«Ενημέρωση
για τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Η τουρκική προκλητικότητα στην ΑΟΖ της
Κύπρου. Πως επαναρχίζουν οι συνομιλίες και ποιοι οι στόχοι»,
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που ανταποκρίθηκα
στην πρόσκληση των διοργανωτών της αποψινής εκδήλωσης για να προβώ σε
ενημέρωση για τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό και μεγάλη η τιμή
που μου δίδεται να απευθυνθώ σε ένα τέτοιο εκλεκτό ακροατήριο. Για αυτό
σας ευχαριστώ όλους ιδιαιτέρως.
Τέτοιου είδους συνευρέσεις, λαμβάνοντας
υπόψη την διαχρονική, έμπρακτη και πολύπλευρη προσήλωση της Ελλάδας στο
Κυπριακό, θεωρώ πως αποτελούν εθνικό καθήκον και χρέος, είναι απολύτως
αναγκαίες, εντασσόμενες στο ευρύτερο πλαίσιο της τακτικότατης επαφής και
ενημέρωσης και του από κοινού συντονισμού ενεργειών και πρωτοβουλιών
Κύπρου-Ελλάδας.
Προτού προχωρήσω, όμως, και καθώς
βρισκόμαστε στο Αμφιθέατρο Γιάννος Κρανιδιώτης, θεωρώ αναγκαίο να
αποτίσω φόρο τιμής στον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, τον ευπατρίδη
οραματιστή ο οποίος προσέφερε ανεκτίμητες και ανιδιοτελείς υπηρεσίες
προς όφελος της Κύπρου και της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον καταλυτικό
του ρόλο στην ενταξιακή πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πλέον σημαντικό είναι ότι, ξεπερνώντας
περιορισμούς και φραγμούς σχετικούς με την ισχύ και το μέγεθος των χωρών
μας, αφού έθεσε ξεκάθαρο στόχο, ανέδειξε με τον πλέον απτό τρόπο τις
δυνατότητες και ικανότητες επίτευξής του, αποδεικνύοντας ότι οι
προσπάθειες μπορούν να καρποφορήσουν εάν υπάρχει συγκεκριμένη πορεία
πλεύσης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η δράση του απέδειξε ότι μέσω της
από κοινού σύμπραξης και στρατηγικού σχεδιασμού των ενεργειών μας και
την υιοθέτηση μιας σφαιρικής και πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής
μπορούμε μαζί να πετύχουμε αυτό που μπορεί καταρχήν να μοιάζει άπιαστο
και ακατόρθωτο.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Θα ήμουν πολύ πιο ευτυχής εάν κατά τη
σημερινή μου ενημέρωση επικρατούσαν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να
επικεντρωθώ στην πρόοδο της διαπραγματευτικής διαδικασίας του Κυπριακού
που λαμβάνει χώρα υπό την αιγίδα των ΗΕ και στο πλαίσιο της Αποστολής
Καλών Υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα.
Δυστυχώς, οι τελευταίες προκλητικές
ενέργειες της Τουρκίας, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου,
περιλαμβανομένης και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της
Θάλασσας, και μόλις λίγες μέρες πριν την έναρξη της νέας φάσης των
ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, ανέτρεψαν όλα τα δεδομένα.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα, τόσο το
μέγεθος των προκλήσεων όσο και τις προθέσεις της τουρκικής πλευράς, θα
ξεκινήσω με μια συνοπτική χρονολογική καταγραφή των όσων έχουν λάβει
χώρα από την επίτευξη συμφωνίας για την Κοινή Διακήρυξη της 11ης
Φεβρουαρίου 2014 και εντεύθεν.
Συγκεκριμένα:
Μετά από επίπονες προσπάθειες έξι μηνών, οι
δύο πλευρές κατέληξαν στην Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου, η οποία
καθόρισε τις βασικές αρχές της επιδιωκόμενης λύσης και το
διαπραγματευτικό πλαίσιο.
Και είναι σημαντικό να τονισθεί ότι, πέραν
της καταγραφής πως η λύση θα βασίζεται σε μία δικοινοτική, διζωνική
ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, με μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα,
μια και μόνη κυριαρχία και μια και μόνη ιθαγένεια, καταγράφεται ρητώς
πως οι αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται η ΕΕ θα διασφαλίζονται και θα
γίνονται σεβαστές σε ολόκληρο το νησί, στο πλαίσιο της συνολικής λύσης
την οποία επιζητούμε.
Επιπλέον, καθιερώνεται νέα μεθοδολογία
σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια των συνομιλιών η συζήτηση των
διάφορων ουσιωδών πτυχών του Κυπριακού θα γίνεται αλληλένδετα και
παράλληλα και, ως εκ τούτου, αποφεύγεται η πρακτική του παρελθόντος να
επικεντρώνεται ο διάλογος σε συγκεκριμένο κεφάλαιο του Κυπριακού και να
παραμένουν ανέγγιχτα και άνευ συζήτησης ζητήματα κεφαλαιώδους συμφωνίας
για μας. Το θέμα της μεθοδολογίας σε μια διαπραγμάτευση, όλοι γνωρίζουμε
ότι από μόνο του μπορεί να διαδραματίσει ρόλο και να επηρεάσει την
ουσία (για παράδειγμα το πότε συζητάμε κάτι, αν το συζητάμε σε συνάρτηση
με κάτι άλλο κλπ).
Επακολούθησε η πρώτη φάση της
διαπραγματευτικής διαδικασίας, μέσω της προφορικής παράθεσης των θέσεων
των δύο πλευρών, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα Απριλίου.
Αρχές Μαΐου ξεκίνησε η δεύτερη φάση της
διαπραγματευτικής διαδικασίας, μέσω της υποβολής των γραπτών θέσεων των
πλευρών σε όλα τα κεφάλαια του Κυπριακού και η οποία ολοκληρώθηκε στα
τέλη Ιουλίου.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας
προχώρησε στο διορισμό του νέου Ειδικού Συμβούλου του για το Κυπριακό,
του κ. Espen Barth Eide. Ένας διορισμός ο οποίος πραγματοποιήθηκε σε μια
κρίσιμη συγκυρία του Κυπριακού, και, συνεπώς, η Κυπριακή Κυβέρνηση τον
χαιρέτισε, εκτιμώντας πως αποτελούσε απόδειξη της αποφασιστικότητας των
Ηνωμένων Εθνών να διασφαλισθεί ότι η διαδικασία προχωρά αποφασιστικά
προς τα εμπρός.
Στις 17 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε κοινή
συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον κ. Eide και τον ηγέτη της
Τουρκοκυπριακής κοινότητας, κατά την οποία συμφωνήθηκε όπως οι δύο
πλευρές προχωρήσουν στην επόμενη φάση της διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Η επόμενη αυτή φάση θα επικεντρωνόταν στην
αλληλένδετη συζήτηση των κεφαλαίων, δηλαδή στην υποβολή διασταυρούμενων
προτάσεων σε όλα τα κεφάλαια του Κυπριακού ξεφεύγοντας από την
επικέντρωση μονάχα σε ένα κεφάλαιο, με στόχο να καταβληθούν προσπάθειες
για να σμικρυνθεί η απόσταση μεταξύ των δύο πλευρών.
Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα ήταν
ρεαλιστικό να αναμένεται από την πλευρά μας να προχωρήσει στην κατάθεση
των όποιων γεφυρωτικών προτάσεων όταν δεν θα υπήρχε η δυνατότητα
σύνδεσης των θέσεών μας με τα πλέον θεμελιώδη κεφάλαια του Κυπριακού,
όπως το εδαφικό, η ασφάλεια και οι εγγυήσεις, το περιουσιακό και η
ιθαγένεια.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 17ης
Σεπτεμβρίου και 9ης Οκτωβρίου, ημερομηνία που θα σηματοδοτούσε την
έναρξη της τρίτης αυτής φάσης μέσω της κοινής συνάντησης του Προέδρου
Αναστασιάδη με τον Ειδικό Σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα ΟΗΕ και τον
ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, είχε επίσης συμφωνηθεί όπως η
πρώτη δέσμη κεφαλαίων που θα συζητείτο θα αποτελείτο από τα κεφάλαια
του Περιουσιακού, στοιχεία του Εδαφικού και στοιχεία της Διακυβέρνησης
και Καταμερισμού Εξουσίας.
Συνεπώς, η Κυβέρνηση εκτιμούσε, και είχε
προχωρήσει στη σχετική προεργασία, πως από τις 9 Οκτωβρίου η
διαπραγματευτική διαδικασία θα επικεντρωνόταν στην ουσιαστική συζήτηση
επί των βασικών κεφαλαίων του Κυπριακού και παρά τις αρνητικές
ενδείξεις, τις ενδείξεις περί μίας πολύ σκληρής στάσης όπως προέκυψαν
από την γραπτή κατάθεση των προτάσεων, υπήρχε μια συγκρατημένη
αισιοδοξία τουλάχιστον ως προς την προοπτική ενός πιο ουσιαστικού
διαλόγου.
Επιπλέον, η πλευρά μας είχε επιστρέψει
ιδιαίτερα ενθαρρυμένη από τη Νέα Υόρκη, μετά τη συμμετοχή της στη Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο, εφόσον, κατά τη διάρκεια
των συναντήσεων τόσο του Πρόεδρου της Δημοκρατίας με το ΓΓ του ΟΗΕ και
σημαντικούς αξιωματούχους των Κυβερνήσεων Μονίμων Μελών του Συμβουλίου
Ασφαλείας όσο και κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Ειδικό Σύμβουλο
του ΓΓ του ΟΗΕ, μας είχε μεταφερθεί η εκτίμηση πως η Τουρκία ήταν
έτοιμη να συμβάλει εποικοδομητικά στις προσπάθειες επίτευξης λύσης.
Παράλληλα, με τη σειρά μας, τονίζαμε το
αυτονόητο: Την ανάγκη επίδειξης γνήσιας βούλησης από τους συμπατριώτες
μας να διαπραγματευτούν με καλή πίστη και από την Τουρκία να συμβάλει
εποικοδομητικά στις προσπάθειες για την επίτευξη μιας διευθέτησης, όχι
μόνο στη θεωρία, αλλά με πρακτικές και ουσιαστικές ενέργειες που θα
φαίνονταν και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίσαμε να
επισημαίνουμε πως ένα πρώτο βήμα προς την πολύ αναμενόμενη σαφή ένδειξη
προς επίτευξη των ανωτέρω, θα ήταν η υιοθέτηση της συνολικής πρότασης
της Κυβέρνησης για ουσιαστικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που θα
δημιουργούσαν μια κατάσταση οφέλους για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη,
υποβοηθώντας να οικοδομηθεί αμοιβαία κατανόηση που θα λειτουργούσε ως
καταλύτης στη διαπραγματευτική διαδικασία.
Αντ’ αυτού, στις 3 Οκτωβρίου, η Τουρκία, έξι
μέρες πριν την έναρξη της τρίτης φάσης της διαπραγματευτικής
διαδικασίας, προέβη στην προκλητική ενέργεια, να εκδώσει οδηγία προς
ναυτιλλόμενους, τη λεγόμενη NAVTEX, με την οποία δέσμευσε περιοχές εντός
της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας
προκειμένου να προχωρήσει σε σεισμογραφικές έρευνες από τις 20 Οκτωβρίου
έως τις 30 Δεκέμβριου τρέχοντος έτους.
Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, η
Τουρκία προχώρησε στην υλοποίηση των προκλήσεών της και από τις 20
Οκτωβρίου το Τουρκικό ερευνητικό πλοίο «Μπαρμπαρός», συνοδευόμενο από
πολεμικά πλοία, βρίσκεται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της
Κυπριακής Δημοκρατίας προβαίνοντας σε σεισμογραφικές έρευνες.
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
Σε αυτό το σημείο, θεωρώ άκρως απαραίτητο να
επισημάνω και να υπενθυμίσω και στη διεθνή κοινότητα, πως τόσο κατά τη
διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την Κοινή Διακήρυξη όσο και κατά τη
χρονική περίοδο που μεσολάβησε από τις 11 Φεβρουαρίου έως τις 3
Οκτωβρίου και τη σχετική απαράδεκτη ενέργεια της Τουρκίας, το ζήτημα της
ενέργειας ουδέποτε είχε τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Συνεπώς, είναι η Τουρκία που θα πρέπει να
κληθεί να απαντήσει για τους λόγους που την ώθησαν να προβεί στη
συγκεκριμένη ενέργεια, χωρίς να θέσει σχετικώς θέμα προηγουμένως και
γνωρίζοντας ότι θα προκαλείτο αντίδραση από την πλευρά μας. Είναι η
Τουρκία που προχώρησε σε νέα τετελεσμένα επομένως τυχόν παραινέσεις προς
την πλευρά μας για συζήτηση του θέματος του φυσικού αερίου είτε στο
πλαίσιο των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού είτε στο πλαίσιο της
όποιας άλλης παράλληλης διαδικασίας είναι ατυχείς και άτοπες.
Το πλέον βέβαιο είναι πως ο χρόνος που η
Τουρκία επέλεξε να προχωρήσει στις νέες προκλήσεις εγείρει σοβαρά
ερωτήματα ως προς τη δέσμευση και τις πραγματικές τις προθέσεις να
υποβοηθήσει τη διαπραγματευτική διαδικασία την ώρα ακριβώς που θα
προχωρούσαμε σε πιο ουσιαστικό διάλογο, την ώρα που θα έπρεπε να
αποδειχθεί η εποικοδομητικότητα και ειλικρινής βούληση της κάθε πλευράς
εφόσον θα εγκαταλείπαμε πια τους μονολόγους. Η πλευρά μας ήταν και είναι
έτοιμη για αυτή τη φάση.
Κατά την άποψη μας, οι νέες τουρκικές
εχθρικές ενέργειες δεν αποτελούν παρά μια απαράδεκτη προσπάθεια
δημιουργίας νέας κατάστασης πραγμάτων, άσκησης πιέσεων, την επιβολή του
νόμου του δυνατού και τη μη διαπραγμάτευση επί ίσοις όροις, ούτως ώστε η
Ελληνοκυπριακή κοινότητα να υποχρεωθεί σε απαράδεκτες υποχωρήσεις
προκειμένου η Τουρκία να επιβάλει τη λύση που επιθυμεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνοκυπριακή
πλευρά, παρά τη διακηρυγμένη πολιτική της βούληση για επίλυση του
Κυπριακού η οποία φυσικά και ισχύει, δεν μπορεί να συμμετάσχει στις
συνομιλίες υπό καθεστώς απειλών και ενόσω συνεχίζονται οι παράνομες
τουρκικές προκλήσεις εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που αναμένουμε από
τον ΟΗΕ, ως το κατ’ εξοχήν βήμα προάσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων
όλων των κρατών-μελών του, να ασκήσει πιέσεις ή αν θέλετε να πείσει την
Άγκυρα να αποκαταστήσει τη διεθνή νομιμότητα και τον σεβασμό των αρχών
και κανόνων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που αποτελεί τη βίβλο των
Διεθνών Σχέσεων. .
Και θα ήθελα να υπενθυμίσω πως είναι η πρώτη
φορά που η Τουρκία αποφάσισε τη διενέργεια σεισμικών ερευνών στο νότιο
τμήμα της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, το οποίο
περιλαμβάνει ερευνητικά τεμάχια που έχουν ήδη παραχωρηθεί σε ευρωπαϊκές
και διεθνείς εταιρείες για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Είναι η πρώτη φορά που τόσο απροκάλυπτα πλησιάζει τις νότιες ακτές του
νησιού κατά τρόπο αλαζονικό και εχθρικό.
Όπως γνωρίζετε η Κυπριακή Δημοκρατία, ως
κυρίαρχο κράτος, έχει προχωρήσει ήδη στην οριοθέτηση της αποκλειστικής
οικονομικής της ζώνης από το 2004, ενώ το 2007 και το 2011 προχώρησε σε
συμφωνίες οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και
το Ισραήλ αντιστοίχως, χώρες με τις οποίες προχώρησε και σε συμφωνίες
συνεκμετάλλευσης ομόρων κοιτασμάτων.
Αξίζει δε να επισημανθεί και προς τους
Ευρωπαίους μας εταίρους, ότι μεταξύ των ενεργειακών σχεδιασμών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης για εξεύρεση εναλλακτικών ενεργειακών διαδρόμων και
πηγών, συμπεριλαμβάνεται και η συγκεκριμένη περιοχή, η οποία δεν
αποτελεί μόνο Αποκλειστική Ζώνη της Δημοκρατίας, αλλά και της Ευρώπης.
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
Η Κυβέρνηση έχει πολλάκις καταστήσει σαφές,
τόσο προς τους Τουρκοκύπριους όσο και προς την Τουρκία, ότι οι
υδρογονάνθρακες στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής
Δημοκρατίας ανήκουν στο κράτος και ότι μετά τη λύση από τα έσοδα από την
εκμετάλλευση αυτού του φυσικού πλούτου θα επωφεληθεί το σύνολο των
νόμιμων πολιτών της Κύπρου.
Συνεπώς, δεν είναι μέσω της συνεχούς
αμφισβήτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας που θα επιτευχθεί λύση στο
Κυπριακό, αλλά μέσω της δημιουργίας των απαραίτητων εποικοδομητικών
συνθηκών για εμπλοκή σε ένα εις βάθος και ουσιαστικό διάλογο ώστε να
γεφυρωθούν οι διαφορές.
Η ανεύρεση υδρογονανθράκων δεν αποτελεί
αιτία τριβής και συγκρούσεων, αντιθέτως αποτελεί κίνητρο για λύση που θα
επιτρέψει την επανένωση της Κύπρου προς όφελος του συνόλου του λαού
της. Ας μην χρησιμοποιείται, λοιπόν, ο παράγοντας ενέργεια, υστερόβουλα,
ως αντικίνητρο στις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης στη συμφωνημένη βάση.
Ο παράγοντας φυσικός πλούτος – ενέργεια
πρέπει να αποτελεί κίνητρο για όλους τους εμπλεκόμενους ούτως ώστε το
συντομότερο δυνατόν να λυθεί το Κυπριακό και να αποτελέσει την αιτία
έτσι ώστε να μπορέσουμε μέσα από τη συνεργασία να δώσουμε τη δυνατότητα
αξιοποίησης και ευημερίας όχι μόνο του συνόλου του κυπριακού λαού, αλλά
και των πολιτών των γειτονικών χωρών.
Στο πλαίσιο αυτό και μετά την επίτευξη
λύσης, δεν έχουμε λόγο να αρνηθούμε κατά την αξιοποίηση του φυσικού
πλούτου, την προοπτική να είναι μεταξύ των αγοραστών και η Τουρκία.
Οι εντάσεις ποτέ δεν ωφέλησαν σε βάθος
χρόνου όσους τις προκαλούν. Θα πρέπει να προβληματιστεί η Τουρκία κατά
πόσο έχει επιτύχει τους στόχους του δόγματος των μηδενικών τάχα
προβλημάτων ή κατά πόσο έχει αποτύχει επιδιώκοντας μέσα από ένα δόγμα
που δεν εφάρμοσε ποτέ να διαδραματίζει ρόλο ηγεμονικού περιφερειακού
πρωταγωνιστή, ο οποίος αντί να συμβάλλει στην οικοδόμηση ειρήνης και
σταθερότητας διαιωνίζει την αστάθεια, ενδεχομένως με στόχο την
εκμετάλλευση των όποιων κενών εξουσίας προκύψουν.
Συναφώς, εύχομαι το συντομότερο δυνατόν να
συνειδητοποιήσει και η Τουρκία ότι ο μόνος δρόμος για να υπάρξει όφελος,
όχι απλώς των Τουρκοκυπρίων, αλλά και των γειτόνων στην περιοχή, καθώς
και ευρύτερα της ειρήνης στην περιοχή που είναι άλλωστε και η δική της
περιοχή, είναι να τερματίσει τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων
της Κυπριακής Δημοκρατίας για να επιτρέψει ώστε μέσα από έναν ειλικρινή
ουσιαστικό διάλογο να προχωρήσουμε το στην επίλυση του κυπριακού
προβλήματος.
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
Αισθάνομαι υποχρεωμένος εκ μέρους όχι μόνο
της Κυβερνήσεως αλλά και ολοκλήρου του κυπριακού λαού να εκφράσω τη
βαθύτατη εκτίμηση και ικανοποίησή μας για την έμπρακτη συμπαράσταση της
Ελλάδος σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που περνά η Κυπριακή
Δημοκρατία.
Μια συμπαράσταση που βασίζεται στις
πολύπλευρες, εξαίρετες και αδελφικές σχέσεις ανάμεσα στις χώρες μας και
στην κοινή αντιμετώπιση των όποιων προκλήσεων .
Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε και η
πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος,
κατά τη διάρκεια της οποίας επαναβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά η ενότητα
και συναντίληψη μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Η επίλυση του Κυπριακού
αποτελεί κυρίαρχο και στρατηγικό εθνικό στόχο. Συζητήθηκαν ακόμη θέματα
συντονισμού αλλά και λήψης συγκεκριμένων μέτρων προς αντιμετώπιση της
προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, με κοινή συνισταμένη τις
προσπάθειες αποκλιμάκωσης της έντασης, διότι, ως έχω ήδη προαναφέρει, η
εγγύηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών μας είναι μέσω της
συνεργασίας και το συντονισμό που θα προέλθει.
Μιας επωφελούς συνεργασίας που δεν
περιορίζεται σε θέματα αμιγώς εθνικού ενδιαφέροντος, αλλά επεκτείνεται
και στο ευρύτερο περιφερειακό επίπεδο της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς οι
χώρες μας αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν συνέργειες οι οποίες θα
καταστούν πρότυπο εποικοδομητικής και επωφελούς περιφερειακής
συνεργασίας στην εύφλεκτη κοινή μας περιοχή.
Συνεπώς, χαιρετίζουμε τα αποτελέσματα της
πρόσφατης τριμερούς Συνόδου Κορυφής Κύπρου-Ελλάδος-Αιγύπτου, όπου πέραν
της ανάπτυξης ιδεών για νέα πεδία στα οποία θα μπορούσε να διευρυνθεί η
τριμερής μας συνεργασία, συζητήσαμε θέματα που σχετίζονται με τις
εσωτερικές εξελίξεις στην Αίγυπτο, το Κυπριακό και τις τουρκικές
προκλήσεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Δημοκρατίας, την
ενεργειακή μας συνεργασία, το Μεσανατολικό, την τρομοκρατία και τις
εξελίξεις στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη.
Συνέπεια τούτου, υιοθετήσαμε τη «Διακήρυξη
του Καΐρου», ένα ιδιαίτερα σημαντικό και περιεκτικό έγγραφο, το οποίο
αποτελεί καθοδηγητικό σημείο αναφοράς για τις προτεραιότητές μας τόσο
στους τομείς της τριμερούς συνεργασίας μας όσο και σε όλα τα άνωθεν
προαναφερθέντα ζητήματα.
Και θα ήθελα να επαναλάβω την πάγια θέση
Ελλάδας και Κύπρου πως ο τριμερής αυτός διάλογος και συνεργασία δεν
στρέφεται εναντίον της όποιας τρίτης χώρας, καθώς βασίζεται σε κοινές
αρχές και αξίες, όπως η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, ο σεβασμός των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και στον κοινό
στόχο προώθησης της ειρήνης, της σταθερότητας, της ασφάλειας και της
ευημερίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνεπώς, καλούμε τα κράτη της περιοχής, και
ήδη προβαίνουμε σε σχετικές ενέργειες οι οποίες ευελπιστούμε πως σύντομα
θα καρποφορήσουν, που συμμερίζονται το όραμα μας, να συμμετάσχουν στις
κοινές μας προσπάθειες για επίτευξη των πιο πάνω στόχων.
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
Θέλω να ελπίζω ότι όσοι εμπλέκονται στην
προσπάθεια ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού, όσοι σέβονται τις αρχές και
τις αξίες των Ηνωμένων Εθνών, όσοι ιδιαίτερα από τους εταίρους μας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση ή όσες χώρες μας έχουν αναδείξει σε στρατηγικούς
εταίρους, αντιλαμβάνονται και καταγράφουν την παραβίαση των διεθνών και
ευρωπαϊκών αρχών και αξιών και θα συμβάλουν μέσα από αποφασιστικές
δράσεις, έτσι ώστε να τερματιστεί αυτή η νέα απαράδεκτη κατάσταση που
καταγράφεται σήμερα και έχει δυσάρεστες και εντελώς αντιπαραγωγικές
συνέπειες.
Μια κατάσταση που δεν αποτελεί απλώς την
παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας χώρας, αλλά τη διατάραξη της
ειρήνης στην περιοχή. Εάν αποφάσεις ή ψηφίσματα που είναι βασισμένα στο
διεθνές δίκαιο ή που καταδικάζουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων δεν εφαρμόζονται ή δεν επιβάλλονται, τότε αυτό μπορεί να
θεωρηθεί ως προώθηση ή ακόμη και επιβράβευση της αυθαιρεσίας.
Σε αυτή την περίπτωση, περιφερειακές
διαφορές και συγκρούσεις, καθώς και συνεχιζόμενες παραβιάσεις του
διεθνούς δικαίου, μέσω της ανοχής των μεγάλων, μπορεί να διαιωνίζονται,
εξυπηρετώντας τα συμφέροντα και τις σκοπιμότητες των δραστών τους, σε
βάρος του διεθνούς δικαίου και των οικουμενικών αρχών, όπως, δυστυχώς
συμβαίνει στην Κύπρο. Δεν είναι αυτό όμως και εις βάρος της αξιοπιστίας
και του ρόλου που κανονικά θα έπρεπε να διαδραματίζουν Διεθνείς
Οργανισμοί και ισχυροί πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής που
επικαλούμενοι το διεθνές δίκαιο στηρίζουν άλλες δράσεις τους, πολύ πιο
δυναμικές, σε διάφορες περιοχές του πλανήτη;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μη εφαρμογή των
σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ για το Κυπριακό και η
αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να υποχρεώσει την Τουρκία να σεβαστεί
τους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη
του ΟΗΕ, συντελεί στη συνέχιση της κατάφορης παραβίασης των δικαιωμάτων
και των δικαίων της Κύπρου και του κυπριακού λαού, στο σύνολό του, την
ίδια ώρα συνιστά και πλήγμα στην αξιοπιστία και τον ρόλο που κλήθηκε από
τη Διεθνή Κοινότητα να διαδραματίζει αυτός ο οργανισμός.
Προτού ολοκληρώσω, και δραττόμενος της
ευκαιρίας, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω πως η Κυβέρνηση, παρά τα
προβλήματα και τις νέες επιπλοκές, παραμένει αποφασισμένη να εργαστεί με
αποφασιστικότητα για την επίτευξη μιας βιώσιμης και διαρκούς λύσης, που
θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες της Ελληνοκυπριακής κοινότητας χωρίς,
σε καμία περίπτωση, να παραγνωρίζει τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων
συμπατριωτών μας. Μιας λύσης που δεν θα αφήνει νικητές και ηττημένους.
Μιας λύσης που θα επιτρέπει σε όλες τις
κοινότητες της Κύπρου να ζήσουν και να ευημερήσουν σε μια σύγχρονη
ευρωπαϊκή χώρα, η οποία θα σέβεται πλήρως τις αρχές και αξίες των
Ηνωμένων Εθνών, θα διασφαλίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα
ανθρώπινα δικαιώματα όλων των Ευρωπαίων πολιτών της καθώς και την
ειρηνική συνύπαρξη και ευημερούσα συνεργασία τους. Θα πρέπε, λοιπόν,
προς επίτευξη τούτου, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε όλοι νοοτροπία, να
δούμε την προοπτική δίκαιης και βιώσιμης λύσης, όχι σαν μια κατάσταση
νίκης του ενός και ήττας του άλλου αλλά να εμπεδωθεί ότι η συμφωνία επί
ενός κράτους που θα σέβεται τα δικαιώματα όλων των πολιτών του, θα είναι
λειτουργικό και βιώσιμο σε συνθήκες ασφάλειας, είναι συμφωνία προς το
συμφέρον όλων.
Είμαστε λοιπόν πεπεισμένοι πως η επανένωση
της Κύπρου θα είναι προς το συμφέρον ολόκληρου του κυπριακού λαού αλλά
και προς όφελος ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας, αφού μια λύση στο
κυπριακό πρόβλημα χωρίς αμφιβολία θα έχει μια πολύ σημαντική αλυσιδωτή
επίδραση στην επίτευξη και διατήρηση ενός αναγκαίου περιβάλλοντος
σταθερότητας, ασφάλειας και ειρήνης στην ασταθή περιοχή της Ανατολικής
Μεσογείου.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |