Δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας
Στον απόλυτο συντονισμό και τη στενότατη συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου αναφέρθηκαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, σε δηλώσεις τους που ακολούθησαν την κατ’ ιδίαν συνάντηση και τις διευρυμένες συνομιλίες που είχαν σήμερα, στο Προεδρικό Μέγαρο, στη Λευκωσία, όπου ο Πρωθυπουργός πραγματοποιεί μονοήμερη επίσκεψη εργασίας.
Στις δηλώσεις του στα ΜΜΕ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «είναι με πραγματικά αισθήματα ιδιαίτερης χαράς που υποδέχομαι για ακόμη μια φορά στο Προεδρικό Μέγαρο τον φίλο Πρωθυπουργό της Ελλάδας και την αντιπροσωπεία που τον συνοδεύει, προκειμένου από κοινού να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας.
Η εδώ παρουσία σας καταδεικνύει εκ νέου το αδιάλειπτο ενδιαφέρον της Ελληνικής Κυβέρνησης για το Κυπριακό, αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την προσωπική σας βούληση για συνέχιση της στενότατης συνεργασίας που έχουμε αναπτύξει, της πλήρους στήριξης και του μεταξύ μας συντονισμού δράσεων για την αντιμετώπιση των εθνικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες.
Κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερα δημιουργικών διαβουλεύσεων που θα συνεχισθούν και με γεύμα εργασίας, είχαμε αρχικά την ευκαιρία να αξιολογήσουμε τα μέχρι στιγμής δεδομένα σχετικά με την άτυπη Διάσκεψη για το Κυπριακό και να καθορίσουμε από κοινού τους επιδιωκόμενους στόχους.
Σε αυτό το πλαίσιο, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη ετοιμότητα μας για συμμετοχή στην άτυπη Διάσκεψη που προτίθεται να συγκαλέσει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ξεκάθαρη ήταν η θέση μας όσον αφορά την επιδιωκόμενη μορφή λύσης.
Μιας λύσης που δεν μπορεί να αποκλίνει από τα σχετικά Ψηφίσματα και τις Αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μιας λύσης που πρέπει οπωσδήποτε να διαλαμβάνει τον τερματισμό των αναχρονιστικών Συνθηκών εγγυήσεων και την παρουσία κατοχικών στρατευμάτων και την οποία θα πρέπει να διακρίνει η λειτουργικότητα του νέου μορφώματος, της μετεξέλιξης και ιδιαίτερα η διάρκεια, αλλά και οι αποκλεισμοί των όποιων ενδεχομένων δυσλειτουργικότητας που θα οδηγούσε ενδεχόμενα σε μια κατάρρευση. Μια λύση που θα κατοχυρώνει πριν και πάνω από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνόλου του λαού, είτε Ελληνοκυπρίων είτε Τουρκοκυπρίων, που δεν θα δημιουργεί υπερπρονόμια προς όφελος της μιας και εις βάρος της άλλης κοινότητας.
Αυτό που θέλουμε είναι ο αλληλοσεβασμός και οι συνθήκες που θα μας επιτρέψουν ειρηνικά συμβιώνοντας να συνδημιουργήσουμε.
Όπως ξεκάθαρη ήταν και η θέση μας πως το πλαίσιο επανέναρξης των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων θα πρέπει να εδράζεται στην Κοινή Δήλωση των ηγετών των δύο κοινοτήτων με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 25 Νοεμβρίου 2019, και που θέτει τις παραμέτρους μέσα στις οποίες μπορεί να κινηθεί ο όλος διάλογος για εξεύρεση μιας ειρηνικά πραγματικά λύσης, βιώσιμης και λειτουργικής, και αυτά είναι:
Η Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014, οι μέχρι τώρα επιτευχθείσες συγκλίσεις και των έξι σημείων της παραμέτρου που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας στο Κραν Μοντανά.
Μια θέση που επιβεβαίωσε και τον περασμένο Οκτώβριο, στις 26, ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με ταυτόσημο λεκτικό και προς τους δύο ηγέτες, δηλαδή ότι η λύση θα πρέπει να βασίζεται στο μέχρι σήμερα επιτελεσθέν έργο, συγκλίσεις, κλπ, έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργήσει τις προοπτικές μιας κοινής βάσης για προώθηση ενός ουσιαστικού διαλόγου.
Παράλληλα, κοινή θέση με τον φίλο Πρωθυπουργό είναι πως η αποφασιστικότητα μας για εμπλοκή σε μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία δεν θα πρέπει να αναιρεί την ανάγκη ενός δημιουργικού κλίματος. Δεν μπορεί κάτω από συνθήκες απειλής, ή μονομερών ενεργειών ή έκνομων ενεργειών να αναμένεται ένας ουσιαστικός διάλογος.
Συνεπώς, πιστεύουμε πως απαιτείται η συμβολή της Τουρκίας στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος, τερματίζοντας τις όποιες μονομερείς ή έκνομες ενέργειες, οι οποίες θα δημιουργήσουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο κλίμα.
Θέλω με την ευκαιρία να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες, αλλά και την ευγνωμοσύνη της Κυπριακής Κυβέρνησης για τη σταθερή και συνεπή θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης και εσάς ιδιαίτερα φίλε Κυριάκο όσον αφορά τη σθεναρή στήριξη στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.
Μεταξύ των άλλων θεμάτων που συζητήσαμε, ήταν και η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα πραγματοποιηθεί στις 25 και 26 Μαρτίου και ο συντονισμός των δύο χωρών σε συνεργασία και με άλλες ενόψει και της έκθεσης που θα υποβάλει και ο Ύπατος Εκπρόσωπος για το σύνολο των ευρωτουρκικών σχέσεων και τις επιλογές της Ένωσης για την ακολουθητέα πορεία.
Αυτό το οποίο επιδιώκουμε είναι να δούμε μια Τουρκία, η οποία να αποδείξει εμπράκτως, όχι μόνο με ρητορικές αναφορές, πως επιθυμεί έναν ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου, μακριά από απειλές και έκνομες ενέργειες.
Θέλουμε να πιστεύουμε πως η ΕΕ θα επιδείξει την επιβαλλόμενη αλληλεγγύη, στηρίζοντας τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού με έμπρακτη και ενεργό εμπλοκή σε έναν αναμενόμενο μελλοντικό διάλογο στην ουσία του Κυπριακού.
Με τον φίλο Πρωθυπουργό συζητήσαμε και αξιολογήσαμε, επίσης, τις περιφερειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο και οφείλω να εκφράσω ευχαριστίες στον φίλο Κυριάκο για την ενδελεχή ενημέρωση για τις διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας στις 25 Ιανουαρίου 2021.
Και σε αυτό το ζήτημα υπήρξε πλήρης ταύτιση απόψεων στο ότι ο διάλογος θα πρέπει να περιορίζεται στη συμφωνημένη εδώ και χρόνια ατζέντα των συναντήσεων, αλλά και να βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, και ιδιαίτερα στο δίκαιο της θαλάσσης και στις σχέσεις καλής γειτονίας.
Την ίδια στιγμή επαναβεβαιώσαμε τη βούλησή μας για ενίσχυση των πρωτοβουλιών που από κοινού αναπτύσσουμε μέσω των τριμερών συνεργασιών που έχουμε εγκαθιδρύσει με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη, τα κράτη του αραβικού Κόλπου, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι Κύπρος και Ελλάδα αποτελούν πυλώνες σταθερότητας και ειρήνης. Μάλιστα, χωρίς να αποκλείουμε τη συμμετοχή του οποιουδήποτε σε αυτές τις συνέργειες, αρκεί να σέβεται το διεθνές δίκαιο και την κυριαρχία των κρατών που συμμετέχουν.
Σε αυτό το πλαίσιο χαιρετίσαμε την πραγματοποίηση στις επόμενες μέρες μίας περιφερειακής συνάντησης σε επίπεδο Υπουργών μεταξύ κρατών της ευρύτερης περιοχής που αποδεικνύουν τα όσα έχω προαναφέρει.
Φίλε Πρωθυπουργέ, αγαπητέ μου Κυριάκο, καλωσορίζοντας σε και πάλι στην Κύπρο, θα ήθελα, για ακόμη μια φορά, να σε ευχαριστήσω εκ μέρους του συνόλου του κυπριακού λαού, των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και του ιδίου βεβαίως προσωπικά, για το αδιάλειπτο ενδιαφέρον και τη στενότατη συνεργασία που αναπτύσσουμε ώστε να πετύχουμε ό,τι είναι αυτό που θα ωφελήσει, όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, τις ομαλές σχέσεις, αν είναι δυνατόν μέσα από τον διάλογο και την εξεύρεση λύσεων, ΕΕ και Τουρκίας, όπως το είχα πει προηγουμένως. Εμείς δεν είμαστε οι επιτιθέμενοι. Είμαστε εκείνοι που επιδιώκουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή και όλοι έχουν ρόλο να διαδραματίσουν και ιδιαίτερα εκείνοι που, δυστυχώς, αγνοώντας πολλές φορές το διεθνές δίκαιο προκαλούν και δημιουργούν τα προβλήματα. Δεν θα ήθελα, όμως, να είμαι αρνητικός στις αναφορές μου με την ελπίδα ότι επιτέλους αυτό που λέμε θετική ατζέντα περιλαμβάνει επίσης τις θετικές ενέργειες από μέρους της γείτονος χώρας.
Αγαπητέ Κυριάκο, καλωσόρισες και πάλι και θερμές ευχαριστίες για το ενδιαφέρον που με την παρουσία σου αποδεδειγμένα επιδεικνύεις».
Από την πλευρά του ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας είπε ότι «βρίσκομαι για ακόμα μια φορά στην Κύπρο και στη ζεστή φιλοξενία της Λευκωσίας. Οι διά ζώσης συναντήσεις μας θα ήταν, βεβαίως, περισσότερες αν δεν μεσολαβούσε η πανδημία. Σας διαβεβαιώνω όμως ότι τις υποκαθιστά, ωστόσο, η πυκνή, εβδομαδιαία σχεδόν, τηλεφωνική επικοινωνία μας.
Η σημερινή μου επίσκεψη γίνεται σε μια ευαίσθητη συγκυρία για το μέλλον του Κυπριακού.
Διαβεβαίωσα, λοιπόν, για ακόμα μια φορά τον Πρόεδρο Αναστασιάδη ότι ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση μιας συνολικής, λειτουργικής και αμοιβαία αποδεκτής λύσης, παραμένει κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αποτελεί ένα θέμα εθνικό. Αναγκαία κίνηση συμμόρφωσης προς τη διεθνή νομιμότητα. Αποτελεί πράξη δικαιοσύνης προς τον κυπριακό λαό.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, μένουμε προσηλωμένοι στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Αυτές, άλλωστε, συγκροτούν το μόνο συμπεφωνημένο και καθολικά δεσμευτικό πλαίσιο λύσης και, ταυτόχρονα, το θεμέλιο για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια.
Τις επιλογές αυτές αξίζει να σημειωθεί πως υπογραμμίζει και η πρόσφατη απόφαση 2561 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που προκρίνει ως μόνη βιώσιμη λύση τη διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία, με τα γνωστά απαράβατα χαρακτηριστικά: Πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, όπως αυτή ορίζεται στις αποφάσεις. Ένα κράτος, με μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια. Και με διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ίδιο πνεύμα απηχεί και το διαπραγματευτικό κεκτημένο των Ηνωμένων Εθνών, όπως αποτυπώθηκε στο ανακοινωθέν του Γενικού Γραμματέα, στο Βερολίνο, το Νοέμβριο του 2019.
Είναι το πολύτιμο αποτέλεσμα μιας πολυετούς, επίπονης διαπραγματευτικής προσπάθειας, που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί.
Δυστυχώς, η στάση της Τουρκίας και του επικεφαλής των Τουρκοκυπρίων βρίσκεται, αν ακούσει κανείς τις δημόσιες δηλώσεις, εκτός πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών εμμένοντας στην ανεδαφική θέση περί δύο κρατών. Κάτι που απορρίπτουν όχι μόνο Ελλάδα και Κύπρος, αλλά και ο ΟΗΕ. Το απορρίπτει φυσικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση: «Όσοι μιλούν για δύο κράτη δεν ρώτησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η Κύπρος εντάχθηκε ως ενιαίο κράτος», ήταν τα λόγια του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προ ολίγων ημερών.
Συνεπώς, η Άγκυρα και ο κ. Τατάρ πρέπει να γνωρίζουν ότι επανέναρξη ουσιαστικού διαλόγου νοείται μόνον εντός των υφιστάμενων και δεσμευτικών ορίων, που μόλις περιέγραψα.
Και προσυπογράφω τη δήλωσή σας, κύριε Πρόεδρε, ότι η λύση θα πρέπει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, και όχι τις στοχεύσεις της Τουρκίας.
Αμετακίνητη κοινή μας θέση παραμένει η κατάργηση του αναχρονιστικού Συστήματος των Εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων στις αμιγώς κυπριακές υποθέσεις. Και, φυσικά, προαπαιτούμενο της επανένωσης αποτελεί η πλήρης και ταχύτατη απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων.
Οι θέσεις αυτές ορίζουν και τη στάση μας στις διαπραγματεύσεις, που επιχειρεί να επανεκκινήσει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών.
Στηρίζουμε ενεργά την πρωτοβουλία του. Και θα είμαστε παρόντες, σε απόλυτο συντονισμό, στην Άτυπη Πενταμερή Συνάντηση που αναμένουμε να συγκαλέσει, πολύ σύντομα, ο κ. Γκουτιέρες.
Όπως ξέρετε, η Ελλάδα είναι επίσης παρούσα και στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Επαφές στις οποίες προσερχόμαστε με ειλικρινή διάθεση, συγκρατημένη αισιοδοξία, αλλά και μηδενική αφέλεια. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα ακόμη πεδίο όπου θα δοκιμαστεί η συνέπεια της Άγκυρας. Η σύμπτωση λόγων και πράξεων. Και τελικά η πρόθεσή της να επανέλθει στον δρόμο του Διεθνούς Δικαίου.
Η Ελλάδα απέδειξε έμπρακτα ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση διαφορών που χρονίζουν. Το πετύχαμε υπογράφοντας συμφωνία οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την Ιταλία. Το πετύχαμε υπογράφοντας συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, μετά από δεκαετίες διαπραγματεύσεων. Όποτε λοιπόν υπάρχει βούληση, διάθεση, καλό και θετικό κλίμα, το οποίο εύχομαι ειλικρινά να τηρηθεί, υπάρχει η δυνατότητα προβλήματα αυτής της φύσης να αντιμετωπιστούν. Προϋπόθεση πάντα ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου.
Συζητήσαμε εκτενώς και τα ζητήματα που αφορούν συνολικά τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Γνωρίζετε ότι φεύγοντας από την Κύπρο θα βρεθώ στη συνέχεια σήμερα στο Ισραήλ όπου θα συναντήσω τον Πρωθυπουργό κ. Νετανιάχου, επαναβεβαιώνοντας και το πλαίσιο των τριμερών σχημάτων συνεργασίας. Είναι σχήματα ειρήνης τα οποία δεν αποκλείουν επί της αρχής κανένα.
Συζητήσαμε με τον κ. Πρόεδρο και θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τα επόμενα Συμβούλια Κορυφής. Υπάρχει ένα έκτακτο εμβόλιμο Συμβούλιο στις 25 και 26 Φεβρουαρίου και το τακτικό Συμβούλιο που θα λάβει χώρα στα τέλη Μαρτίου, στα οποία φυσικά θα συζητήσουμε και ζητήματα που αφορούν την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ελλάδα και Κύπρος τα έχουμε καταφέρει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, πολύ καλύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γνωρίζουμε ότι είναι μια συνεχής μάχη με τον χρόνο, με ιούς που, δυστυχώς, μεταλλάσσονται και έχουμε επιμείνει και οι δύο – και το τονίζω – στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην ανάγκη η Ευρώπη να προμηθευτεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται τις δόσεις των εμβολίων τις οποίες έχει συμφωνήσει με διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες. Και η Ελλάδα και η Κύπρος θα ήμασταν έτοιμες σήμερα να κάνουμε πολλά περισσότερα εμβόλια. Έχουμε την επιχειρησιακή δυνατότητα να το πετύχουμε. Ο λόγος που δεν το κάνουμε είναι πολύ απλά διότι δεν έχουμε τα εμβόλια στη διάθεση μας ακόμα, αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτό το ζήτημα θα λυθεί εντός των επόμενων μηνών ώστε να επιταχύνουμε σημαντικά τη διαδικασία των εμβολιασμών, ώστε να μας βρει το καλοκαίρι σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Συζητήσαμε και το ζήτημα του Πιστοποιητικού Εμβολιασμού, πώς θα μπορέσουμε να διευκολύνουμε Ευρωπαίους και όχι μόνο, ταξιδιώτες όλου του κόσμου που θα θελήσουν να επισκεφθούν την Ελλάδα και την Κύπρο έχοντας ως αποδεικτικό στοιχείο και αυτό ζητάμε από την ΕΕ, η διαδικασία να είναι τυποποιημένη και εύκολη, να έχουμε ως αποδεικτικό στοιχείο την απόδειξη του εμβολιασμού ώστε να διευκολύνουμε με αυτό τον τρόπο την επαναφορά σε μια στοιχειώδη κανονικότητα ως προς τον τουρισμό το καλοκαίρι από τον οποίο τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα είμαστε πολύ εξαρτημένες.
Κλείνω με μια αναφορά στον τίτλο ενός σημαντικού βιβλίου του διπλωμάτη και συγγραφέα Νίκου Κρανιδιώτη, πατέρα του αλησμόνητου Γιάννου Κρανιδιώτη.
Η Κύπρος δεν είναι μία «ανοχύρωτη πολιτεία».
Έχει δίπλα της όλον τον Ελληνισμό, έχει δίπλα της την ΕΕ, έχει δίπλα της διεθνή κοινότητα και με αυτές τις δυνάμεις και με αυτές τις συμμαχίες θα πορευθεί στον δρόμο για τα δικά της δίκαια. Μέχρι να ξαναγίνει η Μεγαλόνησος, αγαπητέ μου Νίκο, νησίδα ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας για όλους τους πολίτες της».
Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευχαρίστησε τον κ. Μητσοτάκη «για τη συμπαράσταση και για τη με κάθε τρόπο στήριξη στην Κυπριακή Δημοκρατία».