Θέλω να συγχαρώ την Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας -
Αμμοχώστου για την πρωτοβουλία της να οργανώσει εκδηλώσεις στα πλαίσια
της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, τόσο τη 2η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου
Κύπρου όσο και διαλέξεις, ομιλίες και παρουσιάσεις νέων βιβλίων.
Ο Ελληνισμός στρέφει αυτές τις μέρες την
καρδιά και τη σκέψη του σε ένα από τα μεγάλα γεγονότα της μακραίωνης
πορείας του έθνους. Μαζί και ο Ελληνισμός της Κύπρου ο οποίος διανύει
σήμερα την πιο κρίσιμη ίσως φάση της ιστορικής του πορείας. Τιμούμε την
επέτειο του ένδοξου «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου του 1940, την κορυφαία αυτή
ανάταση της ελληνικής φυλής, όχι με διάθεση θριαμβολογίας αλλά
προβληματισμού.
Αυτός είναι, άλλωστε,
και ο σκοπός των εθνικών επετείων. Να βαφτιστούμε στα νάματά τους, με
διάθεση στοχασμού και περισυλλογής, για να αντλήσουμε το φανερό ή
μυστικό τους μήνυμα, να βιώσουμε το ιστορικό τους δίδαγμα και να
προσδιορίσουμε υπεύθυνα το δικό μας χρέος και τις δικές μας ευθύνες.
Γιατί μόνο με τη σωστή αξιολόγηση της ιστορικής εμπειρίας μπορούμε να
δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για την εθνική προκοπή.
Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 ο φασισμός, που
ταυτίζεται με την έννοια του σκοταδισμού και της καταπίεσης, κτυπούσε
την πόρτα της Ελλάδας. Ζητούσε
«γην και ύδωρ».
Ζητούσε να καθυποτάξει την περήφανη ελληνική ψυχή και να κουρελιάσει
την προαιώνια αρετή του Έλληνα. Τότε, όπως και πάντα, δεν υπήρξε κανένα
δίλημμα. Όταν
ήλθε η φασιστική επίθεση, ο ελληνικός λαός ενωμένος και σύσσωμος
ξεχύθηκε στους δρόμους με δύναμη, με πάθος και με ενθουσιασμό. Οι
Έλληνες πατριώτες πρόταξαν τα στήθια τους στον ξένο φασισμό και όρθωσαν
το «ΟΧΙ» τους δυναμικό και νικηφόρο, γράφοντας το δοξασμένο έπος της
Αλβανίας.
Ο ελληνικός λαός, αψηφώντας τότε αριθμητικές
αναλογίες και ρεαλιστικούς υπολογισμούς, καταξίωσε το ένδοξο παρελθόν
και μεγαλείο της φυλής. Επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι η μεγαλοσύνη
στους λαούς μετριέται με το αγωνιστικό φρόνημα, την απόφαση για θυσία
και «της καρδιάς το πύρωμα».
Αλλά
με τις υπέροχες νίκες του κατά του φασισμού, ο Ελληνισμός δεν
επιβεβαίωνε απλώς το μεγαλειώδες παρελθόν του. Ούτε περιέσωζε μόνο την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνέβαλλε σε κάτι πιο συγκεκριμένο.
Η απόκρουση της εισβολής του φασισμού του
Μουσολίνι από τα ελληνικά στρατεύματα, η συντριβή της ιταλικής επίλεκτης
μεραρχίας «Τζούλια» στην Πίνδο, ήταν η πρώτη ήττα του Άξονα στην
Ευρώπη. Για να καταλάβει κανείς τη σημασία της, αρκεί να θυμηθεί πως, ως
το καλοκαίρι του 1940, η Αυστρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η
Νορβηγία, η Δανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γαλλία
- δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης -
είχαν υποταχθεί στη σιδερένια βία της ναζιστικής Γερμανίας. Μέσα σε
αυτές τις συνθήκες ο ελληνικός λαός ορθώθηκε με μια θαυμαστή ομοψυχία,
υπεράσπισε τα σύνορα της χώρας του, έδιωξε τους επιδρομείς και
κουρέλιασε τον μύθο για το αήττητο του Άξονα.
