16/7/18

Άρθρο του Υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Χριστοδουλίδη για τα εικοσάχρονα από την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

Άρθρο του Υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Χριστοδουλίδη για τα εικοσάχρονα από την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

Στις 17 Ιουλίου 1998 υιοθετήθηκε στην Ρώμη το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε ιστορικό σταθμό στην πολυμερή διπλωματία και τον αγώνα της ανθρωπότητας για την καταπολέμηση των πλέον ειδεχθών εγκλημάτων, αφού για πρώτη φορά η διεθνής κοινότητα εγκαθίδρυε ένα μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο, με αρμοδιότητα να δικάζει όλα τα σοβαρά εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με στόχο να τεθεί τέρμα στην ατιμωρησία των ενόχων διάπραξης εγκλημάτων αυτής της μορφής.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, ούσα η ίδια θύμα τέτοιων κατάφωρων εγκλημάτων, δεν θα μπορούσε παρά να πρωτοστατεί σε πρωτοβουλίες, όπως η εγκαθίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η απονομή δικαιοσύνης σε οικουμενικό επίπεδο. Είναι και αυτός ένας πρόσθετος λόγος, που τις ημέρες αυτές, από κοινού με ολόκληρη την ευνομούμενη διεθνή κοινότητα, τιμούμε με εκδηλώσεις και αρθρογραφία την επέτειο ενός ιστορικού γεγονότος οικουμενικής σημασίας, όπως η υιοθέτηση του Καταστατικού της Ρώμης.
Τα πλέον ειδεχθή και επαίσχυντα εγκλήματα βρίσκονταν ανέκαθεν στο στόχαστρο της Διεθνούς Δικαιοσύνης, η οποία διαχρονικά επιδιώκει να αποτρέψει την επανάληψή τους και να συμβάλει, μέσω της κάθαρσης, στη συμφιλίωση πρώην εμπόλεμων χωρών και την εμπέδωση της ειρήνης. Με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δημιουργήθηκαν τα πρώτα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, αυτά της Νυρεμβέργης και του Τόκιο, τα οποία, ωστόσο, υπήρξαν ad hoc στρατιωτικά Δικαστήρια, χωρίς συνέχεια και οικουμενική δικαιοδοσία. Εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οδήγησαν τη διεθνή κοινότητα να επιδιώξει την εγκαθίδρυση ενός οικουμενικού και διαρκούς δικαστηρίου, για την εκδίκαση των εν λόγω εγκλημάτων.
Η απαρχή μιας νέας εποχής για το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και για την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων, σηματοδοτήθηκε με τη Διάσκεψη της Ρώμης, που πραγματοποιήθηκε από τις 15 Ιουνίου μέχρι τις 17 Ιουλίου 1998. Kατά τη διάρκεια της ιστορικής αυτής Διάσκεψης, προέκυψε η υιοθέτηση του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι συμπληρωματική των δικαιοδοσιών των εθνικών Δικαστηρίων και περιορισμένη στα Εγκλήματα της Γενοκτονίας, στα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, στα Εγκλήματα Πολέμου και στο Έγκλημα της Επίθεσης. Το Δικαστήριο άρχισε να λειτουργεί το 2002 και το Καταστατικό του Δικαστηρίου έχουν επικυρώσει μέχρι σήμερα 123 κράτη.
Παρά τις όποιες αντιδράσεις, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο παραμένει ένα επίτευγμα δικαστικής και δικαιοδοτικής αναβάθμισης παγκόσμιας κλίμακας, για το οποίο όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας δικαίως μπορούν να υπερηφανεύονται. Η εγκαθίδρυση και λειτουργία του διαμορφώνει, εκτός των άλλων, μια θετικότατη αλλαγή στην κατανόηση της παγκόσμιας δικαιοσύνης, ενώ συμβάλλει ουσιαστικά στην περαιτέρω αναβάθμιση του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως του Ανθρωπιστικού Δικαίου. Η ίδια η ύπαρξη του Δικαστηρίου συνέβαλε καταλυτικά στην αρχή του τέλους του κύκλου της ατιμωρησίας, ενώ τεράστιας σημασίας είναι και η αποτρεπτική λειτουργία του. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η εφαρμογή του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου επιβάλλεται σε όλες τις πλευρές μιας ένοπλης σύγκρουσης, αποφεύγοντας τη μονομέρεια της δικαιοσύνης του νικητή. Συνεπώς, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο συνιστά τη νομική και ηθική κληρονομιά που συμβάλλει ουσιαστικά στην οικουμενική επιδίωξη για επίτευξη διαρκούς ειρήνης και για απόδοση δικαιοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο.