20/11/14

Ομιλία Υπουργού Οικονομικών «Η κυπριακή οικονομία πριν και μετά το μνημόνιο: Απολογισμός και προοπτικές» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ομιλία Υπουργού Οικονομικών «Η κυπριακή οικονομία πριν και μετά
το μνημόνιο: Απολογισμός και προοπτικές» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Κατ’ αρχήν θα ήθελα να επισημάνω τη συμβολή του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και την οικονομία. Να πω μάλιστα ότι η ύπαρξη μιας συγκροτημένης και δυναμικής πανεπιστημιακής κοινότητας αποτελεί προϋπόθεση για πολιτική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Για αυτό τον σκοπό, και συμφωνώντας απόλυτα με τον Πρύτανη, να πω πως κάθε δημόσια δαπάνη που αφορά τα Πανεπιστήμιά μας πρέπει να αντικρίζεται ως επένδυση, τόσο από την πολιτεία που την πραγματοποιεί, όσο βεβαίως και από το Πανεπιστήμιο που τη διαχειρίζεται.
Προσβλέπω σε μια επόμενή μας συνάντηση εδώ στο Πανεπιστήμιο, σε λιγότερο από ένα μήνα, στην παρουσία του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για να υπογράψουμε και να σηματοδοτήσουμε την έναρξη αυτού του νέου άλματος για το Πανεπιστήμιό μας.
Εάν μάλιστα θα συζητήσουμε για την ανάγκη προώθησης ενός νέου μοντέλου υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης, τότε αναπόφευκτα θα πρέπει να τοποθετήσουμε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία στο επίκεντρο του όποιου προβληματισμού.
Εξάλλου, το οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στο διογκωμένο και σπάταλο δημόσιο τομέα, στον αλόγιστο τραπεζικό δανεισμό και στο “ villas for sale ” έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Κατ’ ακρίβεια, έχει καταρρεύσει μέσα από την πορεία που οδήγησε στην κρίση τον Μάρτη του 2013. Σήμερα, η οικονομία της Κύπρου βιώνει την αναπόφευκτη, δύσκολη, αλλά αναγκαία διόρθωση.
Φίλες και Φίλοι,
Μου έχει ζητηθεί να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις και προβληματισμούς για την κυπριακή οικονομία πριν και μετά το Μνημόνιο.
Και θα θυμίσω ότι η προηγούμενη δεκαετία χαρακτηρίστηκε από ψηλού ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλή ανεργία. Ήταν τότε που οι τράπεζες εύκολα έδιναν δάνεια, είτε σε εταιρείες για επέκταση των δραστηριοτήτων τους, είτε σε φυσικά πρόσωπα για δικές τους ανάγκες.
Αυτό τροφοδοτούσε την οικονομική δραστηριότητα. Με τη σειρά του και το Κράτος ήταν ικανοποιημένο, επειδή χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια εισέπραττε εκείνα τα φορολογικά έσοδα που του επέτρεπαν να προσλαμβάνει δημόσιους υπαλλήλους, να αποδίδει μισθολογικές αυξήσεις και να ασκεί μια φαινομενικά γενναιόδωρη κοινωνική πολιτική. Κάποιοι μάλιστα τότε μιλούσαν για ένα νέο οικονομικό θαύμα.
Ελπίζω τώρα όλοι να έχουν συνειδητοποιήσει πως δεν υπήρξε κανένα θαύμα. Το θαύμα ήταν στην πραγματικότητα μια επίπλαστη και θνησιγενής ευφορία, η οποία μέσα από μια σειρά ολέθριων αποφάσεων, και, κυρίως, μέσω της ατολμίας και της αναβλητικότητας, μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, μια αιτία προβλημάτων σχετιζόταν με την αλόγιστη πιστωτική επέκταση, δηλαδή τον υπερδανεισμό που αποτέλεσε το χαρακτηριστικό μιας παρατεταμένης περιόδου μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντί η επιτυχία της ένταξης να είχε τη συνέπειά της μέσα από μια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, είχαμε ως χώρα βολευτεί με μια μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση. Μια πιστωτική επέκταση που με τη σειρά της είχε βασιστεί στην επένδυση ξένων καταθέσεων, μέσω της προσφοράς ψηλών επιτοκίων, η οποία χρηματοδοτούσε όχι μόνο τις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κυρίως την κατανάλωση και την εξίσου αλόγιστη επέκταση στον τομέα των ακινήτων.