Η Κύπρος, βρετανική αποικία από το 1925,
εισήλθε στον πόλεμο ακαριαία, με την υπόλοιπη αποικιακή αυτοκρατορία,
στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1939. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς
, στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» του βρετανικού στρατού υπηρέτησαν στη διάρκεια του πολέμου 16.500 περίπου στρατιώτες. Η «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» είχε, ουσιαστικά,
καθήκοντα «Πολιτικής Άμυνας», προσφέροντας υπηρεσίες στην κατασκευή
οχυρωματικών έργων, τη μεταφορά υλικών και τη φρούρηση στρατιωτικών
αποθηκών. Το «Κυπριακό Σύνταγμα» αποτελείτο κυρίως από βοηθητικά σώματα
(ημιονηγοί, σκαπανείς, μεταγωγικό σώμα, κινητά πλυντήρια κ.ο.κ.) και
πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στην
Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία. Ειδικά οι Κύπριοι ημιονηγοί
διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στη μάχη του Κερέν, στην
Αιθιοπία και στο Κασσίνο της Ιταλίας. Η Κύπρος ήταν η πρώτη βρετανική
αποικία που κάτοικοί της έλαβαν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς έφτασαν πρώτοι στη Γαλλία, τον
Ιανουάριο του 1940. Όμως, το μεγαλύτερο πειστήριο της κυπριακής
πολεμικής συμμετοχής αποτελούν οι τάφοι 374 Κύπριων στρατιωτών που
έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου και βρίσκονται σε 71
κοιμητήρια 24 διαφορετικών χωρών, ακόμη και στη μακρινή Ινδία, το
Χονγκ-Κονγκ και τη Σιγκαπούρη.
Η κατάταξη των Κυπρίων στον
βρετανικό
στρατό, μέχρι τις 28 Οκτωβρίου του 1940, δεν ήταν μια αβασάνιστη
διέξοδος. Για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ύστερα από τη μακρά περίοδο
απολυταρχικής διακυβέρνησης που ακολούθησε την Οκτωβριανή εξέγερση του
1931 και τη σκληρή δικτατορία της «Παλμεροκρατίας», αποτελούσε οξύμωρο
σχήμα η συμμετοχή τους σε μια στρατιωτική σύγκρουση, όπου η αποικιακή
Βρετανία διαδραμάτιζε τον ρόλο του ηγέτη του «ελεύθερου κόσμου».
Το κυπριακό ενδιαφέρον για τον πόλεμο
αναζωπυρώθηκε μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου
1940. Τότε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συγκλόνισε και την Κύπρο, αφού το
νησί συμπαρατάχθηκε ολόψυχα με το στρατόπεδο των συμμάχων της Ελλάδας. Η
απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να αμυνθεί κατά των πολλαπλάσιων
φασιστικών στρατευμάτων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Επιπλέον, ήταν
ορατοί οι νέοι ορίζοντες για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος της
Κύπρου, αφού η Ελλάδα παρέμεινε για αρκετούς μήνες η μόνη ευρωπαϊκή χώρα
πιστή
σύμμαχος της Βρετανίας στο πολεμικό μέτωπο εναντίον των δυνάμεων του
Άξονα. Οι αυθόρμητες λαϊκές εκδηλώσεις που ακολούθησαν την είδηση της
έκρηξης του ελληνοϊταλικού πολέμου κατήργησαν μέσα σε λίγες ώρες
ορισμένους από τους αυστηρότερους νόμους της «Παλμεροκρατίας» και πρώτα
την απαγόρευση κατοχής και έπαρσης «ξένων»,
δηλαδή ελληνικών σημαιών. Τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου του 1940,
εννέα ακριβώς χρόνια μετά τα Οκτωβριανά του 1931, οι κυπριακοί δρόμοι
κατακλύστηκαν ξανά από ελληνικές (και λιγότερες τουρκικές) σημαίες,
υπογραμμίζοντας την πανηγυρική ήττα της βρετανικής πολιτικής στην Κύπρο
στη δεκαετία του 1930.
Μια άλλη συνέπεια του λαϊκού ενθουσιασμού
ήταν η έξαρση του εθελοντικού ρεύματος: Μετά από έκκληση του Τοποτηρητή
του αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου, χιλιάδες Κύπριοι
γράφτηκαν σε ειδικούς καταλόγους που άνοιξε η κυπριακή Εκκλησία ως
εθελοντές για τον ελληνικό στρατό, ενώ ανάλογη αύξηση παρουσίασε η
στρατολόγηση και στο «Κυπριακό Σύνταγμα» που είχε ήδη ιδρυθεί από τους
Βρετανούς.
Παρά τις προσπάθειες του Μητροπολίτη Πάφου
και την εγγραφή χιλιάδων Κυπρίων στους καταλόγους για στράτευση στον
ελληνικό στρατό, η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε σκοπό να επιτρέψει αυτή
τη μαζική κατάταξη, φοβούμενη τις μελλοντικές επιπτώσεις από την
επιστροφή χιλιάδων βετεράνων με το ελληνικό εθνόσημο στη μεγαλόνησο.
Έτσι,
οι
Βρετανοί καθυστέρησαν να εκπληρώσουν το αίτημα του Μητροπολίτη Λεοντίου
για τη διευκόλυνση της κατάταξης των Κυπρίων στον ελληνικό στρατό, και
αφού η ιδιωτική μετάβαση στην Αθήνα ήταν σχεδόν αδύνατη μετά τη διακοπή
της θαλάσσιας συγκοινωνίας, η συντριπτική πλειοψηφία των
στρατολογηθέντων νησιωτών στελέχωσε τελικά το «Κυπριακό Σύνταγμα». Όπως
θυμούνται με πικρία σήμερα οι επιζώντες Κύπριοι βετεράνοι του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να τους
προσελκύσουν στον στρατό. Από τη σχετική προπαγάνδα είχε κάνει ιδιαίτερη
εντύπωση το σύνθημα «Κύπριοι, εντασσόμενοι στον αγγλικό στρατό πολεμάτε για την Ελλάδα και για τη δική σας ελευθερία».
Οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες του βρετανικού
στρατού έφθασαν στον Πειραιά στις αρχές του 1941. Μέχρι τη γερμανική
εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, υπολογίζεται ότι μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα
5
.000 – 6.000
άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος». Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες
δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι και χρησιμοποιήθηκαν για τη διάνοιξη
οδικών και οχυρωματικών έργων και τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών
στην πρώτη γραμμή πυρός. Ανάμεσά τους ήταν και περίπου 800
Τουρκοκύπριοι. Αν και οι πιο πολλές μονάδες των Κύπριων στρατιωτών δεν
πρόλαβαν καν να πάρουν το βάπτισμα του πυρός λόγω της ραγδαίας
χιτλερικής προέλασης, εκτός βέβαια από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν
στην Κρήτη, εντούτοις οι απώλειες του «Κυπριακού Συντάγματος» στην
Ελλάδα ήταν τρομακτικές. Οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί, τον Οκτώβριο
του 1941, ανέβαζαν τις κυπριακές απώλειες σε 2.356 άνδρες: πέντε νεκρούς, δύο τραυματίες, 1.426 ελλείποντες και 823 αιχμαλώτους. Εκατοντάδες
Κύπριοι στρατιώτες εγκαταλείφθηκαν σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια
(κυρίως στο Ναύπλιο και την Καλαμάτα) κατά την υποχώρηση, τον Απρίλιο
του 1941, και συνελήφθησαν ομαδικά από τους Γερμανοϊταλούς, ενώ το ίδιο
σκηνικό επαναλήφθηκε και στην Κρήτη, αφού τα βρετανικά σχέδια προνοούσαν
πρώτα την αποχώρηση των μάχιμων τμημάτων.
Σε αντίθεση με το πλήθος των αιχμαλώτων των
οποίων η πολεμική σταδιοδρομία στην Ελλάδα είχε μικρή διάρκεια και άδοξο
τέλος, υπήρξαν και Κύπριοι που ευτύχησαν να έχουν ουσιαστικότερη
προσφορά στον αγώνα στα ηπειρωτικά βουνά, προασπίζοντας την ελληνική
ελευθερία εναντίον της εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων. Στην
κατηγορία αυτή ξεχωρίζει η ομάδα των Κύπριων φοιτητών που σπούδαζαν στην
Αθήνα, οι οποίοι κατατάχθηκαν λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του
ελληνοϊταλικού πολέμου στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν στο αλβανικό
μέτωπο
,
και μεταγενέστερα πολλοί από αυτούς συνέχισαν την ένοπλη δράση τους
στην Αντίσταση κατά της τριπλής φασιστικής κατοχής ή στη Μέση Ανατολή.
Ανάμεσα στους ελάχιστους που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις τεράστιες
δυσκολίες του ταξιδιού από την Κύπρο στις ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες
του πολέμου και να φτάσουν στην Ελλάδα, όπου κατατάχθηκαν, ήταν ο
Αμμοχωστιανός Ευάγγελος Λούη Λουίζος, ο κατοπινός ξεναγός στο νησί μας
του μεγάλου ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Σύμφωνα με την ιστορία-θρύλο,
ο Λουίζος πέρασε με καΐκι στην Τουρκία, διέσχισε τη Μικρά Ασία με τον
σιδηρόδρομο και έφθασε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί, αφού έλαβε το φύλλο
πορείας του -
ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός- στις 25 Νοεμβρίου 1940, σταμάτησε ένα ταξί
και ζήτησε από τον οδηγό που έμεινε εμβρόντητος να τον οδηγήσει αμέσως
στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο.
Στην Αθήνα η μεγαλύτερη ομάδα Κύπριων
εθελοντών, κυρίως φοιτητές ή νεαροί πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου Αθηνών,
κατατάχθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1940. Δύο εθελοντές έχασαν τη ζωή τους
μετά από βαρύτατους τραυματισμούς στις μάχες των υψωμάτων του
Τεπελενίου, στο αλβανικό μέτωπο. Ήταν και οι δύο φοιτητές της Ιατρικής
Σχολής, από την Αμμόχωστο, ο Βαρνάβας Σιερίφης και ο Λουκής Λιασίδης. Ο
πρώτος απεβίωσε σε νοσοκομείο της Αθήνας. Δύο άλλοι Κύπριοι εθελοντές
του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο φιλόλογος Ροδίων Γεωργιάδης και ο αδελφός
του Μιλτιάδης, δραστήρια μέλη της μικρής αντιστασιακής οργάνωσης
«Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον», απεβίωσαν στις ναζιστικές φυλακές του
Βραδεμβούργου. Ένας πέμπτος εθελοντής από την ίδια ομάδα, ο Λεμεσιανός
Ανδρέας Δρουσιώτης, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση
, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία, τον Οκτώβριο του 1944.
Στις αντιστασιακές οργανώσεις συμμετείχαν
ενεργά και αρκετοί από τους άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος» που είχαν
αποκοπεί στην κυρίως Ελλάδα και παρέμειναν ασύλληπτοι, όπως και άλλοι
που είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Ορισμένοι ήρθαν σε επαφή με τα
πρώτα δίκτυα απόκρυψης και διαφυγής ανδρών του βρετανικού στρατού που
οργανώθηκαν αυθόρμητα από τις πρώτες ημέρες της κατοχής και, αφού
εξασφάλισαν πλαστές ελληνικές ταυτότητες, παρέμειναν κρυμμένοι στην
ύπαιθρο ή διέφυγαν στη Μέση Ανατολή. Πολλοί από τους πρώτους αντάρτες
των ελληνικών βουνών ήταν Κύπριοι στρατιώτες. Στους καταλόγους των
εκτελεσθέντων
Ελλήνων πατριωτών ή αθώων ομήρων από
τους Γερμανούς συναντά κανείς και ονόματα Κυπρίων οι οποίοι έχασαν τη
ζωή τους σε μαζικές εκτελέσεις αντιποίνων σε διάφορα μέρη της ελληνικής
επικράτειας. Τέλος, αρκετοί Κύπριοι χρησιμοποιήθηκαν από τους Βρετανούς
σε διάφορες αποστολές στην κατεχόμενη Ελλάδα, είτε ως σύνδεσμοι μεταξύ
αντάρτικων ομάδων είτε ως μεταφραστές ή βοηθητικά μέλη των βρετανικών
στρατιωτικών αποστολών που στάλθηκαν, στο μεταξύ, στα ελληνικά βουνά.
Ένας άλλος τομέας όπου εκδηλώθηκε αμέριστη η
κυπριακή συμπαράσταση προς τη συμμαχική προσπάθεια, αλλά κυρίως προς
την Ελλάδα, ήταν η οικονομική ενίσχυση με τη διεξαγωγή εράνων. Η
επιτυχία των εράνων κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την 28η Οκτωβρίου
1940 ήταν χωρίς προηγούμενο, αφού συγκεντρώθηκε σεβαστό χρηματικό ποσό
και εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού. Παράλληλα,
δεκάδες χιλιάδες Κύπριοι, άνδρες και γυναίκες, μέσα σε κλίμα έντονης
συγκινησιακής φόρτισης, πρόσφεραν τα δακτυλίδια τους και άλλα προσωπικά
είδη και χρυσαφικά, μεγάλης υλικής αλλά κυρίως συναισθηματικής αξίας,
στους δίσκους που περιφέρονταν στους ναούς για στρατιωτική ενίσχυση της
Ελλάδας. Οι μετριότεροι υπολογισμοί για το συνολικό χρηματικό ποσό των
κυπριακών εράνων υπέρ των αναγκών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του
πολέμου κυμαίνονται στις 300
-350
χιλιάδες λίρες. Ήταν ένα τεράστιο ποσό, σε εποχές που η οικονομική
κατάσταση των Κύπριων αγροτών ήταν άθλια και οι πιο πάνω εισφορές
εξοικονομούνταν κυριολεκτικά με αίμα.
Κυρίες και κύριοι,
Ανεξάρτητα από το μέγεθος της κυπριακής
προσφοράς στον πόλεμο κατά του φασισμού και τις άφθονες ποσότητες του
νεανικού αίματος που χύθηκε, πρέπει να τονιστεί ότι η μαζική συμμετοχή
των κατοίκων της μεγαλόνησου
- αποικίας των νικητών της πολεμικής σύγκρουσης - στον Β΄
Παγκόσμιο πόλεμο είχε κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Όπως τόνισε ο
τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος σε
υπόμνημά του προς τον Κυβερνήτη Τσαρλς Γούλλεϋ (30 Μαΐου 1942),
ο κυπριακός λαός βοηθούσε τους συμμάχους «έχων αντικειμενικόν σκοπόν
την Ανάστασιν της Μεγάλης Ελλάδος και την Ένωσιν της Κύπρου μετά της
Ελλάδος».
Από την άλλη πλευρά, η κυπριακή συμμετοχή
στον πόλεμο επαινέθηκε σε πολλές ευκαιρίες από Βρετανούς αξιωματούχους,
και οι αόριστες υποσχέσεις μοιράζονταν αφειδώς και ανέξοδα. Πιο γνωστό
παράδειγμα αποτελούν οι δηλώσεις του Άγγλου πρωθυπουργού Ουίνστον
Τσώρτσιλ κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1943: «Μετά
το τέλος του πολέμου τούτου, το όνομα της Κύπρου θα περιλαμβάνεται εις
τον κατάλογον εκείνων τα οποία κατέστησαν άξια, όχι μόνον των ηνωμένων
λαών οι οποίοι τώρα συμπολεμούν, αλλά, ως ακραδάντως πιστεύω, και των
μελλουσών γενεών της ανθρωπότητος».
Οι εξελίξεις του κυπριακού προβλήματος μετά
το 1945 θα αποδεικνύονταν εντελώς διαφορετικές. Σήμερα, οι Κύπριοι
βετεράνοι των συμμαχικών στρατών αλλά και συνολικά ο κυπριακός
Ελληνισμός έχουν κάθε δικαίωμα να υποστηρίζουν ότι εξαπατήθηκαν από τις
μεγαλόστομες διακηρύξεις των νικητών του πολέμου.
Σήμερα που ο λαός μας περνά τις πιο κρίσιμες
ώρες της ιστορικής ζωής του, σε έναν αγώνα για φυσική και εθνική
επιβίωση, δέχεται τα ρωμαλέα μηνύματα πατριωτισμού, έφεσης θυσίας,
πίστης και αγωνιστικότητας
,
που αναβλύζουν από τη μνήμη της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και τη
συμμετοχή της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως πηγές ανανέωσης των
αγωνιστικών του δυνάμεων. Επιβεβαιώνει τη σταθερή και αταλάντευτη θέση
και απόφασή του να διεκδικήσει τα καταπατημένα δίκαιά του με αυξημένη
αποφασιστικότητα μέχρι τη δικαίωση.
Σήμερα που η ψυχή μας αναπτερώνεται από την
επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, οφείλουμε να αντλήσουμε τα κατάλληλα
διδάγματα και να ενεργοποιήσουμε την ιστορική μας μνήμη. Πρέπει να δούμε
και να αξιολογήσουμε σωστά και τις αρετές του έθνους αλλά και τις
αδυναμίες μας, και να στρατεύσουμε τις δυνάμεις μας στην υπηρεσία της
εθνικής και φυσικής μας επιβίωσης.
Το φως της 28ης Οκτωβρίου οριοθετεί τον
δρόμο της σωτηρίας μας. Σήμερα που η Κύπρος σηκώνει τον σταυρό του
μαρτυρίου της και που τα όνειρα αιώνων αντιμετωπίζουν κίνδυνο διάλυσης
κάτω από την ωμή βία της τουρκικής κατοχής, οφείλουμε να εμπνευστούμε
από το έπος του 1940.
Η
βαριά κληρονομιά που τιμούμε σήμερα μας υπαγορεύει να αγωνιστούμε
αταλάντευτα και ανυποχώρητα για τον τερματισμό της κατοχής, την ενότητα
του κράτους και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών
ελευθεριών του συνόλου του κυπριακού λαού. Να δώσουμε το μήνυμα ότι ο
κυπριακός Ελληνισμός δεν θα γονατίσει. Ναι, με σωφροσύνη. Ασφαλώς με
υπευθυνότητα. Αλλά και με απόρριψη της λογικής της αποδοχής της
υπέρτερης δύναμης του κατακτητή. Και με άρνηση συνεχών υποχωρήσεων στις
πιέσεις ξένων που αντί να στρέφονται προς την πλευρά του κατακτητή και
παραβάτη του διεθνούς δικαίου εξακολουθούν, υιοθετώντας κυνικά πολιτική
δύο μέτρων και δύο σταθμών, να ανατρέπουν καθημερινά κάθε έννοια ηθικής
και δικαιοσύνης.
Το καθήκον μας σήμερα απέναντι στην ιστορία
και τον πολιτισμό μας είναι η με κάθε κόπο και κάθε θυσία αποτροπή των
κινδύνων που απεργάζονται για την πατρίδα μας οι εχθροί της ελευθερίας.
Θα
πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να
ξεγράψουμε δικαιώματα και να ξεχάσουμε δίκαια. Κανένας εκβιασμός, καμιά
απειλή, καμιά δυσκολία και καμιά πίεση δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην
ταπεινωτική συνθηκολόγηση. Η
Κύπρος δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει η μόνη μοιρασμένη χώρα
στην Ευρώπη, όταν η ίδια η Ευρώπη προχωρεί προς την ενοποίησή της. Δεν
μπορεί η Ευρώπη να ανέχεται της την παρουσία ενός στρατού κατοχής στο κατώφλι της, σε μια χώρα μέλος της ΕΕ.
Κυρίες και Κύριοι,
Η οικονομική κρίση που πλήττει τόσο την
Ελλάδα όσο και την Κύπρο δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να κάμψει τις
αντιστάσεις μας. Ούτε να δώσει την εντύπωση στους όποιους τρίτους ότι θα
ήταν δυνατό να αποδεχθούμε ελλειμματική λύση στο Κυπριακό.
Ταυτόχρονα θα πρέπει, αξιοποιώντας τις αστείρευτες δυνάμεις του λαού μας, να
ξαναζωντανέψουμε την κυπριακή οικονομία η οποία μαζί με την ισχυρή
άμυνα πρέπει να αποτελούν κορυφαίες παραμέτρους της εθνικής μας
στρατηγικής.
Τιμούμε την 28η Οκτωβρίου όχι ως απλή
επέτειο αλλά ως εθνική υποθήκη. Την μετατρέπουμε σε βίωμα και αγώνα.
Αντλούμε το μεγάλο της μήνυμα που στην πραγματικότητα είναι μήνυμα
αισιοδοξίας, ελπίδας, πίστης και εγκαρτέρησης.
Είναι
το αιώνιο μήνυμα πως όταν οι λαοί είναι προικισμένοι με αρετή και
εμποτισμένοι με βαθιά ιστορική συνείδηση, δεν υπολογίζουν την υλική ισχύ
και τα πολεμικά σίδερα γιατί γνωρίζουν πως η ζωή τους πραγματώνεται με
πράξεις αρετής και με θυσίες. Είναι όμως και δίδαγμα τρανό πως οι
μεγάλες πράξεις των λαών φέρουν το φωτοστέφανο της ηθικής νίκης όταν το
πνεύμα της ψυχικής ενότητας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό καταυγάζει το
είναι τους. Και το έθνος ολόκληρο, στις 28 του Οκτώβρη του 40,
παρουσιάστηκε και έδρασε μονολιθικά, ενωμένο,
για να προασπίσει την τιμή του και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή η
αρετή της φυλής ξανάζησε με τον πατριωτισμό, την αγωνιστικότητα και την
αυτοθυσία των ηρωικών παιδιών της Κύπρου, που πότισαν με το αίμα τους
τις βουνοκορφές και τα λαγκάδια του μαρτυρικού νησιού μας στην ύστατη
προσπάθεια να κρατήσουν τις Θερμοπύλες κάτω από τις πιο δύσκολες
συνθήκες.
Φόρο τιμής αποτίνουμε και σε αυτούς σήμερα.
Την αρετή της ενότητας, της αγωνιστικότητας και του ηρωισμού όλων αυτών,
που είναι το ανέσπερο φως του πνεύματος των μεγάλων στιγμών του έθνους,
καλούμαστε σήμερα να συλλάβουμε και να βιώσουμε. Αυτό είναι που
αποτελεί για όλους εμάς ιστορική και ηθική προσταγή. Να φυλάξουμε τις
«εθνικές Θερμοπύλες».
Αναλαμβάνουμε αγόγγυστα αυτή την εθνική τιμή. Δεν θα λιποψυχήσουμε. Θα
αγωνιζόμαστε ως την τελική δικαίωση, μέχρι να στείλουμε το χαρμόσυνο
μήνυμα πως η κατοχή πέθανε, πως η Κύπρος είναι ελεύθερη. |
|