Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Στέφανου Στεφάνου για τις επετείους της Ελληνικής Επανάστασης 1821 και για την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ 1955 – 1959, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, Πάνω Δευτερά
01/04/2011
Τιμούμε σήμερα δύο ιστορικές επετείους. Την επέτειο του ξεσηκωμού των Ελλήνων για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και την επέτειο της έναρξης του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ για απελευθέρωση από τη βρετανική αποικιοκρατία.
Και οι δύο επέτειοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Είναι επέτειοι που σηματοδοτούν αγώνες για αποτίναξη της σκλαβιάς, για κατάκτηση της ελευθερίας. Αυτής της υπέρτατης αξίας, που λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο έδωσαν σκληρούς μακροχρόνιους αγώνες και εκατόμβες θυμάτων για να την κατακτήσουν.
Τους δικούς τους αγώνες και τα δικά τους θύματα έδωσαν ο ελληνικός και ο κυπριακό λαός για να ανατείλει ο ήλιος της ελευθερίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Για να μπορούν οι νεότερες γενιές Ελλήνων και Κυπρίων να αναπνέουν αέρα ελευθερίας, εθνικής αξιοπρέπειας, ειρήνης και ευημερίας.
Κάθε σημαντικό ιστορικό γεγονός είναι πολυδιάστατο. Τον κανόνα τούτο επιβεβαιώνει και η επανάσταση του 1821. Αναμφίβολα στο '21 δεσπόζουσα θέση κατέχει η εθνικοαπελευθερωτική του διάσταση. Το μέγα και κύριο ζητούμενο ήταν η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η εθνική απελευθέρωση και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Από την άλλη όμως, όπως κάθε επανάσταση, έτσι και το '21 είχε και την κοινωνική του διάσταση.
Η εθνικοαπελευθερωτική και η κοινωνική διάσταση του '21 βρίσκονται σε μια τόσο στενή διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, που δύσκολα κανένας μπορεί να τις διαχωρίσει. Η μια γεννά την άλλη. Η μια συμπληρώνει την άλλη. Η μια δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την άλλη.
Στους σκοτεινούς αιώνες της δουλείας ο πόθος για την ελευθερία δεν εγκατέλειψε ποτέ τους Έλληνες. Αυτός ο πόθος μαζί με την οργή και την απόγνωση, πολλές φορές μαζί και με τις απατηλές υποσχέσεις των ξένων, οδήγησε σε σειρά εξεγέρσεων. Εξεγέρσεις που όλες είχαν την ίδια κατάληξη. Πνίγηκαν στο αίμα αποδεικνύοντας ότι ο έρωτας για την ελευθερία από μόνος του δεν είναι αρκετός για την κατάκτησή της.
Μέχρι που ωρίμασαν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Στα μέσα του 18ου αιώνα, δημιουργήθηκαν στέρεες αντικειμενικές, υλικές προϋποθέσεις που επέτρεψαν πλέον το όραμα της ελευθερίας να συγκεκριμενοποιηθεί, να καταστεί συνειδητός πολιτικός στόχος, να επιδιωχθεί με οργανωμένο αγώνα.
Φορέας του καινούργιου ήταν η νεαρά τότε αστική τάξη, έμποροι και πραματευτάδες, τεχνίτες και βιοτέχνες, καραβοκύρηδες και ναυτικοί. Μέσα από τις γραμμές τους ξεπήδησε η Φιλική Εταιρεία, με την ίδρυση της οποίας ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για το μεγάλο ξεσηκωμό.
Ο ένοπλος αγώνας, λοιπόν, ήταν μία σκληρή αλλά επιβεβλημένη επιλογή. Ήταν η μόνη επιλογή που μπορούσε να οδηγήσει στην ελευθερία. Στα πεδία των μαχών γράφτηκε ηρωική και ένδοξη ιστορία. Στο Δραγατσάνι, τα Δερβενάκια, την Αλαμάνα, τη Γραβιά, την Αράχοβα, το Μανιάκι, το Μεσολόγγι, τη Χίο, τα Ψαρά η επαναστατημένη Ελλάδα μεγαλούργησε, μαρτύρησε και ξαναγεννήθηκε.
Το σύνθημα της Επανάστασης ήταν "Ελευθερία ή θάνατος". Και δεν είναι λίγες οι φορές που η επιλογή, η συνειδητή επιλογή, ήταν ο θάνατος. Το ηρωικό στοιχείο στο '21 είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το τραγικό. Γιατί η επανάσταση πέρασε από δραματικές στιγμές. Ερημώθηκαν πόλεις και χωριά. Το ένα πέμπτο περίπου του πληθυσμού είτε πέθανε από τις κακουχίες του πολέμου και την πείνα, είτε σκοτώθηκε στις μάχες και τις σφαγές, είτε πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Αυτός είναι ένας τραγικός απολογισμός που δείχνει το μέγεθος του τιμήματος της ελληνικής ελευθερίας.
Ύστερα από μεγάλες θυσίες η επανάσταση οδήγησε στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας ενός περιορισμένου έστω σε έκταση ελληνικού κράτους. Η Ελλάδα που βγήκε από το 1821 ήταν δυσανάλογα μικρή των θυσιών και των ολοκαυτωμάτων. Έτσι το θέλησαν οι ξένοι που διαφέντευαν τότε τον κόσμο με τη λεγόμενη Ιερά Συμμαχία. Όμως, άμοιροι ευθυνών για την έκβαση της επανάστασης δεν ήταν και οι συντηρητικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας που πάνω από το εθνικό συμφέρον έθεσαν τα δικά τους εγωιστικά συμφέροντα. Οι κοτζαμπάσηδες, οι φαναριώτες, οι μεγάλοι πλοιοκτήτες των νησιών και άλλοι προνομιούχοι που είχαν συνδέσει τα συμφέροντά τους με την οθωμανική αυτοκρατορία και δεν ήθελαν να χάσουν τα προνόμιά τους με την απελευθέρωση από αυτήν.
Αυτοί εχθρεύονταν τη δημοκρατία, περιφρονούσαν και φοβόντουσαν τον απλό λαό, ερωτοτροπούσαν με την ιδέα της μοναρχίας, αναζητούσαν εξωτερικούς προστάτες, κύρια στο πρόσωπο των Άγγλων.
Τα αισθήματα, τους φόβους αλλά και την αποστροφή των προνομιούχων προς τον απλό λαό εξέφρασε πολύ παραστατικά ο κοτζάμπασης Σωτήρης Χαραλάμπης στις παραμονές της εξέγερσης κατά την περίφημη σύναξη της Βοστίτσας που είπε: «Μα εμείς εδώ αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιόν θα’ χουμε ανώτερο; Ο ραγιάς αφού πάρει τα όπλα δεν θα μας ακούσει πια και δεν θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου που δεν μπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει!».
Το στρατόπεδο των φαναριωτών, των κοτζαμπάσηδων και των μεγαλοεφοπλιστών φέρει ακέραιη την ευθύνη για τη μελανή σελίδα των εμφυλίων πολέμων που είχαν ξεσπάσει κατά τη διάρκεια της επανάστασης, με πρώτη το 1824. Αυτοί άναψαν τις εμφύλιες συγκρούσεις, αυτοί δολοφόνησαν ήρωες, αυτοί καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και δίκασαν τον Καραϊσκάκη.
«Εσύ, Εκλαμπρότατε», γράφει ο Μακρυγιάννης απευθυνόμενος προς τον φαναριώτη Μαυροκορδάτο, «από τον καιρό που κόπιασες, όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα. Διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, παραλυσίαν κι’ αφανισμόν».
Ο αγώνας των Ελλήνων ήταν πραγματικά δύσκολος και άνισος. Οι αξίες, όμως, της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, που ενέπνευσαν την επανάσταση, ήταν πολύ ισχυρές στη συνείδηση των Ελλήνων γι’ αυτό και δεν κάμφθηκε η βούληση και ο αγώνα τους για ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Όταν ο ελληνικός λαός απέκτησε την ελευθερία του, χρειάστηκε να δώσει νέους σκληρούς αγώνες για να εδραιώσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Τα κατάφερε, γιατί συνέχισε να πιστεύει σε αυτές τις υπέρτατες αξίες.
Στις ίδιες υπέρτατες αξίες πίστευε και πιστεύει ο κυπριακός λαός. Γι’ αυτό και αγωνίστηκε να τις κατακτήσει αποτινάσσοντας τη βρετανική αποικιοκρατία. Έδωσε πολλούς μαζικο-πολιτικούς αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία, ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που πίστεψε πως ήλθε η ώρα να κατακτήσει την αυτοδιάθεσή του. Άλλωστε οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί στους Κυπρίους να τους επιβραβεύσουν για τη μαζική τους συμμετοχή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των αντιφασιστικών δυνάμεων. Τους υποσχέθηκαν να τους αποδώσουν την ελευθερία τους, κάτι που ποτέ δεν τήρησαν. Γι’ αυτό και οι Κύπριοι ενέτειναν τον αγώνα τους με μαζικές διαδηλώσεις και άλλες κινητοποιήσεις. Κορύφωσαν τον αντιαποικιακό τους αγώνα με τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, το 1955-59.
Ο στόχος, το όραμα ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Παρά τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση και τις θυσίες των ηρωικών παιδιών της ΕΟΚΑ, μπροστά στις οποίες ο κυπριακός λαός και οι πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα ιδεολογικής προέλευσης και παραταξιακής τοποθέτησης, στέκουν με θαυμασμό, τιμούν και κλίνουν ευλαβικά το γόνυ, τα οράματα και οι προσδοκίες αυτών των ηρώων και όσων αγωνίστηκαν με το όπλο στο χέρι, δεν εκπληρώθηκαν.
Από την ένωση, η κατάληξη ήταν στις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου και στην υπό όρους και εξαρτήσεις ανεξαρτησία. Παρά ταύτα, η ανεξαρτησία με όλες της τις στρεβλώσεις ήταν κατάκτηση που άνοιγε νέους ορίζοντες. Ο κυπριακός λαός ύστερα από αιώνες υποδούλωσης βρέθηκε στην οικογένεια των ελεύθερων λαών. Η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος και βρήκε τη θέση της στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Ξεκινήσαμε το 1960 ομολογουμένως με φόβους, ανησυχίες και αβεβαιότητα για το μέλλον, αλλά και με μεγάλες προσδοκίες. Η ζωή δυστυχώς επιβεβαίωσε πολλούς από τους φόβους και διέψευσε πολλές από τις προσδοκίες μας.
Παρά τις όποιες διαφορές απόψεων υπήρξαν για την τελική κατάληξη του αγώνα, μετά την ανεξαρτησία είχαμε το καθήκον να υπερασπιστούμε το δημιούργημά της, το κυπριακό κράτος. Με όλα του τα ψεγάδια και τις αδυναμίες, αυτό αποτελούσε το κυριότερο όπλο υπεράσπισης των καλώς νοούμενων συμφερόντων του λαού μας. Πατώντας γερά πάνω στην κοινή τους κατάκτηση, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, μπορούσαν μαζί να εργαστούν για το ξεπέρασμα των αδυναμιών, τη βελτίωση της λειτουργικότητας του κράτους, που είναι αλήθεια ότι ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος των διαχωριστικών προνοιών που υπήρχαν στις Συμφωνίες. Αυτή ήταν η πολιτική του εφικτού που έπρεπε ευθύς εξ’ αρχής να ακολουθηθεί.
Δυστυχώς, δεν ακολουθήσαμε πιστά και με συνέπεια αυτή την πολιτική. Ταλαντευτήκαμε και παρεκκλίναμε στο ευκταίο που δεν ήταν όμως εφικτό. Πολλοί ήταν αυτοί που θεώρησαν ότι η ανεξαρτησία αποτελεί σκαλοπάτι προς την ένωση. Δεν κατανοήθηκε ότι αυτή οριστικά είχε ενταφιαστεί με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Παρασυρμένοι από συναισθήματα και ψευδαισθήσεις πέσαμε σε παγίδες που ξένες εχθρικές δυνάμεις για την Κύπρο είχαν στήσει σε βάρος του λαού μας.
Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση η Τουρκία καραδοκούσε για να προωθήσει τη διχοτόμηση που από νωρίς αποτέλεσε το στόχο της πολιτικής της. Η πρώτη πράξη της διχοτόμησης διαδραματίστηκε με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-1964. Η δεύτερη διαδραματίστηκε το καλοκαίρι του 1974, με τη διενέργεια του δίδυμου εγκλήματος. Του φασιστικού πραξικοπήματος της χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’, και της τουρκικής εισβολής που οδήγησε στην κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης πράξης μεσολάβησε μια δεκαετία συνεχών συνωμοσιών και ενεργειών, από έξω και από μέσα, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να θυμίσουμε τα γεγονότα του 1967 και 1968, τις απειλές της Τουρκίας να εισβάλει στην Κύπρο, την τρομοκρατική δράση της ΕΟΚΑ Β’.
Το κυπριακό κράτος, όμως, άντεξε και επιβίωσε παρά την τραγωδία. Η ύπαρξη του κυπριακού κράτους απέτρεψε τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της κατοχής και την αναγνώριση του ψευδοκράτους. Η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι απαίτηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών οργανισμών, που με αποφάσεις και ψηφίσματά τους καταδικάζουν την παρανομία της Τουρκίας και την παραβίαση από μέρους της των αρχών του διεθνούς δικαίου στην Κύπρο.
Η οντότητα του κυπριακού κράτους παραμένει η ισχυρή ασπίδα, ο στιβαρός συνεκτικός κρίκος που συνδέει το λαό μας, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η προστασία και η ενίσχυσή της ήταν και πρέπει να συνεχίσει να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής μας.
Συμπατριώτισσες, συμπατριώτες,
Για 37 χρόνια, δίνουμε σκληρό αγώνα για να τερματίσουμε την κατοχή και να επανενώσουμε τον τόπο και το λαό. Άλλη επιλογή για να το πετύχουμε αυτό δεν υπάρχει πέρα από τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Αυτός είναι ο ιστορικός συμβιβασμός της ελληνοκυπριακής κοινότητας, τον οποίο συνήψε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Αυτή η βάση λύσης υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς. Όταν επικαλούμαστε τα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ, στην ουσία εκφράζουμε τη σταθερή μας δέσμευση σ’ αυτή τη βάση λύσης η οποία πρόσφατα επαναβεβαιώθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις στο ομόφωνο ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου το 2009. Πάνω στη βάση για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως την περιγράφει ο ΟΗΕ, για ένα κράτος με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα, διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων.
Η αμφισβήτηση αυτού του στόχου λύσης προκαλεί σύγχυση και εντάσεις στο εσωτερικό. Στο εξωτερικό αυτή η αμφισβήτηση τυγχάνει εκμετάλλευσης από διάφορους κύκλους για να προωθούν την ανυπόστατη άποψη ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν λύση. Κι αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γιατί εμείς επειγόμαστε για λύση. Για να τερματιστεί η τουρκική κατοχή. Για να ξανανταμώσουν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι και μαζί να διαχειρίζονται την επανενωμένη κοινή πατρίδα τους.
Η επιτυχία των αγώνων επιβάλλει να εμπνεόμαστε από αρχές. Επιβάλλει επίσης να έχουμε ολοκληρωμένη στρατηγική με σταθερούς στόχους και ευέλικτη τακτική. Αυτό διδάσκει η ιστορία μας. Αυτά τα στοιχεία έχει η πολιτική του Προέδρου Χριστόφια. Αν η τουρκική πλευρά ανταποκριθεί στην καλή θέληση της δικής μας πλευράς τότε μπορούμε να φτάσουμε σε λύση. Αν όχι, τότε η συνεπής πολιτική που ακολουθούμε εκθέτει την αδιαλλαξία και την αρνητική στάση της τουρκικής πλευράς.
Ανεξαρτήτως των δυσκολιών που συναντούμε θέλω να διαβεβαιώσω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα συνεχίσει τις προσπάθειες για λύση και όλοι έχουμε καθήκον και υποχρέωση να τον στηρίξουμε. Χωρίς αυτή τη στήριξη, χωρίς την ύπαρξη ενότητας στο εσωτερικό μέτωπο, οι δυσκολίες του αγώνα μας γίνονται ακόμη πιο μεγάλες.
Πολλά είναι τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσουμε για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην Ιθάκη μας. Θα υπερπηδήσουμε όμως τα εμπόδια. Θα υπερφαλαγγίσουμε τα προβλήματα, γιατί πιστεύουμε σε αρχές και εμπνεόμαστε από αξίες και ιδανικά. Είναι τα ίδια ιδανικά και αξίες που ενέπνευσαν τους ήρωες της επανάστασης του ’21. Είναι τα ίδια ιδανικά και αξίες που ώθησαν τους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα του λαού μας «να πάρουν μια ανηφοριά, να πάρουν μονοπάτια, να βγουν στα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά».
Τιμή και δόξα στους ήρωες μας!
Αιωνία η μνήμη σε όσους έπεσαν για την ελευθερία!