Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Ν. Χριστοδουλίδη στην εκδήλωση «Το Κυπριακό και τα ΜΜΕ:
Η Δεοντολογία και η Ενημέρωση»Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσω
θερμά για την πρόσκληση να μιλήσω στην αποψινή εκδήλωση και να συγχαρώ
τους διοργανωτές για το πολύ επίκαιρο θέμα που επέλεξαν να συζητήσουμε
απόψε.Η δική μου παρέμβαση θα επικεντρωθεί στο ποιος είναι ο ορθός τρόπος χειρισμού της ενημέρωσης σε σχέση με τις εξελίξεις στο Κυπριακό, δηλαδή πώς απαντούμε στο ερώτημα της ανάγκης ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, και σε ποιο βαθμό αυτό το ερώτημα έχει πραγματική βάση και ακόμη εάν η επίκλησή του πολλές φορές έχει ως πραγματικό στόχο την ενημέρωση ή κάτι άλλο.
Θα ξεκινήσω λέγοντας πως είναι αυτονόητο ότι εφόσον υπάρχουν εξελίξεις στο Κυπριακό, στο υπ’ αριθμόν ένα εθνικό μας θέμα, η κοινή γνώμη δικαιούται ενημέρωσης και η πολιτική ηγεσία που χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις είναι υποχρεωμένη να παράσχει αυτήν την ενημέρωση.
Εξάλλου, σε περίπτωση μιας τελικής συμφωνίας στο τραπέζι των συνομιλιών ανάμεσα στους δύο ηγέτες, αυτή δεν θα έχει την όποια ισχύ αν δεν τύχει της έγκρισης του κυπριακού λαού μέσω των δημοψηφισμάτων. Με αυτήν την προσέγγιση θα πρέπει, για παράδειγμα, να αναφέρω ότι η εμπειρία του 2004, όπου το Κυπριακό μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 βρισκόταν σε πλήρη αποτελμάτωση και τέσσερις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 2004, κλήθηκε ο λαός να τοποθετηθεί επί ενός σχεδίου λύσης, είναι παράδειγμα προς αποφυγή.
Ταυτόχρονα, και ενώ από τη μια το δικαίωμα ενημέρωσης του λαού δεν μπορεί να αμφισβητείται από κανένα, από την άλλη υπάρχει ένα ερώτημα σε σχέση με το αντικείμενο της ενημέρωσης. Από τη στιγμή που, για παράδειγμα, όπως είναι γνωστό, τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο στο Κυπριακό αν δεν συμφωνηθούν όλα, προκύπτει το ερώτημα, αν μπορεί μια ηγεσία να προχωρήσει με τη δημόσια ανακοίνωση συμφωνιών που σε καμία περίπτωση δεν είναι τελικές. Αν γινόταν αυτό, τότε δεν θα είχε νόημα μια από τις βασικές αρχές του Κυπριακού, ότι δηλαδή τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα. Και τι θα γινόταν για παράδειγμα στην περίπτωση που κάτι από τα συμφωνηθέντα στην πορεία των συνομιλιών, στο τέλος της διαπραγμάτευσης διαφοροποιηθεί, προκειμένου να εξασφαλισθούν πιο σημαντικές διεκδικήσεις για τη δική μας πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Και εδώ μπορώ να επικαλεστώ και προσωπική εμπειρία ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, αλλά και την επιστημονική μου ιδιότητα από την ενασχόλησή μου με την ιστορία των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό ότι κάτι τέτοιο γίνεται πολύ συχνά και μάλιστα είναι μια από τις κλασικές τακτικές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Μέσα από την ίδια λογική θα πρέπει να απαντηθεί και το ερώτημα τι γίνεται σε σχέση με την υποχρέωση για ενημέρωση της κοινής γνώμης όταν έχεις συναντίληψη σε διάφορα θέματα και όχι συμφωνία και αυτό, δηλαδή να έχεις συναντίληψη και όχι συμφωνία, είναι κάτι που εσύ επιδιώκεις τόσο για να μην επηρεάσεις το δικαίωμά σου ή να αποδυναμώσεις την ευκαιρία σου να διεκδικήσεις σε ένα θέμα περισσότερα ή επειδή θέλεις να εμποδίσεις ενδεχόμενες προσπάθειες από κάποιους να παρουσιάσουν όσα έχουν συμφωνηθεί ως Ενδιάμεση Συμφωνία.
