20/11/14

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Ν. Χριστοδουλίδη στην παρουσίαση του βιβλίου «Το τερατώδες είδωλο της Ευρώπης»

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Ν. Χριστοδουλίδη
στην παρουσίαση του βιβλίου «Το τερατώδες είδωλο της Ευρώπης»

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι στη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Γουλιάμου, με στόχο να ανταλλάξουμε απόψεις για ένα ολοένα και πιο επίκαιρο θέμα, που δεν είναι άλλο από το ρόλο, τον τρόπο λειτουργίας, τις πολιτικές και το μέλλον της Ευρώπης, και πιο συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρόλο που δεν θα συμφωνούσα κατ’ ανάγκη ως προς τους λόγους που ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα, θα συμφωνήσω, εξάλλου και εγώ πολύ πρόσφατα το έχω αναφέρει δημόσια, στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια Κοινωνία Αγγέλων.
Πολλοί μπορεί να διερωτώνται τι κάνω εγώ εδώ, ως ομιλητής, σε ένα βιβλίο που στο πίσω φύλλο αναφέρει ότι ο Κώστας Γουλιάμος «Υποστηρίζει με αδιάσειστη επιχειρηματολογία ότι η ανασύνθεση του καπιταλισμού και η επιβολή νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών από το έθος του «διευθυντηρίου των Βρυξελλών» οδηγεί στην εμπέδωση κουλτούρας κρίσης και δημιουργεί ένα επικίνδυνο και χαοτικό κόσμο. Παράλληλα, δείχνει με ευκρίνεια πως η ΕΕ –στρατιωτική περιφέρεια του ΝΑΤΟ και υποκατάστατο του υπερκαπιταλιστικού κοσμοπολιτισμού, αλλά και του ευρωπαϊκού εθνικισμού, έχει κατεδαφίσει τις εργασιακές σχέσεις, έχει διαβρώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και έχει υπονομεύσει τη συμμετοχική πολιτική μέσα από ένα ιστό νεοφιλελεύθερων συνθηκών διά των οποίων καταργείται επί της ουσίας ο «πολίτης» και διαλύεται η «πόλη».
Για τον λόγο αυτό οφείλω να ξεκινήσω από τη διαπίστωση ότι η γενικότερη τάση στην Κύπρο όταν γίνονται παρουσιάσεις βιβλίων είναι ο συγγραφέας να καλεί κατά κύριο λόγο άτομα που γνωρίζει, που είναι κοντά στις απόψεις του, στον ιδεολογικό του χώρο, διασφαλίζοντας κατά κάποιο τρόπο το τι θα λεχθεί, περπατώντας σε πιο γνωστά δηλαδή μονοπάτια. Συνήθως κάποιος που θα παρουσιάσει ένα βιβλίο φροντίζει να καλέσει άτομα για να είναι στο πάνελ της συζήτησης που τουλάχιστον κινούνται στον ίδιο ή/και συγγενικό ιδεολογικόπολιτικό χώρο. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η πρόσκληση που μου απευθύνθηκε, να μιλήσω στην σημερινή εκδήλωση ενδεχομένως να δημιουργεί ερωτηματικά σε κάποιους. Προσωπική μου άποψη είναι ότι και μόνο αυτό το γεγονός, ότι ο Γουλιάμος, με επέλεξε ως ομιλητή σήμερα, τιμά κατ’ αρχάς τον συγγραφέα, τον ίδιο δηλαδή, όχι λόγω του περιστασιακού κυβερνητικού αξιώματος που κατέχω σήμερα, αλλά για το γεγονός ότι αυτό αποδεικνύει πως ο Γουλιάμος δεν δίστασε να καλέσει κάποιον να μιλήσει στην παρουσίαση του βιβλίου του παρόλο που εκ των προτέρων γνωρίζει ή υποθέτει τις ιδεολογικές του διαφορές με απόψεις και εκτιμήσεις του υπό παρουσίαση βιβλίου εξαιτίας των καταβολών του ομιλητή. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με την άποψη του συγγραφέα ότι η ΕΕ « είναι δέσμια ενός σκληρού πυρήνα νεοφιλελεύθερων στρατηγικών που ασκούνται από τις δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατίας με στόχο μια κεντρικά ελεγχόμενη μεγέθυνση η οποία, ως τέτοια (καθ)ορίζει μεταξύ άλλων, και τις εργασιακές σχέσεις ως καταναγκαστικό θεσμό εκμετάλλευσης ». Ο Γουλιάμος, λοιπόν, που ας σημειωθεί ότι μιλήσαμε για πρώτη φορά πριν λίγες μέρες για σκοπούς οργάνωσης της σημερινής συζήτησης, δεν δίστασε να με καλέσει και για αυτό τον συγχαίρω και τον ευχαριστώ θερμά. Αυτό αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα επιστημονικής ακεραιότητας από μέρος του κ. Γουλιάμου, ότι δεν ανησυχεί για την όποια κριτική, όπως συνήθως συμβαίνει με τους συγγραφείς, για αυτό και το επισημαίνω.
Ταυτόχρονα, διαβάζοντας το βιβλίο, εκτιμώ και το χαιρετίζω ότι η δική μου παρουσία εδώ εντάσσεται και στην προσπάθεια του συγγραφέα όπως το βιβλίο αποτελέσει, διαβάζω από το βιβλίο, «αφορμή για ένα γόνιμο και αξιόπιστο διάλογο, πέρα και πάνω από το μανιχαϊκό εγκλωβισμό εκείνων των αφηγήσεων που διακονούν ακραιφνώς τον λόγο της «ευρωλαγνείας» και του «ευρωσκεπτικισμού».
Έχοντας λοιπόν αναφέρει τα πιο πάνω εκτιμώ ότι αυτό που αναμένεται από μένα σήμερα είναι μια πιο πολιτικού περιεχομένου ανάλυση. Βλέποντας και τους συμμετέχοντάς στο πάνελ, θεωρώ ότι αυστηρά για το περιεχόμενο του βιβλίου θα μιλήσουν οι επιφανείς ακαδημαϊκοί που είναι απόψε μαζί μας.
Γενικότερα διαβάζοντας ένα βιβλίο, σχεδόν πάντα προσπαθείς να το προσαρμόσεις, ή καλύτερα να το αντιληφθείς μέσα στο πλαίσιο της δικής σου λογικής, των δικών σου εμπειριών. Έτσι και εγώ θα στηριχθώ σε κάποιες δικές μου προσωπικές εμπειρίες που είναι ενδεικτικές της δικής μου θεώρησης για την Ευρώπη, για το πώς εγώ προσεγγίζω και αντιλαμβάνομαι το πολύ επίκαιρο θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο του Κώστα Γουλιάμου.
Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι απόψε θα πείσω τον κ. Γουλιάμο, αλλά είμαι σίγουρος ότι ούτε και ο ίδιος δεν πιστεύει ότι θα με πείσει, αλλά σίγουρα θα προβληματιστούμε και οι δυο. Και αυτός θεωρώ ότι είναι και ο μεγάλος στόχος του Γουλιάμου μέσα από το βιβλίο του: Να προβληματίσει και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό σε ένα δημιουργικό διάλογο, εμπλουτίζοντας τη σχετική βιβλιογραφία, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο κάθε Δημοκρατικής και ορθά σκεπτόμενης κοινωνίας.
