Αναφερόμενος στη σημερινή συνέντευξη του Μακαριοτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου στην εφημερίδα «Πολίτης», επιθυμώ να διευκρινίσω τα ακόλουθα:
1. Αποτελεί γεγονός πως μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά, τον Ιούλιο του 2017, είχα σειρά συναντήσεων μεταξύ των οποίων, όπως ήταν φυσικό, και με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου.
2. Κατά τη συνάντηση ανέλυσα τους λόγους του ναυαγίου της Διάσκεψης, ως αποτέλεσμα της εμμονής της Τουρκίας σε αξιώσεις που άπτονταν της ασφάλειας των Ελληνοκυπρίων αλλά και της βιωσιμότητας μιας λύσης που με βάση τις εν λόγω αξιώσεις ανέτρεπαν στην ουσία την πολιτική ισότητα, προς όφελος των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας.
Στον διάλογο που ακολούθησε, αφού αναλύθηκαν οι στόχοι της Τουρκίας, κοινή ήταν η αντίληψη πως η λύση δύο κρατών δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή, διότι πέραν της μη αποδοχής ενός ανάλογου καθεστώτος από τον ΟΗΕ και την ΕΕ, θα ήταν και εις βάρος της ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού.
Με λυπεί αν εκ του όλου διαλόγου, ο Μακαριότατος αφέθη να αντιληφθεί άλλως από ό,τι οι θέσεις μου.
Εξάλλου, στις πολυάριθμες συναντήσεις που ακολούθησαν, όπως και ο ίδιος δηλώνει, διαπίστωσε πως δεν υποστήριζα ανάλογες θέσεις.
3. Με την ευκαιρία θέλω να επαναλάβω πως παραμένω σταθερός στις προτάσεις που υπέβαλα από τον Σεπτέμβριο του 2017 προς τον ΓΓ των ΗΕ και έκτοτε έχω, σε σωρεία επιστολών μου, επαναδιατυπώσει πως οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς παραμένουν αμετάβλητες, με στόχο τη συνέχιση των συνομιλιών από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά και στη βάση του Κοινού Ανακοινωθέντος του Βερολίνου, της 25ης Νοεμβρίου 2019.