Ταυτόχρονα, ερώτημα προκύπτει και σε σχέση με τον χρόνο ενημέρωσης του λαού για τα διαμειφθέντα στις συνομιλίες, αφού είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνεστε ότι στην αρχή μιας διαπραγμάτευσης σε κάποια των θεμάτων, πέραν αυτών που είναι υψίστης σημασίας και αποτελούν αυτά που λέμε Κόκκινες Γραμμές, θέτεις πιο σκληρές, αν θέλετε, πιο μαξιμαλιστικές θέσεις, για σκοπούς διαπραγμάτευσης στη συνέχεια των συνομιλιών. Παρέχεις με αυτόν τον τρόπο περιθώρια ελιγμών στον εαυτό σου.
Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, δεν αμφισβητώ και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα του λαού στην ενημέρωση. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη γενικότερη πολιτική, τους χειρισμούς και τις διεκδικήσεις της ηγεσίας, αλλά και για όσα συνιστούν για την πλευρά μας αδιαπραγμάτευτες θέσεις.
Στα όσα έχω αναφέρει πρέπει να προσθέσω και το γεγονός ότι την έγκαιρη ενημέρωση του λαού επιβάλλει και η ανάγκη προετοιμασίας του για μια ενδεχόμενη
συμφωνία λύσης που θα τεθεί ενώπιόν του. Αυτό είναι αναγκαίο για να καλλιεργηθεί έγκαιρα αυτό που ονομάζουμε κουλτούρα λύσης, αν και έχω την έντονη πεποίθηση ότι οι Ελληνοκύπριοι, η πλειοψηφία τους, είναι έτοιμοι για λύση, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, γιατί πολύ απλά είναι η δική μας πατρίδα υπό κατοχή και κανείς δεν πρέπει να επιθυμεί περισσότερο από εμάς τον τερματισμό της κατοχής και την επανένωση της πατρίδας μας. Δεν γνωρίζουμε, βεβαίως, εάν και πότε οι συνομιλίες θα καταλήξουν σε αίσιο τέλος, όμως εμείς βρισκόμαστε στη διαδικασία των συνομιλιών, ακριβώς επειδή στοχεύουμε στη λύση. Και εφόσον στοχεύουμε στη λύση, συναισθανόμαστε την ανάγκη ενημέρωσης του λαού, πράγμα, όμως, που μπορεί να γίνει μέσα στο πλαίσιο που προανέφερα, αφού μόνο με την κατάληξη σε τελική συμφωνία θα έχουμε πραγματικά αντικείμενο ενημέρωσης.
Παρόλα αυτά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την ευκαιρία της παρουσίας του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενημέρωσε διεξοδικά τον κυπριακό λαό για τη μέχρι στιγμής κατάσταση πραγμάτων στις συνομιλίες. με ειδικές αναφορές στο πλαίσιο λύσης και τις μέχρι στιγμής συναντιλήψεις. Λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσφατες εξελίξεις, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στους εκλεγμένους εκπροσώπους του κυπριακού λαού, που στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου και του Άτυπου Συμβουλίου Αρχηγών, ενημερώνονται τόσο για όσα εκτυλίσσονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο και για θέματα στρατηγικής της δικής μας πλευράς που πολλά από αυτά, για ευνόητους λόγους, δεν μπορούν να λεχθούν δημόσια. Όμως, οι διαρροές που σημειώνονται και που μάλιστα μερικές φορές είναι επιλεκτικές, οφείλουμε δημόσια να πούμε ότι αποτελούν διαχρονικό φαινόμενο, καταργούν την υπεύθυνη διαχείριση του κυπριακού που οφείλουμε να διασφαλίσουμε. Αφενός, δημιουργούν σύγχυση και αφετέρου στερούν από την εκάστοτε ηγεσία της χώρας την αναγκαία ελευθερία διαχείρισης του εθνικού προβλήματος.
