Ομιλία Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φώτη Φωτίου στην πανηγυρική δοξολογία για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου
Σήμερα δανείζομαι λίγους στίχους από το εξαίρετο δημιούργημα του Άγγελου Σικελιανού, οι οποίοι αποτυπώνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ηρωική τροπή που πήρε ο άνισος αγώνας του ταλαιπωρημένου τότε Ελληνισμού κατά των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι. Λίγες σειρές που μας θυμίζουν τη γενιά ανθρώπων που μας γέννησε και φορτώνουν στις πλάτες μας βαρύτατο ιστορικό χρέος.
«Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα - Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!»
Με αισθήματα δέους και υπερηφάνειας, τιμούμε σήμερα το έπος του ‘40 και το μεγαλείο της αντίστασης του Έθνους κατά του φασισμού και του ναζισμού. Η ανάμνηση του ιστορικού αυτού γεγονότος συγκλονίζει τις ψυχές μας και ανανεώνει τις ελπίδες μας. Το έπος του ‘40 δεν ήταν απλά μια προσπάθεια απόκρουσης εισβολέα. Ήταν ο καθολικός ξεσηκωμός του έθνους που με ελάχιστα συγκριτικά εφόδια, όρθωσε το ανάστημά του στις ορδές του φασισμού. Ήταν η αντίσταση της δημοκρατίας στη βαρβαρότητα και τον ετσιθελισμό του απολυταρχισμού. Ήταν η υπεράσπιση του πολιτισμού απέναντι στο σκοταδισμό του μεσαιωνισμού.
Στα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες έδειξαν στην ανθρωπότητα πως η υπεροχή δεν ανήκει στη μάζα και το πλήθος, αλλά σε αυτούς που υπερασπίζονται με πάθος τα δίκαια τους αψηφώντας απειλές και ωμούς εκβιασμούς.
«Η μεγαλοσύνη των εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα», λέει ο ποιητής.
Το 1940 ήταν το πιο κρίσιμο έτος του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν υποκύψει στις μηχανοκίνητες δυνάμεις του Άξονα. Είχε μείνει μόνο η Μεγάλη Βρετανία. Η κεντρική Ευρώπη είχε υποδουλωθεί. Η Πολωνία είχε διαμελισθεί. Η Γαλλία που την θεωρούσαν προπύργιο των συμμαχικών δυνάμεων, είχε νικηθεί. Ερείπια κάπνιζαν παντού. Σιωπή θανάτου βασίλευε πάνω από τους καταπτοημένους πληθυσμούς της γης. Αυτοί που οδηγούσαν τις τύχες των λαών προανάγγελλαν για το μέλλον μόνο αίμα και δάκρυα.
Ο φόβος κάλυπτε την Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ήρθε η θαρραλέα και απροσδόκητη για πολλούς άρνηση υποταγής της Ελλάδας. Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Την αυγή της ημέρας αυτής, άλλαξε η πορεία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η φασιστική Ιταλία επέδωσε το ιταμό τελεσίγραφο της, η απάντηση που πήρε ήταν ΟΧΙ. Απόλυτη άρνηση υποταγής. Απόφαση αντίστασης και υπεράσπισης της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Ήταν μια ώρα δοκιμασίας της εθνικής συνείδησης μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά κρίσιμες. Το ΟΧΙ του ‘40 ήταν το ΟΧΙ ολόκληρου του ελληνικού λαού. Όλοι οι Έλληνες μεγαλούργησαν μαζί, δίδοντας μοναδικό παράδειγμα ενότητας και ομοψυχίας.
Σημείωσε χαρακτηριστικά ο Έλληνας διπλωμάτης, συγγραφέας, πολιτικός και ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος:
«Πολέμησε κι άλλοτε η Ελλάδα με ενθουσιασμό και με παραφροσύνη. Αλλά ποτέ δεν πολέμησε ολόκληρη. Ποτέ δεν επιστρατεύτηκαν όλοι μαζί, ποτέ δεν είδε να προσέρχονται κάτω από την ίδια σημαία, στρατεύσιμοι και μη, όλοι, άνδρες, γυναίκες, όλες οι τάξεις, όλες οι ηλικίες».
Στα βουνά της Αλβανίας, οι Έλληνες έδειξαν στην ανθρωπότητα πως η υπεροχή δεν ανήκει στη μάζα και το πλήθος, αλλά σε αυτούς που υπερασπίζονται με σθένος, ηρωισμό και αυτοθυσία τα δίκαια τους, αψηφώντας τις απειλές και τους εκβιασμούς. Με τον ξεσηκωμό του, το έθνος έγραψε καινούριες σελίδες δόξας, ηρωισμού και αυτοθυσίας στη μεγάλη του ιστορία και φώτισε με το υπέροχο παράδειγμά του όλους τους λαούς της γης, διδάσκοντας το πνεύμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Την πρώτη έκπληξη της απόφασης των Ελλήνων για αντίσταση διαδέχθηκε η έκπληξη των νικών του ελληνικού στρατού. Τη μεγάλη και ιστορική νίκη στα βουνά της Πίνδου με την πανωλεθρία του εισβολέα ακολούθησε η θριαμβευτική είσοδος στην Κορυτσά και η απελευθέρωση επίσης του Αργυρόκαστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, του Δέλβινου και των Αγίων Σαράντα.
Οι φάλαγγες του Μουσουλίνι συντρίβονταν η μια μετά την άλλη, ως η καλύτερη απάντηση στους διθυράμβους που έπλεκε για το στρατό του. Μέσα σε δέκα μέρες δέχθηκε ηχηρό χαστούκι. Οι θωρακισμένοι κολοσσοί και τα ατσάλινα πουλιά, απωθήθηκαν πέρα από τις αρχικές τους βάσεις. Τα φαράγγια των θρυλικών βουνών της Πίνδου έγιναν βουβοί μάρτυρες της πανωλεθρίας τους.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ερμήνευσε κατά τρόπο μοναδικό τη μεγαλειώδη νίκη: «Την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τα αγάλματα! Τα θεμέλιά μου στα βουνά. Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους. Και πάνω η μνήμη καίει. Άκαυτη βάτος!»
Ήταν η πρώτη αληθινή μάχη της Ευρώπης. Αποτέλεσμα της συμβολής όλων. Οι άνδρες πολεμούσαν στο μέτωπο, οι γυναίκες κουβαλούσαν τα πυρομαχικά στις κορφές, τα παιδιά έφερναν το ψωμί και οι γέροντες «κατρακυλούσαν τις πέτρες στον αναρριχώμενο εχθρό». Οι ήρωες Έλληνες φαντάροι με ακατανίκητο ζήλο, την πίστη για τη νίκη και τη λευτεριά και με φωτεινό οδηγό την ελληνική σημαία, χάρισαν στους συμμάχους μια περίλαμπρη νίκη, παρά το ότι ο εχθρός ήταν διπλάσιος σε αριθμητική και υλική δύναμη.
Όταν οι Ιταλοί δεν μπορούσαν πλέον να τα βάλουν με τους Έλληνες αγωνιστές, η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα. Η εθνική αντίσταση στη γερμανοϊταλική κατοχή κατάφερε να απελευθερώσει τα δύο τρίτα της Ελλάδας, μέχρις ότου οι κατοχικές δυνάμεις αναγκαστούν να αποχωρήσουν.
Μέχρι όμως το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα μετρούσε τις μεγαλύτερες απώλειες, σε αναλογία με τον πληθυσμό της, από τις υπόλοιπες χώρες της Συμμαχίας. Οι αριθμοί είναι τρομακτικοί: το σύνολο των νεκρών στις μάχες, από τις εκτελέσεις και τις κακουχίες έφτασε τις 520.000. Η αντίσταση κράτησε 219 ημέρες, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης η μέγιστη διάρκεια της αντίστασης ήταν οι 65 ημέρες.
Η σπουδαιότητα και η αξία της αντίστασης των Ελλήνων, πρώτα ενάντια στους Ιταλούς και, στη συνέχεια, ενάντια στις δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ, έχει καταδειχθεί τόσο από τους ιστορικούς, όσο και από τους πρωταγωνιστές της εποχής.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ρούσβελτ, αναφερόμενος στους Έλληνες σημειώνει: «Όταν όλος ο κόσμος έχασε την ελπίδα του, οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν το αήττητο του γερμανικού τέρατος, υψώνοντας απέναντί του το υπερήφανο πνεύμα της Ελευθερίας.»
Αλλά και ο ίδιος ο Χίτλερ, μιλώντας στο Ράϊχσταγκ τον Μάϊο του 1941, παραδέχθηκε τα εξής:
«Χάριν της ιστορικής δικαιοσύνης είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι από τους αντιπάλους οι οποίοι μας αντιμετώπισαν ήταν ιδιαίτερα ο Έλληνας στρατιώτης που πολέμησε με παράτολμο θάρρος και ύψιστη περιφρόνηση προς τον θάνατο. Συνθηκολόγησε τότε μόνον όταν κάθε περαιτέρω αντίσταση ήταν αδύνατη και επομένως μάταιη.»
Ο «πατέρας της νίκης», ο τότε Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίστον Τσώρτσιλ φέρεται να είπε: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.»
Η Κύπρος δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτόν τον σηκωμό του Έθνους. Όπως γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, ακράτητος ενθουσιασμός συνέγειρε τους Έλληνες Κύπριους, έστω κι αν στέναζαν κάτω από τη βρετανική κατοχή. Τριάντα και πλέον χιλιάδες γράφονται εθελοντές και όλος ο πληθυσμός κυριολεκτικά από το υστέρημά του εισφέρει καθημερινά για τον αγώνα. Η Κύπρος γίνεται συγκριτικά η πρώτη χώρα παγκοσμίως σε εθελοντική συμμετοχή. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ, αφού πέραν των δυόμισι χιλιάδων ανήλθαν οι αιχμάλωτοι, εκατοντάδες οι τραυματίες και περισσότεροι από 600 οι νεκροί.
Οι Κύπριοι σε όλα τα μέτωπα που κλήθηκαν να πολεμήσουν, χωρίς δισταγμό και χωρίς δεύτερη σκέψη, έδωσαν ό,τι πιο πολύτιμο διέθεταν, την ίδια τους τη ζωή, θυσία στο υπέρτατο ιδανικό της ελευθερίας, την οποία οι ίδιοι τόσο πολύ αγάπησαν και για τόσους πολλούς αιώνες στερήθηκαν.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία που επέδειξε και ο κυπριακός λαός στον ξεσηκωμό του ‘40 κατά του φασισμού και του ναζισμού, μάς άφησαν παρακαταθήκες από τις οποίες αντλούμε θάρρος και αποφασιστικότητα για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τη φυσική και εθνική μας επιβίωση, για την αποκατάσταση των δικαίων μας και για την επικράτηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε όλη την Κύπρο.
Οι αρετές που επέδειξαν οι αγωνιστές του ‘40 είναι απαραίτητες όχι μόνο σε καιρό πολέμου, αλλά σε κάθε εποχή και σε κάθε είδους ευγενικό αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, ανθρώπινο και ειρηνικό.
Σαράντα τρία χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, συνεχίζεται η κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου και η κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων του λαού μας από τα στρατεύματα του Αττίλα.
Το πικρό πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974, σημάδεψε τις ζωές μας και όρκισε τις επόμενες γενιές σε συνεχή αγώνα κατά του άδικου. Κατά της εγκληματικής υφαρπαγής των ιερών, των περιουσιών, της πολιτιστικής κληρονομιάς, μα πιότερο της αξιοπρέπειάς μας που έκτοτε δοκιμάζεται καθημερινά. Στο διάβα του παρέσυρε ζωές αθώων, κατάστρεψε, λεηλάτησε και έσπειρε τον πόνο και τον όλεθρο. Μαυροφορημένες μάνες παντού. Ορφανά σε κάθε γωνιά του μυαλού μας. Χήρες να θρηνούν τα αμούστακα παλληκάρια που θέρισε ο χάρος της προδοσίας και της ιδιοτέλειας. Και όλοι εμείς, σκυφτοί, να μνημονεύουμε τους νεκρούς μας ξανά και ξανά.
Δυστυχώς, η τουρκική πλευρά επιμένει σε θέσεις που κάθε άλλο παρά διευκολύνουν την επίτευξη μιας λύσης, η οποία να είναι μεν αποτέλεσμα συμβιβασμού, αλλά να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητά της χωρίς επεμβατικά και εγγυητικά δικαιώματα και χωρίς τη μόνιμη παρουσία τουρκικού στρατού. Μια λύση που να επανενώνει την πατρίδα μας και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας, ειρήνης, δημοκρατίας και ασφάλειας.
Χρέος όλων είναι σήμερα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για επίλυση του κυπριακού προβλήματος, προβάλλοντας κατά πρώτο λόγο την ουσία του που είναι η εισβολή και η κατοχή, η παραβίαση του διεθνούς δικαίου και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών, όπως και η προσπάθεια της Τουρκίας να μετατρέψει τα κατεχόμενα σε μόνιμο προτεκτοράτο της και να θέσει ολόκληρη την Κύπρο υπό τον έλεγχο της.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Οι ώρες που περνά η πατρίδα μας με τη συνεχιζόμενη επί 43 χρόνια τουρκική κατοχή, δεν πρέπει να μας επιτρέπουν να επαναπαυόμαστε, ούτε στον ελάχιστο βαθμό. Η βάρβαρη τουρκική εισβολή, με τις γνωστές σε όλους τραγικές συνέπειες, άφησε στο ιερό σώμα της πολύπαθης πατρίδας μας άπειρες πληγές. Δανειζόμενοι λίγη από την απαράμιλλη αυταπάρνηση των αλησμόνητων μαχητών της Πίνδου, οφείλουμε να φανούμε αντάξιοι συνεχιστές τους. Να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους, παραμερίζοντας τα πάθη και τις υστεροβουλίες. Τις όποιες συμπεριφορές αποσύνδεσης από τον στόχο μας, για μια πατρίδα ελεύθερη και ευημερούσα. Μόνο τότε, θα καταφέρουμε να σταθούμε απέναντι από τον Πενταδάκτυλο και να πούμε ότι τη λευτεριά δεν θέλουμε να μας τη χαρίσουν αν δεν την αξίζουμε. Την θέλουμε γιατί μάθαμε να τη διαχειριζόμαστε σωστά και είμαστε έτοιμοι να τη χαρίσουμε αλώβητη στα παιδιά μας.
Τιμή και δόξα στους ήρωες του 40!
Τιμή και δόξα σε όλους του ήρωες μας!