Την
απόφαση της Κυβέρνησης να προχωρήσει στην υπογραφή της Σύμβασης της
Κωνσταντινούπολης που αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας
κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία, ανακοίνωσε, σήμερα, ο
Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου στην
Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε δηλώσεις του μετά το
πέρας της συνεδρίας ανέφερε:
«Μετά από την ολοκλήρωση της σχετικής
τεχνοκρατικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε από την Τεχνική Επιτροπή, η
οποία καταρτίστηκε με τη συμμετοχή των Υπουργείων Δικαιοσύνης και
Δημοσίας Τάξεως, Υγείας, Οικονομικών, Εσωτερικών και Εργασίας, Πρόνοιας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνήλθε η Υπουργική Επιτροπή και προέβη σε
αξιολόγηση των συμπερασμάτων και όλων των στοιχείων της ενδελεχούς
μελέτης, τόσο σε σχέση με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από κάθε
διάταξη της Σύμβασης όσο και σε σχέση με τις δαπάνες που μπορεί να
προκύψουν στο πλαίσιο της συμμόρφωσής μας με τις διατάξεις της. Η
Υπουργική Επιτροπή έκρινε ότι θα εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο την
υπογραφή της Σύμβασης, καταθέτοντας παράλληλα κάποιες
εξαιρέσεις/επιφυλάξεις, οι οποίες επιτρέπονται από την ίδια την Σύμβαση.
Για το σκοπό αυτό ζητήσαμε από τη Νομική Υπηρεσία να συμβουλεύσει την
Επιτροπή αναφορικά με τις εξαιρέσεις που επιτρέπονται από τη Σύμβαση,
ούτως ώστε να αποφασιστούν ποιές τελικά θα είναι οι εξαιρέσεις που θα
υποβληθούν με την υπογραφή της.
Η Σύμβαση προνοεί επιφυλάξεις που
σχετίζονται με την αποζημίωση των θυμάτων βίας, με την πρόνοια επέκτασης
της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η βία
έχει προκληθεί σε χώρα άλλη, για πρόσωπο που έχει τη μόνιμη διαμονή του
στην Κύπρο και ανεξαρτήτως εάν η πράξη αυτή συνιστά ποινικό αδίκημα στη
χώρα στην οποία έχει προκληθεί. Επίσης, προνοεί για επιφυλάξεις που
σχετίζονται με αυτεπάγγελτες διαδικασίες –ex officio και
μονομερείς διαδικασίες- με τον χρόνο παραγραφής αδικημάτων, το καθεστώς
διαμονής και γενικότερα θέματα, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης και
για τα οποία έχουμε ζητήσει την άποψη της Νομικής Υπηρεσίας αναφορικά
με τις επιφυλάξεις που θα κατατεθούν».
Ο κ. Υπουργός επεσήμανε ότι αν και η Σύμβαση
της Κωνσταντινούπολης έχει ανοίξει για υπογραφή από τον Μάιο του 2011, η
Κύπρος παραμένει μία εκ των έξι κρατών μελών της ΕΕ που δεν την έχουν
υπογράψει ακόμη.
Υπογραμμίζοντας τη δέσμευσή του σε
προηγούμενη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής τον Νοέμβριο 2013,
ότι θα γινόταν σοβαρή μελέτη της Σύμβασης, ο κ. Νικολάου σημείωσε ότι η
σχετική μελέτη ολοκληρώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, υποβλήθηκε στα
αρμόδια Υπουργεία και εν συνεχεία, έγινε αξιολόγησή της και λήφθηκε η
συγκεκριμένη απόφαση. Στη μελέτη περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα στοιχεία
που χρειάζονται, ώστε όχι μόνο να μπορεί να αξιολογηθεί η δυνατότητα
ανταπόκρισής μας στην υπογραφή και στην κύρωση της Σύμβασης, αλλά και το
πώς πρέπει να γίνει ο προγραμματισμός συμμόρφωσης με τις διατάξεις της,
ανέφερε, προσθέτοντας ότι υπάρχει μια πλήρης εικόνα για να
προγραμματίσουμε την υλοποίηση της Σύμβασης η οποία είναι σημαντική όσον
αφορά τις μορφές βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.
Ο κ. Υπουργός διευκρίνισε ότι καταθέτοντας κάποιες επιφυλάξεις κατά τον
χρόνο της υπογραφής της Σύμβασης, δεν σημαίνει ότι αυτές θα
επαναληφθούν ακριβώς οι ίδιες και κατά τον χρόνο κύρωσης της.
Κληθείς να αναφερθεί στο κόστος της και στο
χρονικό περιθώριο οπότε και αναμένεται να υπογραφεί η Σύμβαση, ο κ.
Νικολάου είπε ότι το άμεσο κόστος θα εξαρτηθεί μετά από τον καθορισμό
των επιφυλάξεων που θα γίνουν με την υπογραφή της Σύμβασης, σημειώνοντας
ότι αρκετά από τα ζητήματα που προνοούνται στη Σύμβαση –τουλάχιστον σε
νομοθετικό επίπεδο-, σε μεγάλο βαθμό καλύπτονται από την εθνική μας
νομοθεσία. «Υπάρχουν όμως θέματα τα οποία χρήζουν ρυθμίσεως και για αυτά
προχωρούμε με συγκεκριμένες εισηγήσεις, όπως είναι για παράδειγμα το
αδίκημα της παρενόχλησης το οποίο δεν ρυθμίζεται από τον δικό μας
ποινικό κώδικα. Τα χρονικά περιθώρια που υπάρχουν δεν θα μας επιτρέψουν
να υπογράψουμε εντός του 2014, αλλά σίγουρα είναι θέμα προτεραιότητας
για το Υπουργείο Δικαιοσύνης, γιατί έτσι υλοποιείται ακόμη μια
κυβερνητική πολιτική», κατέληξε. |