Επιμνημόσυνος λόγος Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη
στο εθνικό μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου,
στο Μαχαιρά
Όταν κανείς
καλείται να μιλήσει για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, δεν μπορεί παρά να νιώθει βαριά
την ευθύνη της ιστορίας. Πώς να αποδώσεις το μεγαλείο ενός ανθρώπου που επέλεξε
συνειδητά να γίνει ολοκαύτωμα για μία ιδέα; Πώς να αποδώσεις το μεγαλείο ενός
ανθρώπου που έγινε ο ίδιος ιδέα και τραγούδι στο στόμα ενός λαού; Και όχι μόνο.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου έγινε θρύλος που ξεπέρασε τα όρια της Κύπρου και του
ελληνικού χώρου. Έγινε ο ήρωας που εκφράζει για όλους τους ελεύθερους ανθρώπους,
τις μεγάλες οικουμενικές, πανανθρώπινες αξίες.
Δύο μέρες
μετά τον θάνατο του Γρηγόρη, τον Μάρτη του 1957, στην Αθήνα, ο ποιητής Γιάννης
Ρίτσος έγραφε ένα έργο εμβληματικό για τον κυπριακό αγώνα. Τον «Αποχαιρετισμό»,
ο οποίος αποτελεί ένα μονόλογο του ήρωα πριν το θάνατο. Σε μία απόστροφο, ο Γρηγόρης μονολογεί: «
Όλο ετοιμάζουμε να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι ναχω να
προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σαν ναχω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ’ το
μεδούλι μου ».
Αυτή την
εικόνα έδωσε ο Αυξεντίου με τον θάνατό του. Την εικόνα του ανθρώπου που μοιράζει
αφειδώλευτα από το μεδούλι του. Ήρωες σαν τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τέτοιες
ιστορικές μορφές δεν φεύγουν. Όλο και πάντα κάτι μεγάλο, ωραίο και διαχρονικό θα
έχουν να προσθέσουν στον κόσμο μας. Ο Γρηγόρης, γαλήνιος ως όσιος, έγινε ο
Προμηθέας του αγώνα μας. Έγινε ο άνθρωπος που η φωτιά από το σώμα του φώτισε τον
κόσμο μας, τον κόσμο ολόκληρο. Έγινε ο άνθρωπος που επιβεβαίωσε πως σε κάτι
τέτοιες στιγμές « ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας, είναι η απόφαση του
θανάτου μας ».
Όπως λέει ο
Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη, « για να βοηθήσω τους θνητούς, βρήκα εγώ τους
πόνους ». Ως Προμηθέας, ο Γρηγόρης ανέλαβε την ευθύνη του έναντι στον τόπο
μας. Ιδανικός ως άνθρωπος, ιδανικός ως πολίτης, ως αγωνιστής. Ιδανικός ως
πρότυπο σε έναν αγώνα που ειδικά εκείνη τη χρονική στιγμή, τον Μάρτη 1957,
δεχόταν τα κτυπήματα το ένα μετά το άλλο και έδειχνε να χάνει την ορμή των
πρώτων ημερών. Χρειαζόταν μία λάμψη και μία έμπνευση, ένας επανακαθορισμός του
οράματος. Και όλα αυτά τα προσέφερε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, πρώτα με τον αγώνα του
και μετά με τη θυσία και τον θάνατό του.
Είναι να
διερωτάται κανείς πώς κατάφερε να αναπτύξει ο Γρηγόρης αυτή τη βαθιά προσήλωση
στην έννοια της αυτοθυσίας. Αναζητώντας το γιατί, νομίζω πως θα πρέπει να
ανατρέξουμε στη βαθιά ελληνικότητα, η οποία είχε εμποτίσει το είναι του. Αυτή
την έννοια της ελληνικής ταυτότητας, την αναζήτησε είτε μέσω της επιλογής του να
υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό, είτε μέσω της ανάγκης του να σπουδάσει τα
Ελληνικά Γράμματα ως φιλόλογος, κάτι για το οποίο ετοιμαζόταν και αποτελούσε
έναν άλλο πόθο του. Ο Αυξεντίου ταυτίστηκε με την ελληνικότητα. Ήταν για αυτόν
στάση ζωής και αναγκαιότητα, στην οποία έδωσε οικουμενικό νόημα και πλαίσιο
καταξίωσης.
Ο αγώνας
του Γρηγόρη Αυξεντίου, ο αγώνας όλων των Κυπρίων του 1955-‘59, μπορεί να μην
οδήγησε στον μεγάλο και υψηλό στόχο που είχαμε τάξει. Έδωσε όμως τη δυνατότητα
στον λαό μας να αναλάβει την τύχη του στα χέρια του, έστω και υπό τις συνθήκες
που όλοι γνωρίζουμε.
Δεν είμαι
εξ εκείνων που πιστεύουν πως ήταν αναπότρεπτη η πορεία προς την καταστροφή που
πήραν τα πράγματα μετά το 1960. Είναι γεγονός πως στο Σύνταγμα του 1960 υπήρχε
έντονο το διχαστικό στοιχείο, υπήρχαν έντονα τα υπερπρονόμια υπέρ της
μειοψηφίας, δεν έχω όμως αμφιβολία πως και οι παρεμβάσεις τρίτων οδήγησαν και
δημιούργησαν μια απαράδεκτη κατάσταση η οποία σταδιακά μάς οδήγησε στο 1974.
Είναι προφανές πως, όταν έπρεπε, δεν πράξαμε όλα όσα οφείλαμε να πράξουμε για να
προστατεύσουμε τους θεσμούς και το κράτος μας.
Σήμερα,
στον διάλογο, στον οποίο εμπλακήκαμε για την επίλυση του Κυπριακού, επιδιώκουμε
να κλείσουμε πληγές δεκαετιών. Δεν είναι εύκολο, καθώς, όπως αντιλαμβάνεστε,
έχουν δημιουργηθεί δεδομένα και έχουν, δυστυχώς, παγιωθεί καταστάσεις. Ωστόσο,
τίποτε δεν θα μας απογοητεύσει και τίποτε δεν θα μας απομακρύνει από την
προσπάθεια ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος.
Δεν υπάρχει
άλλος δρόμος για μια πατρίδα που να απαλλαγεί από τους στρατούς κατοχής, που να
απαλλαγεί από τα συρματοπλέγματα της διαίρεσης. Μια πατρίδα, όπου όλοι οι
κάτοικοί της θα παλεύουν καθημερινά για την πρόοδο και την προοπτική, για να
κάνουν αυτό το κομμάτι γης ένα παράδειγμα ειρηνικής συμβίωσης και προκοπής. Αυτή
είναι η μόνη συνταγή, από την οποία πιστεύω ότι όλος ο λαός θα κερδίσει,
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Οποιαδήποτε άλλη συντηρεί απλώς την ανασφάλεια,
την αβεβαιότητα και την αδυναμία πλήρους ανάπτυξης των δυνατοτήτων αυτού του
τόπου.
Σήμερα,
έχουμε μπροστά μας μία ευκαιρία. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν θα υπάρξει άλλη, αλλά
αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, οι συγκυρίες επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι μπορεί,
μέσα από την προσπάθεια που καταβάλλεται, μέσα από την εμπλοκή της ΕΕ που για
πρώτη φορά σημειώνεται, μέσα από την αποδοχή του κεκτημένου, να προστατεύσουμε
τα ανθρώπινα δικαιώματα, να προστατεύσουμε την ενότητα της χώρας μας, να
προστατεύσουμε την ελεύθερη διακίνηση, την ελεύθερη εγκατάσταση, την ελεύθερη
απόκτηση περιουσίας, αλλά και δουλειάς σε όλη την επικράτεια. Προσφέρεται μια
ευκαιρία που οι συγκυρίες υπαγορεύουν ότι θα πρέπει να τις αξιοποιήσουμε. Δεν
είναι –και θέλω να το τονίσω- με εύκολα λόγια ή συνθήματα που μπορεί να αρέσουν,
αλλά στο τέλος να μην ωφελούν.
Σαράντα δύο
χρόνια μετά την κατοχή διδασκόμαστε πολλά, βιώνουμε χειρότερα. Θα πρέπει κάποια
στιγμή να αποφασίσουμε πως θέλουμε ελεύθερη πατρίδα, χωρίς στρατούς κατοχής,
χωρίς τον κίνδυνο της διαίρεσης, χωρίς χαμένες πατρίδες. Θα πρέπει να δουλέψουμε
με ειλικρίνεια, μέσα από συνθήκες ενότητας, διότι πιστεύω πως όποιες και να
είναι οι ιδεολογικές διαφορές που μπορεί να μας χωρίζουν, χωρίς αμφιβολία ένας
και μόνο στόχος ενώνει όλους μας, αριστερούς, δεξιούς, σοσιαλιστές, κεντρώους,
οποιασδήποτε πολιτικής ή ιδεολογικής τοποθέτησης, από όπου κι αν προέρχονται: Ο
στόχος της απελευθέρωσης. Και αυτός ο στόχος που τον καθόρισαν με αποφάσεις τους
Υψηλού Επιπέδου και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο αείμνηστος Σπύρος Κυπριανού
και οι κατά καιρούς Πρόεδροι αυτής της Δημοκρατίας, δεν είναι άλλος από τον
οδυνηρό συμβιβασμό –αν θέλετε- της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά
κατά τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζεται ότι όλοι είμαστε ιδιοκτήτες της κάθε
σπιθαμής γης αυτής της πατρίδας. Πως μπορεί διοικητικά να ανήκει η διοίκηση στη
μια εκ των δύο κοινοτήτων, αλλά στην ουσία θα ζούμε στην ίδια πατρίδα. Και αυτό
είναι που πρέπει να μετρήσει.
Ακούω με
πολλή κατανόηση εισηγήσεις για επανατοποθέτηση, για επανακαθορισμό της πορείας
μας και διερωτώμαι αν αγνοούμε τα όσα μέχρι σήμερα έχουν συμφωνηθεί, ψηφίσματα
των Ηνωμένων Εθνών και αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που εμείς επιδιώξαμε.
Αλλά και την ίδια ώρα διερωτώμαι τί είναι αυτό που είναι η εναλλακτική εισήγηση.
Η στρατιωτική αντιπαράθεση; Πιστεύει κανείς ότι έχουμε τη δύναμη ή τις συμμαχίες
εκείνες που μπορεί να ανατρέψουν τα δεδομένα της κατοχής; Συνειδητοποιούμε ότι
κάθε χρόνος που περνά παγιώνει τα τετελεσμένα; Κάθε χρόνος που περνά αλλοιώνει
τα συστατικά στοιχεία μιας λύσης αξιοπρεπούς;
Πρέπει όλοι
να συνειδητοποιήσουμε πως πέρα και μακριά από τις όποιες σκοπιμότητες εκείνο που
προέχει είναι αυτό που έθεσε υπεράνω όλων, ακόμα και της ζωής του, ο Γρηγόρης
Αυξεντίου. Έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία αυτής της πατρίδας. Αυτό που του
χρωστούμε είναι να ξαναέρθουμε σε αυτό το μνημόσυνο και να του πούμε ότι δεν
υπάρχει στρατός κατοχής, δεν υπάρχουν οι 43 χιλιάδες κατοχικά στρατεύματα, δεν
υπάρχει διαίρεση, αλλά υπάρχει μια σύγχρονη πατρίδα όπως και εκείνος την
οραματίστηκε, που θα είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, που θα κατοχυρώνονται τα
ανθρώπινα δικαιώματα, που θα έχουμε όλοι δικαίωμα στην ελπίδα, στην προκοπή και
στην ανάπτυξη αυτού του τόπου. Μόνο και τότε μόνο θα τιμήσουμε τη μνήμη του
Γρηγόρη Αυξεντίου.
Αιωνία του
η μνήμη.