4/5/17

Ο Γενικός Εισαγγελέας για το πόρισμα αναφορικά με το ενδεχόμενο διάπραξης από μέλη της Αστυνομίας ποινικών αδικημάτων

Ο Γενικός Εισαγγελέας για το πόρισμα αναφορικά με το ενδεχόμενο διάπραξης από μέλη της Αστυνομίας ποινικών αδικημάτων




Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στις 9.8.2016 προέβηκε στο διορισμό 3 ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών για να διεξαγάγουν ποινική ανάκριση αναφορικά με το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων υπό οποιουδήποτε προσώπου σχετικά με την ενδεχόμενη εμπλοκή μελών της Αστυνομίας ή άλλων προσώπων σε υποθέσεις διαπλοκής, διαφθοράς και άλλων αδικημάτων. Οι 3 ποινικοί ανακριτές ήσαν:
1. Ανδρέας Πασχαλίδης, πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και νυν Πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων Εναντίον της Αστυνομίας.
2. Παναγιώτης Πελαγίας, πρώην ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας.
3. Αγαμέμνων Δημητρίου, πρώην αξιωματικός της Αστυνομίας.

Ο διορισμός των πιο πάνω ανακριτών έγινε στη βάση συγκεκριμένων πληροφοριών που διαβιβάστηκαν στον Γενικό Εισαγγελέα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και από τον Αρχηγό της Αστυνομίας.

Η επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας αναφερόταν σε στοιχεία που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διερεύνησης του τετραπλού φόνου που διαπράχθηκε στις 23.6.2016 στην Αγία Νάπα με θύματα τους Φάνο Καλοψιδιώτη, επιχειρηματία, Ηλία Χατζηευθυμίου, λοχία της Αστυνομίας στον Κλάδο Πληροφοριών Αρχηγείου, την σύζυγο του δεύτερου Σκεύη Χατζηευθυμίου και τον αλβανικής καταγωγής Jani Vogli, έναν από τους δύο εκτελεστές. Η επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφερόταν σε πληροφορίες που είχαν διαβιβαστεί από τις αστυνομικές αρχές της Σερβίας σχετικά με άφιξη στην Κύπρο πληρωμένων δολοφόνων για διάπραξη φόνου και τον τρόπο διαχείρισης αυτών των πληροφοριών, την ενδεχόμενη εμπλοκή δεσμοφύλακα στην υπόθεση και τον τρόπο ενέργειας μέλους της Interpol Λευκωσίας που χειρίστηκε πληροφορίες από την Interpol Σερβίας.

Μετά την παραχώρηση ζητηθείσας από τους ανακριτές χρονικής παράτασης για την ολοκλήρωση της έρευνας που τους ανατέθηκε, το πόρισμά τους, συνοδευόμενο από τις ληφθείσες καταθέσεις και έγγραφα, παραδόθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα στις 8.1.2017.

Το παραδοθέν πόρισμα και το συλλεγέν μαρτυρικό υλικό έτυχε ενδελεχούς μελέτης από λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας και από τον Γενικό Εισαγγελέα. Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε αναγκαίο ή χρήσιμο όπως γίνει από τους ανακριτές περαιτέρω διερεύνηση κάποιων θεμάτων, με την εξασφάλιση περαιτέρω καταθέσεων από συγκεκριμένα άτομα. Το συμπληρωματικό υλικό που συλλέγηκε από τους 3 ανακριτές διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία στις 31.3.2017 και έτυχε περαιτέρω μελέτης προς διακρίβωση του ενδεχομένου διάπραξης ποινικών αδικημάτων παρ’ οιουδήποτε προσώπου.

Τα κύρια σημεία, συμπεράσματα και διαπιστώσεις που αναδύονται μέσα από το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού, κατά θεματική ενότητα, είναι τα ακόλουθα:

1. Πληροφορίες από την Interpol Σερβίας για «Συμβόλαιο Θανάτου».
Το θέμα τούτο διερευνήθηκε από τρείς σκοπιές:
      α. Διαχείριση από την Αστυνομία Κύπρου των πληροφοριών που λήφθηκαν από την Interpol Σερβίας,
      β. Τηλεφωνική επικοινωνία μέλους της Interpol Κύπρου με Σέρβο οργανωτή εγκλήματος,
      γ. Διαρροή του περιεχομένου του φακέλου της Interpol στα ΜΜΕ, και
      δ. Συναφή θέματα.
α. Διαχείριση από την Αστυνομία Κύπρου των πληροφοριών που λήφθηκαν από την Interpol Σερβίας

Εμπλεκόμενοι αξιωματικοί της Κυπριακής Αστυνομίας στο χειρισμό των πληροφοριών που λήφθηκαν από την Interpol Σερβίας περί «συμβολαίου θανάτου» ήσαν: Ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας, ο Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων, ένας Ανώτερος Υπαστυνόμος και ένας Υπαστυνόμος.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη του μαρτυρικού υλικού είναι ότι αν και είχαν ληφθεί συγκεκριμένες και σημαντικές πληροφορίες από τις σερβικές αρχές, εντούτοις αυτές δεν προσεγγίστηκαν με τη δέουσα σοβαρότητα και δεν διερευνήθηκαν επαρκώς, επιμελώς, ή καθόλου. Παρατηρούνται, συναφώς, παραλείψεις και/ή εσφαλμένοι χειρισμοί.

Δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι οι πιο πάνω πράξεις και/ή παραλείψεις έγιναν εσκεμμένα, ούτως ώστε να στοιχειοθετούνται ποινικά αδικήματα, πλην όμως συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις των προαναφερθέντων αξιωματικών, δυνατόν να συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα. Εναπόκειται στον Αρχηγό Αστυνομίας να επιληφθεί.

β. Τηλεφωνική επικοινωνία μέλους της Interpol Κύπρου με Σέρβο οργανωτή εγκλήματος

Μετά από σχετική παράκληση της Κυπριακής Αστυνομίας προς την Interpol Σερβίας όπως της παρασχεθούν κάποια συγκεκριμένα τηλεπικοινωνιακά στοιχεία, η δεύτερη παρέσχε το όνομα Σέρβου πολίτη, ο οποίος θεωρείτο ως οργανωτής φόνου και στον οποίο ανήκε συγκεκριμένος αριθμός τηλεφώνου. Αστυφύλακας της Interpol Κύπρου, χειριστής της επικοινωνίας με την Interpol Σερβίας, πήρε στο τηλέφωνο τον Σέρβο οργανωτή στον αριθμό που είχε καταγράψει σε χαρτί άλλη συνάδελφός του και στο οποίο καταγράφονταν επίσης οι λέξεις «Interpol Βελιγραδίου», πιστεύοντας, όπως ανέφερε, ότι επικοινωνούσε με την Interpol Σερβίας. Αυτή η πράξη προκάλεσε ασφαλώς διάφορες επιπλοκές και τις δικαιολογημένες αντιδράσεις των σερβικών αρχών.

Από την όλη συμπεριφορά του Κύπριου μέλους της Αστυνομικής Δύναμης και από το σύνολο της μαρτυρίας, δεν διαπιστώνεται η διάπραξη ποινικού αδικήματος, πλην όμως γίνεται εισήγηση προς την ηγεσία της Αστυνομίας όπως εξετάσει το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του.

γ. Διαρροή του περιεχομένου του φακέλου της Interpol προς τα ΜΜΕ

Σε σχέση με τις πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως που διαβιβάστηκαν από τις σερβικές στις κυπριακές αρχές που αφορούσαν την κάθοδο στην Κύπρο εκτελεστών με σκοπό δολοφονικές πράξεις, έγιναν δύο διοικητικές έρευνες στην Αστυνομία, οι οποίες αφορούσαν τη διαρροή και τη δημοσίευση στον ηλεκτρονικό και στον έντυπο τύπο αυτών των πληροφοριών. Καμιά όμως δεν κατάληξε σε θετικό αποτέλεσμα ως προς την ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων που ευθύνονται για τις διαρροές. Οι διαρροές αφορούσαν, αν όχι ολόκληρο το περιεχόμενο του τηρουμένου φακέλου της Interpol Κύπρου, το συντριπτικό μέρος του, περιλαμβανομένων και φωτογραφιών κάποιων εγγράφων.

Σε σχέση με το θέμα τούτο, η ενδελεχής διερεύνηση του από τους ανακριτές και το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διενεργήσει τη διαρροή των εμπιστευτικών αυτών και ευαίσθητων πληροφοριών, ήταν ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας κ. Α. Κυριάκου. Η μελέτη και η εκτίμηση του μαρτυρικού υλικού ως συνόλου οδηγεί σε συμπέρασμα στοιχειοθέτησης ποινικής υπόθεσης και δικαιολογεί την έναρξη ποινικής δίωξης για Παραβίαση Υπηρεσιακού Απορρήτου στη βάση του άρθρου 135 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, καθώς επίσης και για το συναφές αδίκημα του άρθρου 16 του περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2002 – Νόμος αρ. 216(Ι)/2002.

2. Εμπλοκή δεσμοφύλακα των Κεντρικών Φυλακών στην υπόθεση

Σύμφωνα με ληφθείσα μαρτυρία, στις 21.3.2016 είχε αποσταλεί από την Κύπρο μέσω της εταιρείας Western Union, σε τραπεζικό λογαριασμό που ανήκε στον Σέρβο φερόμενο ως οργανωτή δολοφονιών, το ποσό ων €1,000 με εντολή του Μ. Χριστοδούλου, άλλως Μπένυ, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα σε ποινές ισόβιας κάθειρξης για τον τετραπλό φόνο. Το ποσό εκείνο στάλθηκε με την προσωπική συμμετοχή του δεσμοφύλακα των Κεντρικών Φυλακών. Μαρτυρία καταδεικνύει ότι το ποσό εκείνο στάλθηκε προς αντιμετώπιση εξόδων του Σέρβου οργανωτή, ο οποίος θα ερχόταν στην Κύπρο για τη δολοφονία κάποιων προσώπων, όχι σχετιζόμενου με τον τετραπλό φόνο στην Αγία Νάπα.

Ελλείψει μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι ο δεσμοφύλακας γνώριζε ότι η αποστολή χρημάτων, την οποία διενήργησε σχετιζόταν με σκοπούμενη διάπραξη δολοφονίας και επίσης ελλείψει μαρτυρίας ότι ο ίδιος είχε προσπορισθεί ή θα προσπορίζετο οποιοδήποτε χρηματικό ή άλλο όφελος για την πράξη του, δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν ποινικά αδικήματα εναντίον του. Συστήνεται προς τον έντιμο Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, την αρμόδια αρχή, η διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων, μεταξύ άλλων, του αδικήματος του Άρθρου 60(2)(ε) σε συνδυασμό με το άρθρο 73(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου – Νόμος αρ. 1/90, ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα.

3. Ύποπτες σχέσεις μελών της Αστυνομίας Κύπρου με θεωρούμενα ως εγκληματικά στοιχεία

Από διάφορα στοιχεία μαρτυρίας, προέκυψε ότι 4 μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, ήτοι 3 αστυφύλακες και ένας αναπληρωτής λοχίας, εδώ και αρκετά χρόνια, διατηρούσαν στενές φιλικές σχέσεις με τον δολοφονηθέντα στον τετραπλό φόνο της Αγίας Νάπας, επιχειρηματία Φ. Καλοψιδιώτη.

Από αριθμό καταθέσεων, από ενημερωτικά δελτία και από άλλα έγγραφα της Αστυνομίας, αλλά και από συλλεγείσες πληροφορίες, προκύπτει ότι κάποια από τα μέλη αυτά της Δύναμης φαίνεται να διατηρούσαν και επαγγελματικής φύσεως σχέσεις με τον ίδιο επιχειρηματία, όπως είναι η παροχή προς αυτόν υπηρεσιών προσωπικής ασφάλειας και η διαχείριση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε υποστατικά που του ανήκαν. Οι πληροφορίες αναφορικά με αυτές τις σχέσεις και διασυνδέσεις των μελών της Δύναμης ήσαν σε γνώση της Αστυνομίας από το 2011.

Παρά ταύτα, πλην της επιβολής σε κάποια από αυτά τα μέλη της Δύναμης πειθαρχικών ποινών σε παρεμφερή ζητήματα και μεταθέσεων προς τον σκοπό της απομάκρυνσής τους από την εστία αυτής της σχέσης, διαπιστώνεται ότι δεν διενεργήθηκε ποτέ σοβαρή και επίσημη διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης από αυτούς αδικημάτων ποινικής ή πειθαρχικής φύσεως.

Δυστυχώς, η μη έγκαιρη διερεύνηση από την Αστυνομία, ή η ελλειπής διερεύνηση της απαράδεκτης αυτής κατάστασης πραγμάτων, δυσχέραναν ιδιαίτερα την στοιχειοθέτηση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων. Η διαχρονική απροθυμία επίσης άλλων μελών της Δύναμης όπως δώσουν πληρέστερη μαρτυρία ως προς αυτά τα θέματα, δεν ήταν βοηθητική, με αποτέλεσμα τα διαθέσιμα στοιχεία εναντίον των ατόμων τούτων, να παραμείνουν στο επίπεδο απλών πληροφοριών και/ή μαρτυρίας, η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από ποινικό δικαστήριο, ή θα είναι εξαιρετικά μειωμένης βαρύτητας. Επισταμένη μελέτη των καταθέσεων που έχουν ληφθεί τόσο αρχικά, όσο και συμπληρωματικά από τους ανακριτές, καταδεικνύει ότι για τη στοιχειοθέτηση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων εναντίον των προαναφερθέντων αστυνομικών, παρατηρούνται σημαντικά κενά ως προς την απόδειξη απαραίτητων στοιχείων των αδικημάτων. Τέτοια στοιχεία είναι π.χ. η απόδειξη σχέσης εργοδοσίας, η ύπαρξη μαρτυρίας για αμοιβή ή αντάλλαγμα, η ενδεχόμενη λόγω παρανομία οπλοφορίας, κλπ. Με αυτά τα δεδομένα, και προς το σκοπό της αντιμετώπισης της συμπεριφοράς αυτής μελών της Δύναμης όπως διαφαίνεται από τη μαρτυρία, υποβάλλεται έντονη εισήγηση προς την ηγεσία της Αστυνομίας, όπως έστω και καθυστερημένα, παρά τις εγγενείς δυσκολίες, εγκύψει σοβαρά επί του θέματος τούτου και προβεί σε διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από τα μέλη αυτά της Δύναμης. Η ανεκτικότητα, η οποία επιδείχθηκε για σειρά ετών συνέτεινε στη συνέχιση της προκλητικής τους συμπεριφοράς, δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγο να συνεχίσει, δίδοντας λανθασμένα μηνύματα προς τους ίδιους και προς άλλα μέλη της Δύναμης.

4. Διαρροή της μελέτης με τίτλο «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου», ημερ. 20.1.2015

Η μελέτη αυτή ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του νυν Αρχηγού της Αστυνομίας, από πενταμελή επιτροπή με πρόεδρο τον Βοηθό Αρχηγό Στ. Παπαθεοδώρου και παραδόθηκε στον ίδιο τον Αρχηγό στις 20.1.15. Αν και δεν είχε ειδικά διαβαθμιστεί η μελέτη, εν τούτοις θεωρείται ως υπηρεσιακό έγγραφο, το οποίο τυγχάνει χειρισμού ενδοϋπηρεσιακά και μόνο για υπηρεσιακούς σκοπούς.

Παρά ταύτα, στις 5.7.2016, βουλευτής επεδείκνυε αντίγραφο της μελέτης κατά τη συζήτηση θεμάτων Αστυνομίας ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως. Επίσης, την επόμενη δημοσιεύτηκαν σε καθημερινή εφημερίδα αποσπάσματα από τη μελέτη, την οποία κατείχε η βουλευτής.

Από το σύνολο της συλλεγείσας άμεσης και περιστατικής μαρτυρίας φαίνεται να εμπλέκεται στο θέμα της διαρροής ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας κ. Α. Κυριάκου. Υπό τις περιστάσεις στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα του άρθρου 135 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 για Παραβίαση Υπηρεσιακού Απορρήτου, σε σχέση με το οποίο δικαιολογείται η δίωξή του.