Υπάρχει απόσταση σε ό,τι αφορά
τις θέσεις της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς είπε σήμερα ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι
ασπίδα για τη δική μας πλευρά αποτελεί το περιεχόμενο του κοινού
ανακοινωθέντος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
επεσήμανε ότι μέχρι τη Δευτέρα, όταν θα συναντηθεί με τον ηγέτη της
τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα υπάρχει σύγκριση των τουρκικών προτάσεων σε
σχέση με το κοινό ανακοινωθέν και σχετικό έγγραφο θα δοθεί και στον Γενικό Γραμματέα
του ΟΗΕ με τον οποίον ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θα έχει συνάντηση στις 2
Απριλίου, στις Βρυξέλλες.
Μιλώντας σήμερα σε φοιτητές και
καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο
Προεδρικό Μέγαρο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφερόμενος στο Κυπριακό είπε ότι
«έχουν περάσει ήδη 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή. Πλειάδα ψηφισμάτων από
πλευράς βασικών αρχών του ΟΗΕ, δικαιώνουν το αίτημα των Κυπρίων για απαλλαγή
από την κατοχή, πλην όμως τα συμφέροντα των διαφόρων δυνάμεων δεν επέτρεψαν
μέχρι σήμερα να ασκηθεί εκείνη η πίεση πάνω στην κατοχική δύναμη, την Τουρκία,
έτσι ώστε να απαλλαγούμε από την κατοχή, να ελευθερώσουμε αυτό τον τόπο, να
επανενώσουμε τη χώρα μας και να ζήσουμε ειρηνικά με τους συμπατριώτες μας
Τουρκοκύπριους. Αντίθετα, όλα αυτά τα χρόνια υπάρχει μια προσπάθεια αλλοίωσης
του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων.
Υπολογίζεται σήμερα ότι οι
έποικοι με τους Τουρκοκύπριους ξεπερνούν τις 250 χιλιάδες, κάτι που είναι
επιβαρυντικό όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία της λύσης, αφού, μεταξύ άλλων,
επιδίωξη είναι πέραν από την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και η
αποχώρηση των εποίκων.
Με την πάροδο του χρόνου
δημιουργούνται, ή θα επικαλεστούν κάποιοι ότι δημιουργούνται, και όντως
δημιουργούνται, ανθρωπιστικά προβλήματα. Κάποιοι γεννιούνται στα κατεχόμενα,
μεγαλώνουν στα κατεχόμενα, βεβαίως από έποικους. Αλλά δεν παύει να εγείρει την
ευαισθησία κάποιων και να προβάλλεται ως επιχείρημα ότι δεν μπορείς να
εκδιώξεις κάποιους είτε που προέρχονται από μικτούς γάμους είτε που είναι
παιδιά που έχουν γεννηθεί ακόμη και από έποικους.
Κάτι που επίσης δεν μπορεί να μας
αφήσει να εφησυχάσουμε είναι η απελπισία που ενισχύεται από την οικονομική
κρίση που οδηγεί Ελληνοκύπριους να προσφεύγουν στην επιτροπή αποζημιώσεων των
κατεχομένων η οποία από κάποιους λέγεται παράνομη, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι
ποσώς παράνομη, διότι σε μια απόφαση του ΕΔΑΔ, με γραπτή δήλωση της Τουρκίας
ότι ελέγχει το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, κρίθηκε ότι οι επιτροπές
αποζημιώσεων δεν είναι παρά τουρκικά ένδικα μέσα. Και ως εκ τούτου με την
απόφαση του ΕΔΑΔ θα πρέπει να εξαντλούνται πρώτα τα ένδικα μέσα στη χώρα ή από
τη χώρα που διεκδικούνται οι αποζημιώσεις, που παραβιάζει το δίκαιο,
προκειμένου να επιτραπεί η προσφυγή στο ΕΔΑΔ. Και αυτό είναι ένα αποτέλεσμα
πολιτικών σκοπιμοτήτων, βεβαίως, αλλά και της παρόδου του χρόνου.
