21/11/12

Ομιλία της Υπουργού Εσωτερικών κας Ελένης Μαύρου στο Διεθνές Εργαστήριο: Μετανάστες και Δικαίωμα στην Ίση Μεταχείριση στην Κύπρο 21/11/2012

Ευχαριστώ για την πρόσκληση να είμαι σήμερα εδώ μαζί σας για να χαιρετίσω το Εργαστήριο που διοργανώνετε με θέμα το δικαίωμα των μεταναστών στην ίση μεταχείριση.

Η πρόσβαση των μεταναστών σε φορείς, αγαθά και υπηρεσίες, σε ίση βάση με τους πολίτες των κρατών μελών και χωρίς διακρίσεις, είναι ζωτικής σημασίας για μια επιτυχημένη πολιτική ένταξης.
Η νομοθεσία της ΕΕ απαγορεύει τις διακρίσεις για φυλετικούς ή εθνοτικούς λόγους, σε τομείς όπως για παράδειγμα η απασχόληση, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, η υγειονομική περίθαλψη, η πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες κλπ. Κατά συνέπεια, για μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική πολιτική μετανάστευσης και ένταξης, απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη διάφανων κανόνων και οι σαφώς διατυπωμένες προσδοκίες για τους νόμιμους μετανάστες. Η πρόσβαση συνεπάγεται επίσης τη λήψη μέτρων προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι δημόσιοι φορείς και οι πολιτικές, όποτε αυτό είναι δυνατόν, είναι ανοικτοί στους μετανάστες. Είναι σκόπιμο να παρακολουθείται και να αξιολογείται η επιτυχία των δημόσιων φορέων στον τομέα της εξυπηρέτησης όλων όσοι διαμένουν νόμιμα σε ένα κράτος και να γίνονται οι απαραίτητες προσαρμογές όπου και όποτε απαιτείται.

Η αβεβαιότητα και η άνιση μεταχείριση οδηγούν στην ανασφάλεια και κατ’ επέκταση σε πιθανή περιφρόνηση των κανόνων
, με αποτέλεσμα την κοινωνικοοικονομική περιθωριοποίηση των μεταναστών και των οικογενειών τους. Οι συνέπειες φυσικά της περιθωριοποίησης οποιασδήποτε ομάδας του κοινωνικού συνόλου είναι πάντα αρνητικές και πολύ γνωστές σε όλους μας.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρόλο που η ένταξη μεταναστών δεν αποτελεί τομέα κοινοτικής αρμοδιότητας
, αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι ήσσονος σημασίας, ούτε ότι το περιθώριο για κοινή δράση και συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών είναι περιορισμένο. Το θέμα της ένταξης λοιπόν παραμένει ένα ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος σε όλη την Ευρώπη, όπου για δεκαετίες τώρα αναδεικνύονται πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Οι μετανάστες από τρίτες χώρες αποτελούν σήμερα περίπου το 4% του πληθυσμού της ΕΕ. 20 εκατομμύρια άνθρωποι είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, ζουν, εργάζονται, δημιουργούν οικογένεια και λαμβάνουν εκπαίδευση σε κράτη μέλη της ΕΕ. Η συνθήκη αυτή έχει δημιουργήσει ασφαλώς νέα διαφοροποιημένα δεδομένα σε ό
,τι αφορά την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, η ίδια η Ευρώπη επηρεάζεται επίσης έντονα από δημογραφικές αλλαγές. Ο πληθυσμός γηράσκει και το προσδόκιμο ζωής παρατείνεται την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Κυπριακή Προεδρία έχει κατατάξει το θέμα της ένταξης των μεταναστών υψηλά στην ημερήσια της διάταξη
. Στα πλαίσια αυτά πραγματοποιήσαμε χθες στη Λευκωσία Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων με θέμα τον ρόλο των τοπικών και περιφερειακών αρχών, αλλά και των τοπικών κοινωνιών ευρύτερα, στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών και δράσεων για την ένταξη.

Πιστεύουμε ότι η αποτελεσματική ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών στις τοπικές κοινωνίες αποτελεί το κλειδί προκειμένου
, αφενός, να αξιοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα οφέλη από τη μετανάστευση και, αφετέρου, για να βρει η Ευρώπη έναν τρόπο να αντεπεξέλθει αποτελεσματικά στην πρόκληση των διαφοροποιημένων πλέον πολυπολιτισμικών κοινωνιών της.

Αναμφίβολα, η ορθή διαχείριση της μετανάστευσης αποτελεί χρήσιμο εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση πολλών ζητημάτων: δίνοντας ώθηση στην καλύτερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, μεγιστοποιώντας την αξιοποίηση δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, συμπληρώνοντας τομείς απασχόλησης με εργατικό δυναμικό υψηλής ειδίκευσης, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα. Κατ’ επέκταση, η μετανάστευση είναι εργαλείο με την αξιοποίηση του οποίου η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να καταστεί πιο ανταγωνιστική και αποδοτική, δημιουργώντας ανάπτυξη και οφέλη τόσο για τις χώρες προορισμού των μεταναστών όσο και για τις χώρες προέλευσης αλλά και για τους ίδιους τους μετανάστες. Αυτή η δυναμική της μετανάστευσης στην οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής και βιώσιμης οικονομίας αναγνωρίζεται τόσο μέσα από την Στρατηγική της Ευρώπης 2020 όσο και μέσα και το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, αλλά κυρίως μέσω της Συνθήκης της Λισαβόνας
, η οποία παρέχει πλέον μια στερεή νομική βάση που επιτρέπει στην ΕΕ να θεσπίζει «μέτρα ενθάρρυνσης και στήριξης της δράσης των κρατών μελών με στόχο τη διευκόλυνση της ένταξης των υπηκόων τρίτων χωρών».

Υπογραμμίζεται λοιπόν ότι τα πιο σημαντικά έγγραφα πολιτικής δεν παραλείπουν να καθορίσουν ως σαφή πολιτικό στόχο την ανάγκη για αποτελεσματική ένταξη των νόμιμων μεταναστών, θεμέλιο της οποίας θα πρέπει να είναι ο σεβασμός και η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δέσμευση των κρατών
μελών της ΕΕ να συνεργαστούν προς την κατεύθυνση αυτή αναδείχθηκε και στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούλιο στη Λευκωσία, κατά τη συζήτηση της Τρίτης Ετήσιας Έκθεσης για τη Μετανάστευση και το Άσυλο που υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Όσον αφορά τη δική μας χώρα, η παρουσία σημαντικού αριθμού ανθρώπων από τρίτες χώρες, από άλλη φυλή, άλλη εθνοτική καταγωγή, διαφορετική θρησκεία, χρώμα, πολιτικές πεποιθήσεις, είναι φαινόμενο της τελευταίας εικοσαετίας. Προέκυψε αρχικά λόγω της δικής μας ανάγκης για εργατικά χέρια σε τομείς απασχόλησης που παρουσιάζονταν ελλείψεις, όπως είναι οι τομείς των κατασκευών, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Στη συνέχεια, με την προοπτική της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυξήθηκε η έλευση ξένων φοιτητών, οικονομικών μεταναστών και αιτητών ασύλου. Από χώρα προέλευσης μεταναστών, η Κύπρος έχει καταστεί χώρα προορισμού και υποδοχής μεταναστών.


Η στρατηγική που έχουμε εφαρμόσει για ένταξη των μεταναστών βασίζεται στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο μέσω της υιοθέτησης διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων, όσο και στην εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Παράλληλα, οι προσπάθειες μας επικεντρώνονται στη λήψη μέτρων τα οποία αντανακλούν τις προκλήσεις της κυπριακής πραγματικότητας.

Τις πολιτικές μας διέπουν οι αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλής, εθνότητας
, όπως αυτές διασφαλίζονται από το Σύνταγμα αλλά και από πληθώρα Συμβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει επικυρώσει η χώρα μας τόσο στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών όσο και του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και από πράξεις της ΕΕ. Συνεπεία τούτου, ήταν σημαντικές όχι μόνο οι αλλαγές στην εθνική μας νομοθεσία αλλά και σε διάφορες συνοδευτικές δράσεις για διάδοση πληροφοριών, ευαισθητοποίηση, ανταλλαγή εμπειριών, κατάρτιση, εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και πρόσβαση στη δικαιοσύνη, οι οποίες στοχεύουν στην ουσιαστική εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.

Για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής, έχει συσταθεί από το 2007 Εθνική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Ένταξη η οποία, εμπλέκοντας σε μια ευρεία και χρονοβόρα αλλά ταυτόχρονα πολύ παραγωγική διαδικασία διαβούλευσης πολλούς φορείς, όπως είναι οι αρμόδιες κρατικές Υπηρεσίες, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και ΜΚΟ, έχει επεξεργαστεί και εκπονήσει το 2010 Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ένταξη
, για την περίοδο 2010 – 2012.

Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης αποτελεί
την πρώτη ευρεία, συγκροτημένη και συστηματοποιημένη προσπάθεια που έγινε στην Κύπρο για την εκπόνηση ολοκληρωμένης πολιτικής για την ένταξη. Αναφέρω συνοπτικά ότι το Σχέδιο Δράσης, αποτελείται από 8 άξονες προτεραιότητας, με συγκεκριμένους στόχους και επί μέρους δράσεις υλοποίησής τους, καθώς και χρονοδιαγράμματα, αρμόδιες Υπηρεσίες εφαρμογής και πηγές χρηματοδότησης των δράσεων. Απευθύνεται στους νόμιμα διαμένοντες στη χώρα μας υπηκόους τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων προσφύγων, των ατόμων που τελούν υπό καθεστώς διεθνούς προστασίας και σε κάποιο βαθμό των αιτητών ασύλου.

Στο πλαίσιο αυτό καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για συμπερίληψη της ένταξης των μεταναστών σε όλες τις δημόσιες πολιτικές που αφορούν στους τομείς της πληροφόρησης και της εξυπηρέτησης, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης, της υγείας, της στέγασης, του πολιτισμού και της συμμετοχικότητας. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης ενεργοποιεί την τοπική αυτοδιοίκηση και τη συμμετοχή εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών.


Οι πετυχημένες πολιτικές μετανάστευσης είναι εκ των ων ουκ
άνευ στις προσπάθειες μας για ανάπτυξη, ευημερία και κοινωνική συνοχή.

Η ένταξη των μεταναστών όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσεγγίζεται αποκλειστικά ως οικονομικός στόχος και λογιστικό μέγεθος. Η ιστορία της Ευρώπης και οι αρχές και οι αξίες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλουν ως κοινωνική αναγκαιότητα τη διασφάλιση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος διαβίωσης και συνθηκών πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας για όλους τους πολίτες που
, ανεξαρτήτως καταγωγής, διαμένουν, ζουν, εργάζονται και δραστηριοποιούνται στην ΕΕ. Τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού τα οποία κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, παρουσιάζονται με ιδιαίτερη συχνότητα και ένταση, υπογραμμίζουν την ανάγκη ανάπτυξης πιο στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών προς την κατεύθυνση του συντονισμού των πολιτικών και των δράσεων που έχουν ως στόχο την ένταξη των μεταναστών.

Η χάραξη και η εφαρμογή των πολιτικών για την ένταξη πρέπει να ακολουθεί ένα ολιστικό μοντέλο που θα εμπλέκει στη διαδικασία όλα τα επίπεδα κάθετης διακυβέρνησης – τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό – και ταυτόχρονα να ενσωματώνει στο διάλογο όλους τους σχετικούς και δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, απαραίτητα όμως και την κοινωνία των πολιτών και ασφαλώς τους ίδιους τους μετανάστες. Η ίση μεταχείριση αφορά όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους θεσμούς της, αφορά τους εμπλεκόμενους φορείς, αφορά την κοινωνία ευρύτερα, αφορά και είναι ευθύνη του κάθε ενός από εμάς
.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και εύχομαι καλή συνέχεια στο συνέδριο
.