Ήταν συνεπώς επόμενο πως κάποια στιγμή οι τράπεζες και Συνεργατισμός θα αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα των αποδυναμωμένων ισολογισμών και της κεφαλαιουχικής ανεπάρκειας.
Βεβαίως, διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η απόφαση για το κούρεμα του ελληνικού δημοσίου χρέους τύγχανε διαφορετικού χειρισμού. Μέχρι πρόσφατα, κάποιοι μας έλεγαν πως δεν γνώριζαν. Τότε η Κυβέρνηση έλεγε πως δεν είχε ενημερωθεί από την Κεντρική Τράπεζα και η Κεντρική Τράπεζα πως η ίδια δεν είχε ενημερωθεί από την Κυβέρνηση. Τώρα, βεβαίως, μαθαίνουμε πως το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίαζε την παραμονή εκείνης της απόφασης του Eurogroup και συζητούσε πώς η Κύπρος θα απέφευγε την ένταξή της στο πρόγραμμα στήριξης.
Θεωρώ, και αυτό σχετίζεται άμεσα με το θέμα της σημερινής συζήτησης, πως η καθυστέρηση ένταξης σε μνημονιακό πρόγραμμα στήριξης ταυτόχρονα με το κούρεμα του ελληνικού χρέους ήταν καταστροφική. Κατ’ ακρίβεια, θεωρώ πως η Κύπρος θα έπρεπε να ήταν ήδη σε πρόγραμμα στήριξης τουλάχιστον έξι μήνες νωρίτερα από την άνοιξη του 2011, γιατί από τότε είχε κλονιστεί η διεθνής εμπιστοσύνη προς την κυπριακή οικονομία και είχε απολεσθεί η ικανότητα του κράτους να χρηματοδοτεί τις ανάγκες του από τις αγορές. Η δε πραγματική οικονομία είχε χάσει τη δυναμική της ακόμη νωρίτερα, με την ανεργία να είναι σε πορεία ανεξέλεγκτης αύξησης από το 2008.
Αυτή η καθυστέρηση της ένταξης της χώρας σε πρόγραμμα στήριξης, οδήγησε τη Λαϊκή Τράπεζα σε μία μη αναστρέψιμη πορεία, και το τραπεζικό σύστημα αλλά και την οικονομία γενικότερα, σε μια βαθιά κρίση.
Είναι πραγματικά με πολύ μεγάλη έκπληξη που βλέπουμε να δημοσιεύονται σιγά-σιγά λεπτομέρειες των παράλογων αποφάσεων εκείνης της περιόδου. Λεπτομέρειες που ούτε η κοινή γνώμη, ούτε οι πανεπιστημιακοί αναλυτές, ούτε και η Βουλή γνώριζαν. Ότι, για παράδειγμα, τον Απρίλη του 2012, παραμονές της κεφαλαιουχικής ενίσχυσης της Λαϊκής με 1,8 δις, λιγότερο από ένα χρόνο πριν την κατάρρευση της Τράπεζας, είχε επισήμως διατυπωθεί προς την Φραγκφούρτη η εκτίμηση της Κεντρικής Τράπεζας ότι η Λαϊκή Τράπεζα θα πραγματοποιούσε μέχρι το 2016 κέρδη 1,2δις. Κέρδη δηλαδή που ούτε στους καλούς καιρούς δεν έκανε.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τα δημοσιο-οικονομικά. Αποτελούσαν τη δεύτερη και εξίσου σημαντική αιτία προβλημάτων στην προ-μνημονίου εποχή. Τα δημόσια οικονομικά διαχρονικά ακολουθούσαν μια πορεία προβληματική, διαχρονικά οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Από το 2008 και μετά είχαμε μια συνεχή και επικίνδυνη διεύρυνση των ελλειμμάτων. Μέσα σε περίοδο τεσσάρων μόλις ετών, μέχρι το 2012 δηλαδή, μια περίοδο με σταθερό περίπου το ονομαστικό ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος ανέβηκε από τα 8,4 στα 15,4 δις. Το 1,8 δις αφορούσε το ποσό που διατέθηκε επί της προηγούμενης διακυβέρνησης στη Λαϊκή για την ανακεφαλαιοποίησή της, τα 5,2 δις αφορούσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκείνης της περιόδου.
Κυρίες και Κύριοι,
Αυτή ήταν η κατάσταση της οικονομίας πριν από περίπου 1,5 χρόνο. Ένα τραπεζικό σύστημα υπό κατάρρευση, τα δημόσια οικονομικά εξαντλημένα, την οικονομία σε ύφεση, την χώρα εκτός αγορών και χωρίς πρόγραμμα στήριξης.
Είκοσι μήνες μετά νομίζω πως έχουμε πετύχει πολλά. Τη χρονιά της κρίσης, που ήταν το 2013, την ακολούθησε η χρονιά σταθεροποίησης, που ήταν η φετινή. Το 2015 μπορεί να είναι η πρώτη χρονιά της ανάκαμψης.
Βεβαίως, θα είμαι ο τελευταίος που θα ισχυριστεί ότι οι δυσκολίες έχουν ξεπεραστεί ή ότι η προσπάθεια μπορεί τώρα να χαλαρώσει. Αντιθέτως, με ένταση τονίζω πως έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Όμως, έχουμε ήδη χειροπιαστά αποτελέσματα.
Βλέπουμε τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σε τριμηνιαία βάση. Βλέπουμε τη συνεχή επιδείνωση κατά τη διάρκεια του 2012. Βλέπουμε όμως και την ξεκάθαρη διόρθωση, ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2013, όταν σιγά-σιγά η εμπιστοσύνη και η σταθερότητα άρχισε να αποκαθίσταται, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του Προγράμματος.
Το γεγονός ότι η ύφεση φαίνεται να έχει διανύσει τον κύκλο της, φαίνεται και στη δεύτερη προβολή, που αποτυπώνει τον ρυθμό ανάπτυξης σε ετήσια βάση. Βλέπουμε τη χαρακτηριστική διπλή ύφεση. Βλέπουμε όμως και τη διόρθωση που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε πως το 2015, θα έχουμε ίδιους –έστω- θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και στον δείκτη της ανεργίας. Το 2008, η ανεργία ήταν στο 3,6%. Το πρώτο τρίμηνο του 2013, πριν την έναρξη του μνημονιακού προγράμματος, είχε φτάσει στο 15%. Σήμερα, η ανεργία παραμένει σε απαράδεκτα ψηλά επίπεδα, αλλά για πρώτη φορά μετά το 2008, καταγράφει πτώση και είναι ήδη χαμηλότερη από την προ-μνημονίου εποχή.
Επειδή έχει αρχίσει τελευταία να ακούγεται ότι οι αριθμοί βελτιώνονται, αλλά η ευημερία των πολιτών όχι, να υποδείξω πως οι αριθμοί σε αυτή την περίπτωση είναι των συμπολιτών μας που είναι χωρίς δουλειά. Συνεπώς, να μου επιτρέψετε να πω πως βεβαίως και έχουν πολύ μεγάλη σημασία.
Και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού είναι σημαντική. Πρέπει να διατηρήσουμε πληθωρισμό που είναι χαμηλότερος από όλη την υπόλοιπη Ευρωζώνη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα διολισθήσουμε σε αποπληθωρισμό, κίνδυνος που για την ώρα δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται.
