1/7/12

Επιμνημόσυνος λόγος του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκη Λ. Ομήρου στο Εθνικό Μνημόσυνο του Οικονόμου Δοσίθεου και των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821 στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού, στο Όμοδος 01/07/2012

Κορυφαία ημέρα συλλογικής εθνικής μνήμης και υπέρτατης θυσίας αποτελεί για την Κύπρο αλλά και ολόκληρο τον Ελληνισμό η 9η Ιουλίου 1821.
Τιμούμε σήμερα τη μνήμη της και των σεπτών μαρτύρων της Αρχιερέων, κληρικών και λαϊκών. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους τρεις μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Λαυρέντιο, καθώς και μεγάλος αριθμός προκρίτων, εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν.


«Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός περιηγητής Γιάκοπ Μπέργκρεν, «ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή, παντού από όπου πέρασαν… Η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα».
Εξέχουσα μορφή των τραγικών εκείνων ημερών υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος ενήργησε με υπευθυνότητα φιλόπατρη ηγέτη και πνευματικού πατέρα, προσπαθώντας να κρατήσει λεπτές ισορροπίες, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Ελλάδα και προστατεύοντας, με τις ενέργειές του, τον ντόπιο πληθυσμό από την άλλη. Ο ρόλος του υπήρξε άκρως τραγικός, αφού ενδόμυχα γνώριζε ότι δεν θα απέφευγε το μαρτύριο. Πιθανότατα μπορούσε να σώσει την πρόσκαιρη ύπαρξη του αν αποφάσιζε να διαφύγει ή ακόμη και να εξομώσει, όπως έπραξαν μερικοί από τους προγραφέντες.
Τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του Κύπριου Αρχιεπισκόπου περιέγραψε ο Άγγλος περιηγητής Τζων Κάρνε, ο οποίος τον επισκέφθηκε μερικές ημέρες πριν από την εκτέλεσή του. Όπως σημειώνει, όταν τον ρώτησε, γιατί δεν μεριμνούσε για τη σωτηρία του, αφού η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και η ζωή του απειλείτο, ο μάρτυρας Αρχιεπίσκοπος του δήλωσε ότι θα παρέμενε για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στους κινδυνεύοντες Χριστιανούς και πως είχε αποφασίσει, αν χρειαζόταν, να θυσιασθεί μαζί τους.
Χρόνια αργότερα, ο Βασίλης Μιχαηλίδης, στο ποίημα του «Η 9η Ιουλίου 1821», απέδωσε πολύ εύγλωττα την απόφαση αυτή του Κυπριανού, ο οποίος απευθυνόμενος στον καλόψυχο Τούρκο Κιόρογλου, που τον προέτρεπε να ενεργήσει για τη σωτηρία του, δικαιολογεί την παραμονή του με τους στίχους: «Δεν φεύκω, Κιόρογλου, γιατί αν φύω, ο φευκός μου/ εν να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου».
Σύμφωνα με τον Κάρνε, ο οποίος άντλησε τις πληροφορίες του από αυτόπτες μάρτυρες, ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος οδηγήθηκε στο μαρτύριο, δεικνύοντας ασύνηθες θάρρος και μοναδική αξιοπρέπεια. Με τη θυσία του τίμησε τη Ρωμιοσύνη, καταξίωσε την ελληνική του ταυτότητα και δικαίωσε τη χριστιανική του πίστη. Σεμνά, ταπεινά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να επιδιώξει τον οίκτο κανενός, προχώρησε γαλήνιος προς τον θάνατο και την αθανασία.
Έγραφε σε ένα προφητικό του κείμενο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός: «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ πατρίδος, είπεν ένας εκ των επτά της Ελλάδος σοφών, καθότι οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι, και υπό θεού στεφανούνται και παρά τοις ανθρώποις εγκωμιάζονται». Χρέος, λοιπόν παρά τοις ανθρώποις το σημερινό εγκώμιο για τους πεσόντας υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Ανάμεσα στους κληρικούς που έπεσαν θύματα της τότε τουρκικής θηριωδίας ήταν και ο Οικονόμος της Μονής Τιμίου Σταυρού Ομόδους γέροντας τότε, Δοσίθεος. Μεταξύ άλλων γεγονότων που συνδέονται με το όνομα του Δοσίθεου είναι και ο πρώτος κώδωνας που ήχησε στον κυπριακό αέρα από το καμπαναριό της Μονής Τιμίου Σταυρού Ομόδους το 1812. Ο Δοσίθεος είναι επίσης και πραγματικός δημιουργός των σημερινών κτηρίων της Μονής. Οι σημερινοί Ομοδίτες, τιμώντας την ιερή μνήμη του θρυλικού Δοσίθεου, έστησαν την προτομή του δίπλα από την είσοδο του μοναστηριού πάνω στην οποίαν αναγράφεται: ΟΜΟΔΟΣ ΔΟΣΙΘΕΩ ΟΙΚΟΝΟΜΩ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΙ ΤΗ 12Η ΙΟΥΛΙΟΥ 1821.
Ο Οικονόμος Δοσίθεος είχε συνδέσει το όνομά του με την Ελληνική Σχολή Ομόδους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, κατά το 1796, εποχή κατά την οποία όλες σχεδόν οι πόλεις της Κύπρου στερούνταν εκπαιδευτηρίων, στην κοινότητα Ομόδους ιδρύεται, υπό την αιγίδα της ακμάζουσας τότε Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού, η πρώτη «Ελληνική Σχολή Ομόδους». Ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος ο αείμνηστος Κλήμης Ασημίδης, ο οποίος δίδαξε από το 1796 μέχρι το 1818, οπότε και κλήθηκε να μεταβεί στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε τη Θεολογική Σχολή του Σταυρού των Ιβήρων. Τον Κλήμη Ασημίδη διαδέχθηκε ο Νικόλαος Σπίννος, ο οποίος διηύθυνε τη Σχολή μέχρι το 1821.
Αξιόλογοι δάσκαλοι υπήρξαν και οι Πατέρες της Ιεράς Μονής, στους χώρους της οποίας στεγαζόταν. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο Ηγούμενος Οικονόμος Δοσίθεος, άνθρωπος προικισμένος, ο οποίος δίδαξε στη Σχολή από το 1810 μέχρι το 1821, οπότε και καρατομήθηκε τον Ιούλιο του 1821 από τον Κιουτσούκ Μεχμέτ, όταν οι Τούρκοι προέβησαν στις σφαγές του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και των άλλων Επισκόπων και προκρίτων της Κύπρου.
Στη Σχολή φοιτούσαν μαθητές από όλη την Κύπρο, μηδέ αυτής της πρωτευούσης εξαιρουμένης, οπότε κατάφερε το Όμοδος να δημιουργήσει παράδοση και να γεννήσει άνδρες διάσημους οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν τα γράμματα σε όλο το νησί. Μεταξύ αυτών διακρίνει κανείς τον Αρχιμανδρίτη Αγαθόβουλο, τον Αρχιεπίσκοπο Πανάρετο (1827-1840), τον Μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιο (1844 -1864), τον Πάφου Νεόφυτο (1870-1888) οι οποίοι υπηρέτησαν επάξια τους αρχιεπισκοπικούς θρόνους της Κύπρου, τον ιστορικό και λόγιο Γεώργιο Λουκά, το μέγα ιεροψάλτη Στυλιανό Χουρμούζιο, τον φιλόλογο Θεόδωρο Νεστορίδη, ο οποίος ίδρυσε Ελληνικό Σχολείο στη Σμύρνη και αργότερα το Νεστορίδειο Γυμνάσιο στην Αθήνα, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Με την εξασφάλιση από την Υψηλή Πύλη, γύρω στα 1700, «Φιρμανίου» της Ιεράς Μονής του Τιμίου Σταυρού, τόσο η «Ιερά Μονή» όσο και η «Ελληνική Σχολή Ομόδους», ήκμασαν μέσα στους σκοτεινούς χρόνους της τουρκοκρατίας και έγιναν θρησκευτικά, αλλά και εκπαιδευτικά Κέντρα της περιοχής. Έτσι το Όμοδος πρωτοπόρησε στα ελληνικά γράμματα, όπως μαρτυρούν στα βιβλία τους η Αθηνά Ταρσούλη και η Αγνή Μιχαηλίδου.
Τα δραματικά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 συνιστούν αδιάψευστη μαρτυρία και αμάχητο τεκμήριο ότι η Κύπρος κατά την τουρκοκρατία είχε διατηρήσει «άσπιλο και αμόλυντο» τον ελληνικό της χαρακτήρα. Αλλά και τον πρωταγωνιστικό-εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Αγρυπνούσα και γρηγορούσα η Εκκλησία της Κύπρου υπήρξε η ζωογόνος δύναμη θάρρους και εγκαρτέρησης του Ελληνισμού της Κύπρου, ο οποίος διερχόμενος μέσα από την καταπίεση και τα μαρτύρια κατακτήσεων και δουλείας, διατήρησε αναλλοίωτη την εθνική και θρησκευτική του φυσιογνωμία.
Σήμερα που το Κυπριακό πρόβλημα εισήλθε σε επικίνδυνες ατραπούς, που τα αδιέξοδα έχουν συσσωρευθεί και χρονοδιαγράμματα και απειλή επιδιαιτησίας πλανώνται και απειλούν τον λαό μας και τη φυσική και εθνική επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, σήμερα παρά ποτέ χρειαζόμαστε το αγωνιστικό σύμβολο θυσίας της 9ης Ιουλίου 1821. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά οφείλουμε να στραφούμε προς τις αγωνιστικές της παρακαταθήκες. Η σημερινή κρίσιμη εθνική και πολιτική συγκυρία απαιτεί εμμονή σε στόχους και αρχές και διεκδικητική πολιτική.
Η τιμή στην 9η Ιουλίου και τους μάρτυρες της δεν μπορεί να εξαντλείται σε ομιλίες, επιμνημόσυνες δεήσεις και λόγους. Απότιση τιμής στη μνήμη τους σημαίνει να αντλούμε παράδειγμα από τη θυσία τους και να σηκώνουμε με σεβασμό την Κιβωτό με τις εντολές τους.
Τριάντα οκτώ χρόνια από την εθνική τραγωδία του 1974, το καθήκον μας είναι να παραμείνουμε σε εγρήγορση, κινητοποίηση σε όλη την κλίμακα του Ελληνισμού για τη διασφάλιση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων της πατρίδας και του λαού μας. Δεν είμαστε ούτε αρνητικοί, ούτε απορριπτικοί. Αλλά με σαφήνεια πρέπει να δώσουμε το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να συναινέσουμε σε εθνικό αυτοχειριασμό.
Τριάντα οκτώ χρόνια μετά από την προδοσία και το έγκλημα ενάντια στην πατρίδα μας και τεσσεράμισι χρόνια από την έναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων, το Κυπριακό βρίσκεται χωρίς αμφιβολία σε δεινή θέση. Οι συνομιλίες βρίσκονται σε τέλμα και αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής κακοπιστίας και αδιαλλαξίας ενώ η Τουρκία εμφανίζεται ως ουδέτερος τρίτος, ως «αθώα περιστερά» και ως δήθεν επειγόμενη για λύση.
Οι προτάσεις για εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφο, παραμονή πενήντα χιλιάδων εποίκων, παραχώρηση των τεσσάρων ελευθεριών της ΕΕ σε Τούρκους υπηκόους, και οι θέσεις της πλευράς μας για το περιουσιακό, κινδυνεύουν να αποτελέσουν οριστικό κεκτημένο για την τουρκική πλευρά. Ταυτόχρονα, αντί να αποδοκιμάζεται και να καταδικάζεται η τουρκική πλευρά, αντιμετωπίζουμε πιέσεις και εκβιασμούς, ενώ απροκάλυπτες είναι οι απειλές της Άγκυρας εναντίον των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας οδυνηρής πραγματικότητας. Καλούμε σε επαγρύπνηση, συστράτευση και κινητοποίηση για την ανακοπή της επικίνδυνης πορείας. Ο κίνδυνος επανόδου ενός σχεδίου λύσης στις παραμέτρους του Σχεδίου Ανάν είναι υπαρκτός.
Από το ετήσιο αυτό μνημόσυνο των μαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821, διακηρύσσουμε ότι δεν πρόκειται να συμφιλιωθούμε με αυτή την επικίνδυνη και ζημιογόνα πορεία. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για λύση λειτουργική και βιώσιμη στηριγμένη στις αρχές του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, λύση που θα διασφαλίζει τη φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.
Αυτή είναι η υπόσχεση μας προς τους κληρικούς και τους προκρίτους που τιμούμε και μνημονεύουμε σήμερα. Αυτή είναι η υπόσχεση μας προς τον Ηγούμενο-Οικονόμο Δοσίθεο. Πως η Κύπρος δεν θα γονατίσει και δεν θα υποκύψει στη βία, το άδικο και την αυθαιρεσία. Πως θα αγωνιστούμε όπως Εκείνοι ήθελαν για να μην περάσουν τα αποτελέσματα της προδοσίας, της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Το μήνυμα είναι και σήμερα αναλλοίωτο και διαχρονικό όπως το αποτύπωσε ο Βασίλης Μιχαηλίδης:
« Η ρωμιοσύνη εν φυλή
Συνότζιαιρη του κόσμου,
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη,
Κανένας γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη».