όταν ήταν διασπασμένοι πολλές φορές αυτομαστιγώθηκαν και έθεσαν υπό αίρεση τις μεγάλες τους επιτυχίες.
Η ενότητα Κύπρου και Ελλάδας είναι γεγονός. Η ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο είναι ζητούμενο. Είναι απαραίτητη για να πετύχουμε την υλοποίηση του ευγενικού μας οράματος. Να ελευθερώσουμε και να επανενώσουμε τη χώρα μας. Να επανενώσουμε το λαό μας. Να φτιάξουμε μια Κύπρο ειρηνική και αποστρατικοποιημένη. Κοινή πατρίδα για όλα τα παιδιά της.
Γη της ειρήνης και της δημιουργίας. Γη στην οποία ο Ξένιος Δίας, η Κύπριδα Αφροδίτη και ο Απόλλωνας του Κουρίου θα υποδέχονται με θέρμη κάθε ξένο που θα έρχεται σαν επισκέπτης ή για επιχειρηματική δραστηριότητα. «Γη των κοριτσιών που γελούν, γη των αγοριών που μεθούν. Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος», όπως λένε και οι στοίχοι του ποιητή. Αυτό το όραμα δεν είναι ουτοπία. Και θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα για να γίνει πραγματικότητα.