Αποτέλεσμα είναι αυτή την ώρα να
εκκρεμούν ενώπιον των επιτροπών αποζημιώσεων, πέραν των εκδικασθείσων, 5.600
αιτήσεις. Δεν γνωρίζω ποια έκταση γης καλύπτουν, αλλά εάν αφεθεί ο χρόνος χωρίς
πρόοδο, χωρίς επιμονή, χωρίς προβληματισμό, ενδεχόμενα κάποια στιγμή άλλα
συστατικά στοιχεία της λύσης, όπως είναι το περιουσιακό και οι εδαφικές
αναπροσαρμογές, να μην είμαστε σε θέση να τα διαπραγματευτούμε διότι δεν θα
υπάρχουν περιουσίες προς διαπραγμάτευση ή θα είναι τέτοια ελάχιστη περιουσία
των Ελληνοκυπρίων που δεν θα μας δίνει τα ερείσματα, όπως αυτά υπήρχαν στις
αρχές, ή πριν κάποια χρόνια ή ακόμη και σήμερα.
Όμως δεν μπορεί να παραγνωρίσουμε
αυτά τα γεγονότα. Θα πρέπει να προβληματιστούμε ακόμη για το ότι όσοι των
Ελληνοκυπρίων αποζημιώνονται για τις περιουσίες τους είναι υποχρεωμένοι να τις
μεταβιβάσουν στο τουρκικό κράτος. Το τουρκικό κράτος για να τις μεταβιβάσει σε
Τουρκοκύπριους ζητά ως αντάλλαγμα τις περιουσίες των Τουρκοκυπρίων στις
ελεύθερες περιοχές. Αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η τουρκοποίηση των κατεχομένων
αλλά και η εμφάνιση της Τουρκίας στις περιοχές που το κράτος ελέγχει.
Αντιλαμβάνεστε την επιδείνωση, για να μην αναφερθώ και στις διεθνείς εξελίξεις
που επιβαρύνουν γενικότερα το κλίμα.
Τα τελευταία γεγονότα περί
δημοψηφισμάτων ενώσεως της Κριμαίας με τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι έχουν
σημαντικές διαφορές (με το Κυπριακό) - διότι στη μια περίπτωση για εκατοντάδες
χρόνια η Κριμαία θεωρείτο ότι κατοικείτο και ήταν μέρος του ρωσικού εδάφους,
ενώ στην Κύπρο υπάρχει παράνομη παρουσία - δεν παύει να αποτελεί ένα
τετελεσμένο γεγονός αν αφήσουμε το χρόνο να παρέρχεται χωρίς αντίδραση, χωρίς
προσπάθεια, χωρίς επιτέλους να δώσουμε τη μάχη με βάση τα δεδομένα που έχουμε
μπροστά μας και αυτά είναι ότι εξ αδήριτου ανάγκης και λόγω της τουρκικής
εισβολής, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε τη δικοινοτική, διπεριφερειακή
ομοσπονδία σε Σύνοδο Κορυφής. Δεν τον κρίνω. Θεωρώ ότι ο Εθνάρχης Μακάριος
αποφάσισε διότι έβλεπε ότι δεν είχε υπαλλακτικές λύσεις. Την ίδια ώρα οι
Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου μετά το 1974 αποφάσισαν ότι αποκλείεται η
στρατιωτική επιλογή και επιλέγεται ο ειρηνικός διάλογος για λύση του Κυπριακού
και πάλι μια ορθή πράξη».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
αναφέρθηκε επίσης στις Συμφωνίες Κορυφής Μακαρίου - Ντενκτάς και Κυπριανού –
Ντενκτάς, καθώς και στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 μεταξύ
Παπαδόπουλου – Ταλάτ «στην οποίαν προβλέπεται ότι και οι δύο ηγέτες εμμένουν
στην εξεύρεση λύσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική
ισότητα των δύο συνιστωσών πολιτειών, όπως αυτή καθορίζεται στα ψηφίσματα του
ΟΗΕ.
Οι εκάστοτε Πρόεδροι της
Κυπριακής Δημοκρατίας κατέβαλαν το άπαν των δυνάμεων τους προκειμένου να
επιτύχουν μια ειρηνική λύση. Η τουρκική αδιαλλαξία, δυστυχώς, το απέτρεψε. Μετά
την ανάληψη των καθηκόντων μου στην Προεδρία θεώρησα ότι έπρεπε να υπάρξει μια
αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής του κράτους, με δεδομένο μάλιστα ότι
είμαστε πλήρες μέλος της ΕΕ και συνεπώς δεν μπορεί να είμαστε και εντός Ευρώπης
και εκτός όσον αφορά τις ευρύτερες πολιτικές ή και τις πολιτικές μας επιλογές.
Επιδιώξαμε να εμβαθύνουμε και
εμβαθύναμε περαιτέρω τις σχέσεις μας με το Ισραήλ, μια σημαντική κατά την
άποψη μας χώρα, την οποία δεν θα μπορούσε να αγνοήσουμε αν θέλαμε να
αναπτύξουμε σχέσεις με άλλους παίκτες της διεθνούς σκηνής που επηρεάζονται από
τα εβραϊκά λόμπι. Αυτό δεν οδήγησε με κανένα τρόπο στη διάρρηξη των άριστων
σχέσεων που διατηρούμε με τα αραβικά κράτη. Αντίθετα, ενισχύονται με υπογραφές
συνεκμετάλλευσης φυσικού αερίου με την Αίγυπτο, είμαστε σε διάλογο με το Λίβανο
και προσπαθούμε με κάθε τρόπο, μέσα από προσωπικές επισκέψεις στα αραβικά κράτη
και χώρες του Κόλπου να δημιουργήσουμε ακόμη πιο στενούς δεσμούς με χώρες που
παραδοσιακά στην Ισλαμική Διάσκεψη ήταν αντίθετες προς τις δικές μας θέσεις.
Την ίδια ώρα επιδιώξαμε την
αναβάθμιση των σχέσεων μας με τις ΗΠΑ. Θεωρώ ότι έχουμε πετύχει μια σημαντική
πρόοδο στις σχέσεις και ένα εντονότερο αμερικανικό ενδιαφέρον στο να
δημιουργηθούν προϋποθέσεις είτε για την υλοποίηση μέτρων οικοδόμησης
εμπιστοσύνης είτε για να βοηθήσουν στη λύση.
Δεν είμαι εξ εκείνων που θεωρούν
εκ των προτέρων ότι θα είναι πάντοτε προς όφελος μας οι παρεμβάσεις, για αυτό
και χρειάζεται προσοχή στις κινήσεις που θα γίνουν.
Αλλά, ταυτόχρονα, και η παρουσία
μας στην ΕΕ δημιουργεί πλέον κάποιες άλλες προοπτικές. Ενώ από το 2004 είμαστε
μέλος της ΕΕ, η Ένωση ήταν παρούσα στις κατά καιρούς συνομιλίες με έναν εν τη
ουσία ‘αόρατο’ παρατηρητή του οποίου οι όροι εντολής ήταν τέτοιοι που δεν
καθιστούσαν ενεργά εμπλεκόμενη την ΕΕ. Έτσι τέθηκαν κάποιοι στόχοι. Πρώτον, ο
επανακαθορισμός της εξωτερικής μας πολιτικής χωρίς να διαρρηγνύονται οι σχέσεις
με παραδοσιακούς φίλους.
Η αναβάθμιση των σχέσεων μας με
την Αμερική ποσώς δεν επηρέασε τις άριστες σχέσεις μας με τη Ρωσία, με την
οποίαν οπωσδήποτε μας συνδέουν ιστορικοί δεσμοί και μια συνεπής στήριξη στο
Συμβούλιο Ασφαλείας. Σήμερα, ιδιαίτερα με την οικονομική κρίση, αναβαθμίζεται ο
ρόλος των επενδύσεων λόγω του τουρισμού και άλλων τομέων, ακόμη και των
αμυντικών σχεδιασμών που από το παρελθόν συνδέονται με ρωσικές βιομηχανίες.
Επίσης η οικονομική στήριξη που τύχαμε μέσα από το δάνειο των 2.5 δις από τη
Ρωσία είναι κάτι που δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς.
Έχουμε πετύχει μια πολυδιάστατη
εξωτερική πολιτική η οποία μέχρι στιγμής φαίνεται, παρά τα τελευταία γεγονότα,
να δημιουργεί περισσότερες προοπτικές αλλαγής των δεδομένων σε ό,τι αφορά τους
διεθνείς ισχυρισμούς και τη βοήθεια της οποίας μπορεί να τύχουμε.
Έχουμε πετύχει την ίδια ώρα, μέσα
από τους στόχους που έχουμε θέσει, την αναβάθμιση του εκπροσώπου της
Κομισιόν ο οποίος πλέον θα συμβουλεύει τις δύο πλευρές όσον αφορά τη
συμβατότητα των προβαλλομένων προτάσεων με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις
ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις τέσσερεις βασικές
ελευθερίες.
Υπό το φως των δηλώσεων του κ. Έρογλου
περί δύο κυρίαρχων κρατών, είχαμε πει ότι θα έπρεπε να διασφαλιστεί ένα νέο
πλαίσιο διαπραγματεύσεων μέσα από μια κοινή ανακοίνωση που να υιοθετεί τις
θέσεις. Έχουμε πετύχει να συμπεριληφθούν σε αυτό το κοινό ανακοινωθέν τα βασικά
συστατικά αυτού που επιδιώκουμε, δηλαδή, ότι η βασική προσπάθεια είναι να
μετεξελιχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία σε ένα διζωνικό δικοινοτικό κράτος με
σεβασμό, όμως, σε όλη την επικράτεια, οι ευρωπαϊκές αρχές, αξίες, κεκτημένο,
ανθρώπινα δικαιώματα, βασικές ελευθερίες, με μία και μόνη κυριαρχία, μία και
μόνη ιθαγένεια, μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα.
Ταυτόχρονα προβλέπεται και μια
σειρά άλλων προστατευτικών θέσεων για την ελληνοκυπριακή πλευρά, ότι δηλαδή δεν
καθορίζονται ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, δεν επιτρέπεται η επιδιαιτησία, δεν
συμφωνείται τίποτα αν δεν συμφωνηθούν όλα, ότι δεν υπάρχει περίπτωση η συμφωνία
να μην είναι το προϊόν ελεύθερης βούλησης των ηγετών των δύο κοινοτήτων και
τελικά βεβαίως ότι η λύση μόνο από το λαό μπορεί να υιοθετηθεί και όχι από τους
ηγέτες.
Ένα άλλο στοιχείο που θέλαμε να
δώσει μια νέα δυναμική στο διάλογο είναι τα ουσιώδη Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης
(ΜΟΕ). Στην αρχή δεν ήταν ενθουσιώδεις οι διάφοροι εμπλεκόμενοι. Στη συνέχεια,
μέσα από τις προσπάθειες, μέσα από εντατικές επαφές, αλλά και με τη βελτίωση των
σχέσεων μας με σημαντικούς παράγοντες της διεθνούς σκηνής έγινε κατορθωτό ακόμα
και ο Πρόεδρος Ομπάμα στη δήλωση που έκανε μετά την κοινή δήλωση των ηγετών των
δύο κοινοτήτων, να κάνει ρητή αναφορά ότι τα ΜΟΕ θα φέρουν μια νέα δυναμική. Το
ίδιο έπραξε η ΕΕ και σωρεία άλλων κρατών.
Εδώ και μερικές βδομάδες έχουμε
μπει σε ένα ουσιαστικό διάλογο. Κατατέθηκαν οι πρώτες θέσεις των πλευρών. Θα
πρέπει να είμαι ειλικρινής, θα πρέπει να λέω όσα καταγράφονται. Υπάρχει
απόσταση. Θέλω να πιστεύω ότι απλώς είναι οι πρώτες θέσεις και θα ακολουθήσουν
κάποιες διευκρινίσεις. Αλλά αυτό που αποτελεί ασπίδα για τη δική μας πλευρά
είναι το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος. Μέχρι τη Δευτέρα, όταν θα
συναντηθώ με τον κ. Έρογλου, θα έχουμε τη σύγκριση των τουρκικών προτάσεων σε
σχέση με το κοινό ανακοινωθέν. Πού συμβαδίζει, πού συναντάται, αλλά και πόσο
συγκρούεται; Και συνεπώς αυτό το έγγραφο, που θα αναπτυχθεί στον κ. Έρογλου, θα
δοθεί και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ με τον οποίον θα έχω συνάντηση στις 2
Απριλίου, στις Βρυξέλλες, καθώς και σε όλες τι ενδιαφερόμενες πλευρές που είναι
τα διάφορα κράτη που επιδεικνύουν ενδιαφέρον ή που είναι Μόνιμα Μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας.
Θέλω να ελπίζω ότι οι διακηρύξεις
καλών προθέσεων από πλευράς Τουρκίας, αλλά και από πλευράς της σημερινής
ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων θα αποτυπωθούν στην πράξη με συγκεκριμένες ενέργειες
που θα μας επιτρέψουν το συντομότερο δυνατόν να ελευθερώσουμε και να
επανενώσουμε την Κύπρο, να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος
προκειμένου, ανεξάρτητα της καταγωγής, ή της θρησκείας του οποιουδήποτε πολίτη
που νομίμως διαμένει στην Κύπρο, να μπορέσουμε να έχουμε μια προοπτική. Ένα
κίνητρο είναι βεβαίως και το φυσικό αέριο, το οποίο γεωστρατηγικά αναβαθμίζει
το ρόλο της Κύπρου. Δεν θα αφήσουμε τίποτα αναξιοποίητο από όσα προσφέρονται ως
όπλα για να διεκδικήσουμε το δίκαιο μας».
--------------------