«Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία
δύναμις, ουδέν φίλτρον πρέπει να τα εμποδίζη από του ενασκώνται∙ αν
είμεθα ηγέται των λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της
θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι
συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των. Τι αξίαν έχουσιν αι συνδρομαί και
άλλαι ενδείξεις του πατριωτισμού, όταν ένας υγιής άνθρωπος δεν προσφέρη
τον εαυτόν του εις την υπηρεσίαν της πατρίδος;»
Κυρίες και κύριοι,
Το απόσπασμα που μόλις σας διάβασα
προέρχεται από την επιστολή του Δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου προς
τη γυναίκα του Ερμιόνη, καθώς την αποχαιρετούσε αναχωρώντας για την
Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1912, για να καταταχθεί εθελοντικά στον
ελληνικό στρατό και να πολεμήσει στον Βαλκανικό Πόλεμο. Λίγες βδομάδες
αργότερα ο Σώζος, για δέκα χρόνια μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, της
κυπριακής Βουλής της τότε εποχής, και η μεγαλύτερη πολιτική φυσιογνωμία
του τόπου στις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας, σκοτώθηκε πολεμώντας,
«ως ηγέτης του λαού» διαπαιδαγωγώντας, ως είχε προείπει προφητικά, με το
παράδειγμά του και τη θυσία του τον κυπριακό Ελληνισμό.
Η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους
Βαλκανικούς Πολέμους ήταν μια συνέχεια στην κυπριακή συμβολή στην
Επανάσταση του 1821 και, ύστερα από την ανακήρυξη της ελληνικής
ανεξαρτησίας, αποτελούσε έναν ακόμη κόμβο στη συνεχή παρουσία των
Ελλήνων της Κύπρου στους αγώνες για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της
Κρήτης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Είχε προηγηθεί, δεκαπέντε χρόνια
πριν από την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, η αθρόα συμμετοχή 1000
Κυπρίων εθελοντών στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Στους πολέμους του 1912-1913 η Κύπρος
πρόσφερε πρόθυμα πλούσια τη συμβολή της, με την εθελοντική συμμετοχή
1500-1800 εθελοντών που υπηρέτησαν στις στρατιωτικές μονάδες που
απελευθέρωσαν τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά του Βορειοανατολικού
Αιγαίου. Μερικές δεκάδες Κυπρίων εθελοντών, με πιο γνωστό τον
Χριστόδουλο Σώζο, άφησαν την τελευταία τους πνοή πολεμώντας υπέρ της
απελευθέρωσης των «υποδούλων αδελφών» στα κακοτράχαλα ηπειρωτικά και
μακεδονικά βουνά. Παράλληλα, στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε μια γιγαντιαία
κινητοποίηση στις πόλεις και στα κυπριακά χωριά που απέφερε χιλιάδες
λίρες στους εράνους υπέρ των «εθνικών αναγκών», που στάλθηκαν στα
πρωθυπουργικά γραφεία, προκαλώντας ευνοϊκά σχόλια της πολιτικής ηγεσίας
και του τύπου για το μέγεθος της κυπριακής οικονομικής συμπαράστασης.
Η προσφορά του κυπριακού «αίματος και
χρήματος» για την αγωνιζόμενη Ελλάδα δεν σταμάτησε στους πολέμους του
1912-1913. Ήταν ένα φαινόμενο που θα επαναλαμβανόταν στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στα ηπειρωτικά βουνά και
στην Εθνική Αντίσταση στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στην
αντίσταση του ελληνικού λαού κατά της απριλιανής δικτατορίας του
1967-1974, αλλά και στις φυσικές καταστροφές που έπληξαν σε διάφορες
εποχές τμήματα και πληθυσμούς της ελληνικής επικράτειας. Οι Έλληνες
Κύπριοι πάντοτε έδιναν και δίνουν πρόθυμα και ολόψυχα το παρών τους
στους πανεθνικούς αγώνες του Ελληνισμού για ελευθερία και δικαιοσύνη
αλλά και στις προσπάθειες αντιμετώπισης των δοκιμασιών που φέρνουν οι
φυσικές καταστροφές ή, στις μέρες μας, η οικονομική κρίση.
Αυτή τη διαχρονική κυπριακή συμβολή τιμούμε
απόψε εγκαινιάζοντας την έκθεση «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η Κύπρος» που
οργανώνει το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η
παρουσία μας ας θεωρηθεί και ως ελάχιστος φόρος τιμής της κυπριακής
πολιτείας στους εκατοντάδες Κύπριους εθελοντές των Βαλκανικών Πολέμων
που έσπευσαν, κατά την καβαφική ρήση «ποτέ από το χρέος μη κινούντες»,
και δήλωσαν το παρών τους στα πεδία των μαχών, έχοντας ως μόνη και
ύψιστη ανταμοιβή την ευγνωμοσύνη του ελληνικού κράτους, όπως εκφράστηκε
με ένα παράσημο συμμετοχής και ένα πιστοποιητικό υπογραμμένο από τον
βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Ιδιαίτερα,
οφείλω προσωπικά, ως πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, να αποτίνω
φόρο τιμής στη μνήμη του Χριστόδουλου Σώζου, που αφού τίμησε με τη δράση
του τα κοινοβουλευτικά έδρανα και τον δημαρχιακό θώκο της Λεμεσού,
πασχίζοντας για την ευημερία του κυπριακού λαού και την εθνική του
αποκατάσταση, έγραψε με το αίμα του στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, στο
Μπιζάνι, στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, την πιο σπουδαία του πολιτική
πράξη: Την ένοπλη διεκδίκηση της ελευθερίας.
Η εκατοστή επέτειος των Βαλκανικών Πολέμων,
όμως, που έδωσε την αφορμή και για την πραγματοποίηση της έκθεσης που
εγκαινιάζουμε απόψε, μας δίνει την ευκαιρία σε μια περίοδο κορύφωσης της
οικονομικής κρίσης αλλά και της βαθύτερης κρίσης αξιών που δοκιμάζει
συθέμελα τα τελευταία χρόνια τον Ελληνισμό, όπως και μεγάλο τμήμα του
ευρωπαϊκού κόσμου, να στοχαστούμε και να αναζητήσουμε τις αιτίες που
οδήγησαν και βοήθησαν στην ολοκλήρωση της νικηφόρας εξόρμησης του
1912-1913. Να σταθούμε και να μνημονεύσουμε τον μεγαλύτερο άνδρα της
νεότερης Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον βασικό συντελεστή της
ελληνικής στρατιωτικής και διπλωματικής επιτυχίας. Έναν πολιτικό
οραματιστή που γεννήθηκε στην άλλη μεγαλόνησο του ελληνικού
αλυτρωτισμού, την Κρήτη, και που πέτυχε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδος την
αρμονική συνεργασία με τον ανώτερο πολιτειακό άρχοντα, το βασιλιά
Γεώργιο, τη σύναψη συμμαχιών τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις μεγάλες
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ έθεσε τα θεμέλια για τον εκσυγχρονισμό της
δημόσιας διοίκησης, την αναδιοργάνωση του κράτους, τον εξοπλισμό και την
επιχειρησιακή ετοιμότητα του στρατού και την εντυπωσιακή αύξηση των
ναυτικών δυνάμεων.
Έτσι έγινε κατορθωτό να απελευθερωθούν και
να ενσωματωθούν στην ελληνική επικράτεια η Θεσσαλονίκη, η Καστοριά, τα
Ιωάννινα, οι Σέρρες και η Καβάλα, αλλά και η Λήμνος, η Σάμος, η Χίος, η
Μυτιλήνη και άλλες περιοχές. Μετά το τέλος των πολέμων και τη συνθήκη
του Βουκουρεστίου, τον Ιούλιο του 1913, η Ελλάδα, σε σχέση με τον
Σεπτέμβριο του 1912, είχε σχεδόν διπλασιάσει την έκταση και τον πληθυσμό
της. Ήταν μια νέα χώρα, με εντελώς διαφορετική δυναμική και προοπτικές,
με ισχυρό στρατό και στόλο, δυνατές συμμαχίες, «σεβαστή στους φίλους
της και τρομερά εις τους εχθρούς της».
Η εξόρμηση του 1912-1913 ήταν η αρχή. Το
τέρμα φαινόταν να διαγράφεται, για πρώτη φορά τόσο εφικτό, στις απέναντι
μικρασιατικές ακτές. Ήταν τότε που άρχισε να διαγράφεται πολύ ορατά ότι
και η ένωση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου, γεγονός που
επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την επίσημη βρετανική πρόταση του Οκτωβρίου
του 1915. Όμως η ιστορία θα γραφόταν αλλιώς: Την ομοψυχία του 1912-1913
θα αντικαθιστούσε ο επάρατος εθνικός διχασμός. Η εθνική ανάταση των
Βαλκανικών Πολέμων θα αμαυρωνόταν από το ανάθεμα του Βενιζέλου, τα δύο
κράτη του 1916-1917, τα «Νοεμβριανά» του 1916 και τα «Ιουλιανά» του
1920. Ο τραγικός επίλογος της δεκαετίας που άνοιξε τόσο ευοίωνα το 1912
θα γραφόταν με τις φλόγες και τις στάκτες της Σμύρνης, τον Αύγουστο του
1922.
Με αυτές τις σκέψεις εγκαινιάζω την έκθεση
ιστορικών κειμηλίων και τεκμηρίων με τίτλο «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η
Κύπρος», συγχαίροντας τους διοργανωτές για την πρωτοβουλία τους. Τέλος,
ευχαριστώ θερμά όλους όσοι πρόσφεραν αντικείμενα από τα οικογενειακά ή
προσωπικά τους αρχεία και συλλογές και συνέβαλαν έτσι στην επιτυχή
πραγματοποίηση της έκθεσης.