Η εικόνα της διόρθωσης καταγράφεται και στην εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών. Λάβαμε δύσκολες αποφάσεις, περιορίσαμε τις δαπάνες. Από τη φετινή χρονιά όμως αναμένουμε έξοδο από το όριο του υπερβολικού ελλείμματος που είναι το 3%. Αναμένουμε ότι δεν θα υπερβεί το 2,5%, πολύ καλύτερα από τον στόχο του 2014. Αναμένουμε ακόμη και πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από τη φετινή χρονιά. Το σημαντικό –επειδή αυτό ακριβώς σημαίνει- πως δεν δημιουργούμε νέα χρέη που επιβαρύνουν την οικονομία και την αναπτυξιακή προοπτική.
Η σημαντική παράμετρος σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά ήταν και είναι το σκέλος του δημόσιου μισθολογίου, το οποίο ήταν ανέκαθεν προβληματικό. Αυτό από τη μια οφειλόταν στις συνεχείς, πολλαπλές και σε ένα μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένες αυξήσεις, αλλά και τη συνεχή διαχρονική αύξηση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Η πολιτική των μηδενικών αυξήσεων και των μηδενικών προσλήψεων έχει φέρει αποτελέσματα, παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες που παρατηρούνται στην στελέχωση κάποιων τμημάτων. Στόχος της διακυβέρνησης είναι να είμαστε η πρώτη, που ολοκληρώνοντας τη θητεία της, θα παραδώσει μια αριθμητικά μικρότερη δημόσια υπηρεσία, αλλά και ποιοτικά καλύτερη, πιο ορθολογικά δομημένη, πιο αποτελεσματική.
Όλα αυτά βεβαίως έχουν την αντανάκλασή τους και στο δημόσιο χρέος. Βλέπετε την επιδείνωση τα προηγούμενα χρόνια. Βλέπουμε όμως και τη σταθεροποίηση και την πρώτη αποκλιμάκωση. Μάλιστα, μετά τη θετική εξέλιξη με τα stress tests και το γεγονός ότι δεν θα απαιτηθεί καμία περαιτέρω κεφαλαιοποίηση της Συνεργατικής Τράπεζας με δημόσιο χρήμα, αλλά και μετά τη στατιστική διόρθωση του μεγέθους του ΑΕΠ από τη Eurostat , η βιωσιμότητα του χρέους έχει διασφαλιστεί.
Επίσης, συγκρατώντας τις δημόσιες δαπάνες, έχουμε ταυτόχρονα αποδείξει πως η διόρθωση της οικονομίας δεν προϋποθέτει πάντοτε συνεχώς αυξανόμενες κρατικές δαπάνες, ειδικά όταν αυτές προέρχονται από την αφαίμαξη του ιδιωτικού τομέα. Κατ’ ακρίβεια, η οικονομική δραστηριότητα είναι πιθανότερο να ενθαρρυνθεί από την ύπαρξη βιώσιμων δημόσιων οικονομικών και από την δημοσιονομική σταθερότητα που ήδη έχουμε πετύχει. Συγκρατώντας τις δημόσιες δαπάνες, αποτρέψαμε το ενδεχόμενο νέων φορολογιών, κάτι που θα ήταν πολύ πιθανό σε μια χώρα σε Μνημόνιο.
Η διαφύλαξη του φορολογικού μας καθεστώτος και της φορολογικής σταθερότητας είναι ένας βασικός πυλώνας μιας ευρύτερης προσπάθειας για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών είναι επίσης σημαντική για την αποκατάσταση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς την κυπριακή οικονομία κάτι που επιβεβαιώνεται από τις διαδοχικές αναβαθμίσεις από Οίκους Αξιολόγησης αλλά και τη ραγδαία εντυπωσιακή βελτίωση της απόδοσης του κυπριακού χρέους.
Χάρη σε αυτό το γεγονός καταφέραμε στις αρχές του καλοκαιριού να δανειστούμε για πρώτη φορά από τις διεθνείς αγορές, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού. Ένα στήριγμα που θέλουμε βεβαίως το συντομότερο δυνατό να επαναλάβουμε. Πολύ πιο σημαντική είναι η μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, κάτι που σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Αλλαγών, δηλαδή, που για χρόνια αναβάλλαμε αλλά που τώρα επιτέλους άρχισαν να υλοποιούνται. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να μην υπερτονίσω τη σημασία της μεταρρύθμισης της κοινωνικής πολιτικής με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και τη διαδικασία της αιτιολογημένης αίτησης για το κάθε επίδομα. Αυτό σημαίνει πως το δίκτυ κοινωνικής προστασίας θα καλύπτει αυτούς που πραγματικά και με συγκεκριμένα και ενιαία κριτήρια το έχουν ανάγκη. Δεκαεπτά χιλιάδες συμπολίτες μας που δεν είχαν μέχρι σήμερα καμιά κοινωνική στήριξη τώρα είναι δικαιούχοι. Αλλά την ίδια ώρα, και αυτό είναι το σημαντικό, περιορίζεται η κακοδιαχείριση, η κατάχρηση, που δυστυχώς ήταν εκτεταμένη.
Με παρόμοιο τρόπο πρέπει να προωθήσουμε και άλλες σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως για παράδειγμα την πολιτική των αποκρατικοποιήσεων. Βεβαίως, με έναν πολύ συγκεκριμένο και στοχευμένο τρόπο. Πάντοτε υποστήριζα πως οι αποκρατικοποιήσεις δεν θα πρέπει να είναι ένα εισπρακτικό κυρίως εργαλείο αλλά μια εξόχως διαρθρωτική αλλαγή που θα φέρει ξένες επενδύσεις και θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας μας, όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες, όπως είναι τα λιμάνια. Ελπίζω πώς οι δογματισμοί που απέτρεπαν όλα τα προηγούμενα χρόνια την όποια προοπτική αποκρατικοποιήσεων, θα μπουν, επιτέλους, στο περιθώριο. Ας μας διδάξει κάτι επιτέλους η κατάργηση της Eurocypria αλλά και η πολύ δύσκολη θέση στην οποία οι Κυπριακές Αερογραμμές έχουν περιέλθει.
Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Έχοντας αποφύγει τα χειρότερα και έχοντας σταθεροποιήσει την οικονομία, επικέντρωσή μας το επόμενο διάστημα θα είναι προς την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης για την ανάπτυξη. Βασική επικέντρωση στην απλοποίηση των διαδικασιών και στην πάταξη της γραφειοκρατίας. Μην περιμένετε πώς θα καταφέρουμε να διορθώσουμε τα πάντα. Όμως μπορείτε να αναμένετε και πρέπει να απαιτήσετε πρόοδο.
Το ίδιο ισχύει και για τα ευρύτερα ζητήματα της μεταρρύθμισης της Δημόσιας Υπηρεσίας. Έχουμε ήδη κάποια αποτελέσματα. Πρέπει όμως να συνεχίσουμε με μεγαλύτερη ένταση ρυθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τα ζητήματα του δημόσιου μισθολογίου και κυρίως τον τρόπο απόδοσης των μισθολογικών αυξήσεων στο μέλλον.
Πριν ολοκληρώσω θα ήθελα να αναφερθώ ξανά στον τραπεζικό τομέα. Οι συνέπειες της κατάρρευσης της Λαϊκής Τράπεζας και του κουρέματος των καταθέσεων ήταν βεβαίως ολέθριες. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης ήταν έντονος και δικαιολογημένος. Η δε ανεύθυνη φημολογία για ένα νέο κούρεμα, για μια νέα κατάρρευση τράπεζας, συνέχισε μέχρι πρόσφατα. Έκτοτε έχει καταγραφεί σημαντικότατη πρόοδος. Νέες διοικήσεις και διευθύνσεις έχουν αναλάβει σε όλες τις τράπεζες. Έχει ενισχυθεί ο έλεγχος και η εποπτεία και έχει κεφαλαιοποιηθεί ο Συνεργατισμός. Το σημαντικότερο είναι ότι ξένα κεφάλαια έχουν επενδυθεί τόσο στην Τράπεζα Κύπρου όσο και στην Ελληνική Τράπεζα κάτι που αποτελεί ισχυρή και ξεκάθαρη ψήφο εμπιστοσύνης προς την οικονομία μας γενικότερα. Έχουν, ταυτόχρονα, αρθεί όλοι οι εσωτερικοί περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων ενώ οι συναλλαγές με το εξωτερικό, επίσης, γίνονται ουσιαστικά χωρίς εμπόδια.
Σημαντικότερη εξέλιξη που αποτελεί επιβεβαίωση της σταθεροποίησης του τραπεζικού μας συστήματος ήταν η επιτυχής έκβαση των πανευρωπαϊκών ασκήσεων αντοχής και η ένταξη των μεγάλων τραπεζών του τόπου κάτω από την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Βεβαίως, οι προκλήσεις παραμένουν. Τα επιτόκια, τόσο τα δανειστικά όσο και τα καταθετικά, είναι σήμερα στο χαμηλότερο σημείο που υπήρχαν ποτέ. Αυτό αποτυπώνεται από την προβολή και τον πίνακα που δείχνει ακριβώς και ίσως διορθώνοντας και την εντύπωση πως έχουμε αποκλιμάκωση των επιτοκίων ήδη και μάλιστα σημαντική. Παρόλα αυτά, παραμένουν τα επιτόκια σε πολύ ψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και για αυτό ακριβώς, επειδή αποτελούν τα επιτόκια βασικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας, θα πρέπει η προσπάθεια της σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος να συνεχιστεί.
Η διαχείριση του προβλήματος των μη εξυπηρετουμένων δανείων, που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια του υπερδανεισμού των προηγούμενων χρόνων απαιτεί χρόνο και προσπάθεια. Θέλουμε σίγουρα τις τράπεζές μας να είναι σε θέση να δανείζουν, αλλά για να μπορούν να δανείζουν πρέπει επίσης να μπορούν να εισπράττουν. Ελπίζω πως η λογική θα πρυτανεύσει σε σχέση με την ανάγκη καθιέρωσης ενός νομοθετικού πλαισίου που θα ενθαρρύνει από τη μια τις βιώσιμες αναδιαρθρώσεις, αλλά θα διασφαλίζει ταυτόχρονα τα δικαιώματα τόσο των καταθετών όσο και των δανειζομένων. Κατ’ ακρίβεια, ελπίζω πως η λογική και η υπευθυνότητα θα πρυτανεύσουν γενικότερα σε σχέση με τα θέματα της οικονομίας.
Εξάλλου για άλλη μια φορά επαναλαμβάνω πως παρά την πρόοδο έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Το κυριότερο που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως οι προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση, την εξυγίανση και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας πρέπει να είναι διαρκής. Μόνο έτσι είναι που θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη. Και θέλω σε αυτό το σημείο να επαναλάβω την ξεκάθαρη πολιτική θέση μου, πως σημαντική σε αυτή την προσπάθεια είναι η επένδυση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, υψηλού επιπέδου έρευνα, την καινοτομία που δημιουργεί ευκαιρίες και θέσεις εργασίας για τη νέα γενιά.
Από τη δική μου πλευρά και μιλώντας εκ μέρους της Κυβέρνησης, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω πως η προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση και την εξυγίανση της οικονομίας μας θα συνεχιστεί. Ειδικά τώρα που έχουν αρχίσει να καταγράφονται τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, ασχέτως πρόσκαιρου πολιτικού κόστους, ασχέτως δογματικών αντιδράσεων και σε πείσμα της ενόχλησης των κατεστημένων. Είναι, εξάλλου, πολύ πιο σημαντική η διασφάλιση της ευημερίας και της αναπτυξιακής προοπτικής της πατρίδας μας από κάθε προσωπικό πολιτικό σχεδιασμό και φιλοδοξία.
Είναι η ώρα που πρέπει να ακουστεί δυνατά και καθαρά η φωνή της ευθύνης και της λογικής. Πρέπει να αντισταθούμε στον λαϊκισμό, το δογματισμό και τα συνθήματα που τόσο πολύ μας κόστισαν. Με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια.