Εισαγωγική Δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας στη
συνέντευξη Τύπου
μετά το πέρας των εργασιών του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.
Νίκος Αναστασιάδης, συμμετείχε στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που
πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μεταξύ 25-26 Ιουνίου. Μετά το πέρας των εργασιών, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας παραχώρησε συνέντευξη Τύπου κατά την οποία προέβη στην ακόλουθη
εισαγωγική δήλωση:
«Η Ελλάδα, αν και δεν ήταν μέρος
της επίσημης ημερήσιας διάταξης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λόγω των εξελίξεων
των τελευταίων ημερών, ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων μας, προ των
προκαθορισμένων θεμάτων εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Πρέπει να πω ότι θεώρησα καθήκον μου να
παρέμβω και να υπεραμυνθώ των θέσεων της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ιδιαίτερα όσον
αφορά την ελαστικότητα επιλογών εις την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων από
πλευράς των θεσμών. Ένα δεύτερο
σημαντικό στοιχείο, το οποίο θεώρησα ότι επιβάλλετο να αναφερθώ, ήταν να εκφράσω
κατανόηση ως προς τα αιτήματα της Ελλάδος για τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά
και οπωσδήποτε ως προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός λαός
ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας. Δηλαδή, τόνισα την ανάγκη να υπάρξουν
επιτέλους πολιτικές ανάπτυξης και επικέντρωσα την προσοχή μου ιδιαίτερα στην
αναφορά του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Jean-Claude Juncker ότι
υπάρχουν 35 δις από κεφάλαια τα οποία δεν έχουν διατεθεί από διάφορα προγράμματα
και τα οποία θα μπορούσαν άμεσα να διοχετευτούν. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα πάρα
πολύ σημαντικό στοιχείο σ’ ό,τι αφορά τη βοήθεια που μπορεί να πάρει η Ελλάδα
έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης στη χώρα. Για τα λοιπά δεν είμαι εξουσιοδοτημένος και
δεν θα αναφερθώ στις οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες ελέχθησαν. Περιορίζομαι σε
αυτά. Θέλω, όμως, να πω ότι θεώρησα ότι
ήταν υποχρέωσή μου να συμπαρασταθώ διότι θεωρώ δίκαια τα πλείστα όσα
προβάλλονται, ιδιαίτερα τα κύρια, από πλευράς Ελλάδας προκειμένου να εξευρεθεί
μία λύση που να αποτρέπει - και έχει σημασία αυτό και το έχω υπερτονίσει και στο
Συμβούλιο - την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Τόνισα ότι, αν εδώ και έξι μήνες, η
εκκρεμότητα ή και μόνο η αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο επηρεάζει τις αγορές ή
κρατά σε αγωνία όχι μόνο την Ευρώπη αλλά και υπερατλαντικές δυνάμεις, πολύ
περισσότερο θα πρέπει να ανησυχήσει τους ευρωπαίους η τυχόν έξοδος της Ελλάδας,
ως γεγονός, από την ευρωζώνη.
Κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε το φλέγον θέμα της μετανάστευσης.
Είναι ξεκάθαρο πως, ως ΕΕ, οφείλουμε να
επιδείξουμε έμπρακτα την αλληλεγγύη μας προς τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής,
τα οποία αντιμετωπίζουν δυσανάλογες μεταναστευτικές πιέσεις όπως είναι η Ελλάδα,
η Ιταλία, η Μάλτα και, σε σημαντικά μικρότερο βαθμό, η Κύπρος. Συνεπώς, θεωρούμε
τη χθεσινή απόφαση για απορρόφηση 60,000 ατόμων ως ελάχιστο μέτρο που θα
μπορούσε η ΕΕ να υιοθετήσει προκειμένου να ανακουφιστούν από τα προβλήματα που
αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι δύο χώρες, η Ελλάδα και η Ιταλία. Παράλληλα, όμως,
θεωρούμε ότι αποφασιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της
μετανάστευσης - εφόσον μιλούμε για μετανάστες και όχι για πρόσφυγες σαν
αποτέλεσμα εμπολέμων ζωνών στην περιοχή - είναι η ολοκληρωμένη εφαρμογή ενός
προγράμματος ανάπτυξης από πλευράς της ΕΕ στις χώρες από όπου προέρχονται οι
μετανάστες. Δηλαδή, προγράμματα
ανάπτυξης που να κρατούν τον πληθυσμό στις ρίζες του αντί να τον υποχρεώνουν,
λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν, να μεταναστεύει προς τα
ευρωπαϊκά κράτη.
Σημαντική κατά την παρουσία μου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν και η
πρωτοβουλία μου για να προσκληθούν από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
προκειμένου να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο
Πρωθυπουργός του Ισραήλ Benjamin Netanyahu και ο Πρόεδρος της Παλαιστινιακής
Αρχής Mahmoud Abbas. Πρόκειται για μια
πρωτοβουλία, από πλευράς Ευρώπης, που θα βοηθούσε έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία
στους ηγέτες να αναπτύξουν τις θέσεις τους, να ακουστούν από πλευράς ΕΕ, να
γίνουν οι παρεμβάσεις και - γιατί όχι - σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις όπως η
Αμερική, να αναληφθεί μια ουσιαστική πρωτοβουλία από πλευράς ΕΕ έτσι ώστε να
επαναρχίσει ο διάλογος μεταξύ των εμπλεκομένων. Και σε αυτή τη σφαίρα των
εμπλεκομένων, εντάσσω βεβαίως την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της συνάντησής
μου με τον Πρόεδρο Tusk συζητήσαμε και το ενδεχόμενο της επίσκεψής του στην
περιφέρεια, με επισκέψεις που θα πραγματοποιηθούν στην Αίγυπτο, το Ισραήλ, την
Παλαιστίνη, την Ιορδανία και ενδεχόμενα και την Κύπρο, προκειμένου να
διαπιστώσει από κοντά την τρέχουσα κατάσταση, αλλά και να βοηθήσει μέσω των
πρωτοβουλιών της ΕΕ στην επανέναρξη του διαλόγου. Συνεπώς είναι δύο τα στοιχεία. Το ένα είναι η πρόσκληση των δύο ηγετών στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το άλλο είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον Πρόεδρο του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε συνεργασία πάντοτε με την Ύπατη Εκπρόσωπο κα Federica
Mogherini, προκειμένου να βοηθήσουμε - ενεργά εμπλεκόμενοι - στο να επικρατήσει
η ειρήνη στη γειτονική περιοχή.
Χαίρομαι να πω ότι, ενημερώνοντας τόσο τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ σήμερα
το πρωί αλλά και χθες τους ηγέτες της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, διαπίστωσα
μια ειλικρινή ικανοποίηση και επιθυμία να αντιμετωπίσουν, με το θετικότερο
δυνατόν βαθμό, την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία.
Μάλιστα υπήρξε εισήγηση για την εμπλοκή και της Ιορδανίας και σήμερα
ακριβώς ενημέρωσα σχετικά τον Πρόεδρο Tusk, ο οποίος άρχισε ήδη, μετά τη
συνομιλία που είχαμε, προετοιμασία τόσο για την πρόσκληση όσο και για την
επίσκεψη. Θα πρέπει να πω ότι στο
περιθώριο των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχα την ευκαιρία να αναπτύξω
τον προβληματισμό μου για την ανάγκη η ΕΕ να συμβάλει ενεργά στην ειρήνευση της
περιοχής και έχω βρει σημαντική κατανόηση από μεγάλο αριθμό κρατών. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, και με τη συμβολή
άλλων Ευρωπαίων εταίρων, η Ευρώπη μπορεί να διαδραματίσει ένα ουσιαστικό ρόλο
στην επικρατούσα αστάθεια της περιοχής.
Σε αυτά, συνεργός και συμμέτοχος θα είναι πάντοτε η κα Mogherini.
Κατά τη συνάντηση που είχα με τον
κ. Tusk, είχα την ευκαιρία να τον ενημερώσω και για την ελπίδα που δημιουργείται
όσον αφορά την επίλυση του κυπριακού προβλήματος με βάση τα τελευταία
δεδομένα. Την ίδια ώρα, βεβαίως, είχα
την ευκαιρία να τον ενημερώσω και για την πρόοδο που παρατηρείται όσον αφορά την
εφαρμογή του προγράμματος αλλά και γενικότερα την πρόοδο που παρουσιάζει η
κυπριακή οικονομία.
Θα πρέπει να αναφέρω ότι τις
επόμενες εβδομάδες θα έχουμε μια σειρά επισκέψεων από Ευρωπαίους αξιωματούχους
στην Κύπρο. Έχουμε την επίσκεψη του κ.
Juncker που φτάνει στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου και αναχωρεί στις 18 Ιουλίου, και
της κας Mogherini που θα πραγματοποιηθεί στις 24
Ιουλίου. Η παρουσία του μεν Προέδρου
της Επιτροπής μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επιθυμία εμπλοκής της ΕΕ χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι καταργείται η μέχρι σήμερα δεδηλωμένη, δηλαδή ότι οι
συνομιλίες είναι κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι η ανάγκη όπως η ΕΕ να είναι ενεργώς
παρούσα, με δεδομένο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και η
όποια λύση επηρεάζει, οπωσδήποτε, και το υπόλοιπο της Ένωσης. Όπως και η παρούσα κατάσταση θα πρέπει να
ανησυχεί την ΕΕ και ως προς αυτό βρίσκουμε απόλυτη κατανόηση.
Όσον αφορά την επίσκεψη της κας
Mogherini αυτή αφορά στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουμε, βεβαίως και στο
Κυπριακό αλλά κατά κύριο λόγο στο ρόλο που η Κύπρος μπορεί να διαδραματίσει ως
μια χώρα που διατηρεί φιλικότατες σχέσεις τόσο με το Ισραήλ όσο και τον υπόλοιπο
αραβικό κόσμο. Συνεπώς, να δούμε πως είναι δυνατόν να αξιοποιήσουμε τις
πρωτοβουλίες της κας Mogherini, τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουμε εξ ονόματος
φίλων μας, αλλά και πως μπορεί να αξιοποιήσουμε τον ρόλο της ΕΕ, σε συνεργασία
με άλλες δυνάμεις, εις το να επικρατήσει ειρήνη
στην περιοχή κάτι που είναι προς όφελος, και θα είναι προς όφελος, όλων των
κρατών της περιοχής, της Κύπρου μη εξαιρουμένης».