Πρόγραμμα ανασκαφών και επισκοπήσεων στον Άγιο Σωζόμενο 2020
Η φετινή ανασκαφική περίοδος του Τμήματος Αρχαιοτήτων
στον Άγιο Σωζόμενο, κάτω από τη διεύθυνση της Εφόρου Αρχαιοτήτων Δρος
Δέσποινας Πηλείδου και της Ανώτερης Τεχνικού κας Μαίρης Τσιάμπερλαιν,
Η επέκταση της ανασκαφής στην νότια εσωτερική πλευρά του οχυρού δεν έφερε στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πιθανόν και λόγω σύγχρονων επεμβάσεων. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ο πύργος από τις τρεις πλευρές του (βόρεια, ανατολικά και δυτικά), αφού η νότια όψη που ενώνεται με το περιμετρικό τείχος είχε αποκαλυφθεί σε προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους. Ο πύργος κατασκευάστηκε στον φυσικό βράχο με ακατέργαστους ογκόλιθους πάνω από τους οποίους τοποθετήθηκαν οριζόντια επίπεδοι δόμοι. Η εξωτερική όψη του πύργου είναι επενδυμένη με πελεκητούς λίθους, επίσης τοποθετημένους οριζόντια όπως και με καλοπελεκημένους ακρογωνιαίους λίθους. Είναι φανερό ότι πολλές από τις πελεκημένες πέτρες αφαιρέθηκαν από τη θέση τους μεταγενέστερα για επανάχρηση. Ο πύργος, παρότι δεν δένει με το περιμετρικό τείχος, είναι κατασκευασμένος με τον ίδιο τρόπο. Έχει διαστάσεις 15x7.5μ και διασώζει έξι περίπου στρώσεις σε μέγιστο ύψος 2μ. ενώ το τείχος διατηρείται σε μέγιστο ύψος 1.5μ. περίπου. Η σκάλα από πελεκητούς λίθους και η λίθινη πλατφόρμα ακριβώς δίπλα, που έδιναν πρόσβαση στον πύργο, όπως και τρία παράλληλα κανάλια από ανατολικά προς δυτικά στο δάπεδο, ίσως για τη διαχείριση ομβρίων, βρέθηκαν σε προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους και αποτελούν μέρος της όλης διαμόρφωσης.
Στη νοτιοανατολική πλευρά είχε ήδη αποκαλυφθεί τοίχος παράλληλος με το περιμετρικό τείχος, ο οποίος διερευνήθηκε φέτος με τη διάνοιξη ορύγματος προς τα δυτικά, με στόχο την διαλεύκανση της σχέσης του με το τείχος. Φαίνεται ότι ο τοίχος αυτός, από ακατέργαστους λίθους ανήκει σε παλαιότερη φάση της οχύρωσης. Μετά την εγκατάλειψή του, οι πέτρες επαναχρησιμοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να μην διατηρείται σε όλο του το πλάτος και γεμίστηκε από ένα ομοιογενές αμμώδες στρώμα, σχεδόν εντελώς στείρο. Εκεί όπου διακόπτεται μεταξύ του και του νεώτερου τείχους, ανευρέθηκε αποθέτης κατασκευασμένος από κάθετα τοποθετημένες πέτρες, με το ίδιο αμμώδες γέμισμα, στο οποίο ανευρέθηκαν πέντε ακέραια αγγεία της Ελληνιστικής περιόδου – ένας λάγυνος με ερυθρό επίχρισμα, ένας σκύφος με υπερυψωμένες λαβές και μελανό επίχρισμα, ένα μικρό κύπελλο με εσωνεύον χείλος και μελανό επίχρισμα και δύο μικρά κύπελα Μεγαρικού τύπου με εμπίεστη διακόσμηση. Διαφαίνεται λοιπόν ότι το παλιό τείχος καταστράφηκε και οι πέτρες του επαναχρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του νέου τείχους στην Ελληνιστική περίοδο, ένα εντελώς άγνωστο στοιχείο που ανατρέπει τα όσα μέχρι σήμερα πιστεύαμε, ότι δηλαδή ο πύργος με επένδυση από πελεκητές πέτρες ανήκε σε οχύρωση της Ὺστερης Εποχής του Χαλκού, με βάση την κεραμική που βρέθηκε στις επισκοπήσεις του χώρου.
Η ανασκαφή μέχρι τον φυσικό βράχο αποκάλυψε το δάπεδο, από γύψινο μείγμα πάνω από ένα στρώμα από χονδρόκοκκο αμμώδες υπόστρωμα. Τα κανάλια που βρέθηκαν εντός του δαπέδου επεκτείνονται από ανατολικά προς δυτικά προς την κατωφέρεια και πιθανόν να είχαν στόχο την περισυλλογή του νερού σε κοίλωμα στα δυτικά ή και να είχαν αποχετευτική χρήση. Μια στρώση από παρόμοιο μείγμα σε ορισμένα σημεία πάνω από τα κανάλια ίσως να υποδηλεί την αχρήστευση τους με την ανανέωση του δαπέδου.
Η ανασκαφική έρευνα στην ανατολική πλευρά του οχυρού απεκάλυψε τοίχους που ανήκουν σε μεγάλα τετράπλευρα δωμάτια, ακανόνιστου σχήματος, στενότερα προς την κατωφέρεια, που εφάπτονται ενός τοίχου που φαίνεται να περιβάλλει την πλαγιά αλλά χωρίς να διατηρεί όλο το πλάτος του. Η κατασκευή του ωστόσο είναι η ίδια που παρατηρείται και στην βόρεια πλευρά του νεότερου τείχους. Στρωματογραφικά επιβεβαιώνεται ότι τα δωμάτια αυτά ανήκουν στη νεότερη φάση του τείχους, διότι ένας από τους εσωτερικούς τοίχους (ο βόρειος τοίχος του Δωματίου 6) είναι κτισμένος πάνω από το περιμετρικό τείχος της παλαιότερης φάσης, το οποίο διατηρείται αποσπασματικά σ’ αυτό το απόκρημνο σημείο. Μεγάλες κάθετα τοποθετημένες πλάκες μεταφέρθηκαν από την αρχική τους θέση στο αρχικό τείχος και επαναχρησιμοποιήθηκαν για τις εισόδους ή ως ακρογωνιαίοι λίθοι για τα δωμάτια αυτά.
Στην ανατολική πλευρά του υψώματος το αρχικό τείχος είναι ορατό, καθώς διατηρούνται κάθετα τοποθετημένες πλάκες ύψους από 0.7μ. -1μ. Το πλάτος του τείχους κυμαίνεται από 1-1.4μ. κατά μήκος της πλαγιάς και μπορεί να συγκριθεί με παρόμοιας κατασκευής τείχη, γνωστά ως «Κυκλώπεια», που έχουν βρεθεί σε θέσεις της Ὺστερης Εποχής του Χαλκού, όπως στην Ὲγκωμη, Μάα-Παλαιόκαστρο,κλπ. Το μεγαλύτερο μέρος του τείχους αυτού έχει διαβρωθεί. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ευρήματα που να υποβοηθούν περισσότερο στη χρονολόγηση.
Σε μικρή απόσταση στην ίδια πλευρά του υψώματος, δηλαδή την ανατολική, εντοπίστηκε λαξευτός τάφος, συλημένος, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια πλατφόρμα από τσιμέντο. Τρία σκαλοπάτια στην βορειοδυτική πλευρά έδιναν πρόσβαση στον κεντρικό θάλαμο, η οροφή του οποίου δεν έχει διατηρηθεί ενώ στη νότια πλευρά του τάφου υπήρχε μικρή θήκη. Η αφαίρεση της επίχωσης στο δάπεδο δεν απέδωσε ευρήματα και η χρονολόγησή του παραμένει άγνωστη.
Τα αποτελέσματα της φετινής ανασκαφικής περιόδου προσθέτουν μια σημαντική και άγνωστη πτυχή στο ιστορικό του οχυρού στους Νικολήδες. Ο πύργος με την επένδυση από πελεκητές πέτρες που αποκαλύφθηκε πριν μερικά χρόνια και χρονολογήθηκε, με βάση την κεραμική επιφανείας στην Ὺστερη Εποχή του Χαλκού ανήκει στην Ελληνιστική περίοδο. Η κατασκευή του τείχους της Ὺστερης Εποχής του Χαλκού είναι εντελώς διαφορετική και αυτό δεν διατηρείται στην βόρεια πλευρά γιατί αντικαταστάθηκε από το νεότερο τείχος και τον πύργο. Το γεγονός αυτό ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο στην ιστορία των οχυρώσεων του νησιού, ιδιαίτερα σε σχέση με τις οχυρώσεις στην ενδοχώρα κατά την Ελληνιστική περίοδο. Η επανάχρηση του οχυρού είναι βεβαίως κατανοητή γιατί η θέση είναι τεράστιας στρατηγικής σημασίας σε οποιαδήποτε πολεμική/αμυντική οργάνωση, καθώς παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου των οδών προς τη θάλασσα, τόσο προς τα ανατολικά και στα νότια αλλά και προς τα βόρεια και προς τις χαλκοφόρες περιοχές του νησιού στις παρυφές του Τροόδους. Επομένως, μια νέα οχύρωση αντικατέστησε την αρχική μετά από πολλούς αιώνες, ίσως για παρόμοιους λόγους, αφού προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες της ηγεσίας μετά τη διάλυση των πόλεων-βασιλείων της Κύπρου περιλαμβανομένου και του γειτονικού Ιδαλίου, από τους απογόνους του Αλεξάνδρου. Η παντελής έλλειψη ευρημάτων ωστόσο δεν υποδηλεί μακρόχρονη χρήση του οχυρού.
Με τη συμπλήρωση των ανασκαφών και την αποτύπωση των ευρημάτων, σχεδιαστικά και με drone, ακολούθησε μερική κατάχωση ως ένα πρώτο μέτρο προστασίας του αρχαιολογικού χώρου.