16/1/15

Παρέμβαση του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω κ. Κ. Πετρίδη σε εκδήλωση του Γραφείου του Ευρωκοινοβουλίου στην Κύπρο

Παρέμβαση του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω κ. Κ. Πετρίδη σε εκδήλωση του Γραφείου του Ευρωκοινοβουλίου στην Κύπρο
16/01/2015


«Αλληλεπίδραση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κυπριακής Δημοκρατίας
σε συσχέτιση με εξελίξεις στην ΕΕ και την ευρύτερη περιοχή»

Όταν μου ζητήθηκε να κάνω αυτή την παρέμβαση διερωτήθηκα τί σχέση έχω εγώ με το Ευρωκοινοβούλιο (ΕΚ). Μετά συνειδητοποίησα ότι τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, είχα αρκετή επαφή με το ΕΚ, κυρίως από την απέναντι πλευρά.

Ως τεχνοκράτης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συχνά προωθούσα πολιτικές που προσέκρουαν στο ΕΚ, ή έπρεπε να επιδιώξω συμβιβασμούς με αυτό, με τους οποίους πολλές φορές διαφωνούσα. Οι της Επιτροπής, ζηλεύαμε επίσης το ΕΚ για τις πιο ωραίες εγκαταστάσεις και εργασιακό περιβάλλον του. Το αντιπαθούσαμε για το ότι κάποιες μέρες κάθε μήνα ταξίδευαν στο Στρασβούργο για μια από τις συνεδριάσεις της ολομέλειας, κάτι το οποίο θεωρούσαμε διασπάθιση των λεφτών των ευρωπαίων φορολογουμένων. Αφού μόνο τα λειτουργικά έξοδα από αυτή τη μηνιαία μετακόμιση ξεπερνούν τα 180 εκ. τον χρόνο, ενώ σύμφωνα με τον Economist δημιουργούνται 19.000 επιπλέον τόνοι διοξειδίου του άνθρακα.

Στη συνέχεια, είχα αρκετές επαφές και με Ευρωβουλευτές, αλλά και με την ηγεσία του ΕΚ τόσο λόγω της ιδιότητάς μου ως Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου Αναστασιάδη όταν ήταν αντιπολίτευση και αργότερα ως Υφυπουργός, όσο και της επαφής που είχα με τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην ΕΕ (ΜΑΕΕ) για ευρωπαϊκά θέματα.

Ήμουν επίσης πάντα εκ των επικριτών, ας πούμε, σε σχέση με τον θεσμικό τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλίου. Είναι ένα θέμα που δεν θα αναλύσουμε σήμερα, αλλά συζητείται ευρέως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Όταν αποφάσισα να κάνω την παρέμβαση και μου ζητήθηκε να επικεντρωθώ στην αλληλοεπίδραση του ΕΚ και της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε πάλι διερωτήθηκα τον πραγματικό βαθμό αυτής της αλληλοεπίδρασης. Μετά από σκέψη, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι ενδεχομένως υπολόγιζα.

Και η μεγάλη του επιρροή, κατά την άποψη μου, απορρέει από τη βαρύτητα του ΕΚ ως ο ‘δημοκρατικός’ θεσμός της ΕΕ. Κάτι που επιτρέπει στο ΕΚ να ασκεί πολιτική πίεση μέσω της έκφρασης πολιτικών θέσεων.

Και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κατ’ εμένα είναι η σημαντική συμβολή του ΕΚ στην ένταξη της Κύπρου στην ίδια την ΕΕ. Σε μια δύσκολη μάλιστα πολιτική περίοδο, κατά την οποία οι περισσότεροι, εντός και εκτός, θεωρούσαν ανέφικτη την ένταξη μας με άλυτο το κυπριακό πρόβλημα. Ήταν τότε, που οι πρωτοβουλίες και οι πολιτικοί χειρισμοί της Κυβέρνησης Κληρίδη βρήκαν σημαντικούς πολιτικούς συμμάχους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ΕΚ ήταν ένας εκ των πλέον σημαντικών που εργάστηκαν μαζί μας για να ανατρέψουμε τα δεδομένα και να ενταχθούμε στην ΕΕ, κάτι που ήταν μια μεγάλη εθνική νίκη.

Φυσικά η θεσμική επιρροή του ΕΚ είναι ευρύτερη, ιδιαίτερα μετά από τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 και τις αυξημένες θεσμικές αρμοδιότητες που έχει αποκτήσει. Μπορεί να μην έχει εκπληρωθεί ο διαχρονικός ‘πόθος΄ του ΕΚ να μπορεί να έχει δικαίωμα να προτείνει και να καταθέτει νέα νομοθετήματα, και μπορεί το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή να διατηρούν περισσότερη εξουσία όσον αφορά τη διαμόρφωση πολιτικής. Το ΕΚ όμως πλέον συναποφασίζει για την πλειοψηφία των θεμάτων μαζί με το Συμβούλιο και τις εθνικές κυβερνήσεις. Μπορεί να επικυρώνει επίσης συμφωνίες με τρίτες χώρες. Μπορεί δηλαδή να συνδιαμορφώνει πλέον το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, ενδεχόμενα πέραν του 70%, τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την εσωτερική διακυβέρνηση της κάθε χώρας, την καθημερινή ζωή του κάθε ευρωπαίου πολίτη. Πολιτικές που γεννιούνται στην ΕΕ και επηρεάζουν προς το καλύτερο τη ζωή μας και αφορούν το περιβάλλον, τη χρηστή διοίκηση, τους κανόνες για τον ανταγωνισμό, την ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση, πρόσφατα το νέο πακέτο Γιούνκερ για την ανάπτυξη, θέματα οικονομικής διακυβέρνησης και πολλά άλλα. Πολιτικές που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του πολίτη, αλλά δεν γίνεται συχνά αντιληπτό ότι προέρχονται από την ίδια την ΕΕ.

Φυσικά η πραγματικότητα είναι ότι εκεί οι δυνατότητες της Κύπρου να καθορίσει την έκβαση των συμφωνιών ή των νομοθεσιών είναι συχνά περιορισμένη, λόγω του ότι οι Ευρωβουλευτές μας είναι μόνο έξι από τους 751, οι οποίοι μετέχουν σε τρεις από τις επτά πολιτικές ομάδες και σε εννέα από τις 20 κοινοβουλευτικές επιτροπές και δρουν σε ένα δύσκολο περιβάλλον πολύπλοκων και συγκρουόμενων συμφερόντων. Αλλά η δυνατότητα υπάρχει και εξαντλείται με την έντονη τους δραστηριοποίηση.

Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να είμαστε αξιόπιστοι στο ΕΚ, όπως και σε όλους τους θεσμούς της ΕΕ. Από τις ευρωεκλογές του 2004 που ακλούθησαν την ένταξη μας στην ΕΕ μέχρι σήμερα, είχαμε συνολικά 17 Κύπριους Ευρωβουλευτές. Είναι αυτοί που με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εκδηλώσεις, ομιλίες, τροπολογίες και εκθέσεις προσπαθούν να επηρεάσουν όσο μπορούν τις θέσεις του ΕΚ. Και πιστεύω ότι ο σεβασμός και η αναγνώριση που τυγχάνει σήμερα η Κύπρος στο ΕΚ είναι κυρίως καρπός της δικής τους δουλείας. Κάτι που αμέσως μετά την ένταξη και τα δημοψηφίσματα του 2004 κάθε άλλο παρά δεδομένα ήταν.

Η εικόνα της Κύπρου και η αποδοχή των θέσεων της – για ένα πολύ ευρύ φάσμα θεμάτων - υπήρξε πάντα θετική στη μεγαλύτερη ομάδα του ΕΚ, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), όσο και στην τέταρτη σε δύναμη ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς (GUE). Σήμερα μπορούμε να σημειώσουμε και μικρή πρόοδο και στη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα, αυτή των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, κυρίως λόγω της συμμετοχής σε αυτήν από το 2009 και Κυπρίων Ευρωβουλευτών, χωρίς να παραγνωρίζω τις μεγάλες προσπάθειες που έγιναν και από πλευράς της ΜΑΕΕ.

Όσον αφορά το εθνικό μας θέμα, αυτό πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν φιγουράρει συχνά στην ημερήσια διάταξη του ΕΚ, και δεν είναι κατά τη γνώμη μου το ΕΚ που θα διαδραματίσει τον πιο καθοριστικό ρόλο στην επίλυσή του. Υπάρχει όμως ένας σημαντικός αριθμός θεμάτων που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει το ΕΚ και αφορούν την Κύπρο.

Κάποια αξιοσημείωτα παραδείγματα που έχουν δώσει σημαντικά πολιτικά όπλα στην Κύπρο είναι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας στα κατεχόμενα, η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου λόγω του εποικισμού, ο προϋπολογισμός για την Επιτροπή Αγνοουμένων, και το πόρισμα της Επιτροπής Αναφορών για το θέμα της Αμμοχώστου. Πιο πρόσφατα, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το ψήφισμα της ολομέλειας του περασμένου Νοέμβριου για την κυπριακή ΑΟΖ.

Φυσικά δεν είναι πάντα εύκολα τα πράγματα. Ορισμένες φορές το ΕΚ θέτει και θέματα τα οποία ενδεχομένως να μας δημιουργούν δυσκολίες, όπως κάποιες από τις κατά καιρούς πρόνοιες της τακτικής έκθεσης προόδου της Τουρκίας που περιλαμβάνει και αναθερμαίνει θέματα όπως ο Κανονισμός Απευθείας Εμπορίου, το θέμα της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων ή της εκπροσώπησης τους στο ΕΚ, το θέμα της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, κλπ. Και εκεί δίνεται μια συντονισμένη μάχη που αφορά τόσο τους Ευρωβουλευτές μας, όσο και την ίδια την Κυβέρνηση. Τόσο στην αποφυγή δυσμενών αναφορών όσο και στην κατάθεση συμβιβαστικών προτάσεων που δεν θέτουν σε κίνδυνο τις πάγιες θέσεις της Κύπρου στο εθνικό μας ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο που σε επίπεδο Επιτροπής Νομικών το ΕΚ καταψήφισε τη νομοθεσία για τον Κανονισμό Απευθείας Εμπορίου.

Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί η σημαντική συμβολή του ΕΚ στο ‘τέλμα’ θα έλεγα στο οποίο βρίσκεται η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας μετά από εννέα χρόνια άκαρπων διαπραγματεύσεων, αλλά και η κριτική για τις πρόσφατες αυταρχικές και επιθετικές πολιτικές Ερτογάν.

Υπάρχει φυσικά και η γεωπολιτική διάσταση την οποία πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Οι πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ στην περιοχή μας προσφέρουν πιστεύω την ευκαιρία στην Κύπρο να αναβαθμίσει τον ρόλο της. Τόσο όσον αφορά τη σχέση της ΕΕ με κράτη της Μέση Ανατολή και τη Ρωσία, αλλά και ως πρωταγωνιστής στο ενεργειακό παιχνίδι. Οι κρίσεις στη γειτονιά μας έχουν επίσης επαναφέρει δυο μεγάλα θέματα στο προσκήνιο. Την ασφάλεια της παροχής ενέργειας και την εξομάλυνση των σχέσεων ΕΕ και ΝΑΤΟ. Είναι στα χέρια μας να πείσουμε την ΕΕ και τους νομοθέτες στο ΕΚ ότι η Κύπρος μπορεί και ήδη παίζει ένα εποικοδομητικό ρόλο για την Ευρώπη και στα δυο αυτά θέματα. Και εδώ για να επιτύχουμε πρέπει να υπάρχει ένας καλός συντονισμός με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και με την κυβέρνηση και τους Ευρωβουλευτές μας.

Είναι ιδιαίτερα ευτυχές για την Κύπρο, που η νέα αρμόδιος για την Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ κα Μονγκερίνη είναι ιδιαίτερα δραστήρια στη δημιουργία μιας νέας πιο ενεργής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, όσο και το γεγονός ότι ο Κύπριος Επίτροπος έχει χαρτοφυλάκιο που εμπίπτει στην ομάδα Επιτρόπων με θέματα εξωτερικής πολιτικής, κάτι που αποτελεί σημαντική αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου στην ΕΕ. Αυτή τη συγκυρία πρέπει να την εκμεταλλευτούμε. Γιατί η προώθηση των συμφερόντων μας στην ΕΕ δεν γίνεται φυσικά μόνο με τα λόγια. Ούτε αποκλειστικά και μόνο με προσωπικές πρωτοβουλίες είτε των Ευρωβουλευτών είτε του Προέδρου και των Υπουργών της Κυβέρνησης, είτε του Μόνιμου Αντιπροσώπου στις Βρυξέλλες.

Οφείλουμε να αναπτύξουμε πιο στέρεους μηχανισμούς συντονισμού, συνεργασίας και προώθησης των πολιτικών μας στην ΕΕ. Όλων των πολιτικών, όχι μόνο της εθνικής μας υπόθεσης. Έτσι ώστε να αυξήσουμε το βάρος μας επί των αποφάσεων που μας επηρεάζουν, σε όλο το εύρος της ΕΕ. Η ανάγκη αυτή είναι κάτι που από κοινού Προεδρία και Υπουργείο Εξωτερικών έχουμε επισημάνει και δουλεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση.

Κυρίες και κύριοι,

Μπορεί να μην έχει γίνει αντιληπτό στο ευρύ κοινό αλλά ως κυβέρνηση δώσαμε μάχη για την παραμονή μας στο ευρώ. Παρά τις όποιες ενδεχόμενες πικρίες μας, δώσαμε μάχη παραμονής στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια γιατί εκεί ανήκουμε. Εκεί ανήκουμε και πολιτιστικά, αλλά πολύ περισσότερο εκεί μπορούμε να διεκδικήσουμε τόσο τα οικονομικά όσο και τα εθνικά μας συμφέροντα.

Πιστεύω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επανακτήσαμε και πολιτική και οικονομική αξιοπιστία. Θέσαμε τα εχέγγυα έτσι ώστε η μικρή περιφερειακή Κύπρος, με τα τόσα της προβλήματα, να μπορεί να λειτουργεί με αξιοπιστία και σοβαρότητα στον πυρήνα της ΕΕ. Έτσι θα συνεχίσουμε. Για να μπορούμε να πείθουμε και να επηρεάζουμε το ΕΚ, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και όλους τους θεσμούς της ΕΕ. Προς όφελος και εμάς και της Ευρώπης.

Και σε αυτό το πλαίσιο, η εφαρμογή και σε μεταγενέστερο σημείο ή απαλλαγή του Μνημονίου, καθώς και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ξεκινήσει η κυβέρνηση, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την αξιοπιστία αλλά και την επιρροή της Κύπρου στην ΕΕ και στο ΕΚ. Η εφαρμογή του προγράμματος, η γρήγορη απαλλαγή του, αλλά και η επιτυχία του όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης, όχι μόνο θα αυξήσουν την αξιοπιστία της Κύπρου στην Ευρώπη, αλλά θα τη μεταφέρουν στον πυρήνα της. Εξίσου σημαντικό είναι ότι θα μπορέσουν να επαναφέρουν και τους πολίτες πιο κοντά στην Ευρώπη και το πολιτικό σύστημα, από τα οποία η κρίση και η κακοδιαχείριση τους έχει απομακρύνει.

Και εδώ θέλω να κάνω ειδική μνεία για το γραφείο του ΕΚ στην Κύπρο και για την αξιόλογη δουλειά που επιτελεί. Που δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα της απλής ενημέρωσης γύρω από τον ρόλο του ΕΚ αλλά και σε όλα τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Που έχει καταστεί ενδεχόμενα το μόνο σώμα στην Κύπρο που λειτουργεί ως ενεργός διαμορφωτής της κοινής γνώμης για θέματα που αφορούν την Ευρώπη και που σε στενή συνεργασία με τα ΜΜΕ προσπαθεί να δώσει μια αντικειμενική εικόνα για το τι κάνει η Ευρώπη και το ΕΚ και τι δεν είναι στη δικαιοδοσία της. Με κύρια έμφαση στη νέα γενιά. Γιατί κακά τα ψέματα, η καλλιέργεια της ευρωπαϊκής κουλτούρας χρειάζεται και χρόνο και εκπαίδευση και στόχευση στη νέα γενιά.

Και από αυτή τη δράση πρέπει όλοι, κυβέρνηση και κόμματα να παραδειγματιστούμε. Να εισάξουμε στην ατζέντα και στο πεδίο συζήτησης την ευρωπαϊκή ατζέντα. Τα θέματα συζήτησης που αφορούν την πορεία της Ευρώπης και τις αλλαγές. Την φιλοσοφία της ΕΕ. Να ενημερώσουμε καλύτερα τον πολίτη για το τι πραγματικά είναι η Ευρώπη αφού λέμε ότι είμαστε μέρος της. Γιατί η Ευρώπη δεν είναι μόνο τα ευρωπαϊκά κονδύλια στα οποία επικεντρωνόμαστε. Είναι ιδέα, είναι δημοκρατία, εισάγει τον ορθολογισμό στις πολιτικές. Είναι η αλληλεγγύη η οποία όμως πρέπει πάντα να συνοδεύεται και από την υπευθυνότητα. Δεν είναι ανάγκη όλοι να συμφωνούμε με αυτές τις ιδέες ή τις πολιτικές, αλλά τουλάχιστον πρέπει να τις γνωρίζουμε και να τις συζητάμε καθώς και τη λογική τους. Γιατί είναι και με αυτό τον τρόπο που θα γίνουμε πιο ευρωπαίοι και λιγότερο μηδενιστές.