Στις
23 Ιουνίου
2014, σε ηλικία 88 ετών άφησε την τελευταία
του πνοή ο άνθρωπος που δικαίως
χαρακτηρίστηκε ο «πατέρας της Κυπριακής
Βιομηχανίας Ένδυσης». Γεννήθηκε στην
Κυθρέα από φτωχή πολυμελή οικογένεια
και δεκατετράχρονος έμεινε ορφανός από
μητέρα. Αν και άριστος μαθητής του
δημοτικού σχολείου δεν μπόρεσε να μπεί
στη μέση εκπαίδευση λόγο οικονομικών
δυσκολιών.
Ακολούθησε
το επάγγελμα του ράφτη και εικοσιπεντάχρονος,
φτασμένος τεχνίτης, άνοιξε δικό του
κατάστημα στην Οδό Ρήγαινας στη Λευκωσία.
Πρώτος οραματίστηκε την υποκατάσταση
των εισαγωγών έτοιμου ρουχισμού με
ντόπια παραγωγή. Αψήφησε τις τεράστιες
δυσκολίες που γνώριζε πως θα συναντούσε.
Δυσκολίες οικονομικές αφού πενιχρά
ήταν τα κεφάλαιά του αλλά και δυσκολίες
λόγω της προκατάληψης του κόσμου προς
τα έτοιμα ρούχα και ιδιαίτερα τα Κυπριακά.
Με σκληρή δουλειά και ελάχιστο χρόνο
για αναψυχή ανέβηκε τη σχεδόν κατακόρυφη
σκάλα της επαγγελματικής του πορείας,
τη σκάλα που ο ίδιος επέλεξε να μην έχει
κανένα ενδιάμεσο πλατύσκαλο. Από το
1951 που άρχισε μέχρι και το 1962 οι
δραστηριότητές του ήταν περιορισμένες
σε ενοικιαζόμενους χώρους στην οδό
Ρήγαινας όπου έφθασε να απασχολεί περί
τα 60 άτομα. Με την εγκαθίδρυση της
Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργήθηκε
και η Τράπεζα Αναπτύξεως που επέλεξε
μεταξύ των πρώτων πελατών της για
δανειοδότηση και τη νεαρή βιοτεχνία
του Γιώργου Καλλή που κατέστη ήδη γνωστή
με το εμπορικό της σήμα JET.
Με
δικούς του πόρους έκτισε και λειτούργησε
το ισόγειο του πρώτου εργοστασίου του
στην περιοχή ΣΟΠΑΖ και με τη χρηματοδότηση
κυπριακής Τράπεζας πρόσθεσε ακόμη δύο
ορόφους.
Η
δεκαετία ΄64 - ΄74 ήταν καθοριστική για
την περαιτέρω πορεία της επιχειρηματικής
δραστηριότητας του Γιώργου Καλλή που
έφθασε μέχρι την Τούρκικη εισβολή να
έχει ακόμη δύο εργοστάσια, ένα στη Λύση
και ένα στο Δίκωμο συνολικής δυναμικότητας
130 ατόμων. Η διάθεση σχεδόν όλης της
παραγωγής των 200 ατόμων της μονάδος της
Λευκωσίας συν αυτή των μονάδων της Λύσης
και του Δικώμου διατίθεντο μέχρι τότε
στην Κυπριακή Αγορά μέσω 34 καταστημάτων
JET
που σταδιακά λειτούργησαν σε όλες τις
πόλεις και τα μεγάλα αγροτικά κέντρα
του νησιού. Με στόχο πάντοτε την προσφορά
καλής ποιότητας ρούχων σε προσιτές
τιμές ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης
αυξανόταν με γοργό ρυθμό. Δυστυχώς όμως
η Τουρκική εισβολή δεν μοίρασε μόνο την
Κύπρο. Μοίρασε με ακρίβεια και τις
δραστηριότητες του Γιώργου Καλλή αφού
17 από τα 34 καταστήματα μαζί και οι
μονάδες παραγωγής της Λύσης και του
Δικώμου έμειναν στα κατεχόμενα. Το
πλήγμα ήταν μεγάλο και οι απώλειες
τεράστιες. Ο Γιώργος Καλλής έχασε όσα
μπορούσε να θεωρεί δικά του και έμεινε
με αυτά που χρωστούσε. Η λιτή και χαμηλών
τόνων ιδιωτική του ζωή ήταν το εχέγγυο
για τους δανειστές του που με προεξάρχουσα
την Λαϊκή Τράπεζα πρότειναν τη συνέχιση
της στήριξής τους.
Ο
φόβος για απώλεια της αγοραστικής
δύναμης των Κυπρίων πελατών ώθησε τον
Γιώργο Καλλή στην επιδίωξη καινούργιων
αγορών και έτσι επικέντρωσε τις
προσπάθειές του στη δημιουργία
πελατολογίου κυρίως στην Ευρώπη, χωρίς
όμως να παραμελήσει τις αγορές της Μέσης
Ανατολής και της Αφρικής. Οι πρώτες
παραγγελίες από το εξωτερικό δεν άργησαν
να καταφθάσουν και οι διαγραφόμενες
νέες προοπτικές ενθάρρυναν τον τολμηρό
επιχειρηματία που μέχρι το τέλος του
1976 έκτισε νέο εργοστάσιο στην Αραδίππου,
δίπλα ακριβώς στους πρώτους προσφυγικούς
συνοικισμούς απ΄όπου άντλησε εργατικό
δυναμικό που μέσα στα επόμενα δύο με
τρία χρόνια αριθμούσε γύρω στα 350 άτομα.
Το πρώτο του εργοστάσιο στην περιοχή
ΣΟΠΑΖ στη Λευκωσία συνέχισε τη λειτουργία
του ενώ στη Βιομηχανική Περιοχή Στροβόλου
κτίστηκε κεντρικό κοπτήριο και μεγάλη
αποθήκη πρώτων υλών με προσωπικό γύρω
στα 30 άτομα. Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση
κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο έφερε
την ανάγκη νέων επεκτάσεων και αναζήτηση
περισσότερου εργατικού δυναμικού, οπότε
ο Γιώργος Καλλής πήρε την απόφαση να
δημιουργεί νέες μονάδες παραγωγής όπου
μπορούσε να συγκεντρώσει τουλάχιστον
45 άτομα, ένας μίνιμουμ αριθμός ικανός
να σχηματίσει μια γραμμή παραγωγής. Στη
βάση αυτή δημιουργήθηκαν μονάδες στη
Δευτερά, στο Δάλι, στην Αθηαίνου, στην
Κοφίνου και στη Λεμεσό με αποτέλεσμα
μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 η
συνολική απασχόληση αυτών των μονάδων
να είναι γύρω στα 800 άτομα. Για αντιμετώπιση
του αυξανόμενου κόστους παραγωγής στην
Κύπρο υποχρεώθηκε να καταφύγει στη
δημιουργία εργοστασίου παντελονιών
στην Ιορδανία όπου δραστηριοποιήθηκε
για δώδεκα χρόνια. Αυτή του η ενέργεια
δεν το ικανοποιούσε πλήρως γιατί ήθελε
να μείνει αποκλειστικά Κύπριος
βιομήχανος.
Η
βιομηχανία που έγινε γνωστή στην Κύπρο
σαν JET
αλλά στο εξωτερικό σαν G.
Kallis
εξυπηρέτησε δεκάδες αλυσίδες καταστημάτων
στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιρλανδία,
Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο,
Σουηδία, Πολωνία και Ελλάδα για να μην
απαριθμήσουμε τις χώρες της Μέσης
Ανατολής και Αφρικής. Εξαγωγές προς
μικρό αριθμό πελατών έγιναν και στις
ΗΠΑ και Καναδά.
Τα
κύρια προϊόντα των εργοστασίων που ο
Γιώργος Καλλής δημιουργούσε ήταν αντρικά
κοστούμια, σακάκια, παντελόνια και
πουκάμισα. Με τις άριστες σχέσεις του
με το προσωπικό και την αγαστή συνεργασία
του με ένα ικανό και αφοσιωμένο επιτελείο
τεχνικών, σχεδιαστών, συντηρητών μηχανών,
ηλεκτρολόγων και άλλων ειδικών κατόρθωνε
να διεκπεραιώνει έγκαιρα τις παραγγελίες
που αναλάμβανε αποκτώντας έτσι την
εμπιστοσύνη των πελατών του. Έδινε
μεγάλη σημασία στο χαμηλό κόστος και
στα πλαίσια αυτής του της επιδίωξης
απέφευγε επιμελώς την πολυτέλεια στα
εργοστάσιά του. Τα ήθελε άνετα, λειτουργικά,
να πληρούν τις αναγκαίες προδιαγραφές
αλλά να είναι πρωτίστως λιτά στην
κατασκευή τους. Λιτή και απέριττη ήταν
και η ιδιωτική ζωή του Γιώργου Καλλή
που ήταν όμως αεικίνητος και πανταχού
παρών στους χώρους των εργοστασίων του.
Ο
Γιώργος Καλλής διατέλεσε
Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων
Ένδυσης, μέλος της ΟΕΒ, του ΚΕΒΕ και επί
σειράν ετών μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της ΟΕΒ, της Λαϊκής Τράπεζας
και της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου.
Η επιχείρησή του βραβεύτηκε κατά καιρούς
από την ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ για τις επιδόσεις
της.