Εισαγωγική ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στη συνέντευξη Τύπου για το Κυπριακό
21/03/2012
Σας καλωσορίζω στη σημερινή συνέντευξη Τύπου και μέσω σας θέλω να απευθύνω ένα θερμό χαιρετισμό στον κυπριακό λαό – Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες σχεδόν τέσσερα χρόνια από την έναρξη της παρούσας διαδικασίας των συνομιλιών. Με αυτή την ευκαιρία θεωρώ υποχρέωση μου να απευθυνθώ στους πολίτες, να τους ενημερώσω και για να εκφράσω τις απόψεις μου. Γιατί τελευταία γίνεται ένας μονόλογος κριτικής κατά των χειρισμών του Προέδρου της Δημοκρατίας – και εντός του Εθνικού Συμβουλίου και εκτός αυτού – και είμαι υποχρεωμένος, κατά τη δική μου εκτίμηση, να αποκαταστήσω πολλές αλήθειες. Ένας ακόμα λόγος που συνηγορεί προς τούτο είναι η κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο μετά την τελευταία τετραήμερη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου και οι επιθέσεις που δέχομαι εδώ και καιρό για τους χειρισμούς στο Κυπριακό. Η έκφραση όλων των απόψεων ελεύθερα αποτελεί στοιχειώδη κανόνα της δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή η δημοκρατία σημαίνει σεβασμό στο Σύνταγμα και στους θεσμούς και στην άποψη των άλλων στους οποίους ασκούμε κριτική.
Όπως είναι γνωστό, στις 15 και 17 Φεβρουαρίου καθώς στις 6 και 7 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου της οποίας η εικόνα ήταν ομολογουμένως απογοητευτική. Κατανοώ ότι οι πολίτες αναμένουν πολύ περισσότερα από όλους μας. Έχω πει επανειλημμένα ότι ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνω τις δικές μου ευθύνες. Είναι όμως αυτονόητο ότι η οικοδόμηση της ενότητας προϋποθέτει αλληλοσεβασμό, αλληλοεκτίμηση και ασφαλώς κοινές θέσεις. Αυτά είναι υπόθεση όλων. Όχι μόνο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Επειδή έχει γίνει λόγος περί δικών μου μονολόγων και περί ενόχλησης μου από τις επικρίσεις, θέλω να αναφέρω τα εξής: Η σύνοδος του Εθνικού Συμβούλιου ήταν τετραήμερη ακριβώς για να έχουν οι ηγέτες και οι εκπρόσωποι των κομμάτων στο Εθνικό Συμβούλιο απεριόριστο χρόνο για να αναλύσουν τις θέσεις τους. Εγώ μίλησα το πρωινό της πρώτης ημέρας και μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί ούτε καν αφέθηκα να δευτερολογήσω. Ο δημοκρατικός διάλογος δεν διασφαλίζεται μέσα από μονολόγους εκείνων που διαφωνούν, ούτε σημαίνει να κατηγορείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να μην έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το Εθνικό Συμβούλιο είναι ενήμερο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας για τα διαμειφθέντα και τα συμβάντα στις συνομιλίες. Και το εννοώ απόλυτα. Είναι ενήμερο το Εθνικό Συμβούλιο για όλα τα έγγραφα και για ό,τι έχει διαμειφθεί στις συνομιλίες. Οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν στα χέρια τους όλα τα έγγραφα που καταθέσαμε καθώς και τα έγγραφα των συγκλίσεων. Παρόλα αυτά μου προσάπτεται κατηγορία ελλιπούς ενημέρωσης ενώ πολλές φορές γίνεται επίκληση εσφαλμένων ή και παραποιημένων πληροφοριών για να προσαφθούν κατηγορίες στoν Πρόεδρο που εκπροσωπεί τη δική μας πλευρά.
Δεν με ενοχλούν οι επικρίσεις. Έχω πλήρη σεβασμό προς όλες τις απόψεις. Επιζητώ τον διάλογο και τον συλλογικό προβληματισμό. Άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου. Όχι οι ατέρμονες συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις. Αλλά η συλλογική συζήτηση και η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ενότητας στη βάση κοινών θέσεων και, θα πρόσθετα, και κοινών στόχων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στη τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου κατέθεσα συγκεκριμένη πρόταση από τρία σημεία στη βάση της οποίας θα μπορούσαμε όλοι μαζί να εκφράσουμε κάποιες κοινές θέσεις. Αυτή η πρόταση περιελάμβανε την επαναβεβαίωση του Κοινού Ανακοινωθέντος του Εθνικού Συμβουλίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2009, τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και κατά τη διάρκεια της Κυπριακής Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ΕΕ και την ανάληψη από κοινού (Κυβέρνηση, Βουλή, κόμματα) διεθνούς εκστρατείας για την αντιμετώπιση της αρνητικής και προκλητικής στάσης της Τουρκίας. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε αποδεκτό και επιχειρήθηκε μέσα από λογικές πλειοψηφίας να παρακαμφθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Θέλω να υπενθυμίσω ότι το Εθνικό Συμβούλιο είναι συμβουλευτικός θεσμός. Αν καταλήξει σε ομόφωνες αποφάσεις και ο Πρόεδρος διαφωνεί, τότε μπορεί αν το θέλει να διεξάγει δημοψήφισμα. Τα περί πλειοψηφίας στο Εθνικό Συμβούλιο και περί αποφάσεων της πλειοψηφίας είναι εκτός πραγματικότητας και είναι και αντιθεσμικά. Δεν είναι δυνατόν να επιδιώκεται ακύρωση Προέδρου που έχει εκλεγεί απευθείας από τον λαό. Απόδειξη ότι το Εθνικό Συμβούλιο είναι συμβουλευτικό Σώμα είναι η απόφαση του αείμνηστου Προέδρου Κυπριανού για τέσσερα χρόνια, μεταξύ 1985-1988, να μην συγκαλεί το Εθνικό Συμβούλιο και να διαβουλεύεται ξεχωριστά με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων. Απόδειξη του γεγονότος ότι το Εθνικό Συμβούλιο είναι συμβουλευτικό Σώμα είναι οι πάμπολλες φορές που ο Πρόεδρος Κληρίδης έκλεινε τις συνεδρίες του Εθνικού Συμβουλίου μετά από πολλή διαβούλευση, συζήτηση και αντιπαραθέσεις λέγοντας «κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ, σας άκουσα και να πάτε στο καλό». Επί Χριστόφια ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Προσπαθώ, μέχρις εσχάτων, να πετύχουμε κοινές θέσεις και συναντίληψη. Βεβαίως για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξει και η κοινή θέληση και βούληση. Όταν έρχεται η λεγόμενη πλειοψηφία του Εθνικού Συμβουλίου να επιβάλει στον Πρόεδρο, σώνει και καλά, τη θέληση της ότι «πρέπει να κάνεις αυτό και αυτό, διαφορετικά θα πάρουμε απόφαση ως πλειοψηφία να σε ακυρώνουμε», ο Πρόεδρος, επειδή ακριβώς πρέπει να υπερασπιστεί τους θεσμούς και την έννομη τάξη, δεν μπορεί να δεχθεί τέτοιες αποφάσεις της λεγόμενης πλειοψηφίας. Είπα στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου ότι «αν θέλετε να πάρετε απόφαση πλειοψηφίας μπορείτε να φύγετε από εδώ, να πάτε στα γραφεία σας, να πάτε όπου θέλετε εκτός του Προεδρικού Μεγάρου και του χώρου αυτού και να πάρετε τις όποιες αποφάσεις θέλετε». Αλλά αυτές οι αποφάσεις της λεγόμενης πλειοψηφίας δεν δεσμεύουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό πρέπει να το κάνω ξεκάθαρο. Διότι ήθελαν, ενώπιον μου, να πάρουν απόφαση πλειοψηφίας που να λέει ότι ο Πρόεδρος έχει παραβιάσει την κοινή θέση και την κοινή ανακοίνωση και απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2009. Και να συνεχίσουμε λέγοντας ότι παραμένει η βάση για την περαιτέρω συζήτηση του Κυπριακού. Και αντιλαμβάνεστε ότι ο Πρόεδρος φυσιολογικά δεν μπορεί να δεχθεί κάτι τέτοιο.
Προχθές δόθηκε στη δημοσιότητα η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την πορεία των συνομιλιών. Η Έκθεση επιβεβαιώνει ότι η κατάσταση στις συνομιλίες δεν είναι καλή. Εμείς έχουμε ήδη εκφράσει την ετοιμότητά μας να συνεχίσουμε την προσπάθεια. Αυτό που απαιτείται είναι όπως και η τουρκοκυπριακή πλευρά συνεργαστεί για λύση σεβόμενη τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί, κάτι που δυστυχώς αρνείται να πράξει.
Θα ήθελα τώρα να περάσω σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση της κατάστασης στο Κυπριακό. Δεν μπορείς να προβείς σε ορθή, διαλεκτική ανάλυση πολιτικών διεργασιών και δεδομένων χωρίς επιστημονική αξιολόγηση των γεγονότων που προηγήθηκαν και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και να φιλοδοξείς ότι θα εξαγάγεις ορθά συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον. Το αναφέρω αυτό διότι τίθενται, μέσα από τον πολιτικό διάλογο, ιδέες περί «νέας στρατηγικής», «επανακαθορισμού στρατηγικής και στόχων», «επανατοποθέτησης» κ.ο.κ.
Ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν τον οδυνηρό συμβιβασμό της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας; Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως λύση του Κυπριακού συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977. Έκτοτε επαναβεβαιώθηκε από όλους τους Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε σωρεία ψηφισμάτων του και από την ΕΕ της οποίας η Κύπρος είναι μέλος. Αποτελεί γενική παραδοχή ότι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία είναι ο οδυνηρός συμβιβασμός της ελληνοκυπριακής πλευράς. Είναι χιλιοειπωμένο αλλά και αναγκαίο να θυμόμαστε ότι αυτός ο συμβιβασμός υπήρξε αποτέλεσμα του προδοτικού πραξικοπήματος της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μην διαφεύγει ποτέ της προσοχής μας αυτή η πικρή μεν αλλά αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια.
Η Ομοσπονδία θα επιλύσει τις εσωτερικές πτυχές που αφορούν τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκύπριων. Δεν υπάρχει αμφιβολία και δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαφεύγει ποτέ της προσοχής μας ότι το Κυπριακό αποτελεί διεθνές πρόβλημα ξένης εισβολής και κατοχής. Ο οδυνηρός συμβιβασμός της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας έγινε αποδεκτός όχι γιατί υπήρχε άγνοια της ουσίας του Κυπριακού, ούτε από αφελή υποβάθμιση του Κυπριακού σε δικοινοτικό πρόβλημα. Τουναντίον, η αποδοχή της ομοσπονδίας έγινε ακριβώς επειδή υπήρχε πλήρης επίγνωση των συνεπειών του πραξικοπήματος και της εισβολής και κατοχής και της ανάγκης δημιουργίας των προϋποθέσεων τερματισμού της κατοχής και άρσης των διχοτομικών τετελεσμένων.