Στο σημείο αυτό εγείρεται και ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να διαχειριστούμε: η εμπιστευτικότητα. Είναι ένα διαχρονικό ζήτημα που μας φέρνει στη δύσκολη θέση να αναγκαζόμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα, αφενός στην ανάγκη και υποχρέωση ενημέρωσης για οτιδήποτε αφορά την τύχη και το μέλλον του τόπου, και αφετέρου την αποτελεσματικότητα των διαπραγματεύσεων και την επίτευξη του στόχου που θέτεις στο τραπέζι των συνομιλιών.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω ότι αποτελεί διαχρονική επιλογή η εμπιστευτικότητα. Κάποτε, στις αρχές των διαπραγματεύσεων, ήταν κάτι που επέβαλλαν τα Ηνωμένα Έθνη για να προστατεύσουν τις διαπραγματεύσεις, ενώ εδώ και πολλά χρόνια είναι κάτι που επιλέγουν ως ένα στοιχείο της διαπραγμάτευσης οι δύο πλευρές.
Από τη μια, δηλαδή, συντρέχουν λόγοι εμπιστευτικής διαχείρισης του Κυπριακού ζητήματος για την καλύτερη αποτελεσματικότητα ως προς τους στόχους μας και από την άλλη οφείλουμε να διαχειριστούμε το δεδομένο με σεβασμό προς τους πολίτες. Είναι εμφανής η διάκριση μεταξύ των δύο και εξίσου εμφανής η ανάγκη σχοινοβασίας που πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου από τη μια να τηρήσουμε την εμπιστευτικότητα και από την άλλη να σεβαστούμε το δικαίωμα του πολίτη στην ενημέρωση.
Προτού προχωρήσω, επιτρέψτε μου να αναφερθώ λίγο περισσότερο στο θέμα των διαρροών σε συνδυασμό με την ενημέρωση που πρέπει να γίνεται και πώς μια τέτοια εξέλιξη, δηλαδή διαρροές, επηρεάζουν αρνητικότατα τους στόχους και επιδιώξεις μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Για παράδειγμα, στην παρούσα διαδικασία μια θέση της τουρκικής πλευράς η οποία προβάλλεται ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα είναι η απαίτηση όπως η ουσία του εδαφικού που αγγίζει και την ανταλλαγή χαρτών, συζητηθεί στο τέλος της διαδικασίας και αν είναι δυνατόν εκτός Κύπρου, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα. Είναι μια προσέγγιση με την οποία διαφωνεί η δική μας πλευρά και όταν προβάλουμε τη θέση μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με επιχειρήματα από την άλλη πλευρά που περιλαμβάνουν, ανάμεσα σ’ άλλα, και το θέμα των διαρροών στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Ξεκαθαρίζω ότι δεν συμφωνούμε με τη συγκεκριμένη τουρκική προσέγγιση, αλλά η επιχειρηματολογία μας στο τραπέζι των συνομιλιών αποδυναμώνεται μετά από τέτοιες εξελίξεις.
Ταυτόχρονα, είμαι σίγουρος ότι όλοι αντιλαμβάνεστε ότι ένα σημαντικό στοιχείο μιας διαπραγμάτευσης είναι και οι εντυπώσεις που δημιουργούνται και η γενικότερη ατμόσφαιρα. Πρόκειται για στοιχεία που αν αξιοποιηθούν μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τη μια ή την άλλη πλευρά αντίστοιχα. Σε αυτό το πλαίσιο, κινήσεις, ενέργειες ή εξελίξεις που δημιουργούν αρνητικές για τη μια πλευρά εντυπώσεις, αναμφίβολα επηρεάζουν την αξιοπιστία και συναφώς τη διαπραγματευτική σου ισχύ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Στα όσα ανέφερα υπάρχει αναμφισβήτητα και ο παράγοντας των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, ο ρόλος των οποίων είναι καταλυτικός στο ζήτημα της ενημέρωσης των πολιτών. Ο ρόλος των ΜΜΕ δεν περιορίζεται στο πλαίσιο όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και τα οποία περιορίζονται στις επίκαιρες εξελίξεις στο Κυπριακό. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι διαχρονικός και μόνιμος και καλύπτει όλο το φάσμα της πολιτικής δράσης, και ειδικότερα το κυπριακό πρόβλημα. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται και το θέμα της δεοντολογίας που αποτελεί και το κύριο θέμα συζήτησης της αποψινής εκδήλωσης.
Στον κώδικα δεοντολογίας και στις κατευθύνσεις που δίνει η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν υπάρχουν αναφορές σε διαχείριση εθνικών θεμάτων. Ωστόσο, το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο και δεδομένο επί όλων των θεμάτων. Η πληροφόρηση, εξάλλου, είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας.
Πρέπει
να θυμίσω πως στη δημοσιογραφία ακολουθούνται δύο Σχολές, η στρατευμένη
δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία για την ενημέρωση. Η στρατευμένη
δημοσιογραφία συναντάται, βασικά, σε ολοκληρωτικά καθεστώτα όπου τα ΜΜΕ
λειτουργούν ως όργανα της εξουσίας και του κατεστημένου. Κάποτε
αποκρύβουν την αλήθεια και άλλοτε την διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν
αντί να διαφωτίζουν την κοινωνία. Η δημοσιογραφία για την ενημέρωση
συνίσταται στην ουσιαστική και πραγματική αποστολή του δημοσιογράφου,
δηλαδή, στην απλή, αντικειμενική και ανεπηρέαστη παράθεση των γεγονότων,
όλων των γεγονότων που κατά την αντικειμενική κρίση επιβάλλεται να
γνωρίζει η κοινή γνώμη.
Ασφαλώς και ο δημοσιογράφος ή το εκάστοτε
μέσο επικοινωνίας έχουν το δικαίωμα και πολλές φορές την υποχρέωση, να
έχουν άποψη και να την προβάλλουν. Άλλωστε, σημαντικό μέρος της
αποστολής του δημοσιογράφου είναι η καλλιέργεια προβληματισμού που,
εκτός από την επιλογή και τον τρόπο προβολής της είδησης, εκφράζεται και
μέσω της σχολιογραφίας και της αρθρογραφίας. Αλλά αυτό πρέπει να είναι
διακριτό ώστε να καθίσταται σαφής στην κοινή γνώμη ποια είναι η είδηση
και το γεγονός και ποια η άποψη και η τοποθέτηση. Αυτή είναι κατά την
άποψή μου η πιο σημαντική, ίσως, διάσταση σε σχέση με την ενημέρωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε την προσφορά του Τύπου στην εθνική μας υπόθεση, αλλά και
τις υποχρεώσεις και ευθύνες του. Η αποψινή συζήτηση είμαι βέβαιος ότι θα
συμβάλει στην αναβάθμιση της ποιότητας και της δουλειάς όλων μας και θα
μας προβληματίσει προς την ορθή κατεύθυνση σε σχέση με τις εξελίξεις
στο Κυπριακό και την ενημέρωση της κοινής γνώμης στο ζωτικό αυτό
πρόβλημα για το μέλλον του τόπου μας.
Σε σχέση με την παρούσα διαδικασία που
βρίσκεται σε εξέλιξη, το θέμα της ενημέρωσης της κοινής γνώμης έχει
συζητηθεί ανάμεσα στους δύο ηγέτες και είναι κοινή η αντίληψη ότι σε
περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία στο τραπέζι των συνομιλιών, θα πρέπει
να υπάρξει εκείνος ο χρόνος που απαιτείται, ένας-δύο μήνες στα σίγουρα,
για να ενημερωθεί ο κυπριακός λαός που εξάλλου στο τέλος της μέρας θα
έχει και τον τελικό λόγο.
Μάλιστα, η ενημέρωση που θα γίνει προς τους
Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους πρέπει να βασίζεται στην ίδια
ανάγνωση των όσων έχουν συμφωνηθεί, κάτι που θα αποτυπώνει και στην
πραγματικότητα ότι μια λύση δεν θα αφήσει νικητές και ηττημένους. Σε
διαφορετική περίπτωση δεν θα αποτελεί ενημέρωση, αλλά θα προκαλεί
σύγχυση στον κυπριακό λαό.