Καταρχάς, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι το οικοδόμημα που σήμερα ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση, που ξεκίνησε με στόχο να δοθεί τέλος στους πολέμους που ταλάνισαν για χρόνια τη γηραιά ήπειρο και την μετατροπή της Ευρώπης σε ένα χώρο σταθερότητας και ευημερίας, με όχημα, αρχικά, την οικονομία, έχει εξελιχθεί με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Θα πρέπει επίσης να αναγνωριστούν και τα εξαιρετικά επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: εγκαθιδρύθηκαν οι τέσσερις βασικές ελευθερίες, οι θεσμοί και οι συνθήκες που καθορίζουν τη λειτουργία όχι μόνο της ΕΕ αλλά και σε ένα μεγάλο βαθμό και των ίδιων των κρατών μελών. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκε και βρίσκεται σε εξέλιξη η κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ ενώ έχει επιτευχθεί συνεργασία κρατών μελών επί μιας πλειάδας θεμάτων.
Εντούτοις, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακόμα μια ατελής ένωση. Και αυτό γιατί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία χωρίς σαφώς καθορισμένο τέλος. Το δημοκρατικό έλλειμμα, μια από τις βασικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί μια πρόκληση για τους θεσμούς, τα κράτη μέλη της Ένωσης και πάνω από όλα για τον ευρωπαϊκό λαό. Στο πλαίσιο της αναθεωρημένης Συνθήκης, της Συνθήκης της Λισαβόνας, καταβλήθηκαν προσπάθειες, όχι σε βαθμό ικανοποιητικό, για αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού.
Η σημερινή κρίση στην Κύπρο που συνδέεται και με την οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη και τους πολίτες της, ανέδειξε περαιτέρω κάποιες σημαντικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι ακριβώς αποδείχθηκε ότι η ΕΕ δεν είχε το κατάλληλο πλαίσιο για αποτελεσματικό χειρισμό της κρίσης ούτε τα κατάλληλα εργαλεία για να αντιδράσει επαρκώς, συλλογικά, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της επίλυσης των σοβαρότατων προβλημάτων των κρατών μελών και των πολιτών της. Ως αποτέλεσμα τα κράτη μέλη αντέδρασαν αποσπασματικά και πολλές φορές διχασμένα, με γνώμονα το εθνικό και όχι το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον και η κρίση δεν αντιμετωπίστηκε συλλογικά. Είναι για αυτόν τον λόγο που στο πλαίσιο της διαδικασίας εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα πρέπει να διασφαλιστεί και μια πραγματικά ισχυρή οικονομική ένωση.
Η επίτευξη συλλογικότητας εντός της ΕΕ αποτελεί πρόκληση για όλους μας. Και εγώ (και εδώ χρησιμοποιώ και πάλι προσωπικές εμπειρίες) ως λειτουργός του Υπουργείου Εξωτερικών, όταν συμμετείχα σε ομάδες εργασίας στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρωταρχικό μου μέλημα ήταν να διασφαλίσω τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολο της. Και σε εκείνες τις περιπτώσεις που το θέμα συζήτησης δεν είχε άμεσο ή έμμεσο ενδιαφέρον για την Κύπρο και δεν είχα σαφείς οδηγίες από τη Λευκωσία, στόχος μου ήταν να δω σε ποιους εκπροσώπους κρατών μελών που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα συζήτησης θα μπορούσα να δώσω την υποστήριξή μου διασφαλίζοντας δική τους υποστήριξη όταν θα υπήρχε θέμα συζήτησης που ενδιέφερε την Κύπρο. Το κριτήριο δηλαδή των συναδέλφων εκπροσώπων κρατών μελών, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν ήταν αυτό που αποκαλείται ευρωπαϊκό συμφέρον, αλλά πρωτίστως η εξυπηρέτηση του κρατικού και εθνικού συμφέροντος.
Σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια Κοινωνία Αγγέλων, σίγουρα υπάρχουν τα ισχυρά κράτη, τα λιγότερο ισχυρά και τα αδύνατα κράτη και η λογική του Θουκυδίδη περί της δύναμης του ισχυρού σε μεγάλο βαθμό ισχύει και εντός ΕΕ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και για να σχολιάσω και κάτι που αναφέρει συχνά ο Κώστας Γουλιάμος, ο λόγος και η θέση της Γερμανίας σε πολλές περιπτώσεις έχει ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα. Δεν είναι όμως σε κάποιο βαθμό φυσιολογικό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη για παράδειγμα ότι η Γερμανία συνεισφέρει τα περισσότερα στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Στα Ηνωμένα Έθνη για παράδειγμα που κάποιοι θα ανέμεναν ότι θα ήταν πιο κοντά στην έννοια και την αρχή της ισότητας όλων των κρατών είμαστε σίγουροι ότι είναι στην πράξη όλα τα κράτη μέλη ίσα; Ή μήπως κάποια κράτη είναι περισσότερο ίσα από κάποια άλλα; .
Για να επανέλθω στην ΕΕ και παρά την πιο πάνω διαπίστωση για τις σοβαρές αδυναμίες και δυσλειτουργίες της ΕΕ, θα πρέπει ταυτόχρονα να σημειώσω ότι στα σημαντικά θέματα, και ειδικά σε τομείς όπου απαιτείται ομοφωνία, το κάθε κράτος, είτε ισχυρό είτε λιγότερο ισχυρό, είτε μεγάλο είτε μικρό, έχει μια και ίση ψήφο. Άσε που αν είναι ένα εθνικό θέμα για κάποιο κράτος μέλος (όποιο και αν είναι αυτό) έχει πιο βαρύνουσα σημασία στη λήψη της απόφασης η δική του θέση, ακόμη και στις περιπτώσεις που αποφάσεις λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία. Να αναφέρω χαρακτηριστικά την πολιτική διεύρυνσης, όπου για ευνόητους λόγους η Κύπρος έχει εθνικό θέμα. Η διαδικασία διεύρυνσης είναι μια διακυβερνητική διαδικασία, απαιτείται λοιπόν ομοφωνία για την λήψη της όποιας απόφασης, και ο λόγος και οι θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν αναμφισβήτητα ιδιαίτερη σημασία.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λαμβάνονται σημαντικότατες αποφάσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμμετέχουν οι Αρχηγοί Κυβερνήσεων των 28 κρατών μελών οι οποίοι έχουν εκλεγεί δημοκρατικά από τους λαούς τους. Να υπενθυμίσω ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Οκτωβρίου η Κύπρος κατάφερε να εντάξει στο κείμενο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου ένα εξαιρετικά σημαντικό λεκτικό σχετικό με τις νέες τουρκικές προκλήσεις στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ΕΕ δηλαδή, συλλογικά, σε επίπεδο 28 ΚΜ, κάλεσε την Τουρκία, ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος, να σεβαστεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους μέλους της, της Κυπριακής Δημοκρατίας και να συμμορφωθεί με τις προενταξιακές της υποχρεώσεις που συμπεριλαμβάνουν και την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για ένα μικρό κράτος όπως η Κύπρος, που έχει να αντιμετωπίσει μια περιφερειακή δύναμη όπως η Τουρκία, αυτή η συλλογική στήριξη από πλευράς ΕΕ είναι εξαιρετικής σημασίας και δεν πρέπει να την υποτιμούμε. Η ΕΕ αποτελεί μια σημαντική ασπίδα για την Κύπρο. Και δεν ήταν μόνο η εν λόγω αναφορά στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτώβρη αλλά και το πολύ σημαντικό πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μπορεί να είναι πολιτική υποστήριξη όμως έχει τη σημασία της και μπορεί να αξιοποιηθεί.
Διαβάζοντας το βιβλίο κατέληξα και σε μιαν άλλη, σημαντική διαπίστωση που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Επιβάλλεται όπως το κάθε κράτος μέλος της ΕΕ κάνει και τη δική του αυτοκριτική, να διαπιστώσει το δικό του μερίδιο ευθύνης, για πολιτικές που ακολουθηθήκαν και είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Χωρίς καμιά αμφιβολία για πολλές αποτυχίες κρατών, φταίνε και δικές τους πολιτικές και όχι κατ’ ανάγκη των Βρυξελλών. Να σας θυμίσω το φαινόμενο όπου η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν υπάρχει κάτι θετικό από τις Βρυξέλλες, το παρουσιάζουν εσωτερικά ως δική τους επιτυχία. Στην περίπτωση δε αρνητικής εξέλιξης, ο φταίχτης είναι φυσικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η πολιτική προσέγγιση χρήζει αναδιαμόρφωσης.
Κυρίες και Κύριοι,
Θεωρώ τον εαυτό μου ευρωπαϊστή, σε καμία περίπτωση όμως ευρωλάγνη. Μπορεί την παρούσα στιγμή τα επιχειρήματα για λιγότερη Ευρώπη να είναι πιο εύηχα στα αυτιά των απογοητευμένων πολιτών που ψάχνουν από κάπου να πιαστούν αναζητώντας ελπίδα και διέξοδο από την κρίση, όμως παραμένω σταθερός στη θέση μου ότι η λύση δεν είναι λιγότερη αλλά περισσότερη Ευρώπη, περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση - πολιτικοκοινωνική και οικονομική. Περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που να στρέφεται προς τους πολίτες της και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.
Κατά την άποψη μου, παρ’ όλες τις απογοητεύσεις θεωρώ ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά για μικρά κράτη όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, που έχει μάλιστα να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί όπως ανέφερα και πιο πριν, ασπίδα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Μας παρέχει τη δυνατότητα για ένα συλλογικό μοχλό πίεσης προς την Τουρκία - έστω και αν υπάρχουν περιορισμοί - ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος μέλος. Επιπλέον, μας δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση και λήψη ευρωπαϊκών πολιτικών αναβαθμίζοντας έτσι τον ρόλο και την υπόσταση μας. Δεν είναι όμως μόνο πολιτικοί οι λόγοι. Η ιστορία και η γεωγραφία μας, οι δεσμοί χιλιάδων χρόνων με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, μαρτυρούν την ευρωπαϊκή ταυτότητα και χαρακτήρα της Κύπρου και δείχνουν τον δρόμο στον οποίο πρέπει να παραμείνουμε και να αγωνιστούμε για μια "Καλύτερη Ευρώπη", όπως ήταν και το κύριο μήνυμα της Κυπριακής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Και κάτι άλλο, προτού κατακρίνουμε κάτι, θα πρέπει πάντοτε να συνυπολογίζουμε τι άλλες εναλλακτικές διαθέτουμε. Θα ήταν καλύτερη μια Κύπρος απομονωμένη, εκτός μιας μεγάλης ομάδας κρατών, μια Κύπρος που θα πορευόταν ολομόναχη μέσα στο άναρχο διεθνές σύστημα; Ή η πορεία εντός μιας δυνατής ομάδας στην οποία όμως θα πρέπει και εσύ ως κράτος να αξιοποιήσεις και να μεγιστοποιήσεις όλα τα συγκριτικά σου πλεονεκτήματα για να καταστείς χρήσιμος και αναγκαίος στο βαθμό πάντα των δυνατοτήτων σου;
Φίλε Κώστα, σε ευχαριστώ για άλλη μια φορά για την πρόσκληση, καλοτάξιδο να είναι το νέο σου βιβλίο και ας ελπίσουμε ότι θα συμβάλει σε κάτι που συχνά λείπει από την Κύπρο: Σ’ ένα δημιουργικό, γόνιμο και αξιόπιστο διάλογο, με απόλυτο σεβασμό στις απόψεις όλων, χωρίς λογοκρισία και αφορισμούς. Άλλωστε τα βιβλία είναι εργαλεία δημοκρατίας και ως τέτοια θα πρέπει όλοι μας να τα προσεγγίζουμε.