22/6/12

Ομιλία της Υπουργού Εξωτερικών δρος Ερατούς Κοζάκου-Μαρκουλλή σε εκδήλωση του Κυπριακού Κέντρου Μελετών για την Αμμόχωστο, χθες 22/06/2012

Κύριε Δήμαρχε,
Αγαπητοί Αμμοχωστιανοί,
Κυρίες και κύριοι,
Αποτελεί ιδιαίτερη συγκίνηση για μένα να συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση του Κυπριακού Κέντρου Μελετών με θέμα: “H Αμμόχωστος ως πτυχή του κυπριακού προβλήματος και η εφαρμογή των ψηφισμάτων 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ”. Είναι επίσης ιδιαίτερη τιμή που σήμερα θα ανταλλάξουμε απόψεις για την Αμμόχωστο με τον πολύπειρο Δήμαρχο της πόλης και φίλο Αλέξη Γαλανό.
Θα ήθελα επίσης να διαβεβαιώσω τον υπέροχο κόσμο της Αμμοχώστου, που για 38 χρόνια βλέπει τη σκλαβωμένη πόλη του ερειπωμένη και απόμακρη από τη θαλπωρή και ζωντάνια των κατοίκων της, ότι θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε με σθένος μέχρις ότου η κατοχική Τουρκία αντιληφθεί ότι η συμμόρφωση της με τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της είναι μονόδρομος.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις, από το 1974 μέχρι σήμερα, θέτουν επιτακτικά στη διεθνή κοινότητα την ιδιαιτερότητα και την προτεραιότητα της επιστροφής της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της και την άμεση συμμόρφωση της Τουρκίας με τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμφωνίες Κορυφής. Δυστυχώς, όπως και στις άλλες όλες πτυχές της κατοχής, η Τουρκία περιφρονεί και αλαζονικά συνεχίζει να παραβιάζει διεθνείς νόμους και ψηφίσματα με τη συμπεριφορά ενός διεθνούς εγκληματία που αισθάνεται ότι λόγω ισχύος μπορεί να διαφύγει την τιμωρία.
Η Βαρωσιώτισσα Αγνή Μιχαηλίδου στο βιβλίο της “To παλιό Βαρώσι”, το οποίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, περιγράφει, μεταξύ άλλων, τις πολύ καλές σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων της Αμμοχώστου μετά την κατάργηση της απαγόρευσης εγκατάστασης Χριστιανών στην παλιά πόλη στα τέλη του 19ου αιώνα.
O πατέρας της Μιχαλάκης Λουϊζίδης κατόρθωσε το 1905 να καθαρίσει και να επαναλειτουργήσει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου που μέχρι τότε οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποιούσαν ως στάβλο. Στον καθαρισμό της εκκλησίας βοήθησαν και πολλοί Τουρκοκύπριοι. Αναφέρεται στο βιβλίο: «Σκάμνοι και πάγκοι κατασκευάστηκαν από τον Τούρκο εργολάβο Κιαμίλι - χαμάλπασιη του λιμανιού- από θαυμάσιο ξύλο που εκείνος ο ίδιος διέθεσε. Όταν ρωτήθηκε από τον πατέρα μου τι του ώφειλαν; η απάντησης ήταν: “Nτροπή αφεντικό. Από ποιόν να πάρω χρήματα, από σένα ή από τον Άγιο;”»
Αυτό το παράδειγμα δικοινοτικής συνεργασίας από την Αμμόχωστο των αρχών του περασμένου αιώνα για την επαναλειτουργία ενός θρησκευτικού μνημείου που για πάνω από 300 χρόνια παρέμενε παραμελημένο, μπορεί να μας δώσει θάρρος και ελπίδα ότι το σημερινό όραμα για μια ελεύθερη Αμμόχωστο σε μια επανενωμένη πατρίδα μπορεί να εκπληρωθεί.
Σ΄ αυτό το όραμα, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι της πόλης της Αμμοχώστου θα εργάζονται μαζί για την αποκατάσταση του ξακουστού της μεγαλείου, θα οικοδομήσουν εκείνες τις γέφυρες συνεργασίας που θα συμβάλουν στην άρση του σημερινού αδιεξόδου και θα φέρουν τον αέρα της ελπίδας για την επανένωση της Κύπρου, έναν αέρα που θα φέρει τη μυρωδιά των γιασεμιών και των λεμονανθών της πόλης του Ευαγόρα.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό το όραμα απαραίτητο προαπαιτούμενο είναι να μετακινηθεί ο μέχρι σήμερα «ασήκωτος βράχος» της τουρκικής αδιαλλαξίας και προκλητικότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Η μακραίωνη ιστορία της Αμμοχώστου συνδυάζει εκφάνσεις μεγαλείου και τραγωδίας. Στις αρχές του 13ου αιώνα η Αμμόχωστος, φυσική διάδοχος της Έγκωμης και της Σαλαμίνας, αποτελούσε το πιο πλούσιο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Χαρακτηριστικό του μεγαλείου της είναι η θρυλούμενη λειτουργία 365 εκκλησιών, μιας για κάθε μέρα του χρόνου. Ο περιηγητής Λούντολφ Φον Ζούχεν (Ludolf Von Suchen) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα κοσμήματα της προίκας της κόρης ενός Αμμοχωστιανού εμπόρου της εποχής ήταν πιο εντυπωσιακά από τα κοσμήματα της βασίλισσας της Γαλλίας.
Πίσω από τα αιώνια τείχη της, που αποτέλεσαν το σκηνικό του φημισμένου «Οθέλλου», οι Βενετοί και οι Κύπριοι υπερασπιστές της πόλης αντιστάθηκαν ηρωικά στους Οθωμανούς εισβολείς σε μια πολιορκία που συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη της εποχής. Στον περίλαμπρο γοτθικό καθεδρικό του Αγίου Νικολάου οι Λουζινιανοί μονάρχες ανακηρύσσονταν βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ, ενώ μπροστά από τον ίδιο ναό η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο παρέδωσε το νησί στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας το Φεβρουάριο του 1489.
Η δόξα της πόλης συνδυάστηκε πολλές φορές με την τραγωδία: η εισβολή των Γενουατών το 1374 και ο ενενηντάχρονος αποκλεισμός της πόλης από την υπόλοιπη Κύπρο την οδήγησε σε παρακμή, ενώ η Οθωμανική κατάληψη επέφερε τον απόλυτο μαρασμό. Ο πρώτος Βρετανός Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου Σερ Γκάρνετ Γουόλσλυ αποκαλεί την Αμμόχωστο του 1878 μια «ρημαγμένη πόλη».
Όμως και πάλι η Αμμόχωστος αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της. Η εμβάθυνση και η ανακαίνιση του λιμανιού της το 1905 και η δημιουργία την ίδια χρονιά του κυπριακού κυβερνητικού σιδηροδρόμου που ξεκινούσε από την περιοχή της Ευρύχου και κατέληγε στην Αμμόχωστο, οδήγησαν την πόλη σε μια νέα περίοδο ακμής και πρωτοπορίας. Η Αμμόχωστος έγινε σταδιακά η πιο κοσμοπολίτικη πόλη του νησιού.
Το Βαρώσι, όπου εκτοπίστηκαν οι Χριστιανοί κάτοικοι της παλιάς πόλης μετά την Οθωμανική κατάληψη του 1571, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη ολόκληρης της Κύπρου. Η οικονομική ανάπτυξη της πόλης συνέβαλε στην άνθιση των γραμμάτων και του πολιτισμού. Το «Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου» και ο «Φιλόπτωχος Σύλλογος Ελληνίδων» ανέπτυξαν σπουδαίο ανθρωπιστικό έργο, μοναδικές καλλιτεχνικές δραστηριότητες και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ισότητας των γυναικών στον τόπο μας.
Το «Αναγνωστήριο Ανόρθωσις», που ιδρύθηκε το 1911, έμελλε να αποτελέσει διά της ποδοσφαιρικής του ομάδας σημαντικό συνεκτικό κρίκο των Βαρωσιωτών μετά την προσφυγοποίηση του 1974 και να γράψει μερικές από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας του κυπριακού ποδοσφαίρου. Σπουδαίοι καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι όπως οι ζωγράφοι Γεώργιος Πολυβίου Γεωργίου, Τηλέμαχος Κάνθος και Γεώργιος Σκοτεινός, ο προσωπικός φίλος του Γιώργου Σεφέρη Ευάγγελος Λουζος και ο λογοτέχνης Γεώργιος Φιλίππου Πιερίδης συνέδεσαν ανεξίτηλα το όνομα τους με τη λεμονανθούσα. Τα σχολεία του Βαρωσιού αποτελούσαν πρότυπα εκπαίδευσης για ολόκληρο το νησί.
Τα Ανθεστήρια και η Γιορτή του Πορτοκαλιού ήταν επίσης σημεία αναφοράς. Η σαγηνευτική μυρωδιά της πορτοκαλιάς και του γιασεμιού, οι ανεμόμυλοι και οι κρυσταλλένιες παραλίες αιχμαλώτιζαν τους επισκέπτες. Η ακμή της συνεχίστηκε ραγδαία και στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Στις παραμονές της τουρκικής εισβολής του 1974 οι μισές διανυκτερεύσεις ξένων επισκεπτών στην Κύπρο γίνονταν στα πολυάριθμα ξενοδοχεία της Αμμοχώστου ενώ από το λιμάνι της διεξαγόταν το 48.6% του εισαγωγικού εμπορίου και το 42.7% του εξαγωγικού εμπορίου της Κύπρου.
Αυτή είναι η Αμμόχωστος της καρδιάς μας, η Αμμόχωστος της νιότης της δικής μου γενιάς, την οποία το 1974 ο Τούρκος εισβολέας μετέτρεψε σε μια «πόλη φάντασμα», επειδή θεώρησε ότι θα μπορούσε να την παζαρέψει για να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα της παράνομης εισβολής του. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, μετά από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς της πόλης, οι περίπου 37,000 Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της υποχρεώθηκαν να την εκκενώσουν για να σωθούν από τη βαρβαρότητα του Αττίλα. Για σχεδόν 38 χρόνια μια πόλη που αποτελεί από το 2004 έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει όμηρος της επεκτατικής πολιτικής της υποψήφιας προς ένταξη Τουρκίας.
Οι συνέπειες αυτής της απαράδεκτης βαρβαρότητας για την ίδια την πόλη αποτελούν βάναυση προσβολή κατά του ευρωπαϊκού και του οικουμενικού φιλελεύθερου πνεύματος. Η κατάσταση στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου περιγράφεται με παραστατικότητα στην έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου για την Αμμόχωστο που δημοσιοποιήθηκε το 2008 σε συνέχεια της διερευνητικής αποστολής στην Κύπρο το Νοέμβριο του 2007: “Aπό τον φράκτη που αποτρέπει τους πεζούς να έχουν πρόσβαση στο Βαρώσι, τα παραλιακά ξενοδοχεία, τα διαμερίσματα και τα εστιατόρια δεν είναι τίποτε περισσότερο από σαθρούς σκελετούς από μπετόν- τεράστιες αστικές ταφόπλακες που στέκονται αποφασιστικά ενάντια στο πέρασμα του χρόνου.
Οι αναμνήσεις και οι ψυχές των προηγούμενων κατοίκων τους, με πολλούς από τους οποίους συναντήθηκαν τα μέλη της Επιτροπής, κατοικούν ακόμη αυτούς τους τοίχους. Η φύση κατέχει επίσης τα Βαρώσια. Δέντρα και θάμνοι έχουν βλαστήσει μέσα από τα σπασίματα των φθαρμένων οδικών αρτηριών, όπου το έδαφος έχει βυθιστεί και έχει γεμίσει το υπόγειο αποχετευτικό σύστημα. Γάτες και τρωκτικά περιφέρονται στα στενά. Οι εκκλησίες έχουν υποστεί την ίδια μοίρα όπως τα άλλα κτήρια: βεβηλώθηκαν και αφέθηκαν να αποτελούν σιωπηλούς μάρτυρες της κάποτε επικρατούσας Χριστιανικής κοινότητας. Σχολεία και παιδικά πάρκα παραμένουν επίσης εγκαταλελειμμένα”.
Αυτά είναι τα «κατορθώματα» της κατοχικής Τουρκίας που κατά τα άλλα εμφανίζεται ως γέφυρα Ανατολής και Δύσης, ως ισλαμικό κράτος πρότυπο που επιδιώκει δήθεν «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες του και βεβαίως ως χώρα που αυτοδιαφημίζεται ως μοντέλο προς μίμηση. H θλιβερή μοίρα της Αμμοχώστου αποδεικνύει περίτρανα πόσο εσφαλμένοι είναι αυτοί οι ισχυρισμοί. Τέτοια μοντέλα προορίζονται μόνο προς αποφυγή και οι φίλοι μας στον Αραβικό κόσμο, οι λαοί των οποίων καταδυναστεύθηκαν στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οραματίζονται αλλαγές στις κοινωνίες τους που θα τους δώσουν περισσότερη δημοκρατία και ελευθερίες και όχι διαιώνιση επεκτατικών και απηρχαιωμένων πολιτικών στρατιωτικής υπεροχής και κατοχής.
Η ευθύνη της κατοχικής Τουρκίας για το status quo εντός της περιφραγμένης πόλης των Βαρωσίων αναφέρεται ρητά σε όλες τις εκθέσεις του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
Τον Νοέμβριο του 1986 η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο παρατήρησε ότι σε αριθμό φοιτητών στις κατεχόμενες περιοχές δόθηκε χώρος διαμονής σε οικήματα εντός της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσιών. Παρά τα έντονα διαβήματα των Ηνωμένων Εθνών προς τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής και τις διαβεβαίωσεις ότι επρόκειτο για προσωρινή κατάσταση, το status quo δεν αποκαταστάθηκε.
Είναι γι΄ αυτό που στις 11 Μαρτίου 1987 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών απέστειλε επιστολή και χάρτη στον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, στον οποίο καθορίζεται η περίμετρος της περίκλειστης περιοχής και οι δραστηριότητες εντός της περιοχής οι οποίες, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη αποτελούν το status quo όπως έχει καταγραφεί από τα Ηνωμένα Έθνη.
Καταδείχθηκε επίσης από τον Γενικό Γραμματέα ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τις τουρκικές δυνάμεις στη διακίνηση της UNFICYP μέσα στην περίκλειστη περιοχή παρεμποδίζουν την ικανότητα της να ασκήσει τις υποχρεώσεις της και να ενημερώνει το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Προσπάθειες των κατοχικών δυνάμεων να παραπέμψουν την ευθύνη της περιοχής στις λεγόμενες τουρκοκυπριακές αρχές απορρίφθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη κατηγορηματικά τόσο το 1987 όσο και το 1990 όταν στις 19 Ιουλίου η τουρκική κυβέρνηση μεταβίβασε την ευθύνη για την ασφάλεια της περιφραγμένης περιοχής στις λεγόμενες τουρκοκυπριακές δυνάμεις ασφαλείας. Έκτοτε ο Γενικός Γραμματέας σε όλες του τις εκθέσεις προς το Συμβούλιο Ασφαλείας καταγράφει τη θέση των Ηνωμένων Εθνών ότι θεωρεί την τουρκική κυβέρνηση υπεύθυνη για διατήρηση του status quo της περιοχής.
Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και στην πιο πρόσφατη έκθεση του Νοεμβρίου του 2011. Η τουρκική κυβέρνηση και ο τουρκικός στρατός, και όχι η υποτελής τοπική διοίκηση των κατεχομένων, έχουν την απόλυτη ευθύνη για την όλη κατάσταση που επικρατεί και για τη μη εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το ζήτημα της κλειστής πόλης των Βαρωσίων αποτελεί αναντίλεκτα μια από τις κεφαλαιώδεις πτυχές του κυπριακού προβλήματος. Η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νομίμους κατοίκους της αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την πλευρά μας στη συζήτηση του εδαφικού. Καμία λύση του Κυπριακού δεν θα γίνει αποδεκτή χωρίς σημαντικές εδαφικές αναπροσαρμογές που θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νομίμους κατοίκους της υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση.
Παράλληλα, αγωνιζόμαστε με σθένος για να εφαρμοστεί στην πράξη η προτεραιότητα της επιστροφής της πόλης του Ευαγόρα στους νομίμους κατοίκους της χωρίς διασύνδεση με τη λύση του Κυπριακού, όπως ρητά προνοείται από τη Συμφωνία Κορυφής Κυπριανού- Ντενκτάς του 1979 και τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 550 του 1984 και 789 του 1992.
Η Συμφωνία Κορυφής Κυπριανού- Ντενκτάς στις 19 Μαΐου 1979 στο σημείο 5 προβλέπει, συγκεκριμένα, όπως δοθεί προτεραιότητα στη συμφωνία για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και ότι αυτή η συμφωνία θα εφαρμοζόταν χωρίς να αναμένεται το αποτέλεσμα των συνομιλιών σε άλλες πτυχές του Κυπριακού. Η συμφωνία υιοθετήθηκε σε Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με πρώτο το Ψήφισμα 451 του 1979.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας, το κατεξοχήν σώμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών επιφορτισμένο από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, σε δυο πολύ σημαντικά Ψηφίσματα του για το Κυπριακό περιέλαβε ρητές πρόνοιες για το ζήτημα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου.
Το Ψήφισμα 550 του 1984 καταδικάζει ως απαράδεκτες τις απόπειρες εποικισμού οποιουδήποτε τμήματος των Βαρωσίων από άτομα άλλα από τους νομίμους κατοίκους του και ζητά τη μεταβίβαση της περίκλειστης περιοχής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Στο Ψήφισμα 789 του 1992 προτείνεται επίσης ως Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης να τεθούν τα Βαρώσια υπό τον έλεγχο της Ειρηνευτικής Δύναμης με στόχο την εφαρμογή του ψηφίσματος 550 του 1984.
Οι ευθύνες της Τουρκίας για τη μη εφαρμογή του Ψηφίσματος 789 καταδείχθηκαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο σε έκθεση του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι, το Μαΐο του 1994, στην οποία η μη πρόοδος αποδίδεται ρητά στην «έλλειψη πολιτικής βούλησης από την τουρκοκυπριακή πλευρά».
Τα δυο αυτά σημαντικότατα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας αποσυνδέουν ουσιαστικά το ζήτημα της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων από την επίλυση του Κυπριακού και δίδουν προτεραιότητα στην επιστροφή της πόλης στους νομίμους κατοίκους της κάτω από τη Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να αψηφά τις υποχρεώσεις που εκπορεύονται από αυτά τα ψηφίσματα αποτελεί τρανταχτή απόδειξη της τουρκικής αδιαλλαξίας και προκλητικότητας, την οποία καταγγέλλουμε διεθνώς σε κάθε περίπτωση.
Το ζήτημα της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσίων αποτελεί επίσης ένα ζήτημα σφοδρής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων των Αμμοχωστιανών επιβεβαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, στην απόφαση για την υπόθεση της Μύρας Ξενίδη Αρέστη το 2006, που αφορά περιουσία που βρίσκεται εντός της περιφραγμένης περιοχής.
Το γεγονός ότι η πρόσβαση στην πόλη είναι πλήρως απαγορευμένη παραβιάζει επίσης το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας διακίνησης. Η προκλητικότητα του κατοχικού καθεστώτος αποδείχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις: σε πληθώρα εκθέσεων του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών καταγγέλλονται οι περιορισμοί στις περιπολίες των Ειρηνευτών μέσα στην περίκλειστη πόλη. Κατά την επίσκεψη των μελών της διερευνητικής αποστολής της Επιτροπής Αναφορών για την Αμμόχωστο το 2007 ο κατοχικός στρατός αρνήθηκε πεισματικά να δώσει οποιαδήποτε απάντηση στο αίτημα τους για να την επισκεφθούν. Τον Μάρτιο του 2011 ο κατοχικός στρατός δεν δίστασε να θέσει υπό κράτηση τέσσερεις Ευρωβουλευτές που εισήλθαν εντός της περιφραγμένης πόλης για να επισκεφθούν την εκκλησία της Αγίας Ζώνης.
Η στάση αυτή της Τουρκίας καταστρατηγεί κάθε έννοια δικαίου και καταδεικνύει την παντελή της περιφρόνηση προς τα Ηνωμένα Έθνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει επίσης το θερμό του ενδιαφέρον για την Αμμόχωστο και έχει υπογραμμίσει σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη η Τουρκία να συμμορφωθεί με τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η γραπτή δήλωση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η οποία με την υπογραφή της από τον απαραίτητο αριθμό Ευρωβουλευτών απέκτησε το καθεστώς ψηφίσματος, καταδεικνύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συμπαράσταση στο ζήτημα της Αμμοχώστου ως ένα ζήτημα προτεραιότητας το οποίο θα «διευκόλυνε τις προσπάθειες για μια συνολική επίλυση του κυπριακού προβλήματος».
Στο Ψήφισμα της 26ης Μαρτίου 2012 επί της Έκθεσης Προόδου για την Τουρκία το 2011 η Τουρκία καλείται επίσης να μεταφέρει τον έλεγχο της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη σύμφωνα με το Ψήφισμα 550 (1984). Η εξίσου σημαντική έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του 2008 προτρέπει επίσης στην εφαρμογή του Ψηφίσματος 550 χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση και ζητά από την Τουρκία να αποσύρει τις κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις της από την Κυπριακή Δημοκρατία, που αποτελεί επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεκινώντας με την επιστροφή του περιφραγμένου τμήματος της Αμμοχώστου στους νομίμους κατοίκους της σύμφωνα με το Ψήφισμα 550.
Τα Ψηφίσματα αυτά καταδεικνύουν ότι το Ευρωκοινοβούλιο, του οποίου ο ρόλος με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχει ενισχυθεί σημαντικά, δεν ξεχνά ότι η Τουρκία εξακολουθεί να καταπατεί Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Καταδεικνύουν επίσης ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα «φαντάσματα» του παρόντος της και ότι το ζήτημα της Αμμοχώστου αποτελεί προτεραιότητα που δεν πρέπει να συνδέεται με τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού.
Όπως προανέφερα, όλες οι Κυπριακές Κυβερνήσεις, μετά το 1974, έθεσαν ως προτεραιότητα την επιστροφή της Αμμοχώστου και την επανεγκατάσταση των νόμιμων κατοίκων στην πόλη τους. Δυστυχώς, όλες οι προσπάθειες, περιλαμβανομένου και του πακέτου Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης του 1993, που προωθήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ επί διακυβέρνησης Γλαύκου Κληρίδη, απέτυχαν λόγω της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς.
Τόσο η Κυβέρνηση του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου όσο και η παρούσα Κυβέρνηση κατέβαλαν έντονες προσπάθειες για να ανακινήσουν το ζήτημα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου. Επιστέγασμα της προσπάθειας της Κυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια αποτέλεσε το τρίπτυχο προτάσεων που υπέβαλε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2010 για να δοθεί νέα ώθηση στις διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού.
Στην πρόταση περιλαμβάνεται η παράδοση της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ψηφίσματος 550 (1984).
Παράλληλα με την ανοικοδόμηση της πόλης των Βαρωσίων, προβλέπεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει την αποκατάσταση των μνημείων της μεσαιωνικής πόλης της Αμμοχώστου, που αποτελεί μνημείο μεγάλης σημασίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Επιπρόσθετα, η πρόταση περιλαμβάνει το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου και τη λειτουργία του υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να γίνει δυνατή η νόμιμη διεξαγωγή εμπορίου μέσω του λιμανιού.
Οι πρόνοιες αυτές θα ωφελούσαν επίσης τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, εφόσον το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου ουσιαστικά δίνει στην Τουρκία την ευκαιρία να ξεφύγει από τα αδιέξοδα της πολιτικής της στο Κυπριακό, τη στείρα και χαλκευμένη ρητορεία περί «απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων» και να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις που πηγάζουν από το πρόσθετο Πρωτόκολλο της Άγκυρας.
Η ενέργεια αυτή θα οδηγούσε στο άνοιγμα των ενταξιακών της κεφαλαίων που έχουν παγώσει με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Δεκέμβριο του 2006 εξαιτίας της άρνησης της να εφαρμόσει το εν λόγω Πρωτόκολλο.
Η εποικοδομητική πρόταση του Προέδρου Χριστόφια, που δίνει ουσιαστικά οφέλη σε όλους τους εμπλεκόμενους, όχι μόνο εξακολουθεί να είναι στο τραπέζι, αλλά και με κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνεται και επαναβεβαιώνεται, όπως πολύ πρόσφατα έχει γίνει από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέσω των Ηνωμένων Εθνών.
Δυστυχώς, όμως, προσκρούει μέχρι στιγμής στην τουρκική αδιαλλαξία. Σημειώνεται ότι πολλές ξένες Κυβερνήσεις αποτίμησαν θετικά την πρωτοβουλία αυτή, κρίνοντας ότι έχει τη δυνατότητα να υποβοηθήσει στην άρση των αδιεξόδων στα οποία έχει εισέλθει το Κυπριακό σήμερα. Η εφαρμογή της θα δημιουργήσει συνθήκες συνεργασίας και καλλιέργειας αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου, καθώς και μια οικονομική ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας προς όφελος και των δύο κοινοτήτων.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να τονίσω ότι οποιεσδήποτε προκλητικές μονομερείς ενέργειες ή προθέσεις της κατοχικής Τουρκίας, υπό φημολογούμενα Σχέδια Β’ για άνοιγμα της περίκλειστης πόλης υπό δήθεν «τουρκοκυπριακή διοίκηση», βρίσκονται εκτός του πλαισίου των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και κάθε έννοιας της διεθνούς νομιμότητας.
Παρόμοιες δήθεν «προτάσεις» για την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου είχαν υποβληθεί και στο παρελθόν αλλά ήταν θνησιγενείς όχι γιατί βρίσκονταν εκτός των πλαισίων των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά συνοδεύονταν πάντοτε με σειρά απαράδεκτων προϋποθέσεων που είχαν ως στόχο την ενίσχυση της αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων και την ακύρωση των δικαιωμάτων των νόμιμων κατοίκων.
Συνεπώς, η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν πρόκειται να αποδεχθεί οποιαδήποτε μονομερή τουρκική ενέργεια η οποία θα παραβιάζει τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας και θα αποτελέσει στην πραγματικότητα πρόσχημα για τον εποικισμό της πόλης. Έχουμε ήδη ζητήσει επίσημα από τα Ηνωμένα Έθνη να μας ενημερώνουν επί εβδομαδιαίας βάσεως για την οποιαδήποτε αλλαγή του status quo στην περιφραγμένη περιοχή των Βαρωσίων. Έχουμε επίσης καταστήσει σαφές σε πολλούς αποδέκτες, εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ότι οποιαδήποτε ενέργεια της Τουρκίας στην Αμμόχωστο που θα παραβιάζει τα ψηφίσματα 550 και 780 θα έχει σοβαρές συνέπειες, κατά πρώτο λόγο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, αλλά και ευρύτερα.
Ο Ενετός Γενικός Προβλεπτής της Θάλασσας Antonio Lorendano σε περιγραφές του το 1476 αναφέρεται στην Αμμόχωστο «ως το κλειδί και την καρδιά της Κύπρου». Αυτό το ρόλο επιτελεί και σήμερα η Αμμόχωστος.
Η πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας για την πόλη παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για να ξεκλειδώσουν οι καρδιές που παραμένουν κλεισμένες για 38 χρόνια στους έρημους δρόμους του Βαρωσιού. Η τραγωδία αυτής της πόλης αποκαλύπτει με τρόπο απροκάλυπτο το αποκρουστικό πρόσωπο της τουρκικής κατοχής.
Η Τουρκία οφείλει επιτέλους να συμμορφωθεί με τις προσταγές του διεθνούς δικαίου και της ηθικής. Το ζήτημα της Αμμοχώστου αποτελεί μια βασική πτυχή του Κυπριακού και η επιστροφή της στους νόμιμους κατοίκους της ως προτεραιότητα αποτελεί μια διαχρονική επιδίωξη της πλευράς μας. Τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 550 και 789, καθώς και η πρόσφατη δήλωση του Ευρωκοινοβουλίου για την Αμμόχωστο, ενισχύουν σημαντικά την προσπάθεια αυτή.
Κυρίες και κύριοι,
Ο υπέροχος κόσμος της Αμμοχώστου αξίζει ένα καλύτερο μέλλον. Η θλίψη, το παράπονο και τα όνειρα των Βαρωσιωτών για την πόλη τους εκφράστηκαν χαρακτηριστικά από το μεγάλο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη στο ποίημα «Η αρχή ενός ειδυλλίου» από την ποιητική συλλογή «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα».
Απευθυνόμενος στην αγαπημένη του Αμμόχωστο, αναφέρει:
“Ξέρω πως λιώνεις μέσα στο μαρτύριο,
μια πόλη και να γίνεσαι φανταστική...
Δέ σε κοιτάνε μάτια, δε σε σκάβουν άνθρωποι,
Δέ σ’ αναθρέφουν ρόδα κι άταχτα παιδιά.
Πολλοί, γεμάτοι ελπίδα και ρηχά αισιόδοξοι,
όταν θα πάνε πίσω λένε να κοπιάσετε.
Προχθές ακόμη γέρο-πρόσφυγας μου λέει:
«Στην παλιογειτονιά μου δε γυρίζω,
Εκεί έχει φασαρία και αλητόπαιδα.
Όταν θα πάμε πίσω στην Αμμόχωστο,
κανόνισα και βρήκα σπίτι αλλού,
ανήκει σ’ έναν κύριο που απόθανε».
Θάνατοι πόσοι, πόση ελπίδα για το γυρισμό...
Εμείς οι δυο, το βλέπω, ακόμα δεν τελειώσαμε.”