28/10/17

Πανηγυρικός λόγος Υπουργού Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων κ. Μ. Δημητριάδη για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου


Πανηγυρικός λόγος Υπουργού Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων κ. Μ. Δημητριάδη για την εθνική επέτειο της 28ης ΟκτωβρίουΙερός Ναός Αποστόλου Ανδρέα, Πόλεως Χρυσοχούς

“Alors, c'est la guerre!” (Πόλεμος λοιπόν)… Δύο λέξεις-απάντηση στον ιταμό τελεσίγραφο που ο Ιταλός Πρέσβης επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά στις 4:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, σηματοδότησαν την έναρξη μιας εκ από των λαμπρότερων περιόδων γενναιότητας, αυτοθυσίας και περηφάνιας στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο φασισμός, τον Οκτώβριο του 1840, εξαπέλυε απρόκλητη επίθεση στη χώρα και τον λαό της Ελλάδος. Η απάντηση δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική.

Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες,

Το «ΟΧΙ» που αντιλάλησε στεντόρειο στις κορυφογραμμές της Πίνδου και της Ηπείρου, εκείνο το φθινόπωρο του 1940, δεν ήταν μια στιγμιαία έξαρση ηρωισμού. Ήταν η επιταγή της μακρόχρονης ιστορίας ενός μαρτυρικού λαού που είχε ταχθεί στη συνέχεια των αιώνων να αγωνίζεται ενάντια σε ποικιλώνυμους εχθρούς και να διαμηνύει έμπρακτα σε όλη την οικουμένη πως «δεν κερδίζεται με ξόρκια η λευτεριά», αλλά «θέλει αρετήν και τόλμην».

Εκεί, στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας, συναντήθηκε, για άλλη μια φορά, ο Ελληνισμός με το ιστορικό του χρέος. Οι μαχητές του ‘40 χόρεψαν στους ρυθμούς της ιστορίας. Άκουσαν από πολύ μακριά, από το βάθος της ιστορίας των Ελλήνων, το τραγούδι των πολεμιστών του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, αφουγκράστηκαν τον Θεμιστοκλή και τον Δημοσθένη, μαγεύτηκαν από τη φωνή του Ρήγα, ενθουσιάστηκαν από την πρόσκληση του Κολοκοτρώνη, προβληματίστηκαν από τη σκέψη του Μακρυγιάννη.

Εκεί, στα βουνά της Ηπείρου, οι Έλληνες έκλεισαν άλλο ένα αιματηρό ραντεβού με την ιστορία τους, με το ιστορικό τους πεπρωμένο, που τους καλεί σε δύσκολες στιγμές να υπερβαίνουν τις εθνικές τους δυνατότητες. Να ξεπερνούν τα όριά τους. Να πηγαίνουν κόντρα στους καιρούς. Να θυσιάζονται σε μια θυσία διαρκή, εκτελώντας ένα ανομολόγητο χρέος προς την ανθρωπότητα.

Ο ελληνικός λαός, με την κήρυξη του πολέμου, ξεχύθηκε στους δρόμους. Αψηφώντας τους ιταλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, πλημμύρισε τους δρόμους τραγουδώντας, δίνοντας τη δική του απάντηση, το δικό του ΟΧΙ στους θρασύτατους φασίστες του Μουσουλίνι.

Η υποδουλωμένη μέχρι τότε Ευρώπη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την μικρή Ελλάδα που τόλμησε να αντιταχθεί με το μικρό της ανάστημα και τη μεγάλη καρδιά, αλλά και με την αυτοπεποίθηση, την οποία γεννά η ιδέα της τιμής και της ελευθερίας στην πολεμοχαρή βία του ιταλικού φασισμού.

Οι νίκες των Ελλήνων ξύπνησαν κάθε αγνή συνείδηση της ανθρωπότητας, ενώ εξέπεμπαν μια λάμψη απείρου ηθικής εκτάσεως σε όλη την οικουμένη. Σύσσωμος ο παγκόσμιος τύπος ασχολήθηκε με τα ελληνικά κατορθώματα και παρομοίασε τους αγώνες της Ελλάδας κατά του Μουσολίνι με τον αγώνα του Λεωνίδα των Θερμοπυλών κατά του Ξέρξη. Η γενναιοψυχία των Ελλήνων φώτισε σαν ήλιος φωτεινός ένα σκοτεινό κόσμο. Στα χιονοσκέπαστα βουνά της Πίνδου, μέσα σε ένα βαρύ και αδυσώπητο χειμώνα, οι λόγχες των ευζώνων ορμούσαν ακάθεκτα, απτόητα εμπρός στον βωμό της θυσίας, με εύψυχο θάρρος και απόλυτη πίστη στα μεγάλα ιδανικά, κατατροπώνοντας τον εχθρό.

Μέσα από απίστευτες δυσκολίες και με τις γυναίκες της Πίνδου να γράφουν τη δική τους χρυσή σελίδα, ματαιώθηκε ο περίπατος που πίστευαν ότι θα κάνουν οι εχθροί, μεταβλήθηκε σε άτακτη υποχώρηση και ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην Αλβανία. Η ιαχή «αέρα-αέρα» έκοβε τα πόδια του εχθρού. Οι Ιταλοί στρατιώτες, συνειδητοποιώντας την καταστροφή στην οποία οδηγούσε την Ιταλία ο Μουσολίνι, δεν πολεμούσαν πια, αλλά παραδίνονταν. Χιλιάδες οι αιχμάλωτοι, ενώ η θριαμβευτική πορεία του ελληνικού στρατού συνεχιζόταν αδιάκοπα. Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, οι πόλεις και τα χωριά έπεφταν διαδοχικά, η Ελλάδα σημείωνε τεράστια νίκη, αφήνοντας έκπληκτο όλο τον κόσμο.

Το έπος του ‘40 που ξεκίνησε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου τελείωσε στις 6 Απριλίου 1941, όταν η Βέρμαχτ διέσπασε την αμυντική γραμμή στη Μακεδονία και μετά από τρείς μέρες μπήκε στη Θεσσαλονίκη. Το ζοφερό φάσμα της ήττας και της κατοχής παρέλυε πλέον τα πάντα, ενώ στις 18 Απριλίου του ’41, ο πρωθυπουργός Κορυζής αυτοκτονούσε απελπισμένος από τις εξελίξεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς αναθυμόταν το καβαφικό «περιμένοντας τους βαρβάρους». Οι ναζιστές μπήκαν στην Αθήνα το πρωί της 27ης Απριλίου 1941. Η «μακρά νύχτα της βαρβαρότητας» άρχιζε, μαζί όμως και ένα νέο ελληνικό έπος. Το έπος της εθνικής αντίστασης.

«Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της μαρτυρικής υποδουλωμένης, ματωμένης, αλλά ζωντανής Ευρώπης. Ποτέ μια ήττα δεν υπήρξε τόσο τιμητική για κείνους που την υπέστησαν», σημείωνε ο Maurice Schumann, ήρωας του Β’ παγκοσμίου πολέμου και μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας.

«Η λέξη ‘ηρωισμός’ φοβάμαι ότι δεν αποδίδει το ελάχιστο εκείνων των πράξεων αυτοθυσίας των Ελλήνων που ήταν καθοριστικός παράγων της νικηφόρου εκβάσεως του κοινού αγώνα των εθνών, κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, διά την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια, Εάν δεν υπήρχε η ανδρεία των Ελλήνων και η γενναιοψυχία τους, η έκβαση του Β’ παγκόσμιο πολέμου θα ήταν ακαθόριστη», τόνιζε σε ομιλία του στο αγγλικό κοινοβούλιο, στις 24 Απριλίου 1941, ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill.

Παρά την πείνα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις συλλήψεις, τους εκτοπισμούς, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις που βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη του χιτλεροφασισμού, ο ελληνικός λαός άντεξε. Με πρωτοπόρες δυνάμεις τις αντιστασιακές οργανώσεις που αγκαλιάστηκαν από όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, γράφτηκε μια άλλη μεγάλη και δοξασμένη σελίδα στην ελληνική και την παγκόσμια ιστορία των αγώνων για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Στον τιτάνιο αυτό αντιφασιστικό αγώνα του ελληνικού λαού, για την προάσπιση της ελληνικής και της πανανθρώπινης ελευθερίας, η μικρή Κύπρος έδωσε όπως πάντοτε το δικό της αγωνιστικό «παρών». Πάνω από 16 χιλιάδες Κύπριοι, έσπευσαν τότε στο κάλεσμα των συμμάχων και εντάχθηκαν στον αγγλικό στρατό, ελπίζοντας και προσδοκώντας ότι η ήττα του ναζισμού και η επικράτηση των συμμαχικών δυνάμεων θα σήμανε και για το μαρτυρικό μας νησί το τέλος της αποικιοκρατίας και την απαλλαγή της Κύπρου από τη βρετανική κατοχή.

Οι Κύπριοι εθελοντές του Β’ παγκόσμιου πολέμου έγραψαν τη δική τους ιστορία σε διάφορα πολεμικά μέτωπα, στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Αίγυπτο και όπου αλλού τους καλούσε το καθήκον. Εξακόσιοι Κύπριοι εθελοντές έπεσαν μαχόμενοι στον οικουμενικό αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.

Φίλες και φίλοι,

Οι εθνικές επέτειοι δεν προσφέρονται για πανηγυρικούς και στιγμιαίες εξάρσεις, αλλά αποτελούν κυρίως ευκαιρίες για προβληματισμό και παραδειγματισμό. Το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου είναι πρώτα απ’ όλα μήνυμα ενότητας και αγώνα. Το «ΟΧΙ» του 1940 και η εθνική αντίσταση που ακολούθησε, απέδειξαν περίτρανα πως, όταν οι λαοί αγωνίζονται μονοιασμένοι και αδελφωμένοι για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, κανένας φασισμός και καμιά δύναμη, όσο σιδερόφρακτη κι αν είναι, δεν μπορεί να τους υποτάξει.

Τιμώντας σήμερα την επέτειο του ΟΧΙ αποτίνουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ηρωικούς Ελλαδίτες και Κύπριους μαχητές, αλλά και σε όλους τους νεκρούς του αιματηρού αυτού πολέμου που στοίχισε στην ανθρωπότητα πάνω από 60 εκατομμύρια ανθρώπινες απώλειες. Τους τιμούμε και τους μνημονεύουμε, με την πίστη και την προσδοκία ότι τα ιδανικά, για τα οποία αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν, αργά ή γρήγορα, θα βρουν την πραγμάτωση και τη δικαίωσή τους στον σύγχρονο κόσμο και για όλους τους αγωνιζόμενους λαούς, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η δική μας πατρίδα που εδώ και 43 χρόνια στενάζει κάτω από την μπότα του τουρκικού Αττίλα.

Με ρεαλισμό και συνέπεια σε αρχές, καλούμαστε να συνεχίσουμε τον αγώνα για άρση της κατοχής και επανένωση της Κύπρου, στο πλαίσιο μιας λύσης δίκαιης υπό τις περιστάσεις, βιώσιμης και λειτουργικής. Δεν θα κουραστούμε να δηλώνουμε ότι η διχοτόμηση είναι καταστροφική για την πατρίδα μας. Η διχοτόμηση δεν μπορεί να διασφαλίσει μόνιμη ειρήνη και ασφάλεια για τον τόπο.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης εργάστηκε για να φτάσει στη λύση περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο και στην πορεία αυτή πέτυχε να δημιουργήσει σημαντικά θετικά δεδομένα όχι μόνο για την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά για το σύνολο του κυπριακού λαού

Η προσπάθεια επιβάλλεται να συνεχιστεί με σύνεση και τόλμη, χωρίς να παραγνωρίζονται τα όρια πέραν των οποίων η ασφάλεια, η λειτουργικότητα και η βιωσιμότητα μιας επιδιωκόμενης λύσης θα τίθεται σε κίνδυνο. Χρέος μας, άλλωστε, είναι να διασφαλίσουμε ένα ευοίωνο μέλλον για τον κυπριακό Ελληνισμό.