Ο Επίτροπος Προεδρίας συναντήθηκε με την Επιτροπή
Συγγενών Ελληνοκυπρίων Αγνοουμένων του 1963-1964
Η βούληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης και της
Πολιτείας γενικότερα είναι ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά το θέμα της ταχείας
διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων μας, είπε σήμερα ο Επίτροπος Προεδρίας για
Ανθρωπιστικά Θέματα και Θέματα Αποδήμων κ. Φώτης Φωτίου, ο οποίος συναντήθηκε
στα Γραφεία του με αντιπροσωπεία της Επιτροπής Συγγενών Ελληνοκυπρίων
Αγνοουμένων του 1963-’64.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, μετά τη συνάντηση, ο Επίτροπος
Προεδρίας είπε ότι «είχα σήμερα την ευκαιρία να συναντηθώ με αντιπροσωπεία της
Επιτροπής Συγγενών Ελληνοκυπρίων Αγνοουμένων του ’63-’64. Δεν πρέπει να ξεχνάμε
εκείνα τα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης, όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε και
όσους αγωνίστηκαν εκείνη την περίοδο. Πάνω από όλα, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι έχουμε και Ελληνοκύπριους αγνοουμένους του ’63-´64. Και είναι και αυτό μια
άλλη τραγική πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας.
Σήμερα συζητήσαμε με την αντιπροσωπεία διάφορα προβλήματα που
αντιμετωπίζονται έτσι ώστε η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων του ’63-’64 να
γίνει το συντομότερο δυνατόν. Συζητήσαμε εισηγήσεις που θα μπορούσαν να
συμβάλουν σε αυτήν την προσπάθεια και είναι ξεκάθαρη η πεποίθηση και βούληση
τόσο του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης όσο και ολόκληρης της
Πολιτείας ότι αυτό το ανθρωπιστικό θέμα πρέπει να το αγγίξουμε με πρακτικούς
τρόπους.
Ήταν εισήγηση του Υπουργείου Άμυνας τον Νοέμβριο του 2013 στο
Υπουργικό Συμβούλιο και λήφθηκε σχετική απόφαση, να τιμηθούν όλοι όσοι
αγωνίστηκαν εκείνη την περίοδο. Και πρέπει όλοι να θυμόμαστε εκείνες τις
τραγικές μέρες διότι υπήρχαν εκατοντάδες αν όχι και χιλιάδες που αγωνίστηκαν
εκείνη την περίοδο».
Ερωτηθείς ποια είναι τα προβλήματα που παρουσιάζονται αναφορικά με το
θέμα διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων του ’63-‘64, ο κ. Φωτίου είπε ότι «το
θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων του ’63-’64 έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα της
Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων. Όμως χρειάζεται περισσότερη έρευνα και
είναι για αυτό που συζητήσαμε σήμερα τρόπους με στόχο την πρόσληψη, αν είναι
δυνατόν, εξειδικευμένων ερευνητών και επιστημονικού προσωπικού, ώστε να αγγίξουν
αυτήν την πτυχή, αφού έχουν περάσει περίπου 52-53 χρόνια και από τους 44
αγνοούμενους μας έχει διακριβωθεί η τύχη μόνο των εννέα. Άρα, χρειάζεται μια πιο
επιστημονική προσέγγιση του όλου θέματος για να συγκεντρωθούν περισσότερα
στοιχεία.
Σε συντονισμό όλες οι Υπηρεσίες του κράτους θα πρέπει να είμαστε πιο
παραγωγικοί και αποδοτικοί στη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τόσο οι
συγγενείς των αγνοουμένων μας του ´63-´64 όσο και του 1974».
Πρόσθεσε ότι «υπάρχει απροθυμία από πλευράς Τουρκίας και ζητήσαμε για
ένα τέτοιο ανθρωπιστικό θέμα από κάποια ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων καθώς και
από τα Ηνωμένα Έθνη, να πείσουν και να πιέσουν την Τουρκία ότι πρέπει να άρει
κάποιους φραγμούς που θέτει για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων μας είτε
αφορά θέματα παροχής πληροφοριών είτε πρόσβασης σε κάποιες ζώνες, καθώς και άλλα
ζητήματα».
Ο κ. Φωτίου υπενθύμισε επίσης τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ κατά της
Τουρκίας σε αυτό το θέμα τις οποίες χαρακτήρισε καταπέλτη.
«Σύντομα», είπε, «θα υπάρξει σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών σε
συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία για τα παραπέρα βήματα υλοποίησης αποφάσεων του
ΕΔΑΔ που η Τουρκία αρνείται να υλοποιήσει».
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της Επιτροπής κ. Χάρης Συμεωνίδης είπε
ότι «είχαμε μια πολύ γόνιμη συνεργασία με τον Επίτροπο. Οι τοποθετήσεις του ήταν
σωστές και καθοριστικές. Ελπίζουμε ότι το θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων
’63-’64 θα δει καλύτερες μέρες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι για το δράμα των
αγνοουμένων πληροφορίες χάνονται μάρτυρες πεθαίνουν, αλλά το πιο τραγικό είναι
ότι και όταν ανευρίσκονται τα λείψανα αγνοουμένων του ’63-‘64 δεν υπάρχουν
συγγενείς για να τους κηδεύσουν. Αυτό και μόνον είναι αρκετό για να καταβληθεί
κάθε δυνατή προσπάθεια για να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Πέρα τούτου αναλύσαμε στον
Επίτροπο τα γενικότερα προβλήματα που υπάρχουν στην αντιμετώπιση του θέματος των
αγνοουμένων συλλογικά.
Ευχόμαστε και ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μια νέα αρχή για την επίλυση
των προβλημάτων αυτών είτε είναι διοικητικά είτε λειτουργικά, για να δοθεί ένα
τέλος, επιτέλους, στο δράμα αυτό των αγνοουμένων μας του 1963-’64 και του
1974».
_____________