Γίνεται κατά καιρούς λόγος ότι σημασία έχει το περιεχόμενο και όχι οι «ταμπέλες». Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν όντως μας ενδιαφέρει το περιεχόμενο και όχι η ταμπέλα, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας θα προνοεί για δύο ζώνες ή περιφέρειες, ή όπως άλλως ήθελαν ονομαστεί (εμείς τις ονομάζουμε ομόσπονδες μονάδες), καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα και θα έχει δικά της όργανα εξουσίας και αρμοδιότητες, ταυτόσημες με εκείνες της άλλης περιφέρειας. Ότι και οι δύο κοινότητες θα έχουν αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας. Ότι οι σχέσεις τους δεν θα είναι σχέσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Θα είναι σχέση πολιτικής ισότητας όπως αυτή περιγράφεται στα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αυτά απορρέουν φυσιολογικά από τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και όσα επακολούθησαν.
Είναι επίσης διαχρονική μας θέση, η οποία κατοχυρώνεται σε σειρά ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στα δύο Κοινά Ανακοινωθέντα Χριστόφια – Ταλάτ, ότι η ομοσπονδιακή Κύπρος θα έχει μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη ιθαγένεια και μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Έχει ζητηθεί από πολιτικές δυνάμεις στο Εθνικό Συμβούλιο να γίνει σε βάθος συζήτηση του περιεχομένου αυτών των εννοιών. Από δικής μου πλευράς ανταποκρίθηκα αμέσως και πλήρως παρουσιάζοντας ολοκληρωμένη ανάλυση ακόμη και στην τελευταία σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων δεν κατέθεσε απόψεις πάνω σε αυτά τα θέματα.
Από της σύναψης των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου μέχρι σήμερα μεσολάβησαν διαδοχικοί γύροι συνομιλιών για το Κυπριακό και τέθηκαν στο τραπέζι σειρά ιδεών και προτάσεων ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Ιδέες και προτάσεις κατέθεσαν και οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας υπό την ιδιότητα τους ως συνομιλητές της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Εμείς δεν έχουμε πρόθεση να μπούμε σε συζήτηση για τις προηγούμενες προτάσεις και σχέδια λύσης του Κυπριακού. Αν όμως συνεχιστούν οι αστήρικτες κατηγορίες οι οποίες μας προσάπτονται για απαράδεκτες δήθεν υποχωρήσεις, στο τέλος θα υποχρεωθούμε να αναφερθούμε σε ιδέες και παραχωρήσεις που έγιναν πριν από εμάς. Και μην μας πουν ότι θέλουμε να φορτώσουμε ευθύνες στους προηγούμενους Προέδρους. Η αναζήτηση και η αυτοκριτική στάση έναντι τυχόν δικών μας παραλείψεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση μιας σωστής και τεκμηριωμένης εκτίμησης της ιστορικής μας πορείας. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναφερθούμε στο παράδειγμα του 1992. Τότε, ενώ βρισκόμασταν στο σημείο να είναι ο Ντενκτάς στη γωνιά και ο Γενικός Γραμματέας να εισηγείται στο Συμβούλιο Ασφαλείας τη λήψη μέτρων, ενταφιάστηκαν οι Ιδέες Γκάλι. Χάριν ποιου; Χάριν της προεδρικής καρέκλας. Αυτό επαναλήφθηκε και αργότερα με την πολιτική της «πυραυλολογίας» και της «ηφαιστειολογίας», που κορυφώθηκε με το φιάσκο των S-300 και οδήγησε τελικά στο Σχέδιο Ανάν. Στον καταρτισμό του Σχεδίου Ανάν δεν ήταν αμέτοχη και η δική μας πλευρά. Μιλώ για την περίοδο 2001-2002.
Είπα και επαναλαμβάνω ότι στόχος δεν είναι να αναμοχλεύσω το παρελθόν, ούτε να εμπλακώ σε αλληλοκατηγορίες και επίρριψη ευθυνών. Εάν αναφέρομαι στο θέμα του δικού μας ρόλου είναι για να υπογραμμίσω ότι κάθε φορά που συζητούμε το Κυπριακό δεν αρχίζουμε από έναν «λευκό πίνακα». Δεν αρχίζουμε από την αρχή. Για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες πρέπει να μαθαίνουμε από τις εμπειρίες μας και να γινόμαστε σοφότεροι. Όπως είπα και στο Εθνικό Συμβούλιο, προσπάθεια μας είναι να διορθώσουμε παραχωρήσεις που έγιναν στον παρελθόν από δικής μας πλευράς.
Έρχομαι τώρα στα της παρούσας διαδικασίας. Όπως ήταν φυσικό, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν η δική μας πλευρά βρέθηκε στριμωγμένη. Αγωνιστήκαμε μαζί με τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο για να πείσουμε ότι δεν απορρίψαμε τη λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, αλλά το συγκεκριμένο Σχέδιο. Να πείσουμε ότι επιδίωξη της δικής μας πλευράς ήταν η επανέναρξη διαδικασίας συνομιλιών με στόχο την επίτευξη συμφωνημένης λύσης χωρίς τεχνητά χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο να έχουμε διασφαλίσει αυτό το απαραίτητο δίκτυ προστασίας για τη δική μας πλευρά.
Ακολούθησε η Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006. Τι έλεγε η συμφωνία αυτή; «Δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας» και πιο κάτω «Συμφωνία για άμεση έναρξη διαδικασίας η οποία διαλαμβάνει δικοινοτική συζήτηση θεμάτων που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του λαού και, ταυτόχρονα, εκείνων που αφορούν ουσιαστικά θέματα, και τα δύο εκ των οποίων θα συμβάλουν σε μια συνολική διευθέτηση».
Είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω ότι ορισμένοι, σχεδόν έξι χρόνια μετά, θυμήθηκαν τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου. Τότε όμως την επέκριναν και την υποβάθμιζαν χαρακτηρίζοντας την ως «διαδικαστική». Πρόσθεταν δε ότι δεν επιθυμούν να είναι συνεργοί, όπως έλεγαν, σε μια «φιλοσοφία της σε βάθος χρόνου παραπομπής του Κυπριακού και συνεπώς τη σταδιακή και εκ των πραγμάτων αποδοχή των τετελεσμένων».
Εμείς δεν παραβλέψαμε και δεν ακυρώσαμε τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006. Ούτε και καθοδηγηθήκαμε από τη φιλοσοφία παραπομπής του Κυπριακού σε βάθος χρόνου. Αντιθέτως, της έχουμε δώσει σάρκα και οστά αξιοποιώντας την για την επανέναρξη διαδικασίας συνομιλιών. Άλλωστε γι’ αυτόν τον σκοπό είχε συνομολογηθεί.
Αναλαμβάνοντας την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2008, στοχεύοντας την έναρξη διαδικασίας συνομιλιών προχωρήσαμε στην απαραίτητη προετοιμασία και προεργασία για την άμεση εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Με τα Κοινά Ανακοινωθέντα της 23ης Μαΐου και της 1ης Ιουλίου 2008 καταλήξαμε στη συμφωνημένη βάση των συνομιλιών. Ακολούθως, σύμφωνα και με όσα προβλέπονταν στην επιστολή Γκαμπάρι και με έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου, προχωρήσαμε στη σύσταση Ομάδων Εργασίας για τις ουσιαστικές πτυχές του Κυπριακού καθώς και Τεχνικών Επιτροπών για θέματα καθημερινότητας. Θέλω να επαναλάβω: Με έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου.
Καταφέραμε μέσα από επίμονες προσπάθειες να κάμψουμε τα προσκόμματα τα οποία έθετε ο κατοχικός στρατός και προχωρήσαμε στη διάνοιξη των σημείων διέλευσης στην οδό Λήδρας και στον Λιμνίτη.
Λέγεται ότι παραβίασα το Κοινό Ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2009. Έχω καταδείξει παράγραφο προς παράγραφο κατά την τελευταία συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση και ότι οι χειρισμοί μας σέβονται πλήρως αυτό το Ανακοινωθέν.
Στο κεφάλαιο για τη Διακυβέρνηση βασική μας επιδίωξη ήταν να επιτύχουμε αντικατάσταση του πολιτεύματος του Προεδρικού Συμβουλίου με ένα προεδρικό πολίτευμα. Υπενθυμίζω ότι το Προεδρικό Συμβούλιο, εάν εφαρμοζόταν, θα ήταν κατά κοινή άποψη μη λειτουργικό. Ο κόσμος δεν θα γνώριζε ποιος θα ήταν ο Πρόεδρος, αφού αρχικά θα υπήρχε εναλλαγή κάθε 10 και στη συνέχεια κάθε 20 μήνες. Επιπλέον, η εκλογή θα γινόταν από τη Γερουσία με ίση βαρύτητα των ψήφων των Γερουσιαστών από κάθε κοινότητα.
Eπί Μεχμέτ Αλί Ταλάτ η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε συμβιβαστεί με την ιδέα της εγκατάλειψης του Προεδρικού Συμβουλίου και της αντικατάστασής του με ένα προεδρικό σύστημα, με εκ περιτροπής προεδρία 4:2 χρόνια, διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο 20% και τις αποφάσεις να λαμβάνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς δικαίωμα βέτο για τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο. Το 20% θα το βρούμε σε πολλές συγκλίσεις με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Μήπως υποδηλοί κάτι αυτό; Το 20% και το 80% είναι οι αναλογίες του πληθυσμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Πετύχαμε, δηλαδή, ο κ. Ταλάτ να αναγνωρίσει το 4:1, που διαλαμβάνεται στο παράρτημα Δ των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Αυτό για το οποίο γίνεται πολύς θόρυβος τώρα, για την αλλαγή της δημογραφικής δομής στην Κύπρο, ακριβώς εμείς διασφαλίζουμε ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή της δημογραφικής δομής και της αναλογίας 4:1, συζητώντας και για τις τέσσερις ελευθερίες για τους Τούρκους πολίτες. Ο κ. Έρογλου αρνείται να επαναβεβαιώσει αυτή τη σύγκλιση και επιδιώκει να λάβει την εκ περιτροπής προεδρία χωρίς διασταυρούμενη ψήφο. Αυτό θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσει όσους επιτίθενται τόσο έντονα ενάντια στη συγκεκριμένη πρόταση. Άραγε, αφού η συγκεκριμένη πρόταση εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας, όπως διατείνονται ορισμένοι, και είναι τόσο επιβλαβής για τη δική μας πλευρά, τότε γιατί ο κ. Έρογλου δεν την αποδέχεται; Αφού τον εξυπηρετεί, εξυπηρετεί την τουρκική πλευρά, κατά τους επικριτές μας.
Πρέπει να υπενθυμίσω ότι κατά τη διαπραγμάτευση των διαδοχικών Σχεδίων Ανάν, η αλλαγή την οποία επεδίωξε ο τότε Πρόεδρος ήταν κάποιες βελτιώσεις στο σύστημα του Προεδρικού Συμβουλίου χωρίς να αφαιρείται η εκ περιτροπής προεδρία. Μιλώ για γεγονότα. Τώρα οι χειρισμοί μας στο συγκεκριμένο θέμα μας επιτρέπουν να κάνουμε σαφές ότι είτε η εκ περιτροπής και η διασταυρούμενη ψήφος ως πακέτο θα επαναβεβαιωθούν από τον κ. Έρογλου ως πακέτο, είτε θα πάμε σε σύστημα με Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο. Με Πρόεδρο Ελληνοκύπριο και Αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο. Αυτή είναι η θέση μας και στο περίγραμμα το οποίο δέχεται τόση σκληρή κριτική. Και αυτό χωρίς να επιρρίπτεται οποιαδήποτε ευθύνη στη δική μας πλευρά.
Επειδή τελευταία προπαγανδίζεται η αντίληψη περί «χαλαρής ομοσπονδίας» επικρίνοντας την πλευρά μας ότι επιτύχαμε πολλές ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, θέλω να πω και δημοσίως ότι έχω ρωτήσει εκείνους που εκφράζουν αυτές τις απόψεις στο Εθνικό Συμβούλιο κατά πόσον επιθυμούν να αφαιρεθούν αρμοδιότητες και ποιες αρμοδιότητες να αφαιρεθούν από το κέντρο. Και δεν θα αφαιρεθούν απλώς από το κέντρο, θα παν στις περιφέρειες οι αρμοδιότητες που θα αφαιρεθούν από το κέντρο. Δεν πήραμε απάντηση. Εμείς επιδιώξαμε και καταφέραμε να προσθέσουμε αρμοδιότητες ακριβώς επειδή η διαχρονική θέση της δικής μας της πλευράς ήταν ότι η κεντρική εξουσία πρέπει να είναι ισχυρή ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα του κράτους και των θεσμών. Η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θα έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να αφαιρέσουμε αρμοδιότητες από το κέντρο. Το επιδιώκει. Αντιθέτως, θα καλωσόριζε κάτι τέτοιο, ακριβώς διότι θέλει μια όσο το δυνατόν πιο χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Για να φτάσουμε στα όρια της συνομοσπονδίας. Αυτό άλλωστε προβάλλει συνεχώς ως θέση της στα πλαίσια των συνομιλιών.
Στο Περιουσιακό βασική προϋπόθεση της δικής μας πλευράς είναι η διασύνδεση με το εδαφικό – πράγμα το οποίο πείσαμε και τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να υιοθετήσει. Ζητούμε επιστροφή πέραν των 100.000 από τις 165.000 εκτοπισμένων του 1974 υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και πλήρη αποκατάσταση των περιουσιών τους. Εμμένουμε, επίσης, ότι οι ιδιοκτήτες περιουσιών στην υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση περιοχή θα πρέπει να έχουν την επιλογή να αποφασίσουν ελεύθερα οι ίδιοι ποια θεραπεία επιθυμούν μεταξύ της αποκατάστασης, της αποζημίωσης και της ανταλλαγής.
Η κυριότερη διαφωνία στο περιουσιακό έγκειται στην ερμηνεία, όχι τη δική μας, αλλά της τουρκοκυπριακής πλευράς για τη διζωνικότητα, με την οποία θέτει ως προϋπόθεση τη μόνιμη και ευρεία πλειοψηφία περιουσιών της κάθε κοινότητας στην υπό τη διοίκησή της ομόσπονδη μονάδα. Η πλευρά μας, ξεκαθαρίζω με σαφήνεια, απορρίπτει αυτή την προσέγγιση, όπως και κάθε μόνιμη παρέκκλιση, τονίζοντας ότι η διζωνικότητα δεν απαιτεί πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας γης, αλλά οροφή στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων πολιτών προερχόμενων από την άλλη κοινότητα. Αυτό είναι που πετύχαμε μέσα από τη σύγκλιση της 29ης Ιανουαρίου 2010. Ότι δηλαδή θα υπάρχει πλήρης εφαρμογή των βασικών ελευθεριών για όλους τους Κύπριους πολίτες. Αυτή είναι η τεράστια σημασία της σύγκλισης της 29ης Ιανουαρίου 2010. Ούτε αυτή τη σύγκλιση αναγνωρίζει ο κ. Έρογλου. Είναι μήπως τυχαίο;
Σε ό,τι αφορά τα θέματα οικονομίας, ασκείται κριτική επειδή έχουμε αποδεχθεί προσωρινή χρηματοδότηση της τουρκοκυπριακής ομόσπονδης μονάδας για σκοπούς ανάπτυξης. Έχει συμφωνηθεί το 5% των συνολικών ομοσπονδιακών εσόδων να κατανέμεται στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα για αναπτυξιακούς σκοπούς και το 1% για τις περιοχές που θα επιστραφούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Η οικονομική εξισορρόπηση ήταν πάγια θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς και μέρος των ομόφωνων θέσεων του Εθνικού Συμβουλίου του 1989. Παραβλέπεται ότι τα πιο πάνω θα λήξουν μετά από μια μεταβατική περίοδο. Παραβλέπεται επίσης ότι από το συνολικό μερίδιο των εσόδων που θα κατανέμονται από την Κεντρική Κυβέρνηση στις ομόσπονδες μονάδες η ελληνοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα θα λαμβάνει 85% και η τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα το 15%. Διότι δίνεται η εντύπωση ότι θα παραδίδονται όλα τα έσοδα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα. Αυτό είναι πλήρης διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Συνεπώς είναι άδικο και διαστρεβλωτικό να παρουσιάζεται ότι τη μεγάλη πλειοψηφία των εσόδων θα την καρπούται η τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα.
Ας δούμε τώρα πώς έχει η κατάσταση στο Κεφάλαιο της Ιθαγένειας και των Τεσσάρων Ελευθεριών. Mας καταλογίζεται ότι έχουμε παραχωρήσει τις τέσσερις ελευθερίες στους Τούρκους πολίτες και ότι θα πλημμυρίσουμε με 80 εκατομμύρια Τούρκους. Ακριβώς το αντίθετο πράξαμε. Χωρίς τη λύση του Κυπριακού οι τέσσερις ελευθερίες είναι φυσικό να μην μπορούν να εφαρμοστούν ένεκα της κατοχής. Η διευθέτηση στην οποία έχουμε καταλήξει αφορά τις τέσσερις ελευθερίες για τους Τούρκους πολίτες μετά τη λύση του Κυπριακού. Σε περίπτωση ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση τότε θα είμαστε αντιμέτωποι με ένα γεγονός: την ελεύθερη εγκατάσταση Τούρκων πολιτών στην Κύπρο χωρίς κανένα περιορισμό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έπρεπε οπωσδήποτε να επιδιώξουμε περιοριστική ρύθμιση μέσα από τη λύση του Κυπριακού. Αυτό πράξαμε και ο περιορισμός βασίζεται στη θεμελιώδη ανάγκη του σεβασμού της πληθυσμιακής αναλογίας 4:1. Η διευθέτηση αυτή θέτει φραγμό τόσο στην ανεξέλεγκτη εγκατάσταση όσο και στην πολιτογράφηση Τούρκων πολιτών. Εκτός από αυτή την προϋπόθεση θέσαμε ακόμη δύο: διαβούλευση με την Ελλάδα και συμφωνία πάνω στο θέμα της αποχώρησης των εποίκων. Διότι ελέχθη ότι με τη σύγκλιση αυτή συμφωνήσαμε να μείνουν όλοι οι έποικοι. Αυτό είναι μια φοβερή διαστρέβλωση. Ακριβώς το αντίθετο. Είναι προϋπόθεση ότι θα διευθετηθεί το θέμα των εποίκων, και έχουμε θέση πώς θα διευθετηθεί αυτό, και μετά να μιλήσουμε για τις όποιες ελευθερίες και μετά τη λύση του Κυπριακού, επιμένω. Επειδή γίνεται λόγος για απαράδεκτες υποχωρήσεις στο θέμα των εποίκων θέλω να αναφέρω ότι ήταν πάγια θέση όλων των κυβερνήσεων ότι θα μείνει αριθμός εποίκων για ανθρωπιστικούς λόγους και αυτό αντικατοπτρίζεται σε έγγραφο της πλευράς μας ημερομηνίας 31ης Μαρτίου 2004 στο οποίο γινόταν λόγος για παραμονή πέραν των 55.000 εποίκων.
Θέλω να υπενθυμίσω ότι σε προηγούμενα σχέδια προβλεπόταν ανώτατο όριο εγκατάστασης Ελλήνων και Τούρκων σε ποσοστό 5% επί του πληθυσμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το οποίο θα μπορούσε να ανανεωθεί αφού αυτοί που θα έρχονταν θα αποκτούσαν σε κάποια χρόνια δικαίωμα πολιτογράφησης. Γίνεται αντιληπτό ότι οι μεν Τούρκοι θα είχαν τη δυνατότητα να αντλούν συνεχώς από μια δεξαμενή ογδόντα εκατομμυρίων και να ανανεώνουν συνεχώς αυτό το 5%, με σοβαρές συνέπειες για τη δημογραφική δομή της Κύπρου. Τώρα αυτός ο κίνδυνος δεν υπάρχει αφού γίνεται σαφής αναφορά στην αναλογία 4:1, εφόσον συμφωνήσει, βέβαια, και η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία τόσο για τη μόνιμη εγκατάσταση όσο και για την πολιτογράφηση.
Κορυφαίας σημασίας είναι επίσης το γεγονός ότι ενώ στο παρελθόν υπήρχαν περιορισμοί στο θέμα της άσκησης των ελευθεριών των Κυπρίων πολιτών, και εδώ είναι η ουσία, τώρα μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου δεν θα υπάρχει κανένας περιορισμός όπως ρητά κατοχυρώνει η σύγκλιση της 29ης Ιανουαρίου 2010.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τόσο την ιστορική πορεία του Κυπριακού όσο και τη σημερινή κατάσταση θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιο είναι το πραγματικό δίλημμα που τίθεται ενώπιον μας; Μπορούμε άραγε να επιλέξουμε μεταξύ της ομοσπονδίας και μιας καλύτερης λύσης, ας πούμε «ενιαίου κράτους»; Μπορούμε να πετύχουμε λύση πλειοψηφίας-μειοψηφίας που σημαίνει ότι πάμε πίσω και από το 1960; Το Σύνταγμα και οι Συμφωνίες του 1960 δεν κατοχυρώνουν σχέσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Υπάρχει τρόπος επίλυσης του Κυπριακού άλλος από τις διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών;
Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Η δική μας απάντηση είναι ότι ο οδυνηρός συμβιβασμός της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας είναι η μόνη επιλογή η οποία μπορεί να οδηγήσει στον τερματισμό της κατοχής, στην επανένωση της Κύπρου και στην αποτροπή της οριστικής διχοτόμησης, που είναι ένα σενάριο το οποίο βρίσκεται μπροστά μας. Ο καιρός περνά και μόνο αν είμαστε πολύ μύωπες δεν βλέπουμε αυτόν τον κίνδυνο, που όχι απλώς κτυπά την πόρτα μας, αλλά είναι σχεδόν εντός. Οι συνομιλίες υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, τα ψηφίσματα των οποίων αποτελούν την ασπίδα μας, συνιστούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να συνεχίσουμε τις προσπάθειες μας. Εμείς αγωνιστήκαμε και επιτύχαμε την ενεργό εμπλοκή και το ενδιαφέρον όλων των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ας μην μας διαφεύγει ότι χωρίς τον εξισορροπητικό ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγω της παρουσίας και της στάσης αρχών την οποία τηρούν φιλικές προς εμάς χώρες, καταφέραμε τα τελευταία χρόνια να αποτρέψουμε δυσμενείς εξελίξεις. Είναι ένεκα της συνέπειας μας και της σταθερότητας μας στις δεσμεύσεις που διαχρονικά ανέλαβε η πλευρά μας σχετικά με τη βάση λύσης, όπως αυτή καθορίζεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, που κερδίζουμε τη σταθερή στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα του διεθνούς παράγοντα. Ισχυροποιήσαμε τη θέση μας διεθνώς. Μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και ασταθές διεθνές περιβάλλον καταφέραμε να υπογράψουμε συμφωνίες οριοθέτησης της κυπριακής ΑΟΖ και να προχωρήσουμε τις διαδικασίες ερευνητικών γεωτρήσεων. Και αυτά, τη στιγμή που κατά γενική ομολογία έχουμε να αντιμετωπίσουμε την ολοένα αυξανόμενη επιρροή και τις απειλές της Τουρκίας. Τυχόν αλλαγή πολιτικής με αθέτηση υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που αναλάβαμε διαχρονικά, αρχής γενομένης από τον Εθνάρχη Μακάριο, θεληματικά ή άθελα μας θα θέσει ταφόπετρα στην υπόθεση μας.
Είναι γι’ αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει για ποιο λόγο η Τουρκία μάς προτρέπει επισήμως να αναζητήσουμε άλλες επιλογές και να διαμορφώσουμε από κοινού Σχέδιο Β’ εκτός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών. Εάν είναι ορθή η εκτίμηση ότι στόχος της Τουρκίας, στο πλαίσιο των γενικότερων ηγεμονικών επεκτατικών της βλέψεων, είναι η αναβάθμιση ή/και αναγνώριση του ψευδοκράτους και η διαιώνιση της παράνομης παρουσίας της στην Κύπρο, τότε πώς αντιμετωπίζουμε αυτή την απειλή, και πώς την αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά; Ανοίγοντας από μόνοι μας την πόρτα για διολίσθηση του Κυπριακού εκτός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών; Ερωτοτροπώντας, έστω ρητορικά, με άλλες «στρατηγικές» που σε τελική ανάλυση χύνουν νερό στον μύλο της προσπάθειας της Τουρκίας να σκοτώσει την προοπτική ειρηνικής λύσης του Κυπριακού και επανένωσης της Κύπρου μέσω συνομιλιών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών; Μήπως οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες είναι θετικές για εμάς και αρνητικές για την Τουρκία, ώστε να μας επιτρέπουν να αλλάξουμε στρατηγική;
Έχει επίσης διατυπωθεί η θέση για διορισμό διαπραγματευτή άλλου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η πρακτική αυτή πάει τουλάχιστον τριάντα χρόνια πίσω. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχει καθιερωθεί ιστορικά ο διαπραγματευτής να είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με την ιδιότητα του ως ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Ανησυχίες ότι αυτό θα οδηγούσε σε δήθεν αναγνώριση του ψευδοκράτους ή υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας ιστορικά έχουν αποδειχθεί αβάσιμες. Ιδιαίτερα σε αυτή τη κρίσιμη φάση των συνομιλιών, εάν εμείς αντικαταστήσουμε τον Πρόεδρο με άλλο διαπραγματευτή τότε αναπόφευκτα θα δώσουμε λανθασμένα μηνύματα στη διεθνή κοινότητα και θα δικαιώσουμε την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή πλευρά ότι τάχα κωλυσιεργούμε και υποβαθμίζουμε τις συνομιλίες.
Υπάρχει ένα επιπρόσθετο θέμα αρχής: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως απευθείας εκλελεγμένος από τον λαό έχει τη λαϊκή νομιμοποίηση για τον χειρισμό του Κυπριακού για τα πέντε χρόνια για τα οποία εκλέγεται. Αναμένεται, δηλαδή, ότι εάν διοριστεί άλλος διαπραγματευτής θα ακολουθεί δική του πολιτική η οποία θα είναι διαφορετική από αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας; Δεν είναι ο εκάστοτε δημοκρατικά νομιμοποιημένος από το λαό Πρόεδρος της Δημοκρατίας που έχει την ευθύνη για τον χειρισμό του Κυπριακού; Αν ο λαός δεν εμπιστεύεται έναν πολιτικό ηγέτη να χειρίζεται το Κυπριακό και υπάρχει μια τέτοια παραδοχή, ο διορισμός του όποιου διαπραγματευτή δεν μπορεί να εξισορροπήσει την απουσία εμπιστοσύνης.
Επειδή έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί επικρίσεις για ελλιπή αξιοποίηση του παράγοντα Ευρωπαϊκή Ένωση και για μη εμπλοκή της στις συνομιλίες, θέλω να υπογραμμίσω ότι κάνουμε καθετί το δυνατόν και με κάθε ευκαιρία προς αυτήν την κατεύθυνση. Έχουμε ισχυρούς φίλους και συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπενθυμίζω την επίσκεψη της Καγκελαρίου Μέρκελ και τις δηλώσεις στις οποίες προέβη, οι οποίες εξόργισαν την τουρκική ηγεσία. Παρόμοια σθεναρή στάση αλληλεγγύης έχουμε και από τη Γαλλία και τον Πρόεδρο Σαρκοζί και άλλα κράτη μέλη και την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Πρόεδρο της Επιτροπής κ. Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος διόρισε προσωπικό αντιπρόσωπο στις συνομιλίες, και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάι. Απόδειξη των πιο πάνω αποτελεί και το ισχυρό κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του περασμένου Δεκεμβρίου χωρίς, βέβαια, να υποτιμούμε και τα προηγούμενα.
Σε αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στο θέμα της Διεθνούς Διάσκεψης. Υπενθυμίζω ότι η σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης για τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού και με συμμετοχή των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, των εγγυητριών δυνάμεων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κυπριακής Δημοκρατίας και των δύο κοινοτήτων αποτελούσε διαχρονική θέση της πλευράς μας. Η θέση μας είναι πλήρως και απόλυτα ευθυγραμμισμένη με αυτήν τη διαχρονική θέση.
Διερωτώμαι σε τι αποσκοπούν θέσεις περί «διευρυμένης συμμετοχής» στον διάλογο που στην ουσία οδηγούν σε σύγκληση τετραμερούς ή πενταμερούς διάσκεψης. Θέλω να καταστήσω για μια ακόμα φορά σαφές ότι παραμένουμε πιστοί στη διαχρονική θέση της πλευράς μας αναφορικά με το θέμα της σύγκλησης διάσκεψης. Δεν πρόκειται με κανένα πρόσχημα τύπου «διευρυμένης συμμετοχής» να αποδεχθούμε διολίσθηση προς μια διάσκεψη χωρίς προηγούμενη συμφωνία επί των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού.
Κλείνοντας, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ στην κατάσταση που διαμορφώνεται στο εσωτερικό μέτωπο. Έχω αναφερθεί στη εισαγωγή μου στην αρνητική εικόνα που εκπέμπει το Εθνικό Συμβούλιο με αποκορύφωμα την τελευταία συνεδρία του. Ας αναρωτηθούμε: Ποιους εξυπηρετεί η εικόνα μιας αποδυναμωμένης και κατακερματισμένης ελληνοκυπριακής πλευράς τη στιγμή κατά την οποία ορθά εκτιμούμε ότι κάποιοι επιχειρούν την αποενοχοποίηση της Τουρκίας και τον καταλογισμό ευθυνών στη δική μας πλευρά;
Γι’ αυτό θα πρέπει όλοι να αντιληφθούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και το δυσμενές περιβάλλον μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να διεξάγουμε τον αγώνα μας και να περιβάλουμε τη δική μας πλευρά με την ελάχιστη έστω εμπιστοσύνη και καλή πίστη.
Οφείλουμε να μην αφήσουμε την απογοήτευση από τη συνεχιζόμενη τουρκική αδιαλλαξία και προκλητικότητα να μας ξεστρατίσει. Τούτη την κρίσιμη ώρα επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε η προσήλωση μας στην επιδίωξη λύσης του Κυπριακού μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Επιβάλλεται να παραμείνουμε προσηλωμένοι στο στρατηγικό στόχο της λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Για ένα κράτος με μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη ιθαγένεια και μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Και ότι θα απαγορεύεται ρητά η ένωση ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου με οποιαδήποτε άλλο κράτος καθώς και οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση. Να συνεχίσουμε να απευθύνουμε μήνυμα συμφιλίωσης και ειρηνικής συνύπαρξης στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.
Να συνεχίσουμε να καλούμε την Τουρκία να συνεργαστεί για λύση του Κυπριακού στη βάση των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των Συμφωνιών Κορυφής, των αρχών και των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία θέλει να γίνει πλήρες μέλος.
Οι επόμενες βδομάδες προδιαγράφονται καθοριστικές και θα χρειαστεί να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Έχουμε επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης και είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου.
Σας ευχαριστώ θερμά.