Δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για το Κυπριακό
Θα υπάρξει επανάληψη της ανταλλαγής απόψεων και της προσπάθειας να δούμε πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουν όλοι ότι σύγχρονα κράτη δεν έχουν ανάγκη, ιδιαίτερα κράτη μέλη της ΕΕ, από ρυθμίσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι μπορεί να αποτελέσουν κηδεμονία μιας χώρας από μια άλλη, είπε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους μετά από την επιστροφή του στο Προεδρικό Μέγαρο από τον χώρο διεξαγωγής των συνομιλιών για το Κυπριακό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι κατά τη σημερινή συνάντηση του με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας συζήτησαν κεφάλαια του Κυπριακού «μεταξύ των οποίων η Οικονομία, θέματα της ΕΕ και όχι μόνο».
Ερωτηθείς εάν προχώρησαν τα πράγματα στα δύο αυτά κεφάλαια, ο Πρόεδρος είπε ότι «μακάρι να ήσαν όσο εύκολα είναι αυτά τα δύσκολα θέματα που θα αντιμετωπίσουμε».
Σε ερώτηση εάν καταγράφονται σημαντικές διαφορές και σε αυτά τα δύο κεφάλαια, ο Πρόεδρος είπε ότι «όχι, θα πρέπει να πω. Υπάρχουν όμως εκκρεμότητες, οι οποίες πρέπει να υπάρξει μια σύγκλιση για να κλείσουν οριστικά».
Ερωτηθείς εάν θα υπάρξει ανταλλαγή προτάσεων, ο Πρόεδρος είπε ότι «μιλούμε για ανταλλαγή προβληματισμών και όχι για έγγραφες προτάσεις. Βεβαίως εγώ υπέβαλα όσον αφορά στο θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεούται η άλλη πλευρά [να υποβάλει] με βάση τα όσα έχουμε συμφωνήσει. Θα υπάρξει ευρύτερη συνέχιση αυτού του διαλόγου, της ανταλλαγής απόψεων, για να δούμε πώς μπορεί να υπάρξουν τέτοιες ρυθμίσεις που να συνάδουν με αυτό που είπαμε. Ποτέ το οποιοδήποτε αίσθημα ασφάλειας της μίας, δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για την άλλη κοινότητα».
Σε ερώτηση εάν θα γίνει εκ νέου συζήτηση αύριο για το θέμα των εγγυήσεων, αφού η πρόταση που κατέθεσε ο κ. Ακιντζί δεν ήταν ικανοποιητική, ο Πρόεδρος είπε «δεν μίλησα για αύριο, έχουμε ακόμα τρεις συναντήσεις. Θα υπάρξει οπωσδήποτε επανάληψη της ανταλλαγής απόψεων και της προσπάθειας να δούμε πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουν όλοι ότι σύγχρονα κράτη δεν έχουν ανάγκη, ιδιαίτερα κράτη μέλη της ΕΕ, από ρυθμίσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι μπορεί να αποτελέσουν κηδεμονία μιας χώρας από μια άλλη».
Σε ερώτηση εάν αυτά τα ζητήματα συνδέονται με το εδαφικό, ο Πρόεδρος απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι «είναι εντελώς ξεχωριστά. Το εδαφικό συνδέεται περισσότερο με το περιουσιακό παρά με το θέμα ασφάλειας».
Κληθείς να πει εάν «έκλεισε» το θέμα της συνάντησης του με τον ΓΓ του ΟΗΕ και τον κ. Ακιντζί στη Νέα Υόρκη, ο Πρόεδρος είπε «όχι ακόμη, αλλά γίνονται διαβουλεύσεις».
Ερωτηθείς εάν η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί μετά από τις 25 Σεπτεμβρίου στην περίπτωση που όντως λάβει χώρα, ο Πρόεδρος είπε «σίγουρα μετά από τις 25, ενδεχομένως να είναι στις 26. Είναι μια ημερομηνία που συζητείται, οφείλω να το πω, διότι δεν είναι κάτι που να αποκρυφτεί, θα είναι μια κοινή συνάντηση των δύο ηγετών με τον ΓΓ».
Σε ερώτηση εάν υπάρχει σκέψη για πολυμερή συνάντηση τις επόμενες μέρες, ο Πρόεδρος είπε ότι «το έχω ξεκαθαρίσει. Αν δεν υπάρχει επαρκής προετοιμασία και επαρκής πρόοδος δεν δικαιολογείται η όποια πολυμερής διάσκεψη, διότι θα είναι μια πολυμερής συνάντηση που δεν θα αποδώσει αυτά που επιδιώκουμε. Αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει σε ναυάγιο ακόμη και αυτού του διαλόγου που, θα πρέπει να πω, βρίσκεται σε μια καλή πορεία».
Κληθείς να πει εάν το αποτέλεσμα αυτής της φάσης των διαπραγματεύσεων θα καταδείξει εάν το Κυπριακό είναι κοντά σε πορεία λύσης, ο Πρόεδρος είπε ότι «θα εξαρτηθεί από το τέλος των διαβουλεύσεων, αλλά θέλω να πω ότι είναι αποφασιστική οπωσδήποτε. Και δεδομένης της βούλησης των δύο μερών να υπάρξει επιτέλους μια τελική κατάληξη, με την έννοια δηλαδή της εξεύρεσης μιας λύσης που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις όπως έχουν τεθεί, θεωρώ ότι είναι καθοριστικής σημασίας».
Εξάλλου, κληθείς να σχολιάσει τις πληροφορίες ότι ο κ. Πόλυς Πολυβίου έχει παραιτηθεί από τη διαπραγματευτική ομάδα, ο Πρόεδρος είπε ότι «ούτε παραιτήθηκε ο κ. Πολυβίου ούτε και εμποδίζω τον οποιονδήποτε ή εμποδίζεται ο οποιοσδήποτε να έχει, επί νομικής φύσεως θεμάτων, διαφορετικές απόψεις. Δεν υπήρξαν διαφωνίες που να μας φέρνουν, όχι εμένα βεβαίως αλλά μεταξύ της διαπραγματευτικής ομάδας, σε σύγκρουση. Αντιθέτως, εκείνο το οποίο εγώ επιδιώκω είναι ο γόνιμος διάλογος, διότι μέσα από ακριβώς ανάλογες αντιμετωπίσεις, δηλαδή προβληματισμούς που αναπτύσσει ο ένας και ο άλλος, διαμορφώνεις και την τελική, πιο θετική άποψη στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζεις θέματα. Συνεπώς, ο κ. Πολυβίου, με τον οποίον είχα επικοινωνία σήμερα, ούτε πρόθεση παραίτησης εξέφρασε, απλώς υπήρξε μια διαφωνία μεταξύ εκείνου και του διαπραγματευτή, θεμιτή που δεν είναι η μόνη.
Αλλά πολλές φορές στη διαπραγματευτική ομάδα διαπιστώνεται ότι κάποιοι εκ των νομικών [έχουν διάφορες απόψεις και εισηγήσεις] – και η νομική επιστήμη επιδέχεται πολλές ερμηνείες και οπωσδήποτε εισηγήσεις– και συνεπώς αυτό το οποίο θεωρήθηκε ως τάχα κρίση, δεν είναι παρά μια απόλυτα φυσιολογική και αν θέλετε απαιτούμενη να πραγματοποιείται, ανταλλαγή απόψεων.
Οι νομικοί έχουν τις θέσεις τους, για αυτό εξάλλου και είναι εννεαμελής η ομάδα υποστήριξης του διαπραγματευτή, οι οποίοι [νομικοί] διατυπώνουν, κατά καιρούς, ωφέλιμους προβληματισμούς που μας βοηθούν στο να διατυπώσουμε ορθότερες θέσεις κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης».
Ερωτηθείς για το θέμα του μηχανισμού επίλυσης διαφορών και το θέμα του ξένου δικαστή, και σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι οι πληροφορίες λένε πως η διαφωνία του κ. Πολυβίου ήταν σε αυτό το ζήτημα, ο Πρόεδρος είπε ότι «η διαπραγμάτευση είναι ζωντανή και εκεί και όπου διαπιστώνουμε προβληματισμούς, και αφού αναφερθήκατε στο αν υπήρξαν διαφωνίες ή όχι, υπήρξε η εισήγηση να καλύπτεται η επίλυση τυχόν αδιεξόδων μέσω από μια μέθοδο αφαιρετική ή προσθετική στη δικαιοσύνη, στη νομοθετική εξουσία, στην εκτελεστική εξουσία.
Για τη δικαστική εξουσία υπήρξε ένας προβληματισμός από όλους τους συμμετέχοντες στη διαπραγματευτική ομάδα. την οποία απολύτως ο ίδιος ασπάστηκα και διαβίβασα προς τον κ. Ακιντζί, ο οποίος έτυχε αυτής της αντιμετώπισης και από τους δικούς του συμβούλους. Η δικαιοσύνη είναι κάτι πολύ πιο λεπτό, δηλαδή υπάρχουν νομικές απόψεις και δεν είναι πολιτικές οι αποφάσεις, είναι με βάση τη νομική επιστήμη που παίρνονται. Για αυτό και θεωρήθηκε ότι η αρχική πρόταση, για να υποδεικνύει ένα θεσμικό όργανο της Ευρώπης αριθμό δικαστών εκ των οποίων να γίνεται κλήρωση οσάκις κρίνεται αναγκαίο για θέματα συνταγματικής τάξης, να είναι ο τρόπος επίλυσης του μηχανισμού αδιεξόδων στη δικαιοσύνη. Ούτε παραπλάνησα, αντίθετα. Και όταν έκανα αναφορά κατά την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών και οι πολιτικοί αρχηγοί αντέδρασαν, λήφθηκε και αυτό υπόψη και υπήρξε μια βελτίωση. Δεν θα υπάρχει μόνιμος δικαστής, αλλά θα υπάρχει -στην περίπτωση που εγείρονται συνταγματικά θέματα- η προσθήκη από κατάλογο ενός εκ των ξένων δικαστών, για να μπορεί να έχουμε διέξοδο στα ενδεχόμενα αδιέξοδα».
Σε ερώτηση εάν αυτό θα ισχύει και για τη νομοθετική και για την εκτελεστική εξουσία, ο Πρόεδρος είπε ότι «για τη νομοθετική και για την εκτελεστική, θα είναι με την προσθήκη ή την αφαίρεση».